ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΟΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ.

Από όλες τις πλευ­ρές ανα­γνω­ρί­ζε­ται ότι η ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­σηκοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης, πα­ρα­τε­τα­μέ­νων μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών και κα­τα­στρε­πτι­κών απο­τε­λε­σμά­των της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, δεν μπο­ρεί να αντι­με­τω­πι­στεί παρά από ένα ευρύ μέ­τω­πο των αρι­στε­ρών, ρι­ζο­σπα­στι­κών, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κών, αντι­μνη­μο­νια­κών δυ­νά­με­ων. Και όλοι έχουν συ­νεί­δη­ση ότι αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με την ανά­δει­ξη και ρη­ξι­κέ­λευ­θη αντι­πο­λι­τευ­τι­κή δράση ενός ισχυ­ρού τα­ξι­κού αγω­νι­στι­κού πόλου στο ερ­γα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα. Αυτά πέρα από οποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σία εκλο­γι­κί­στι­κων πρα­κτι­κών, μιας και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, μετά το 2ο Συ­νέ­δριό του, και την μνη­μο­νια­κή κυ­βερ­νη­τι­κή του πο­ρεία, δεν φαί­νε­ται ούτε να κα­ταρ­ρέ­ει, ούτε να οδη­γεί­ται σε οι­κου­με­νι­κές κυ­βερ­νη­τι­κές λύ­σεις, ούτε και να λει­τουρ­γεί κατά τρόπο πα­νι­κό­βλη­το. Ο πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός των νέων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που βα­σί­στη­κε για την  άνοδό του στα λαϊκά ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα, και υπη­ρε­τεί άτεγ­κτα και απρο­σχη­μά­τι­στα τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής ανά­πτυ­ξης και κυ­ριαρ­χί­ας, φαί­νε­ται ότι εδραιώ­νε­ται και στα­θε­ρο­ποιεί­ται στην πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, εκτός και αν ένα ευρύ, αγω­νι­στι­κό λαϊκό κί­νη­μα λει­τουρ­γή­σει στην κα­τεύ­θυν­ση κλο­νι­σμού της κυ­ριαρ­χί­ας του.

Μέ­γι­στη άρα ανα­δει­κνύ­ε­ται η ανα­γκαιό­τη­τα δια­μόρ­φω­σης και πα­ρέμ­βα­σης ενός ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού με­τώ­που, με αγω­νι­στι­κά τα­ξι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, και σαφή ανα­φο­ρά στην ερ­γα­τι­κή τάξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, στους ανέρ­γους, στη μι­σθω­τή ερ­γα­σία των δη­μό­σιων υπη­ρε­σιών, τους συ­ντα­ξιού­χους της μι­σθω­τής απα­σχό­λη­σης και την άνερ­γη νε­ο­λαία. Πεδίο πα­ρέμ­βα­σης όλων αυτών των πλητ­το­μέ­νων κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων τα ερ­γα­τι­κά πρω­το­βάθ­μια σω­μα­τεία, και οι αντί­στοι­χες δευ­τε­ρο­βάθ­μιες ορ­γα­νώ­σεις, και σε καμία πε­ρί­πτω­ση χώροι δια­τα­ξι­κής κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης, μα­κριά από τα τα­ξι­κά λαϊκά συμ­φέ­ρο­ντα. Ερ­γα­τι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες όπως αυτές που λει­τουρ­γούν στην το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση, στις κα­τα­σκευ­ές, στη βιο­μη­χα­νία, στους εκ­παι­δευ­τι­κούς, στα νο­σο­κο­μεία, στο εμπό­ριο κλπ.

 

Χρειά­ζε­ται ευθύς εξ αρχής να το­νί­σει κα­νείς με σα­φή­νεια ότι το πεδίο συ­γκρό­τη­σης μιας τέ­τοιας κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας, δεν συμ­βα­δί­ζει με πρω­το­βου­λί­ες και πα­ρεμ­βά­σεις σε το­μείς που είτε διέ­πο­νται από σαφώς μι­κρο­με­σαία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, είτε έχουν ως ανα­φο­ρά τους δια­τα­ξι­κούς κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους, χωρίς συν­δι­κα­λι­στι­κή υπό­στα­ση. Στην μία πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για πα­ρεμ­βά­σεις σε συλ­λο­γι­κό­τη­τες εμπό­ρων, επαγ­γελ­μα­τιών και βιο­τε­χνών, δη­λα­δή με­σαί­ων μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των, πολλά από τα οποία έχουν ερ­γο­δο­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Στην άλλη πε­ρί­πτω­ση πρό­κει­ται για επι­στη­μο­νι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες, που δεν έχουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συν­δι­κα­λι­στι­κής ορ­γά­νω­σης, με δια­τα­ξι­κή φύση και συ­ντε­χνια­κή φυ­σιο­γνω­μία, όπως το ΤΕΕ κλπ., και όπου συμ­με­τέ­χουν από κοι­νού οι με­γά­λοι κα­τα­σκευα­στές, οι ερ­γο­λά­βοι δη­μο­σί­ων έργων, η κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία, οι με­σαί­οι κα­τα­σκευα­στές και γρα­φεία με­λε­τών, και δευ­τε­ρο­γε­νώς ερ­γα­ζό­με­νοι και άνερ­γοι τε­χνι­κοί, με την σα­φέ­στα­τη ηγε­μο­νία του τε­χνι­κού κε­φα­λαί­ου.

Αν ξε­κα­θα­ρί­σει ευθύς εξ αρχής κα­νείς αυτή τη διά­στα­ση, και μεί­νει απο­κλει­στι­κά στις κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις των «από κάτω», τότε μπο­ρεί να δια­κρί­νει την ύπαρ­ξη και πα­ρέμ­βα­ση τριών πόλων του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος :

α) Αυτού της συν­δι­κα­λι­στι­κής ερ­γο­δο­τι­κής και κυ­βερ­νη­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, που μέσα από στρε­βλές δια­δι­κα­σί­ες εμ­φα­νί­ζο­νται να ελέγ­χουν την ΓΣΕΕ και κα­τώ­τε­ρες συν­δι­κα­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις, της οποί­ας ο ρόλος είναι σα­φέ­στα­τα υπο­νο­μευ­τι­κός των ερ­γα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων και διεκ­δι­κή­σε­ων.

β) Του πόλου του τα­ξι­κού συν­δι­κα­λι­σμού που έχει ανα­φο­ρά στο ΠΑΜΕ, κι­νεί­ται με όρους αυ­το­τέ­λειας, και δια­θέ­τει πα­ρου­σία τόσο στον δη­μό­σιο όσο και στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, και έχει προ­χω­ρή­σει εδώ και μια δε­κα­πε­ντα­ε­τία στον δια­χω­ρι­σμό του από τον κε­ντρι­κό συν­δι­κα­λι­σμό της συ­ναί­νε­σης και της υπο­τα­γής.

γ) Των σχη­μά­των που έχουν ανα­φο­ρά σε δυ­νά­μεις του ρι­ζο­σπα­στι­κού κι­νή­μα­τος, που ωστό­σο έχουν εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στο δη­μό­σιο τομέα, όπως στην εκ­παί­δευ­ση, στην το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση και στο νο­ση­λευ­τι­κό σύ­στη­μα, ενώ η πα­ρου­σία τους στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας είναι εξαι­ρε­τι­κά αναι­μι­κή.

Η ΜΕ­ΤΩ­ΠΙ­ΚΗ ΣΥ­ΓΚΛΙ­ΣΗ ΤΩΝ ΡΙ­ΖΟ­ΣΠΑ­ΣΤΙ­ΚΩΝ ΚΟΙ­ΝΩ­ΝΙ­ΚΩΝ ΔΥ­ΝΑ­ΜΕ­ΩΝ

Η κύρια δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή είναι εκεί­νη ανά­με­σα στις τα­ξι­κές ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις (ΠΑΜΕ + ρι­ζο­σπα­στι­κά σχή­μα­τα), και στην ανα­ξιο­πι­στία και αφε­ρεγ­γυό­τη­τα της γρα­φειο­κρα­τί­ας της ΓΣΕΕ και των αντί­στοι­χων δευ­τε­ρο­βάθ­μιων ορ­γα­νώ­σε­ων. Και βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για οποια­δή­πο­τε ενω­τι­κή με­τω­πι­κή δια­δι­κα­σία είναι ο ρι­ζι­κός δια­χω­ρι­σμός με τον ερ­γο­δο­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό της υπο­νό­μευ­σης και η τε­λε­σί­δι­κη υπέρ­βα­σή του. Για να πά­ρου­με ένα πρό­σφα­το ευ­ρω­παϊ­κό πα­ρά­δειγ­μα, οι ερ­γα­τι­κές συ­νο­μο­σπον­δί­ες του γαλ­λι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, (Cgt, Force Ouvriere, Solidaires κλπ.) συ­γκρό­τη­σαν την Intersyndicale, η οποία και πήρε στους ώμους της το βάρος των απερ­για­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων απέ­να­ντι στο νόμο κα­τε­δά­φι­σης του Κώ­δι­κα Ερ­γα­σί­ας. Η ερ­γο­δο­τι­κή σο­σια­λι­στι­κή συ­νο­μο­σπον­δία CFDT, συ­ντά­χθη­κε με την κυ­βέρ­νη­ση, και δεν πήρε μέρος στις κι­νη­το­ποι­ή­σεις : Οι υπό­λοι­πες ερ­γα­τι­κές συ­νο­μο­σπον­δί­ες ούτε που ασχο­λή­θη­καν μαζί της, και την άφη­σαν στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­θώ­ριο.

Βέ­βαια το σύ­νο­λο των συν­δι­κα­λι­στι­κών ρευ­μά­των του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος εμ­φα­νί­ζε­ται σή­με­ρα εμ­φα­νώς εξα­σθε­νη­μέ­νο, με απο­τέ­λε­σμα οι ερ­γα­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις να είναι εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λές. Ο ερ­γο­δο­τι­κός θε­σμι­κός συν­δι­κα­λι­σμός, βα­σί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά σχε­δόν σε συν­δι­κα­λι­στι­κές αντι­προ­σω­πεύ­σεις των δη­μό­σιων κυ­ρί­ως επι­χει­ρή­σε­ων (πρώην και νυν ΔΕΚΟ), στο μέτρο που ένα με­γά­λο μέρος του προ­σω­πι­κού τους το­πο­θε­τή­θη­κε σ’ αυτές με δια­δι­κα­σί­ες κομ­μα­τι­κής συ­ναλ­λα­γής και ρου­σφε­τιών (π.χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛΒΟ, Εγνα­τία κλπ.), πράγ­μα που δεν έχει να κάνει με καμία μορφή ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής συν­δι­κα­λι­στι­κής υπό­στα­σης. Το ρι­ζο­σπα­στι­κό ερ­γα­τι­κό ρεύμα (ΜΕΤΑ + Συ­σπει­ρώ­σεις) δεν δια­θέ­τει παρά απει­ρο­ε­λά­χι­στες ανα­φο­ρές στην ιδιω­τι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία. Έτσι, η έντο­νη πα­ρου­σία του στη μέση εκ­παί­δευ­ση, και σπο­ρα­δι­κά στα νο­σο­κο­μεία ή στην το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση, δεν είναι δυ­στυ­χώς παρά η εξαί­ρε­ση που επι­βε­βαιώ­νει τον κα­νό­να. Έτσι, μόνον ου­σια­στι­κά η πα­ρά­τα­ξη του ΠΑΜΕ φαί­νε­ται να δια­θέ­τει ένα γε­νι­κό δί­κτυο ερ­γα­τι­κών και συ­ντα­ξιου­χι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, που πα­ρό­λη του την απο­ψί­λω­ση, συ­νε­χί­ζει να έχει μια υλική (και όχι πρω­τί­στως εκλο­γι­κή) υπό­στα­ση, και έναν ρόλο σχε­τι­κής αυ­το­νο­μί­ας από τον ερ­γο­δο­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό.

Προ­φα­νώς οι αι­τί­ες αυτής της γε­νι­κής υπο­χώ­ρη­σης των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών ρευ­μά­των, έχουν να κά­νουν με μια πολ­λα­πλό­τη­τα πα­ρα­γό­ντων, με­τα­ξύ των οποί­ων : Η επί­δρα­ση της μα­ζι­κής ανερ­γί­ας που πα­ρα­λύ­ει το νευ­ρι­κό σύ­στη­μα της ενερ­γού ερ­γα­τι­κής τάξης και εξου­δε­τε­ρώ­νει τις κοι­νω­νι­κές της συλ­λο­γι­κό­τη­τες, πράγ­μα που απο­τε­λεί την εκ­δή­λω­ση της στρα­τη­γι­κής νίκης του κε­φα­λαί­ου επί της ερ­γα­σί­ας στη μνη­μο­νια­κή εποχή. – Το γε­γο­νός ότι η πλειο­νό­τη­τα των λαϊ­κών τά­ξε­ων, και πρω­ταρ­χι­κά των ερ­γα­ζο­μέ­νων, επέν­δυ­σε πο­λι­τι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ο οποί­ος ως μι­κρο­α­στι­κός πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός επέ­λε­ξε πλειο­ψη­φι­κά  την υπό­κλι­ση στην αστι­κή πο­λι­τι­κή και άρα και στις ευ­ρω­παϊ­κές υπα­γο­ρεύ­σεις, επι­φέ­ρο­ντας μια με­τα­βα­τι­κή του­λά­χι­στον κα­τά­στα­ση αδρα­νο­ποί­η­σης, αμη­χα­νί­ας, μου­διά­σμα­τος των ερ­γα­ζο­μέ­νων στρω­μά­των. – Η κα­τα­φα­νής αί­σθη­ση της ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας της συν­δι­κα­λι­στι­κής δρά­σης, η οποία ενι­σχύ­ε­ται από τα πολ­λα­πλά πλήγ­μα­τα που έχει δε­χθεί το κοι­νω­νι­κό σώμα από τις πο­λι­τι­κές των συ­νε­χών μνη­μο­νί­ων, γε­γο­νός που κα­θι­στά ισχυ­ρό­τε­ρη την τάση της εξα­το­μί­κευ­σης.

Με βάση όλα αυτά τα δε­δο­μέ­να, η ανά­δει­ξη ενός ενω­τι­κού τα­ξι­κού με­τώ­που, με υπαρ­κτή εξά­πλω­ση στην πλειο­ψη­φι­κή ιδιω­τι­κή οι­κο­νο­μία, δυ­να­τό­τη­τας αυ­τό­νο­μης κι­νη­το­ποί­η­σης, και ου­σια­στι­κό αντι­πο­λι­τευ­τι­κό αντι­μνη­μο­νια­κό ρόλο, αρ­θρώ­νε­ται γύρω από το τρί­πτυ­χο :

Εγ­χεί­ρη­μα επα­να­σύν­θε­σης της ερ­γα­τι­κής συλ­λο­γι­κό­τη­τας στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία, γε­γο­νός που έχει να υπερ­βεί εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κά εμπό­δια.

Ενω­τι­κή δια­δι­κα­σία με­τω­πι­κής συ­μπα­ρά­τα­ξης ανά­με­σα στις συν­δι­κα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις του ΠΑΜΕ και στις ερ­γα­τι­κές κι­νή­σεις του ρι­ζο­σπα­στι­κού ρεύ­μα­τος του δη­μό­σιου τομέα της οι­κο­νο­μί­ας.

Δρο­μο­λό­γη­ση αυ­το­τε­λών μορ­φών κι­νη­το­ποί­η­σης ερ­γα­ζο­μέ­νων σε κλά­δους, επι­χει­ρή­σεις, βιο­μη­χα­νι­κές ζώνες, δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες, με βάση τα ζη­τή­μα­τα αιχ­μής της συ­γκυ­ρί­ας.

ΤΑ ΧΑ­ΡΑ­ΚΤΗ­ΡΙ­ΣΤΙ­ΚΑ ΜΙΑΣ ΕΝΩ­ΤΙ­ΚΗΣ ΑΝΤΙ­ΜΝΗ­ΜΟ­ΝΙΑ­ΚΗΣ ΣΥ­ΣΠΕΙ­ΡΩ­ΣΗΣ

Α) Η επα­να­σύν­θε­ση του συλ­λο­γι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού ιστού είναι προ­ϋ­πό­θε­ση για οποια­δή­ποε απο­τε­λε­σμα­τι­κή κοι­νω­νι­κή πα­ρέμ­βα­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, εφό­σον η συν­δι­κα­λι­στι­κή πυ­κνό­τη­τα στη ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο βρί­σκε­ται σε εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λά επί­πε­δα. Ένα τέ­τοιο εγ­χεί­ρη­μα απαι­τεί οπωσ­δή­πο­τε έναν αντί­στοι­χο ζω­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων στους χώ­ρους κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής, και ιδιαί­τε­ρα στην ιδιω­τι­κή οι­κο­νο­μία, μια και στις δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες η μο­νι­μό­τη­τα της απα­σχό­λη­σης δη­μιουρ­γεί ευ­χε­ρέ­στα­τες συν­θή­κες ανά­πτυ­ξης της συν­δι­κα­λι­στι­κής ενερ­γο­ποί­η­σης. Αν πε­ρι­μέ­νει η οποια­δή­πο­τε μορφή της Αρι­στε­ράς στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες να υπάρ­ξει αυ­το­τε­λής «συ­νει­δη­το­ποί­η­ση» και «αυ­θόρ­μη­τη» κί­νη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων που να ανα­ζη­τή­σουν εκλο­γι­κή έκ­φρα­ση σ’ αυτήν, τότε είναι βα­θειά νυ­χτω­μέ­νη. Αυτό απαι­τεί ένα αρι­στε­ρό και συν­δι­κα­λι­στι­κό δί­κτυο γε­νι­κής ανα­φο­ράς, που να δρα ως κι­νη­τή­ριος δύ­να­μη και ως νευ­ρι­κό σύ­στη­μα της κάθε φορά συ­γκρό­τη­σης της ερ­γα­τι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας.

Βέ­βαια σε κάθε πε­ρί­πτω­ση αυτή η προ­σπά­θεια θα συ­να­ντά το μεί­ζον εμπό­διο της πα­ρά­λυ­σης που επι­φέ­ρει η υπερ­με­γέ­θης ανερ­γία, η οποία δένει τα χέρια των ενερ­γών ερ­γα­ζο­μέ­νων. Ωστό­σο, η κλα­δι­κή μορφή επα­να­σύν­θε­σης των ερ­γα­τι­κών σω­μα­τεί­ων (με διε­παγ­γελ­μα­τι­κή οπωσ­δή­πο­τε σύν­θε­ση, με την συμ­με­το­χή δη­λα­δή όλων των κα­τη­γο­ριών του «συλ­λο­γι­κού ερ­γά­τη»), μπο­ρεί να προ­ω­θη­θεί πρω­ταρ­χι­κά, γιατί ενέ­χει λι­γό­τε­ρους κιν­δύ­νους, και στη συ­νέ­χεια και μόνον μπο­ρεί να προ­ω­θη­θεί η δια­δι­κα­σία ανά­δει­ξης των επι­χει­ρη­σια­κών συλ­λο­γι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων, των οποί­ων η θέση είναι δυ­σχε­ρέ­στε­ρη, ωστό­σο όμως η πα­ρέμ­βα­σή τους εντός της επι­χεί­ρη­σης είναι ζω­τι­κό­τε­ρης ση­μα­σί­ας.

Β) Βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για την με­τω­πι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη των αγω­νι­στι­κών ρευ­μά­των του ελ­λη­νι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, είναι η έμπρα­κτη σύ­γκλι­ση, στο ίδιο το κι­νη­μα­τι­κό επί­πε­δο, των δυ­νά­με­ων του ΠΑΜΕ και εκεί­νων του ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού ρεύ­μα­τος (ΜΕΤΑ + Συ­σπει­ρώ­σεις). Μια τέ­τοια ενω­τι­κή πο­ρεία είναι σε θέση να αντι­προ­σω­πεύ­σει έναν σχε­τι­κά ισχυ­ρό συν­δι­κα­λι­στι­κό πόλο, υπερ­βαί­νο­ντας τον συν­δι­κα­λι­σμό της συ­ναί­νε­σης της ΓΣΕΕ, ικανό και την συν­δι­κα­λι­στι­κή πυ­κνό­τη­τα να διευ­ρύ­νει, και τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις στη συ­γκυ­ρία να προ­ω­θή­σει με αυ­το­τέ­λεια, συ­νέ­χεια και συ­νέ­πεια. Τα τείχη δια­χω­ρι­σμού που σή­με­ρα ορ­θώ­νο­νται οφεί­λουν να απο­τε­λέ­σουν αντι­κεί­με­νο συ­νει­δη­τής επι­δί­ω­ξης κα­θαί­ρε­σής τους. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, αν δεν κα­τα­γρα­φεί μια υπέρ­βα­ση των «μι­κρό­κο­σμων» αυτών των πα­ρα­τά­ξε­ων (πολύ με­γα­λύ­τε­ρου του ΠΑΜΕ και μι­κρό­τε­ρου του ρι­ζο­σπα­στι­κού ερ­γα­τι­κού ρεύ­μα­τος), και το κοινό ή πα­ράλ­λη­λο άνοιγ­μά τους στο με­γά­λο πέ­λα­γος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, των ανέρ­γων, της νε­ο­λαί­ας και των συ­ντα­ξιού­χων, θα ανα­πα­ρά­γε­ται η ση­με­ρι­νή κα­τά­στα­ση απο­στα­σιο­ποί­η­σης και αδρα­νο­ποί­η­σης του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους της ερ­γα­τι­κής τάξης.

Δεν πρό­κει­ται προ­φα­νώς για καμιά δια­δι­κα­σία συγ­χώ­νευ­σης ή εκλο­γι­κών συ­νερ­γα­σιών, που συ­νή­θως παίρ­νουν οι συν­δι­κα­λι­στι­κές δια­δι­κα­σί­ες στον δη­μό­σιο τομέα. Απε­να­ντί­ας πρό­κει­ται για την αντι­κει­με­νι­κή αγω­νι­στι­κή σύ­γκλι­ση, με όρους σα­φούς γεί­ω­σης στην υπαρ­κτή κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σε στό­χους αιχ­μής του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στη συ­γκυ­ρία. Προ­φα­νώς η προ­ώ­θη­ση μιας τέ­τοιας αντι­κει­με­νι­κής και πα­ράλ­λη­λης πο­ρεί­ας, εφό­σον υλο­ποιεί­ται, μπο­ρεί να οι­κο­δο­μή­σει σχέ­σεις εμπι­στο­σύ­νης και συ­νερ­γα­τι­κό­τη­τας, ανε­βά­ζο­ντας πα­ρα­πέ­ρα το επί­πε­δο της με­τω­πι­κής τα­ξι­κής ενό­τη­τας. Εάν προ­χω­ρή­σει μια τέ­τοια δια­δι­κα­σία, και η μία ή η άλλη πλευ­ρά δεν εμ­φα­νί­ζε­ται δια­τε­θει­μέ­νη να αντα­πο­κρι­θεί, τότε είναι φα­νε­ρό ότι οι αν­θε­νω­τι­κές δυ­νά­μεις θα εκτί­θε­νται, και ο ερ­γα­τι­κός τους κό­σμος θα οδη­γεί­ται στις τά­ξεις της ενω­τι­κής πλευ­ράς. Οποιοσ­δή­πο­τε άλλος δρό­μος οδη­γεί είτε στην ισχυ­ρή και ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή πε­ρι­χα­ρά­κω­ση, είτε στη σύ­γκλι­ση με άλλες δυ­νά­μεις του πα­ρα­δο­σια­κού ερ­γο­δο­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού.

Γ) Στο μέτρο που πλη­ρού­νται οι δύο αυτές προ­ϋ­πο­θέ­σεις (πρω­το­γε­νής-πρω­το­βάθ­μια συσ­σώ­ρευ­ση δυ­νά­με­ων, αντι­κει­με­νι­κή αγω­νι­στι­κή σύ­γκλι­ση), σ’ αυτό το βαθμό μπο­ρεί να εξα­σφα­λι­στεί η δυ­να­τό­τη­τα αυ­τό­νο­μων μορ­φών πα­νερ­γα­τι­κών απερ­για­κών δρά­σε­ων, που θα ωθούν τον συν­δι­κα­λι­σμό της υπο­τα­γής στα ιστο­ρι­κά αζή­τη­τα. Η εξάρ­τη­ση των όποιων μορ­φών πα­νελ­λα­δι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων από τις όποιες προ­θέ­σεις των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, που είναι γνω­στό ότι καμία έμπρα­κτη συμ­βο­λή δεν έχουν στο απερ­για­κό κί­νη­μα, και το με­τα­τρέ­πουν σε «κί­νη­ση άσφαι­ρης δια­μαρ­τυ­ρί­ας», οδη­γεί εκ των πραγ­μά­των στον ίδιο τον εκ­φυ­λι­σμό το ενω­τι­κό τα­ξι­κό εγ­χεί­ρη­μα. Η ση­μα­το­δό­τη­σή του δεν μπο­ρεί παρά να είναι ρι­ζι­κά ανε­ξάρ­τη­τη από την συν­δι­κα­λι­στι­κή αφε­ρεγ­γυό­τη­τα και ανα­ξιο­πι­στία αυτών των τρι­το­βάθ­μιων ορ­γα­νώ­σε­ων. Η «ανα­μο­νή» των κι­νή­σε­ων αυτών των τρι­το­βάθ­μιων συ­νο­μο­σπον­διών, η συ­νή­θης κα­ταγ­γε­λία τους, και η εξά­ντλη­ση του αγω­νι­στι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος σ’ αυτά, είναι ο εύ­σχη­μος τρό­πος για να απο­ποι­η­θεί κα­νείς τις ευ­θύ­νες του από την αυ­το­τε­λή διε­ξα­γω­γή των τα­ξι­κών αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων.

Τα ζω­τι­κά θέ­μα­τα και διεκ­δι­κή­σεις αιχ­μής στη συ­γκυ­ρία είναι πολλά και ση­μα­ντι­κά, και μπο­ρούν να συ­γκρο­τούν το κύριο «σώμα» της κοι­νής αυ­τό­νο­μης αγω­νι­στι­κής ερ­γα­τι­κής κί­νη­σης : Απο­κα­τά­στα­ση και προ­σαύ­ξη­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού των 750 ευρώ. – Επα­να­φο­ρά της λει­τουρ­γί­ας και των αμοι­βών των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων που έχουν κα­ταρ­γη­θεί. -  Η από­κρου­ση των νέων με­ταλ­λά­ξε­ων στο πεδίο των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων. – Η εξα­σφά­λι­ση του επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας στο σύ­νο­λο των ανέρ­γων. – Η απο­τρο­πή εφαρ­μο­γής του νέου τρό­που υπο­λο­γι­σμού των συ­ντά­ξε­ων, που τις μειώ­νουν κατά ένα και­νού­ριο πο­σο­στό πε­ρι­κο­πής του 30% κλπ. Μόνον στο μέτρο που επι­τυγ­χά­νε­ται κι­νη­μα­τι­κά η προ­ώ­θη­ση αυτών των άμε­σων «στό­χων πάλης» είναι δυ­να­τό να δια­νοι­χθούν κοι­νω­νι­κοί και πο­λι­τι­κοί δρό­μοι που να φέρ­νουν στο επί­κε­ντρο τις ανα­γκαί­ες αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές τομές, και τους απα­ραί­τη­τους σο­σια­λι­στι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς. Δια­φο­ρε­τι­κά θα πρό­κει­ται για την εκ­φο­ρά ενός «ιδε­ο­λη­πτι­κού» λόγου, κυ­βερ­νη­τι­κών σχε­δί­ων «επί χάρ­του», χωρίς απή­χη­ση και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, δίχως ορ­γα­νι­κή δια­σύν­δε­ση με την πραγ­μα­τι­κή κί­νη­ση των υπο­τε­λών τά­ξε­ων.

Ετικέτες