Το τραπεζικό σύστημα δεν λειτουργεί πλέον ως θεσμός πίστωσης, αλλά ως «απορροφητήρας» ρευστότητας. Για τα επόμενα 3-5 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες και οι διοικήσεις τους σκοπεύουν να απορροφήσουν 10-20 δισ. ευρώ.
Από τις τράπεζες περνάει ο έλεγχος της οικονομίας της χώρας και με τις τράπεζες επιβάλλονται οι πολιτικές των μνημονίων. Ακούγεται παράξενο, αλλά είναι πέρα για πέρα πραγματικό. Η σαθρότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το καθιστά, ταυτόχρονα, και κέντρο του ελέγχου της οικονομίας από το εγχώριο και ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο και τους δανειστές αλλά και «μοχλό» για να επιβάλλονται οι σκληρές πολιτικές λιτότητας από την Kομισιόν και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Γιατί είναι σαθρό το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και γιατί αυτό συμφέρει το κεφάλαιο;
Το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας είναι πλήρως ιδιωτικοποιημένο, με τον υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης στην Ευρώπη (4 μόνο συστημικές τράπεζες), με το μεγαλύτερο πολιτικό - οικονομικό έλεγχο και εποπτεία από τους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς θεσμούς και με τη μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση με τη γενικότερη πορεία της οικονομίας.
Οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν 121 δισ. ευρώ καταθετική βάση και έχουν χορηγήσει 207 δισ. ευρώ δάνεια. Το κενό ρευστότητας είναι στα 86 εκ. και δεν φαίνεται να καλύπτεται στα επόμενα χρόνια από επιστροφές καταθέσεων του εξωτερικού ή από επιστροφή ρευστών διαθεσίμων του εσωτερικού που κρατήθηκαν σε «μαξιλάρια». Τα προβληματικά δάνεια («κόκκινα» και καθυστερούμενα) ανέρχονται σε 106 δισ. ευρώ και η εξέλιξή τους εξαρτάται απόλυτα από την πορεία της οικονομίας.
Ο εποπτικός και πολιτικός έλεγχος που ασκεί η ΕΚΤ πάνω στο τραπεζικό σύστημα, η χρήση της ασθενούς κατάστασης του τραπεζικού συστήματος για να επιβάλλονται οι μνημονιακές πολιτικές μέσω εκβιασμών και ο ιδιωτικός χαρακτήρας του που εμβαθύνεται από ανακεφαλαιοποίηση σε ανακεφαλαιοποίηση, συντονίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος να μην είναι η συνήθης, αυτή της χρηματοδότησης της οικονομίας, αλλά να εξυπηρετεί την «απορρόφηση» της διαθέσιμης ρευστότητας. Η «απορρόφηση» της διαθέσιμης ρευστότητας εξυπηρετεί πρωτίστως τη λειτουργία της εκκαθάρισης από μη ανταγωνιστικά κεφάλαια και την αύξηση του βαθμού κεφαλαιακής συγκέντρωσης. Με «μοχλό» το τραπεζικό σύστημα συμβαίνει μια κολοσσιαία, για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, αναδιανομή εισοδήματος και κεφαλαίων υπέρ των ηγεμονικών στρωμάτων της εγχώριας και διεθνούς αστικής τάξης.
Το τραπεζικό σύστημα είναι σαθρό διότι δεν λειτουργεί, πλέον, ως θεσμός πίστωσης αλλά ως «απορροφητήρας» ρευστότητας. Για τα επόμενα 3-5 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες και οι διοικήσεις τους σκοπεύουν να απορροφήσουν 10 - 20 δισ. ευρώ από την οικονομία, όσο περίπου είναι και το ΕΣΠΑ 2014 - 2020, για να καλύψουν ένα μέρος από το κενό ρευστότητας των 86 δισ. ευρώ που προσδιορίζεται από τη διαφορά χορηγημένων δανείων και υπάρχουσας καταθετικής βάσης. Η απελευθέρωση των πλειστηριασμών ακόμα και της α’ κατοικίας των φτωχών νοικοκυριών δεν αποσκοπεί τόσο στη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων στον ισολογισμό των τραπεζών όσο στην αύξηση της «εισπραξιμότητας» των χορηγημένων δανείων, στον επαναπροσανατολισμό δηλαδή των βασικών χρηματοροών της οικονομίας. Η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος το καθιστά βασικό εργαλείο στα χέρια μιας αστικής τάξης και ενός πολιτικοτεχνοκρατικού συστήματος που επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κρίση κερδοφορίας με μια νέα προσοδοθηρία κυρίως σε βάρος των μισθωτών αλλά και άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Γιατί χρειάζεται η συγκεκριμένη ανακεφαλαίωση;
Η πρώτη ανακεφαλαίωση (2013) ήταν 29 δισ. ευρώ και συμμετείχε κυρίως το ΤΧΣ σε ποσοστό 85%. Η δεύτερη (2014) ήταν 8 δισ. ευρώ και συμμετείχαν αποκλειστικά οι ιδιώτες. Η τρίτη θα είναι 25 δισ. ευρώ και μάλλον θα γίνει σε δύο φάσεις έως και το 2017. Και σε αυτήν την ανακεφαλαιοποίηση το ΤΧΣ θα συμμετέχει δυναμικά, αλλά με τέτοιο τρόπο (με τη χρήση μετατρέψιμων ομολόγων cocos κατά 75%), ώστε να μη συμβεί η ανεπιθύμητη, για τους ιδιώτες της πρώτης και της δεύτερης ανακεφαλαίωσης, απαξίωση (dilution – «αραίωμα») των μετοχών. Κάθε ανακεφαλαίωση ενός τραπεζικού συστήματος γίνεται με σκοπό όχι την πιστωτική επέκταση (δηλαδή τη χρηματοδότηση της οικονομίας) αλλά την εμπέδωση του ρόλου του στην οικονομία και την προσέλκυση της εμπιστοσύνης του καταθετικού κοινού. Η συγκεκριμένη ανακεφαλαίωση έρχεται, εκ πρώτης όψεως, να καλύψει τις αστοχίες των stress test των προηγούμενων ανακεφαλαιώσεων, αλλά στην πραγματικότητα είναι επιβεβλημένη για δύο λόγους: Πρώτον, για την εμπέδωση του ιδιωτικού χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος και δεύτερον για τον πλήρη διαχωρισμό της πίστωσης από την εξέλιξη του δημόσιου χρέους αλλά και της γενικότερης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Η δημιουργία πίστωσης και κατ’ επέκταση του πιστωτικού χρήματος είναι μια λειτουργία εκχωρημένη από το Δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Ενώ λοιπόν η ποσότητα του νομίσματος ορίζεται πλήρως από την ΕΚΤ, η «δημιουργία» και η «καταστροφή» πιστωτικού χρήματος ανατίθεται στις ιδιωτικές τράπεζες. Η δημιουργία πιστωτικού χρήματος είναι και αυτή μια νομισματική λειτουργία. Όταν το Δημόσιο απομακρύνεται οικειοθελώς από την πιστωτική πολιτική, τότε αυτό εξαφανίζει κάθε βαθμό αυτονομίας και αυτοχρηματοδότησης της οικονομίας και χάνεται, έτσι, κάθε μορφή νομισματικής ανεξαρτησίας. Η 3η ανακεφαλαίωση επιχειρεί την πλήρη αποσύνδεση κάθε μορφής νομισματικής πολιτικής από τις δημόσιες και αναπτυξιακές πολιτικές. Τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας τον αναλαμβάνει το εγχώριο και ξένο κεφάλαιο και οι ευρωπαϊκοί πιστωτικοί θεσμοί.
Ποιες επιπτώσεις θα έχει για την οικονομία και την κοινωνία;
Με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, οι επιπτώσεις της 3ης ανακεφαλαίωσης αλλά και των συναφών ρυθμίσεων («κόκκινα δάνεια», κώδικας δεοντολογίας κ.λπ.) θα είναι ενδοτραπεζικές και ευρύτερες. Τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να αναμένουμε δραστική μείωση των τραπεζικών καταστημάτων, οπισθοχώρηση από δραστηριότητες στο εξωτερικό των ελληνικών τραπεζών, αύξηση της ανεργίας στο χρηματοπιστωτικό κλάδο και γενικότερη επιδείνωση των όρων εργασίας.
Από κει και ύστερα, οι επιπτώσεις της ανακεφαλαίωσης στην ευρύτερη οικονομία και κοινωνία θα είναι δραματικές. Αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη ποσότητα και οι περισσότερες μορφές του ιδιωτικού χρέους (εκτός των χρεών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία) αποτελούν στοιχεία των ισολογισμών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι με βάση την 3η ανακεφαλαίωση θα ξεκινήσει μια συστηματική διεργασία αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους. Το βιοτικό επίπεδο 100.000 νοικοκυριών θα επηρεαστεί δυσμενώς με άμεσο τρόπο. Η διαδικασία απομόχλευσης (μείωση της υπερβάλλουσας μόχλευσης) θα γίνει εις βάρος του βιοτικού επιπέδου του μέσου νοικοκυριού και θα επηρεάσει δραματικά -ειδικά η απομόχλευση των επιχειρηματικών δανείων- τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Κάθε επιχειρηματίας θα μεριμνά πρωτίστως για την αποπληρωμή των δανείων, και για να το κάνει αυτό, θα εξοικονομεί χρηματικούς πόρους από τα λειτουργικά της επιχείρησης και τις αμοιβές της εργασίας που αυτή απασχολεί. Αν κάποτε προκύψει κάποια στοιχειωδώς δυναμική ανάπτυξη, αυτή ή θα είναι χωρίς νέες θέσεις εργασίας (jobless) ή θα είναι με πολύ χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
(το σκίτσο είναι του Πέτρου Ζερβού για την "Εφημερίδα των Συντακτών")