Η αρχή μιας αλληλουχίας πολέμων (από το 1912 ως το 1922)

Φέτος κλείνουν 110 χρόνια από τους  Βαλκανικούς πόλεμους. Ήταν η αρχή μιας αλληλουχίας πολέμων, σφαγών και καταστροφής που κράτησε από το 1912 μέχρι το 1922. Για την επίσημη ιστοριογραφία  οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν ένα έπος ηρώων, που απελευθέρωσε εκατομμύρια χριστιανών αδελφών από την Οθωμανική κατοχή.  Στο παρακάτω κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε μερικά ζητήματα που απορρίπτουν αυτό τον  ισχυρισμό σαν αστήρικτο.

Ο ιμπεριαλισμός τότε

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι άρχισαν τον Οκτώβρη του 1912 και τέλειωσαν τον Ιούλιο του 1913. Δεν ήταν όμως ένα ανεξάρτητο και ξεχωριστό γεγονός. Συνέβησαν σε μια εποχή που ο διεθνής ιμπεριαλισμός είχε φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Ο κόσμος ήταν ήδη μοιρασμένος, από δεκαετίες, μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η Βρετανία και η Γαλλία κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη σαν αποικίες. Η Γερμανία και οι ΗΠΑ, οι νέες και ανερχόμενες βιομηχανικές δυνάμεις δεν έβρισκαν  διέξοδο για την επέκτασή τους. Δεν υπήρχαν πια «κενοί χώροι» από λευκούς αποικιοκράτες και κατακτητές για να κερδίσουν. Όπως ήταν φυσικό, η  άνιση ανάπτυξη μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων προκαλούσε αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος ισορροπιών και αναθεώρηση όλων των παλιών συνθηκών. Ουσιαστικά το αίτημα ήταν το ξαναμοίρασμα του κόσμου.

Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη και πιο θεμελιακό. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ιμπεριαλισμός είχε γίνει πολύ πιο ισχυρός και επιθετικός. Η βάση του δεν ήταν πιά το προμονοπωλιακό εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά τα μονοπώλια και μάλιστα με τη νέα μορφή του χρηματιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Ήταν η νέα οικονομική ολιγαρχία που επιζητούσε ασυγκράτητα την επέκταση στην παγκόσμια αγορά για πρώτες ύλες και επενδύσεις.

Πολιτική έκφραση αυτών των ανταγωνισμών ήταν η συγκρότηση δύο αντίπαλων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών στην Ευρώπη: από τη μια η Τριπλή Συνεννόηση (Βρετανία, Γαλλία και τσαρική Ρωσία) και από την άλλη η Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία). Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πολύ κοντά και οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποτέλεσαν την απαραίτητη εισαγωγή του.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένα  στρατιωτικό-θρησκευτικό κράτος  που είχε βάση τη φεουδαρχική εκμετάλλευση της αγροτιάς και μάλιστα την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ήταν ένα μοναδικό και ιδιόμορφο φαινόμενο. Όμως η αναπόφευκτη αποσύνθεσή της  ήταν ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο στους υπολογισμούς και τα σχέδια των μεγάλων δυνάμεων. Το ερώτημα δεν ήταν ο διαμελισμός και η διάλυσή της αλλά ο τρόπος και τα μερίδια που θα άρπαζε η  κάθε πλευρά. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία επιβίωνε στο «σημείο ισορροπίας» μεταξύ των αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων. 

Το 1908, οι Νεότουρκοι, τα πιο ενεργά και δυναμικά στοιχεία του στρατού επαναστάτησαν ενάντια στον σουλτάνο. Πίσω τους στοιχήθηκαν η μικρή μουσουλμανική αστική τάξη, κάθε οθωμανική μεταρρυθμιστική κίνηση, οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες και οι λαϊκές τάξεις. 

Για τους σοσιαλιστές της εποχής ήταν μια αστική δημοκρατική επανάσταση που υποστήριξαν αμέσως. Δεν  διέφυγε όμως  της προσοχής τους ότι  η ηγεσία της επανάστασης ήταν στρατιωτική και  εθνικιστική. Για το ευρωπαϊκό κατεστημένο των εστεμμένων βασιλιάδων, στρατοκρατών και διπλωματών δεν ήταν μια καλή εξέλιξη. Ακόμη δεν είχε ηρεμήσει η Ευρώπη από την επαναστατική θύελλα του 1905 στη Ρωσία και ξεσπούσε μια νέα επανάσταση, αυτή τη φορά στη Τουρκία.

Οι Νεότουρκοι βρέθηκαν από την πρώτη μέρα μπροστά στα πραγματικά και άλυτα προβλήματα της αυτοκρατορίας. Τα συνθήματά τους για «αδελφότητα-ελευθερία-δημοκρατία» ξεσήκωσαν τις λαϊκές μάζες στις μεγάλες πόλεις που βγήκαν στους δρόμους για να διεκδικήσουν την πραγματική και όχι τη ρητορική λύση των αιτημάτων τους. Και το πρώτο ζήτημα ήταν το εθνικό. Θα δεχόταν τη λύση της πλήρους ισοτιμίας των εθνικών ομάδων ή θα συνέχιζαν να υποστηρίζουν τα προνόμια της κυρίαρχης μουσουλμανικής-τουρκικής εθνότητας; Το δεύτερο ζήτημα ήταν το αγροτικό. Εξαιρετικά κρίσιμο. Γιατί οι αγροτικές μάζες αποτελούσαν το τακτικό πεζικό του οθωμανικού στρατού. Θα προχωρούσαν σε κατάργηση των αγγαρειών και των φόρων ή θα υποστήριζαν τα συμφέροντα των μπέηδων; Και τέλος το εργατικό. Θα αναγνώριζαν το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της απεργίας ή θα προστάτευαν τη νέα μουσουλμανική αστική τάξη από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης; Οι Νεότουρκοι και στα τρία επιλέξαν την πλευρά των κυρίαρχων και των εκμεταλλευτών. Έτσι το 1912, τη χρονιά που ξέσπασε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, η επανάσταση του 1908 είχε μετατραπεί στο αντίθετό της.

Τα Βαλκάνια

Tα Βαλκάνια, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν χωρισμένα ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τέσσερα μικρά χριστιανικά βασίλεια. Η ευρωπαϊκή διπλωματία είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση αυτών των κρατιδίων. Η Βουλγαρία είχε τότε 4,5 εκατομμύρια πληθυσμό και τον πιο σύγχρονο στρατό. Ο προσανατολισμός της ήταν να βρει διέξοδο στο νότο και δυτικά, διεκδικώντας να κάνει δική της την περιοχή της Μακεδονίας. Η Σερβία με 2,5 εκατ. πληθυσμό, συνόρευε με την Αυστροουγγαρία που είχε στο εσωτερικό της μια μεγάλη σερβική μειονότητα, μεγαλύτερη αριθμητικά από το σερβικό κράτος. Ο φυσικός («εθνικός») δρόμος ανάπτυξης θα ήταν προς βορρά, αλλά εκεί σκόνταφτε πάνω στην Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας. Το Μαυροβούνιο ήταν μια λιλιπούτεια μοναρχία.

 Η Ελλάδα ήταν επίσης μια μοναρχία με 2,5 εκατ. πληθυσμό, αλλά ξεχώριζε γιατί η αστική της τάξη ήταν η πιο αναπτυγμένη στην ευρύτερη περιοχή.  Ο εμπορικός της στόλος ανήκε στην πρώτη δεκάδα της παγκόσμιας ναυτιλίας και η Αθήνα ήταν η μεγαλύτερη πρωτεύουσα των  βαλκανικών χριστιανικών κρατιδίων. Η ιθύνουσα τάξη της αποτελούνταν από μια συμμαχία εμπόρων και ιερατείου και η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν  το επεκτατικό της σχέδιο. Θα λέγαμε ότι  «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» ήταν το ακριβές περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας.  Αυτό το σχέδιο προϋπόθετε  όμως, όχι μόνο την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και την εξουδετέρωση των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισμών.

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο διασταυρώνονταν οι φιλοδοξίες των βαλκανικών δυναστειών, η αντοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Και αυτό το «σταυρικό ζήτημα» θα λυνόταν με ένα αδυσώπητο πόλεμο.

Oι δύο Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13)

Στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ ανάγγελλε το παρακάτω διάγγελμα: «…η Ελλάς…αναλαμβάνει τον αγώνα του  Δικαίου υπέρ της ελευθερίας των καταδυναστευομένων Λαών της Ανατολής…η Ελλάς μετά των αδελφών Συμμάχων Κρατών θα επιδιώξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκοπόν. Επικαλούμενοι δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιοτάτω τούτω αγώνι του Πολιτισμού, ανακράζωμεν: Ζήτω η Ελλάς. Ζήτω το Εθνος…». Αμέσως εξόρμησαν τα ελληνικά στρατεύματα και ακολουθώντας τους άλλους βαλκανικούς στρατούς.

Τι δυνάμεις παρατάχθηκαν στα θέατρα των επιχειρήσεων; Η Βαλκανική Συμμαχία, σύμφωνα με το στρατηγό (και μετέπειτα δικτάτορα) Πάγκαλο κατόρθωσε να κινητοποιήσει  πάνω από 650 χιλιάδες άντρες έναντι 300 χιλιάδων του Οθωμανικού στρατού και 1.480 πυροβόλα έναντι 800 πυροβόλων των Οθωμανών. Οι συσχετισμοί ήταν πολύ άνισοι σε βάρος του τουρκικού στρατού. Έτσι αναγκάστηκε σε μια κατανομή δυνάμεων. Διακόσιες χιλιάδες διέθεσε στο μέτωπο με την Βουλγαρία, που θα έκρινε εξάλλου και το αποτέλεσμα του πολέμου. Και όσο αφορά το ελληνικό μέτωπο, αντιπαρέταξε 15 χιλιάδες στρατιώτες απέναντι σε 80 χιλιάδες του ελληνικού στρατού. Εδώ οι συσχετισμοί ήταν επιεικώς συντριπτικοί.

Την ώρα που ο βουλγαρικός στρατός συνέτριβε στην ανατολική Θράκη τις οθωμανικές δυνάμεις, και οι Σέρβοι πατούσαν το Μοναστήρι, ο ελληνικός στρατός έφτανε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια πορεία δισταγμών και αναποφασιστικότητας απέναντι σε ένα στρατό πολύ μικρότερο, περικυκλωμένο απ’ όλες τις μεριές και χωρίς εφεδρείες. Παρόλα αυτά ο τουρκικός στρατός κατόρθωσε πολεμώντας απεγνωσμένα να καταστρέψει μια ελληνική μεραρχία (η μοναδική νίκη των οθωμανών σε όλο τον πόλεμο) πριν δεχτεί το τελικό κτύπημα από το σερβικό στρατό. Ο διασυρμός όμως του Γενικού Επιτελείου και του ίδιου του βασιλέα ήταν αξεπέραστος. Έστω με αυτό τον τρόπο όμως άνοιξε ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη.

Μπροστά στις πύλες της Θεσσαλονίκης, ο θεός του πολέμου παραχώρησε τη θέση του στους εμπόρους του θρόνου. Έτσι ο Τούρκος διοικητής Ταξίν Πασά, αφού εξαγοράστηκε αδρά, παρέδωσε την πόλη  στον στρατηλάτη βασιλέα που εισήλθε πανηγυρικά στη πόλη! Αργότερα καταδικάστηκε ερήμην, από το τουρκικό στρατοδικείο της Ισταμπούλ, σε θάνατο γιατί παρέδωσε το στρατό του αμαχητί και άνευ όρων. Δεν ήταν μια άδικη απόφαση. Οι 25.000 τούρκοι αιχμάλωτοι, αντί να μεταφερθούν στην πατρίδα τους μεταφέρθηκαν στην Μακρόνησο, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από πείνα. Όπως είπε κάποιος, ήταν «η Μακρόνησος πριν τη Μακρόνησο». Ήταν μια πράξη ατιμίας της μοναρχίας και του εκσυγχρονιστή Βενιζέλου. Δεν ήταν όμως ούτε η πρώτη ούτε θα ήταν η τελευταία. 

Η Θεσσαλονίκη δεν υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό. Τότε ήταν μια πόλη πολυεθνική και κοσμοπολίτικη. Εκείνα τα χρόνια ήταν στην ακμή της και ο πληθυσμός της έφτανε τις 150.000, σχεδόν ισοδύναμη με την Αθήνα και μεγαλύτερη από το Βελιγράδι και τη Σόφια. Κυρίαρχο στοιχείο στην πόλη ήταν το εβραϊκό με 65.000, και ακολουθούσαν οι μουσουλμάνοι με 40.000 και οι έλληνες με 35.000. Ταυτόχρονα θεωρούνταν πρωτεύουσα του εργατικού κινήματος σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πόλη ήταν το προπύργιο της Φεντερασιόν (εργατική διεθνιστική οργάνωση), του Βουλγαρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (η τάση των στενών σοσιαλιστών) και των φεντεραλιστών Μακεδόνων ριζοσπαστών. Έτσι αυτό που στην ελληνική ιστοριογραφία ονομάζεται σαν «απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», για τα 3/4 των κατοίκων της ήταν κατάκτηση και τίποτα άλλο.

Εξετάζοντας την πορεία του Α’ Βαλκανικού πολέμου, και όσο κατέχουμε καλά τα γεγονότα, υποστηρίζουμε την άποψη ότι δεν υπήρξε τίποτα επικό και απελευθερωτικό. Μήπως όμως θα μας διέψευδε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος; Η εξέλιξη και αυτού του πολέμου ήταν περίπου η ίδια με τον προηγούμενο. Υπήρχε όμως μια μεγάλη διαφορά. Αυτή τη φορά η Βουλγαρία βρέθηκε στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέσσερις στρατοί (Σερβίας, Ελλάδας, Ρουμανίας και Οθωμανικής Τουρκίας) την περικύκλωσαν και την συνέτριψαν. Το κύριο πλήγμα το επέφερε ο ρουμανικός στρατός που επιτέθηκε πισώπλατα στην Βουλγαρία και έφτασε έξω από τη Σόφια. Υπήρξε επίσης και κάτι  πολύ χειρότερο. Οι «εν Χριστώ αδελφοί», οι απελευθερωτές των λαών από την Οθωμανική κατοχή, σφαγιάστηκαν μεταξύ τους, με πρωτοφανές μίσος και βαρβαρότητα. Αυτό που έκαναν οι Βούλγαροι εθνικιστές στη Δράμα, το επανέλαβαν οι Έλληνες εθνικιστές στο Κιλκίς.  Όταν τελείωσαν το θεάρεστο έργο τους, η Δράμα και το Κιλκίς είχαν πάψει να υπάρχουν. Είχαν σβηστεί από τον χάρτη. 

Η επιδημία όμως του εθνικιστικού επεκτατισμού, των πολέμων και των οργανωμένων σφαγών δεν σταμάτησε εκεί. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αναγκάστηκαν να φύγουν από τις πατρογονικές τους εστίες. Για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες ο δρόμος οδηγούσε στη Μικρά Ασία. Εκεί και στα όρια της επιβίωσης και της απόγνωσης, οδηγημένοι ακόμη και ανοικτά από τις οθωμανικές αρχές, επέπεσαν πάνω στις χριστιανικές κοινότητες της περιοχής. Επακολούθησαν οι σφαγές στη Φώκαια, το Αϊβαλί κλπ. Ο φιλόσοφος Α. Τόϋνμπη, είχε πει για το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, ότι οι πραγματικά νικημένοι ήταν οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων και οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας.

H Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία

Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) επισφράγισε τα αποτελέσματα των μαχών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα περιοριζόταν σε μια άκρη των Βαλκανίων. Η Βουλγαρία θα έχανε το μεγαλύτερο μέρος της  Μακεδονίας. Η Σερβία και η Ελλάδα θα διπλασιάζονταν. Όμως τα σύνορα δεν θα χαράσσονταν με βάση τα γλωσσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών. Η εθνική απελευθέρωση και τα εθνικά δίκαια, που για αυτά ξεκίνησαν οι πόλεμοι, ξεχάστηκαν. Η μοιρασιά θα γινόταν με βάση τα συμφέροντα των δυναστειών και των οικονομικών ολιγαρχιών. Με αυτό τον τρόπο οι Βαλκανικοί πόλεμοι ετοίμαζαν τους επόμενους πολέμους. Είχε δίκαιο ο Τρότσκι που έλεγε ότι οι πόλεμοι στα Βαλκάνια καταβρόχθισαν 500.000 ανθρώπους νεκρούς, σακατεμένους και αγνοούμενους, χωρίς να λυθεί το εθνικό ζήτημα.

Ωστόσο μέχρι τώρα, περιγράφαμε  αυτούς τους πολέμους σαν δεδομένους στον χαρακτήρα τους και αναπόφευκτους στην πορεία τους. Υπήρχε όμως εναλλακτική επιλογή για τους «από κάτω»; Η ιστορία είχε δείξει ότι υπήρχε τέτοια επιλογή. Το 1910, στο Βελιγράδι, συγκεντρώθηκαν οι βαλκανικές σοσιαλιστικές οργανώσεις για να αντιμετωπίσουν τα σύννεφα του πολέμου που πύκνωναν. Κατόρθωσαν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο αρχών για τη λύση του εθνικού ζητήματος των Βαλκανίων: «Να απελευθερωθούμε απ’ την ιδιαιτερότητα και τη στενότητα. Να καταργήσουμε τα σύνορα που χωρίζουν τους λαούς, οι οποίοι είναι εν μέρει παρόμοιοι γλωσσικά και πολιτισμικά, εν μέρει δεμένοι μαζί οικονομικά. Τέλος να σαρώσουμε τις άμεσες και έμμεσες μορφές της ξένης κυριαρχίας, που αποστερούν το λαό από το δικαίωμα να κατευθύνει τη μοίρα του». 

 Για τον Τρότσκι το θετικό πρόγραμμα που απόρρεε απ’ αυτές τις θέσεις ήταν η Βαλκανική Δημοκρατική Ομοσπονδία. Αυτό το πρόγραμμα στρεφόταν τόσο ενάντια στο μιλιταρισμό των βαλκανικών κρατών όσο και στις επιβουλές των Μεγάλων Δυνάμεων. Μέθοδος του δεν θα ήταν οι βαλκανικοί πόλεμοι αλλά οι βαλκανικές επαναστάσεις. Επίσης  θα είχε μια μεγάλη  σημασία γιατί θα κατεύθυνε την καθημερινή πολιτική δράση προσφέροντας μια ενότητα αρχών αλλά και το σημαντικότερο θα αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία θα συνέκλιναν οι εθνικές εργατικές οργανώσεις της χερσονήσου…

Για αυτό το πρόγραμμα όμως, το ιστορικό υποκείμενο -το βαλκανικό προλεταριάτο- που θα το έκανε πράξη, εκείνη την εποχή, ήταν πολύ ανίσχυρο. Σήμερα όμως που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ξαναματώνει την ευρωπαϊκή ήπειρο, το αίτημα για διεθνιστική αλληλεγγύη και κοινή πάλη των λαών είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες