Κάθε χρόνο, στα τέλη Αυγούστου, ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος γεμίζει με άρθρα και ρεπορτάζ για το πόσο ανέβηκαν ή έπεσαν οι βάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Μακροσκελή, ή και μη, άρθρα που τις περισσότερες φορές δεν έχουν τίποτα παραπάνω να μας πουν πέρα από την απαραίτητη ενημέρωση για το ποιες είναι οι βάσεις εισαγωγής.

Κάνοντας ένα βήμα παραπάνω, οι βάσεις μπορούν να μας δώσουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για τις τάσεις που αναπτύσσονται στην κοινωνία και ειδικότερα στη νεολαία. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση προετοιμάζει τους νέους και τις νέες να πάρουν θέση στην παραγωγή και άρα παίζει έναν ρόλο στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αφού οι προσφερόμενες θέσεις στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν πάντα σχέση με τις ανάγκες της αγοράς και της παραγωγής τόσο σε ειδικότητες όσο και σε διοικητικές θέσεις, εξειδικευμένη διανοητική εργασία κτλ. Για να το πούμε διαφορετικά, σχεδόν πάντα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα επιστημονικά τους αντικείμενα αντικατοπτρίζουν σε κάθε ιστορική συγκυρία τα επαγγέλματα και τις ειδικότητες που «χρειάζεται» το σύστημα για να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται. Ωστόσο, στα χρόνια της κρίσης αυτή η σχέση διαρρηγνύεται από τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες αλλά και από τις επιλογές των υποψηφίων, που με δεδομένο τον κοινωνικό κανιβαλισμό που επικρατεί στην αγορά εργασίας, φαίνεται το κίνητρό τους να είναι ολοένα και περισσότερο η όσο το δυνατόν πιο άμεση επαγγελματική αποκατάσταση μετά το τέλος των μελλοντικών σπουδών τους.

Η αίγλη των πολυτεχνικών σχολών, των ιατρικών και των νομικών παραμένει υψηλή παρά τις δυσμενείς προοπτικές για τον μελλοντικό εργασιακό βίο των φοιτητών/τριών, ιδιαίτερα για μηχανικούς και δικηγόρους, δύο κλάδους που κυριολεκτικά τσακίζει το νέο ασφαλιστικό που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες. Στα φετινά αποτελέσματα ξεχωρίζει η άνοδος των βάσεων στις σχολές των οποίων το επιστημονικό αντικείμενο έχει σχέση (άμεση ή έμμεση) με τη γη (π.χ. Γεωπονική), που μας δείχνει ότι η προοπτική της ενασχόλησης με τη γεωργία (ή την κτηνοτροφία) αποκτά μεγαλύτερο κύρος για τους νέους και τις νέες, καθώς μπορεί να προσφέρει άμεσα μετά το τέλος των σπουδών ένα κάποιο σταθερό εισόδημα σε μια χώρα που μεγάλο ποσοστό της οικονομίας της βασίζεται στην αγροτική παραγωγή. Εξίσου σημαντική άνοδο παρουσιάζουν και σχολές που έχουν αντικείμενο παραϊατρικό, όπως η νοσηλευτική ή η διατροφολογία.

Ίσως η πιο κραυγαλέα αντίθεση στις προτιμήσεις των υποψηφίων είναι αυτή μεταξύ των παιδαγωγικών σχολών (δάσκαλοι και νηπιαγωγοί) και των σχολών της αστυνομίας, με τις δεύτερες να βρίσκονται αρκετές χιλιάδες μόρια πάνω από τις πρώτες, οι οποίες σημείωσαν ιστορική κάθοδο καθώς υπάρχουν τμήματα με βάση χαμηλότερη του 10 στην επαρχία. Η διάλυση του δημόσιου σχολείου και οι μη διορισμοί εκπαιδευτικών απαξιώνουν τις παιδαγωγικές σχολές στα μάτια των μαθητών/τριών ενώ μεγαλώνει η αίγλη των αστυνομικών, βασικά λόγω της (σχεδόν) σίγουρης και άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης. Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι βαθύτερο, γιατί δείχνει την εικόνα μιας κοινωνίας που δυνητικά θεωρεί κοινωνικά πιο χρήσιμη την αστυνομική καταστολή από τη δημόσια προσχολική και σχολική εκπαίδευση.

Ύστερα από έξι χρόνια μνημονίων και σκληρής λιτότητας, αρχίζουν και διαφαίνονται σημαντικές αλλαγές και στο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης ως αποτέλεσμα των κοινωνικών επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών. Αυτή την κοινωνία διαμορφώνουν τα μνημόνια, και αν δεν θέλουμε να φτάσουμε να δούμε τις αστυνομικές σχολές να φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις παρέα με τις πολυτεχνικές σχολές, δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από την κεντρική πολιτική μάχη για την ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων μαζί με τον αγώνα για μια δημόσια και δωρεάν παιδεία στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών.

Ετικέτες