Η ΝΔ επιτίθεται στο εργατικό κίνημα, "προβλέποντας" αντιστάσεις

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε κρύψει την πρόθεσή του για μια «πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις» πολιτική, που θα ξεπερνούσε τα αξιοσημείωτα πεπραγμένα της μνημονιακής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτόν τον τομέα, επιταχύνοντας τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις.

Ελάχιστους μήνες μετά, το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο λειτουργεί ως καμπάνα συναγερμού: Η κυβέρνηση μετατρέπει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας σε κουρελόχαρτα, θεσμοθετώντας τη δυνατότητα των εργοδοτών σε κλάδους ή περιοχές να τις παραβιάζουν «νόμιμα», με την απλή επίκληση οικονομικών δυσκολιών της επιχείρησης ή τη διαπίστωση ποσοστού ανεργίας, στον κλάδο ή την περιοχή, υψηλότερου από τον εθνικό μέσο όρο. Για το ότι θα εφαρμόσουν στην πράξη αυτές τις «ελαστικοποιήσεις» οι εργοδότες, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία.

Γι’ αυτό άλλωστε το ίδιο πολυνομοσχέδιο φροντίζει να κάνει δυσκολότερη την κήρυξη της απεργίας, εισάγοντας «νόρμες» (έγκριση της απόφασης από το 51% των εργαζομένων) που εμφανίζονται ως τάχα δημοκρατικές, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι είναι κυριολεκτικά απλησίαστες μέσα στη ζούγκλα που έχει επικρατήσει στους εργασιακούς χώρους. Η επίθεση μέσω της φιλελέ τάχα δημοκρατίας γενικεύεται: Η πίεση στα συνδικάτα να λειτουργήσουν μέσω «ηλεκτρονικής δημοκρατίας» καταργεί ό,τι έχει απομείνει ζωντανό από τις παραδόσεις της εργατικής αγωνιστικότητας (αυτοπρόσωπη φυσική συμμετοχή, συνελεύσεις, δυνατότητα της βάσης να πιέζει τις ηγεσίες κ.ο.κ.), παραδίνοντας ουσιαστικά τα σωματεία στα χέρια της εργοδοσίας.

Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε την «προσεκτική» αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ. Στην «Αυγή» (16/9) διαβάσαμε: «…θα μπορούσε να συζητηθεί η εισαγωγή ρήτρας εξαίρεσης από τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, με εξαιρετική φειδώ πάντως και μόνο για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν πράγματι προβλήματα βιωσιμότητας…». Έτσι είναι. Τα μνημόνια 1, 2 και 3 (αυτό που υπέγραψε ο Τσίπρας) και η πολιτική των Κατρούγκαλου-Αχτσιόγλου εγκαινίασαν τη «σχετικοποίηση» της ισχύος των ΣΣΕ με την εισαγωγή στην εργατική νομοθεσία της υπονομευτικής «ρήτρας εξαίρεσης» και έρχεται τώρα ο Βρούτσης να βγάλει από τη μέση το φύλλο συκής της «φειδούς» και να παραδώσει τους εργαζόμενους ολόκληρων κλάδων, μεγάλων περιοχών, ή των βιομηχανικών πάρκων που μετατρέπονται σε «ειδικές ζώνες», ανυπεράσπιστους στις ορέξεις της εργοδοσίας.

Έχει, επίσης, σημασία να υπογραμμίσουμε ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κυρίως στη ΓΣΕΕ και μέσω των ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, έκανε ό,τι μπορούσε για να υποβαθμίσει την αναγκαία απεργιακή απάντηση στο νομοσχέδιο-καρμανιόλα. Παρόλο που γνωρίζουν ότι αυτό λειτουργεί σε βάρος και των συμφερόντων ακόμα και της πιο γραφειοκρατικοποιημένης «κεντρικής» συνδικαλιστικής ηγεσίας. Βλέπετε, οι άνθρωποι αυτοί εδώ και μια δεκαετία δίνουν μάχη για την εμπέδωση των μνημονιακών πολιτικών. Τώρα θα δίσταζαν;

Έχει όμως σημασία ότι, παρά τα προβλήματα, η απεργία τελικά «βγήκε». Οι πιο προσεκτικοί και πολιτικοποιημένοι αναλυτές στον Τύπο προειδοποίησαν τον Μητσοτάκη να μη μετρήσει τυπικά τη συμμετοχή των απεργών στα κορδόνια της διαδήλωσης, αλλά να «δει» μέσα σε αυτήν τις εικόνες από το μέλλον. Και πραγματικά: η συνέχεια, η κλιμάκωση, η οργάνωση ενός παρατεταμένου αγώνα είναι το καθήκον που σήμερα κατανοεί μια πιο συνειδητή πρωτοπορία, αλλά που μπορεί αύριο να αγκαλιάσει μεγάλα τμήματα της τάξης μας. Όποιος δεν έχει χάσει τη δυνατότητα να κουβεντιάζει με απλούς ανθρώπους, θα διαπίστωσε ότι αυτή τη φορά ένα ευρύτερο τμήμα εργαζομένων, αν και δεν κατέβηκε στο δρόμο, «μίλησε» με συμπάθεια και ταύτιση προς τους απεργούς-διαδηλωτές. Αυτή η «εξουσιοδότηση» από έναν πλατύτερο κόσμο –που για χ ή ψ λόγους δεν αποφασίζει ακόμα να κινηθεί– προς την πιο μειοψηφική πρωτοπορία για δράση είναι συνήθως η προειδοποίηση για επερχόμενα γενικότερα ξεσπάσματα.

Δεν γίνεται αλλιώς. Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ σχεδιάζει να γενικεύσει τα χτυπήματα.

Το σχέδιο Gr-Invest, που υπερήφανα εξήγγειλε ο Τσίπρας στην προπέρσινη ΔΕΘ, γίνεται σήμερα πολεμική σημαία του Μητσοτάκη, που σαλπίζει: Όλα για τη διευκόλυνση των επενδύσεων! Και ο Άδ. Γεωργιάδης τρέχει για να ολοκληρώσει το ξεπούλημα του Ελληνικού στον Λάτση, χωρίς να κρατάει ούτε τα προσχήματα και την ίδια στιγμή οι Σταϊκούρας-Χατζηδάκης ανακοινώνουν ότι με τους χειρισμούς για την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης των ΕΛΠΕ (πώληση του 35% των μετοχών του δημοσίου μέσω του χρηματιστηρίου), ο όμιλος Λάτση –που σήμερα ελέγχει το 45,5% των μετοχών– θα μετατραπεί ακόμα και τυπικά σε κυρίαρχο σε μια μεγάλη επιχείρηση ενέργειας, που κατέχει το πιο σημαντικό διυλιστήριο στην Ανατολική Μεσόγειο και που «κληρονομεί» τα συμβόλαια για τις εξορύξεις σε συνεργασία με την Exxon Mobil, την Total και την Repsol.

Την ώρα που κλείνουν αυτές οι χρυσές «δουλειές», η κυβέρνηση μας λέει ότι κάθε σκέψη για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς θα πρέπει να αναβληθεί για μετά την «ανάπτυξη»… που έχουν ως προτεραιότητα τις επενδύσεις. Ο ισχυρισμός είναι απολύτως παραπλανητικός. Αφενός, οι «επενδύσεις» στρέφονται αποκλειστικά στις ιδιωτικοποιήσεις, συγχωνεύσεις και εξαγορές με πολύ αμφισβητούμενο το αν αυτές προκαλούν μια κάποια μεγέθυνση της οικονομίας. Όμως ακόμα και στο ενδεχόμενο της μεγέθυνσης, οι καπιταλιστές δεν συνηθίζουν να παραχωρούν οικειοθελώς στους εργαζόμενους αυξήσεις και εργασιακές κατακτήσεις. Ο σκληρός εργατικός αγώνας, εδώ και τώρα, είναι ο μοναδικός δρόμος για να αλλάξουμε το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, μέσα στο «μεγάλο πλιάτσικο» που οργανώνει η κυβέρνηση της ΝΔ (με προοπτική αυτό να επεκταθεί στη ΔΕΗ, στη ΔΕΠΑ και στη ΔΕΣΦΑ, στο αεροδρόμιο Αθηνών, στο νερό κλπ).

Ακόμα και στο εμβληματικό μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων τίποτα ουσιαστικό δεν έχει να περιμένει κανείς από την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ενδεικτική η αφ υψηλού (και περιφρονητική) απάντηση των Χατζηδάκη-Σταϊκούρα στην ερώτηση του Ν. Παππά σχετικά με τα ΕΛΠΕ: «η ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης των ΕΛΠΕ έχει προαποφασιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και έχει εγγραφεί στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας…».

Εξαιρετικά επικίνδυνες προοπτικές ανοίγει το ταξίδι του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και η επερχόμενη επίσκεψη του Αμερικανού υπ. Εξ. Μάικ Πομπέο τον Οκτώβρη στην Αθήνα.

Αντικείμενο είναι να κλείσει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), που σύμφωνα με το σχέδιο του Γόνες Μίτσελ μετατρέπει τον ελλαδικό χώρο σε «στρατηγικό στήριγμα» των Αμερικανών στο «τόξο ανάσχεσης» της ρωσικής επιρροής Πολωνία-Ελλάδα-Ισραήλ.

Το σχέδιο προβλέπει επέκταση της αμερικανικής βάσης στη Σούδα, αλλά και τη δημιουργία –επισήμως!– αμερικανικών βάσεων στη Λάρισα, στο Στεφανοβίκι Μαγνησίας και στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.

Στα αντίτιμα περιλαμβάνεται η εγγύηση των ΗΠΑ στη συμφωνία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ για τη μοιρασιά των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Επίσης ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα εξοπλισμών. Που περιλαμβάνει διάθεση μεταχειρισμένων, αλλά αξιόμαχων αμερικανικών όπλων, προοπτική προμήθειας των υπερσύγχρονων F35, προοπτική προμήθειας 1-2 αμερικανικών φρεγατών για το πολεμικό ναυτικό, μέχρις ότου η Γαλλία ολοκληρώσει την ναυπήγηση των φρεγατών τύπου Belharra, που έχει παραγγείλει το ελληνικό κράτος για να διασφαλίσει την υπεροπλία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε αυτό τον τομέα, βλέπετε, δεν ισχύει ούτε η γραμμή «δεν υπάρχουν τα λεφτά», ούτε η γενική συνταγή του Μητσοτάκη για «λιγότερο κράτος». Το νέο δόγμα «θα γίνουμε αστακοί» πάει χέρι-χέρι με τον σκληρό και άκαμπτο νεοφιλελευθερισμό στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.

Ανάλογα πρέπει να κινηθούμε κι εμείς: Η υπεράσπιση του κόσμου μας στα ταξικά ζητήματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναγκαία αντιιμπεριαλιστική-αντιπολεμική-αντιμιλιταριστική στάση μέσα στην όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην περιοχή.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού από την "Εφ.Συν."

Ετικέτες