Πρόκειται για την ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, η οποία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με τον ίδιο τίτλο (εκδόσεις Πατάκη), μέσω της οποίας περιγράφεται μια ολόκληρη ιστορική περίοδος, σε μια συγκεκριμένη πόλη.

Η πλοκή της ταινίας διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, υπό ναζιστική κατοχή, μεταξύ του 1942-43. Τότε, ο Βασίλης Τσιτσάνης, σε ηλικία 26 ετών, ανοίγει ένα ουζερί, μαζί με τον κουνιάδο του, ως ένα μέσο επιβίωσης.

Το ουζερί είναι ο τόπος όπου τέμνονται όλες οι πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις και την ίδια στιγμή ένας τόπος παρατήρησης των γεγονότων εκείνης της δύσκολης και ματωμένης εποχής. Να υπενθυμίσουμε ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε μια πολυπολιτισμική και πολυεθνική πόλη, ιδιαίτερα κατά την οθωμανική περίοδο, ενώ είχε μεγάλη  εβραϊκή κοινότητα. Έτσι, το ουζερί, ενώ είναι  το μέρος που βρίσκεται μέσα στη δίνη των τραγικών γεγονότων του πολέμου και της Κατοχής, ταυτόχρονα κατορθώνει να παράγει και λαϊκό πολιτισμό. Εκείνη την περίοδο, ο Τσιτσάνης γράφει μια σειρά από τραγούδια που άφησαν εποχή. Ακούγονται μέχρι σήμερα, ενώ αποτελούν μουσική υπόκρουση στην ταινία.

Μέσα από το ουζερί περνά κάθε καρυδιάς καρύδι: ο αντιστασιακός και ο δωσίλογος, ο μαυραγορίτης και ο πεινασμένος μεροκαματιάρης, ο Γερμανός και ο ανάπηρος πολέμου,  ο αρχηγός της αστυνομίας, ο Μουσχουντής, ο οποίος είναι και κουμπάρος του Τσιτσάνη, και τα κάθε είδους λούμπεν στοιχεία.

Η τρομοκρατία, ο συνεχής φόβος, η καταπίεση, ο κουκουλοφόρος που δείχνει κυνικά με το δάχτυλο ποιοι θα συλληφθούν, οι καθημερινές εκτελέσεις, η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου, η μαύρη αγορά, η φτώχεια, η πείνα, το τρένο που ξεκινά για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και γενικά η φρίκη που γεννά ένας παράλογος πόλεμος που βυθίζει τους ανθρώπους στον τρόμο, στον πόνο, στη δυστυχία, στον θάνατο και στη θλίψη, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όμως, στον αντίποδα όλων αυτών υπάρχει και η αντίσταση στον ναζισμό, η τιμωρία των προδοτών, η αμφισβήτηση και η σύγκρουση με τα καθιερωμένα συντηρητικά πρότυπα, ο αγώνας για την αξιοπρέπεια που παράγει η ψυχολογία της αντίστασης, το ήθος και η στάση ζωής, το πάθος για ζωή που εκφράζεται μέσα από την αγάπη και τον έρωτα, η Τέχνη ως μέσο έκφρασης και δημιουργίας είναι οι άλλοι παράμετροι πάνω στους οποίους επιχειρείται να δομηθεί μια νέα ζωή. «Κάτι που έχει πολλούς συνειρμούς με το σήμερα», όπως λέει ο σκηνοθέτης (εφημερίδα Η Εποχή, 29-11-2015, σελ. 29).

Όλα αυτά, τα πολλαπλά και αντιφατικά στοιχεία, τα οποία συναντά κανείς στην καθημερινή ζωή, η ταινία τα παρουσιάζει με πολύ γλαφυρό τρόπο. Τι, τελικά, ηγεμονεύει κάθε φορά; Αυτό είναι πάντα ένα ανοιχτό ερώτημα και ένας διαρκής αγώνας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αναπτύσσεται ένας μεγάλος, αλλά καταδικασμένος έρωτας. Ο Γιώργος, που είναι κουνιάδος του Τσιτσάνη, και η Εστρέα ερωτεύονται. Είναι και οι δύο στην Αντίσταση. Ο ένας είναι τυπικά χριστιανός, ενώ η άλλη Εβραία. Όμως, ο έρωτας ανάμεσα σε έναν χριστιανό και μία Εβραία, δηλαδή ανάμεσα σε δύο νέους διαφορετικών φυλών και θρησκειών, με βάση τους άγραφους συντηρητικούς κανόνες των δύο κοινοτήτων, απαγορεύεται. Η περιπετειώδης αγάπη τους θα έχει διακυμάνσεις. Τα ταμπού και οι προκαταλήψεις έχουν απλώσει βαριά τη σκιά τους. «Θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπώ. Να το ξέρεις σε περίπτωση που συμβεί κάτι». Αυτό είναι που λέει ο Γιώργος στην Εστρέα, πριν φύγει ο ίδιος για να πάει να ανατινάξει, μαζί με άλλους, το στέκι των μαυραγοριτών. Αισθάνεται την ανάγκη να της το πει. Και της το λέει, Εδώ και Τώρα, εκείνη τη στιγμή, επειδή την άλλη στιγμή μπορεί να μην υπάρχει. Διότι, ακόμη και μέσα σε μια καταθλιπτική εικόνα μπορεί να ανθίζει ο έρωτας και η αγάπη. Δηλαδή, η ζωή. Κι αυτό είναι ένα επιπλέον μήνυμα. Σε ένα περιβάλλον που δολοφονούν τη χαρά και τη δημιουργία, εμείς μπορούμε να χαιρόμαστε και να δημιουργούμε, να ερωτευόμαστε και να αγαπάμε. Είναι το αντίδοτο στον φόβο.

Αυτό είναι το κλίμα και η ατμόσφαιρα που ο Τσιτσάνης γράφει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Την εμπνεύστηκε όταν ένα πρωί, βγαίνοντας από το μαγαζί του, είδε κηλίδες από αίμα στο χιόνι και ακολουθώντας τα ίχνη βρέθηκε μπροστά σε έναν εκτελεσμένο.

Κάπως έτσι κλείνει και η ταινία, με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», αφού εν τω μεταξύ έχει προηγηθεί ένα αισιόδοξο και δυνατό φινάλε, με το μπουζούκι-χειροβομβίδα, δείχνοντας, κατά τη γνώμη μου, ότι σε ζοφερούς καιρούς ακόμη και η Τέχνη μπορεί να γίνει ένα όπλο κριτικής των «από κάτω», μια πρόταση για «μια βαθύτερη ανατροπή ζωής», όπως λέει η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη στο έργο της Η Άκρα Ταπείνωση. Επειδή, η Τέχνη και γενικά ο πολιτισμός είναι κι αυτά όπλα για να εκφραστεί ο λαός, να σκεφτεί, να συζητήσει, να μάθει, να ξεσπάσει, να συγκινηθεί, να ελπίσει, να αντέξει, να χαρεί, να μοιραστεί, να δράσει και να ονειρευτεί ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και αλλιώς. Εμείς επιλέγουμε.  

Η ταινία είναι μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική παραγωγή, η οποία κρατά συνεχώς σε εγρήγορση τον θεατή, δεν κάνει καθόλου «κοιλιά», νομίζεις ότι συμμετέχεις και ζεις τα γεγονότα, είναι άμεσα κατανοητή, έχει πολύ δυνατές και συγκινητικές στιγμές, ενώ περνάει πολλά μηνύματα και θέτει προβληματισμούς σχετικά με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής, τον παραλογισμό των φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων, τη φύση του φασισμού, αλλά και την ψυχολογία τόσο της υποταγής όσο και της αντίστασης.

Ετικέτες