Στην Ελλάδα του «ποταμιού» δεν υπάρχουν πάνω και κάτω, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, ολιγάρχες και φτωχοί, δεν υπάρχουν επιτελείς και υποτελείς, δεν υπάρχουν συγκροτημένα συμφέροντα, διαπλοκή, μιντιαρχία, τραπεζοκρατία, παλαιά και νέα τζάκια, δεν υπάρχουν τάξεις και αντιθέσεις.
Δεν υπάρχουν θύτες και θύματα της κρίσης, δεν υπάρχει καν δεξιά και αριστερά, όλοι δικοί μας είμαστε, λες και οι διαχωριστικές γραμμές σβήστηκαν από τότε που ο «ποταμάρχης» πέρασε το δικό του ποτάμι, τον Κηφισό, και μεταπήδησε από τα Δυτικά στα Βόρεια, κι από τη μικρή οθόνη στο μεγάλο ακροατήριο. Στο «ποτάμι» υπάρχουν απλώς παλιά και νέα μυαλά, παρασιτικές και δημιουργικές δυνάμεις, «επαγγελματίες της ζωής» με τη δύναμη «της λογικής και του δίκιου».
«Από πού ’σαι ποταμάκι;/ Από κείνο το βουνό./ Πώς τον λένε τον παππού σου;/ Σύννεφο στον ουρανό./ Ποια είν’ η μάνα σου;/ Η μπόρα./ Πώς κατέβηκες στη χώρα;/ Τα χωράφια να ποτίσω και τους μύλους να γυρίσω.» Ο οικογενειακός μύθος αναφέρει ότι ο αδελφός μου ανέφερε «μούλους» αντί για «μύλους» και το κοινό της σχολικής γιορτής, ενώπιον του οποίου απάγγελλε το «ποταμάκι», λύθηκε στα γέλια.
Όπως αντιλαμβάνεστε, ο Σ. Θεοδωράκης, με την αναγγελία ίδρυσης της πολιτικής κίνησης «Το ποτάμι», απελευθέρωσε έναν κανονικό Αχελώο λαϊκής θυμοσοφίας και συνειρμών, περιπαικτικής, καλόβουλης ή κακόβουλης διάθεσης. Ό,τι ξέρουμε και δεν ξέρουμε για τα ποτάμια, τους χειμάρρους και τα ρυάκια, μέσα σε λίγα 24ωρα, έχει ήδη λεχθεί και γραφεί. Πλην όμως, ο πειρασμός παραμένει ακόμη ισχυρός, τουλάχιστον μέχρι να μάθουμε ποιοι θα πέσουν για κολύμπι, για ράφτινγκ ή απλώς για βαρκάδα στο καινούργιο ποτάμι. Και μένα μου είναι δύσκολο να μην υποκύψω στον πειρασμό.
Άλλωστε, ούτε καν το παπάκι αντιστάθηκε, ως γνωστόν. «Το παπάκι πάει, καλέ παπί/ το παπάκι πάει στην ποταμιά./Το παπάκι πάει στην ποταμιά, αχ/ να κρυφτεί μέσα στην καλαμιά». Το κίνητρό του, κατά το άσμα, ήταν αμιγώς ερωτικό-σεξουαλικό. Έψαχνε να βρει συντροφιά. Εντελώς διαφορετικό, αλλά εξίσου ενστικτώδες ήταν το κίνητρο της μάνας του Κίτσου. «Μωρέ, του Kίτσου η μά μωρέ η μάνα κάθουνταν/στην άκρη στο ποτάμι, / με το ποτά μωρέ ποτάμι μάλωνε./ Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε./ Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρίψε πίσω/ για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια/ πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ούλ’ οι καπεταναίοι./ Tον Kίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν…» Είναι άγνωστο αν το ποτάμι συγκινήθηκε τελικά από το μοιρολόι της μάνας του Κίτσου. Το ίδιο ισχύει και για το κορίτσι του «Δράκου» που, για άγνωστους λόγους, επικαλούνταν ένα ποτάμι για να κάνει την αθώα ερωτική της εξομολόγηση. «Πώς τον λεν, πώς τον λεν τον ποταμό;/Ιλισσό, Ιλισσό./Να σου πω το μικρό μου μυστικό./ Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ.». Τον Κίτσο τον κρεμάσανε, τον «Δράκο» τον σφάξανε, τον Ιλισσό τον θάψανε, κι έμεινε η Αττική φαιό νταμάρι, μια μητρόπολη που μίσησε όσο καμιά άλλη τα ποτάμια της, εξαφανισμένα από την αντιπαροχή και την άσφαλτο.
Υποθέτω, όμως, ότι οι φιλοδοξίες του σταυροθεοδωράκειου ποταμού είναι λιγότερο πατριδογνωστικές και φυσιολατρικές από το ποιηματάκι του (κάποτε) νηπίου αδελφού μου και λιγότερο εσωστρεφείς από του παπιού, της μάνας του Κίτσου ή της Ρούλας του «Δράκου». Πιθανότατα παραπέμπουν στη διαλεκτική διακήρυξη της αέναης αλλαγής, που διατύπωσε πρώτος ο Ηράκλειτος με το περίφημο «τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν» και το παράδειγμα του ποταμού που του αποδίδει ο Πλάτωνας: «Κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές». Οι φυσικοί και οι γεωλόγοι έχουν τις αντιρρήσεις τους σ’ αυτό, παραπέμποντας στον κύκλο του νερού που εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα για να καταλήξει ξανά στο ποτάμι, αλλά αυτές τις λεπταίσθητες διαφορές τις ξεπέρασε ο ποταμός της σκέψης, της αλλαγής και της φαυλότητας Α. Παπανδρέου αποφαινόμενος μια και δια παντός: «Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω». Απεδείχθη, βεβαίως, πλειστάκις ότι αυτό δεν είναι μια αναντίρρητη αλήθεια, το ποτάμι γύρισε αρκετές φορές πίσω, η κοίτη του στέρεψε, μεταμορφώθηκε σε έναν δυσώδη βάλτο με βατράχια που κοάζουν σπαραχτικά και νεροφίδες και κουνούπια, έναν μολυσμένο και ρυπασμένο βιότοπο που ούτε η οικολογική task force του ΣΚΑΙ μπορεί να διασώσει. Εκτός αν τον διασώσει η πολιτική μηχανική άλλων καναλαρχών, που αν δεν φτιάξουν ένα κόμμα δικό τους, καταδικό τους θα σκάσουν. Ως γνωστόν, ένα ορμητικό ποτάμι έβλεπαν τα ευαγή συγκροτήματα (Mega, ΔΟΛ, Πήγασος) στην πρώτη σύναξη των «58», αλλά τώρα το νερό του έχει στερέψει τόσο που δεν φτάνει ούτε για να το κάνουν γαργάρα...
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι το καινούργιο «ποτάμι» μας πιτσίλισε με μερικές σταγόνες απλώς για να δούμε αν και ποιοι και πόσοι θα τσιμπήσουν και θα βουτήξουν στα νερά του, δεν πρέπει να μας παραξενεύει που τα παιδιά του τηλεοπτικού (και λοιπού μιντιακού) σωλήνα συναγωνίζονται τα παιδιά του κομματικού και του κρατικού σωλήνα σε ρόλους εθνοσωτήρων ή ανακύκλωσης του πολιτικού μας έλους. Στην Ιταλία, εδώ και μια εικοσαετία, η μιντιοκρατία είναι ο βασικός τροφοδότης κάθε προσπάθειας ανασυγκρότησης του καταρρεύσαντος κομματικού συστήματος, χωρίς ασφαλές αποτέλεσμα μέχρι στιγμής. Και δεν είναι παράδοξο ότι ο Γκρίλο και τα 5 αστέρια του, τηλεοπτικά ή άλλα, είναι το πιο φρέσκο και ανατρεπτικό προϊόν αυτής της διεργασίας. Αυτό ήταν πράγματι ένα «ποτάμι» που ξεπήδησε από το πουθενά, αλλά όπως φαίνεται ούτε η κοίτη του έχει διαμορφωθεί ούτε η εκβολή του είναι καθορισμένη κι όλος αυτός ο όγκος νερού μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί σε ένα φράγμα που δίνει χρόνο στον Λέτο να κάνει τη γέφυρα, στον Ρέντσι να το παίζει ανανεωτής και στον Μόντι, κακήν κακώς διωγμένο από την πρωθυπουργία, να αποκαθίσταται σε θεσμικούς ρόλους στο ευρω-διευθυντήριο.
Ως εκ τούτου, προσωπικώς δεν έχω καμιά προκατάληψη απέναντι στο εγχώριο καινούργιο «ποτάμι», «αφήστε όλα τα ποτάμια να ρεύσουν». Το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε δίκη προθέσεων, να εντάξουμε προκαταβολικά σε μια θεωρία συνωμοσίας κάθε εξωκομματική πολιτική πρωτοβουλία, ούτε να την μετρήσουμε με κάποιον δείκτη τηλεοπτικής συμπάθειας ή αντιπάθειας λες και είμαστε μηχανάκια της AGB, αλλά να αφουγκραστούμε το βουητό του «ποταμιού», να καταλάβουμε τι διάολο λέει, αν λέει κάτι. Και επ’ αυτού έχουμε κάτι στα χέρια μας. Το ποταμίσιο μανιφέστο του Σ.Θ. Προσπάθησα να βρω σ’ αυτό μια καινούργια ιδέα, κάποια τρικ διεξόδου από το πολιτικό αδιέξοδο που ο μέσος πολίτης διαπιστώνει, ακόμη κι αν έχει κάνει τις επιλογές του - να ανεχθεί μέχρι τέλους τον μνημονιακό ολετήρα ή να δώσει μια απελπισμένη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ-. Αλλά το μόνο που βρήκα ήταν ένα ποτάμι κοινοτοπίας, ένα συνονθύλευμα όλων των κλισέ (νεοφιλελεύθερου, εκσυγχρονιστικού, εθνοπατριωτικού ή σοσιαλδημοκρατικού κοπιράιτ) με τα οποία επιχειρείται η ερμηνεία της ελληνικής κρίσης εδώ και χρόνια. Φυσικά και μπορεί να υπάρξει «πολιτική χωρίς κομματικό παρελθόν», φυσικά και «Ελλάδα δεν είναι μόνο τα κόμματα», αλλά τι ακριβώς επαγγέλλεται το αντι-κόμμα που προτείνει το «ποτάμι»;
Ακολουθώντας τον ρου του «ποταμού» ανακαλύπτει κανείς όλα τα δημοφιλή κλισέ που χρησιμοποίησε η χρεοκοπημένη εγχώρια ελίτ και η κυνική ευρωκρατία για να τυλίξει την ελληνική κοινωνία στον ζουρλομανδία των μνημονίων: το πρόβλημα είναι «οι δυο τουλάχιστον συγκεντρώσεις που κλείνουν κάθε πρωί το κέντρο της Αθήνας», η έλλειψη «δικαιοσύνης, αξιολόγησης και αξιοκρατίας», το ότι όλοι «παραβιάζουν τον νόμο», το ότι στην Ελλάδα «τις δουλειές τις κάνουν οι κολλητοί και τα λαμόγια», ότι η «βουλή είναι μεγάλη», ότι το εκλογικό σύστημα είναι πολύ «κομματικό», ότι η χώρα «δεν μπορεί να εξαρτάται από την καλοσύνη των δανειστών της», ότι το θέμα είναι «τι κάνεις εσύ για την πατρίδα σου και όχι τι σκόντο θα σου κάνουν αυτοί που σε δανείζουν». Για το χρέος «θα στείλουμε τους καλύτερους διαπραγματευτές - αυτό είναι εύκολο», για τη λιτότητα ξεμπερδεύουμε με τη διαπίστωση ότι «από τη σπατάλη περάσαμε μεμιάς στη τσιγγουνιά», για την οικονομία το ζήτημα είναι «ποιοι θα επενδύσουν; Πώς θα έρθουν πίσω τα λεφτά; Ποιοι θα πάρουν το ρίσκο και πώς θα τους κάνεις να σε εμπιστευτούν;», με την Ευρώπη το πρόβλημα είναι «οι εθνικιστές, οι λαϊκιστές, οι ευρωσκεπτικιστές» και κάποιοι «γέροι θείοι», η Ευρώπη «είναι το μεγάλο σχολείο της ενότητας και του διαφορετικού», η λύση είναι να υπάρξει «ένα εθνικό σχέδιο και ένα 50% που θα κάνει και τους άλλους Ευρωπαίους να αισθανθούν ότι αυτή τη φορά οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι», να δούμε «τα κοινωνικά προβλήματα με τη λογική, χωρίς δογματισμούς και αγκυλώσεις», και τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτό το «εθνικό σχέδιο»; «Την Ελλάδα θα σώσει το χώμα, ο ήλιος και η θάλασσα». Και ποιοι θα το εφαρμόσουν αυτό το σχέδιο; Όχι αυτοί «που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο» (η δεξιά, το ΠΑΣΟΚ;), αλλά ούτε «όσοι είναι δέσμιοι θεωριών του 19ου αιώνα, αυτοί, που ακόμη και σήμερα επαναλαμβάνουν ότι η Ελλάδα θα σωθεί αν επιστρέψει στο παρελθόν» (η αριστερά;).
Πάσα ομοιότης με το μανιφέστο των «58» είναι απλώς συμπτωματική. Κάθε σύγκλιση με το όραμα Δασκαλόπουλου (του ΣΕΒ) είναι τυχαία. Οποιαδήποτε σύγκριση με τις θεωρίες τού «μαζί τα φάγαμε», του «είμαστε όλοι συνένοχοι», του «όλοι μαζί μπορούμε» είναι άστοχη. Όλα είναι θέμα λογικής, τεχνογνωσίας, τεχνοκρατίας, όχι πολιτικής, ιδεολογίας και επιλογής. Στην Ελλάδα του «ποταμιού» δεν υπάρχουν πάνω και κάτω, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, ολιγάρχες και φτωχοί, δεν υπάρχουν επιτελείς και υποτελείς, δεν υπάρχουν συγκροτημένα συμφέροντα, διαπλοκή, μιντιαρχία, τραπεζοκρατία, παλαιά και νέα τζάκια, δεν υπάρχουν τάξεις και αντιθέσεις, δεν υπάρχουν θύτες και θύματα της κρίσης, δεν υπάρχει καν δεξιά και αριστερά, όλοι δικοί μας είμαστε, λες και οι διαχωριστικές γραμμές σβήστηκαν από τότε που ο «ποταμάρχης» πέρασε το δικό του ποτάμι, τον Κηφισό, και μεταπήδησε από τα Δυτικά στα Βόρεια, κι από τη μικρή οθόνη στο μεγάλο ακροατήριο. Στο «ποτάμι» υπάρχουν απλώς παλιά και νέα μυαλά, παρασιτικές και δημιουργικές δυνάμεις, «επαγγελματίες της ζωής» με τη δύναμη «της λογικής και του δίκιου».
Μπορεί η πολυπλοκότητα της κρίσης να μην χωράει ολάκερη σ’ ένα απλοϊκό σχήμα «αστοί και προλετάριοι, πάνω και κάτω, πλούσιοι και φτωχοί». Αλλά, ταυτόχρονα η ίδια πολύπλοκη κρίση έχει καταστήσει αυτές τις «ξεχασμένες» αντιθέσεις το ίδιο ζοφερές όσo ήταν στον «ξεχασμένο» 19ο αιώνα. Επομένως, δεν μπορείς να τις παρακάμψεις μ’ ένα ποταμίσιο τρικ. Όπως δεν μπορείς να παρακάμψεις με αντίστοιχα τρικ όλα τα μεγάλα διλήμματα της συγκυρίας, όλες τις στρατηγικές επιλογές που η ιθύνουσα τάξη της χώρας (ναι, υπήρξε και υπάρχει τέτοια τάξη!) έχει επιβάλει περίπου ως φυσικά φαινόμενα: η εξυπηρέτηση του χρέους, η πλήρης ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, η συρρίκνωση του κράτους, η αποθέωση της αγοράς, η θέση της χώρας στην «οικογένεια της Ευρώπης», που δεν είναι οικογένεια, αλλά μια ρωμαϊκή αρένα. Κυρίως, δεν μπορείς να παρακάμψεις το μνημόνιο. Κι εδώ, η παρθενική πλεύση στο ρεύμα του «ποταμού» (στη συνέντευξη αυτοπαρουσίασης) αποκαλύπτει την κορυφαία λαθροχειρία του εγχειρήματος: «Μνημόνιο ή αντιμνημόνιο; Υπάρχουν πολύ σοβαρότερα ερωτήματα από αυτό. Το Μνημόνιο τελειώνει τον Μάιο. Άρα ανήκει στο παρελθόν…» Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στο να μην καταλαβαίνεις και στο να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Είναι η διαφορά ανάμεσα στη βλακεία και στην απάτη. Ωστόσο, το πολιτικό τους αποτέλεσμα είναι το ίδιο και η αφέλεια δεν λειτουργεί απαλλακτικά. Το μνημόνιο είναι ένα εργαλείο βίαιου μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας που στην πραγματικότητα τη δεσμεύει για δεκαετίες. Ακόμη κι αν η ακύρωσή του είναι υπόθεση ενός και μόνο νομοθετήματος από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα έχει την πολιτική τόλμη και τη βούληση να το κάνει, η άρση των καταστροφικών του αποτελεσμάτων είναι υπόθεση πολλών νομοθετημάτων, πολλών και σύνθετων ενεργειών, ρήξεων και συγκρούσεων που θα πάρουν χρόνια. Το κατά φαντασίαν τέλος του μνημονίου, απλά και μόνο επειδή τον Ιούνιο η τρόικα σταματάει τις τρομοκρατικές επισκέψεις της, είναι η επινόηση στην οποία προσπαθεί να κρυφτεί το μνημονιακό μπλοκ για να σώσει το τομάρι του. Είναι το εύρημα με το οποίο ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος προσπαθούν να κατασκευάσουν το τέλος της κρίσης. Είναι η μεταμνημονιακή, εξωμνημονιακή, παραμνημονιακή φαντασίωση των κατ’ εξοχήν μνημονιοφρόνων.
Κατά τα φαινόμενα, στην ίδια φαντασίωση, στην ίδια πολιτική απάτη επιχειρούν να επιπλεύσουν κι άλλοι. Από αφέλεια ή από δολιότητα; Θα δείξει. Ανάλογα με το πού θα τους βγάλει το ρεύμα του ποταμού. Όπου μπορεί να συναντηθούν με το παπάκι, τη μάνα του Κίτσου, τη Ρούλα του «Δράκου» και άλλους ήρωες και ξωτικά της υγρασίας και της ξηρασίας…