Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Ισπανία, σε μια πόλη στη χώρα των Βάσκων. Οι πρωταγωνιστές είναι ο Γκόρκα και η Άνε, ένα ερωτευμένο ζευγάρι σε μια σχέση υπό αίρεση.

Υπό αίρεση με την έννοια ότι το μέλλον της σχέσης θα εξαρτηθεί πρωταρχικά από επιλογές και αποφάσεις, οι οποίες θα δώσουν ή δεν θα δώσουν χώρο στην πρωτοβουλία και τη φαντασία, καθώς επίσης από μια στάση και φιλοσοφία ζωής, που θα καθορίσουν τη συνέχιση ή τη διακοπή της. Ανάμεσα στο ζευγάρι είναι ο Ινάκι, ο φίλος του Γκόρκα, ένας χαλαρός τύπος, ο οποίος φεύγει κάποια στιγμή μετανάστης στη Γερμανία.

Ο Γκόρκα, είναι άμισθος εκπαιδευόμενος σε ένα εργοστάσιο κατασκευής εργαλείων. Η Άνε, έχει σπουδάσει ιστορία της τέχνης και μαθαίνει αγγλικά μήπως βρει δουλειά ως μεταφράστρια, ενώ έχει ως στόχο να πάει στη Σκωτία. Και οι δυο είναι αναγκασμένοι να μένουν με τους γονείς τους.

Έτσι, εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, δεν έχουν ένα δικό τους χώρο για να συνευρίσκονται και να χαρούν τον έρωτά τους. Όμως, αυτή η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να νοικιάσουν έστω και ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, τους αναγκάζει να ψάχνουν δημόσιους χώρους, για να συνευρίσκονται, τους λεγόμενους «πικαδέρος». Μια «σχέση» στον αέρα, χωρίς προσωπικό χώρο, μια επιφανειακή σχέση επί της ουσίας. Δεν αργεί, βέβαια, να έρθει η στιγμή, όπου η «σχέση» τους θα μπει σε κρίση. Μια κρίση, η οποία ταυτόχρονα «είναι δέσμια του οικογενειακού κομφορμισμού, της οικονομικής ασφυξίας και μιας ανύπαρκτης προοπτικής».

Τον Γκόρκα, θα τον προσλάβουν τελικά στο εργοστάσιο, παρ’ ότι δεν του αρέσει ιδιαίτερα αυτή η δουλειά. Την κάνει από ανάγκη για επιβίωση. «Τι είναι ζωή;», ρωτάει η Άνε τον Γκόρκα. «Πάντως δεν είναι η δουλειά», απαντάει εκείνος.

Ο Γκόρκα αφήνεται να τον πάνε οι καταστάσεις. Με τον ίδιο τρόπο αφήνει και την Άνε να φύγει. Τελικά, γίνεται σαν τον πατέρα του. Τον αντιγράφει. Αφήνει μουστάκι, όπως ο πατέρας του, βλέπουν μαζί τηλεόραση, και ακούει τη συμβουλή του, ότι στις 11.500 ημέρες δουλειάς δεν άργησε ούτε μια μέρα. Ήταν ένας συνεπής και πειθήνιος εργαζόμενος, όπως ακριβώς επιβάλλουν οι κοινωνικές νόρμες. Με την Άνε, η οποία πήγε στη Σκωτία και έπιασε δουλειά, άσχετη από αυτή που ήθελε, επικοινωνούν με γράμματα. Μια «σχέση» από μακριά. Μια «σχέση» που μαράζωσε. Μια ανύπαρκτη σχέση. Χάσανε το εμείς.

Ζωή ή επιβίωση; Την πάμε τη ζωή ή μας πάει; Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το ερώτημα που πλανάται στην ταινία.

Ο Μπεν Σάροκ, ο σκηνοθέτης, έχει κάνει μια ταινία, μέσα από την οποία μιλά για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, την οικονομική κρίση, την ανεργία, την μετανάστευση, την δυσκολία πραγματικής ενηλικίωσης και ουσιαστικού απογαλακτισμού από το οικογενειακό περιβάλλον, την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι νέοι, η οποία τους αποτρέπει να κάνουν όνειρα για μια καλύτερη ζωή.

Η ταινία κινείται με αργό ρυθμό, έχει ένα ιδιόρρυθμο χιούμορ και στο τέλος σου αφήνει μια μελαγχολική χροιά για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Τελικά, πόσες γενιές θα πάνε χαμένες; Τι θα διαλέξουμε; Ζωή ή επιβίωση;

Ετικέτες