Οι εξοπλισμοί που ανακοίνωσε πρόσφατα ο Μητσοτάκης, το σύμφωνο πολεμικής συνδρομής που συνυπέγραψε με τον Μακρόν, αλλά και η αναβάθμιση της «στρατηγικής συμφωνίας» (MDCA) με τις ΗΠΑ, δημιουργούν νέες συνθήκες και συσχετισμούς στην περιοχή.
Βάζουν μπροστά στην Αριστερά αυξημένα καθήκοντα, τόσο ως προς την αντιμετώπιση των εξοπλισμών, όσο και απέναντι στους «πειρασμούς» αυτοί να χρησιμοποιηθούν στην πράξη.
1. Τα όπλα
Στη Θεσσαλονίκη ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι επαυξάνει την απόφαση για αγορά γαλλικών πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ από 18 σε 24.
Το «άλμα» αυτό δεν είναι αμελητέο. Το κόστος των 18 Ραφάλ ήταν ήδη μεγάλο, και στα 24 γίνεται τεράστιο. Το Ραφάλ είναι ένα «βαρύ» πολεμικό αεροσκάφος, με τεράστια ακτίνα δράσης, με μεγάλες ηλεκτρονικές δυνατότητες διείσδυσης στον αντίπαλο χώρο, ενώ μπορεί να φέρει οπλισμό που του επιτρέπει καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς μεγάλης κλίμακας και ακρίβειας. Διεθνώς αναγνωρίζεται ως ένα επιθετικό αεροσκάφος κατώτερο μόνο από τα αμερικανικά F35.
Όμως ακόμα πιο σημαντικοί είναι οι ναυτικοί υπερεξοπλισμοί που ανακοινώθηκαν στη συνέχεια.
Η παραγγελία των 3 + 1 φρεγατών τύπου Belharra και των 3 κορβετών τύπου Gowind, είναι ένα κολοσσιαίο (για τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας) πρόγραμμα, το κόστος του οποίου θα ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ, υπολογίζοντας μόνο την απόκτηση-παραλαβή των πλοίων, ενώ θα ακολουθήσει ένα επίσης μεγάλο κόστος για το φόρτωμά τους με όπλα και ηλεκτρονικά.
Οι Belharra είναι υπερμεγέθη πλοία, μεγάλου βυθίσματος και εκτοπίσματος, που χαρακτηρίζονται διεθνώς ως πολεμικά «ανοιχτής θαλάσσης» (Blue Waters Navy). Παντελώς άχρηστα για άμυνα στα μπουγάζια και στα γεμάτα με νησιά και βράχους νερά του Αιγαίου, προορίζονται για την κατοχύρωση τη «στρατηγικής υπεροχής» στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Θεωρούνται ιδιαιτέρως επιθετικά πλοία, με ηλεκτρονική υπεροχή που τους επιτρέπει να «συντονίζουν» την καταστρεπτική δράση της αεροπορίας και του πυροβολικού ξηράς, ενώ μπορούν να φέρουν σημαντικό αριθμό πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, απειλώντας στόχους στον αέρα, στη θάλασσα και στη ξηρά. Πρόκειται για ναυαρχίδες στολίσκων δράσης μεγάλων αποστάσεων. Για να το πούμε συνοπτικά, μιας και φτάνουμε στην 100ή επέτειο του 1922, το πολεμικό ναυτικό αγόρασε 4 Αβέρωφ.
Είναι κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση προσανατολιζόταν στην αγορά των φτηνότερων αμερικανικών φρεγατών. Η απόφαση συνάντησε τις αντιρρήσεις της ηγεσίας του Ναυτικού («εθνικοί» δημοσιογράφοι μίλησαν για εξέγερση ων ναυάρχων…), που επέμενε στο πιο φιλόδοξο πρόγραμμα Belharra. Ο Μητσοτάκης ευθυγραμμίστηκε ευχαρίστως, όταν οι διεθνείς εξελίξεις έκαναν εφικτό το να αντιμετωπιστεί το μεγάλο κόστος.
Η μια πλευρά των εξελίξεων ήταν προφανώς η ίδρυση του AUKUS, που έβγαλε τη Γαλλία έξω από το τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμού της Αυστραλίας με συμβατικά υποβρύχια. Μετά το στραπάτσο στον Ειρηνικό, ο Μακρόν είχε επείγουσα ανάγκη να παρουσιάσει κινήσεις «αναβάθμισης» του γαλλικού μιλιταρισμού. Και πήρε γρήγορα την ευκαιρία αναβάθμισης της παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Η άλλη πλευρά σχετίζεται με τις συζητήσεις επί του προσανατολισμού της ΕΕ στη διεθνή σκηνή μετά το AUKUS, αλλά και ενόψει των διαπραγματεύσεων για το Σύμφωνο Σταθερότητας μετά το 2023. Ο Μακρόν και ο Ντράγκι εμφανίζονται να απαιτούν την εξαίρεση των επενδύσεων σε εξοπλισμούς και ενέργεια από τις περιοριστικές ρήτρες του Συμφώνου. Σε αυτό το ρεύμα προσχωρεί με θέρμη ο Μητσοτάκης, ελπίζοντας ότι θα του επιτραπεί να «απλώσει» τις πληρωμές για τους εξοπλισμούς σε βάθος χρόνου, ώστε να αποφύγει το στραγγαλισμό της οικονομίας από το κόστος των Ραφάλ και των Belharra. Οι μεγάλοι εξοπλισμοί είχαν πάντα και έχουν και σήμερα ένα σκληρό οικονομικό-διπλωματικό υπόβαθρο.
Εδώ αξίζει να ανοίξουμε ένα «παράθυρο». Στα ρεπορτάζ για τα γαλλικά όπλα αναδείχθηκε ο ρόλος κάποιων ελληνικών επιχειρήσεων. Η National Cables, η Intracom-Defence, η Mevaco κ.ά. είναι «συνεργάτες» της Naval Group στο πρόγραμμα παραγωγής των Belharra, ενώ η κάποτε ταπεινή Sunlight παράγει τις υπερμεγέθεις μπαταρίες που είναι απαραίτητες στα πολεμικά πλοία και περισσότερο στα υποβρύχια. Οι διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού είναι μια πραγματικότητα που έχει κρυφές πτυχές ακόμα και στην παραγωγή όπλων, ενώ η εικόνα για τον ελληνικό καπιταλισμό που, τάχα, έχει περιοριστεί στον τουρισμό και τη ναυτιλία, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
2. Τα σύμφωνα
Το ελληνογαλλικό σύμφωνο «αμυντικής» συνδρομής, είναι ακόμα πιο σημαντικό από τις αγορές γαλλικών όπλων.
Υπερέχει του Άρθρου 5 της ιδρυτικής συμφωνίας του ΝΑΤΟ, που δεν βεβαιώνει για «συνδρομή» αν εμπλοκή αφορά δύο μέλη της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Υπερέχει του Άρθρου 42 της Συνθήκης της ΕΕ, που δεν βεβαιώνει για «αυτόματη» συνδρομή, αλλά παραπέμπει σε μακρόσυρτες διπλωματικές διεργασίες. Το ελληνογαλλικό σύμφωνο δεσμεύει σε αυτόματη εμπλοκή τη Γαλλία αν υπάρξει πολεμική προσβολή (ακόμα και από άλλη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, φωτογραφίζοντας την Τουρκία) στα όρια της ελληνικής επικράτειας. Ως επικράτεια, προφανώς, ορίζεται η διεθνώς αναγνωρισμένη (έδαφος + χωρικά ύδατα + εθνικός εναέριος χώρος) και όχι η «δυνητική» (δηλαδή οι «θαλάσσιες ζώνες» που για να θεωρηθούν τμήμα της επικράτειας έχουν ως προϋπόθεση την προηγούμενη διεθνή αναγνώρισή τους).
Το «μήνυμα» αυτής της συμφωνίας δεν είναι δυνατό να υποτιμηθεί. Αποτελεί ισχυρή πίεση πάνω στο τουρκικό καθεστώς που υποχρεώνεται πλέον να συνυπολογίζει στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό το ενδεχόμενο της εμπλοκής με τη Γαλλία. Γι’ αυτό άλλωστε ήταν έντονες οι πρώτες αντιδράσεις της κυβέρνησης Ερντογάν: που έκανε έκκληση για σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, παρουσίασε την Τουρκία ως αμυνόμενη απέναντι σε μαξιμαλιστικές θέσεις για τις θαλάσσιες ζώνες, ενώ θύμισε το 1919-22 όταν τα γαλλικά όπλα (μαζί με τους Άγγλους και τους Ιταλούς) συνόδευσαν την απόβαση στη Μικρά Ασία, ανοίγοντας το δρόμο για την καταστροφή.
Το ελληνογαλλικό σύμφωνο θα έχει μεγάλες συνέπειες:
α) Οδηγεί σε μια σημαντική αναβάθμιση του ελληνικού μιλιταρισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου διαμορφώνεται μια νέα συγκυρία. Η κατάρρευση του μεγαλεπήβολου σχεδίου East Med (οι «αγορές» το έχουν κηρύξει νεκρό, και οι πολυεθνικές εξόρυξης αποσύρονται πλέον και από «οικόπεδα» εντός της ελληνικής κυριαρχίας) θα οδηγήσει αντικειμενικά και σταδιακά σε μια «εκλογίκευση» της αντιπαράθεσης για τη φούσκα των ΑΟΖ. Όμως κάθε άλλο παρά θα λείψουν οι εστίες έντασης και ανταγωνισμού. Οι συζητήσεις για το μέλλον της Κύπρου μπαίνουν στην τελική-στρατηγική φάση τους, ενώ το ζήτημα της ναυτικής κυριαρχίας γίνεται όλο και πιο αναβαθμισμένο.
β) Προκαλεί κούρσα εξοπλισμών σε όλη την περιοχή.
Η Κύπρος ήταν η πρώτη που ανταποκρίθηκε. Ανακοινώνει τις προετοιμασίες για την «υποδοχή» μιας εκ των ελληνικών Belharra, σε μόνιμη περιπολία στα κυπριακά νερά. Οργανώνει μόνιμη γαλλική ναυτική βάση. Προτίθεται να εγκαταστήσει το ισραηλινό Iron Dome (Σιδηρούς Θόλος) που διασφαλίζει αντιπυραυλική κάλυψη από αέρος. Και στον Τύπο έσκασαν μύτη τα πρώτα δημοσιεύματα για την προοπτική αγοράς κυπριακών Belharra…
Το μεγάλο μειονέκτημα των υποστηρικτών των εξοπλισμών (ως τάχα αποτρεπτική για τον πόλεμο πολιτική) είναι ότι υποτιμούν το γεγονός ότι στην κούρσα θα ακολουθήσει και η άλλη πλευρά. Η Τουρκία δεν πρόκειται να κάτσει με σταυρωμένα χέρια. Αντιμετωπίζοντας αμερικανικό εμπάργκο όπλων και έχοντας πλέον εχθρικές σχέσεις με τη Γαλλία, θα στραφεί πιθανότατα προς τα ρωσικά όπλα, όπως ήδη προειδοποιεί ο διεθνής και τουρκικός Τύπος. Και αυτά τα όπλα δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, αναποτελεσματικά.
γ) Επισημοποιεί μια σημαντική αναβάθμιση της παρουσίας του γαλλικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Και αυτή είναι μια ιδιαίτερα ανησυχητική και επικίνδυνη εξέλιξη που, για την ώρα, κρύβεται πίσω από τους πανηγυρισμούς για την «εθνική επιτυχία». Η Γαλλία, δια του Συμφώνου, «κληρονομεί» τις δομές των συμμαχιών του ελληνικού κράτους κατά την προηγούμενη περίοδο. Κληρονομεί τη σχέση με τους «άξονες» Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ-ΗΑΕ. Αποσκοπώντας σε αυτές τις γενικότερες και μεγαλύτερες «μπίζνες», ο Μακρόν φάνηκε πρόθυμος απέναντι στον Μητσοτάκη, κάνοντας εκπτώσεις στα Ραφάλ και στις Belharra.
Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είναι μια αδίστακτη, συχνά κτηνώδης, δύναμη, όπως έχει αποδείξει η δράση του στην Αφρική. Αυτή η δύναμη έχει ιεραρχήσει ως πρώτη επιδίωξή της την κυριαρχία στη Μεσόγειο. Πρόσφατα η Αλγερία απέσυρε τον πρέσβη της στο Παρίσι, μετά από μια ομιλία-μίσους του Μακρόν, που έθετε ολοφάνερα το στόχο της γαλλικής εμπλοκής στο εσωτερικό της Αλγερίας, για πρώτη φορά μετά το νικηφόρο πόλεμο για την ανεξαρτησία της. Στη Λιβύη, τα γαλλικά όπλα δεν έχουν διστάσει να «διαβούν το Ρουβίκωνα», βομβαρδίζοντας όσους θεωρούν αντιπάλους.
Όμως οι πιο ανησυχητικές εξελίξεις είναι στο ίδιο το εσωτερικό της Γαλλίας. Η κάποτε πατρίδα της δημοκρατίας στην Ευρώπη, είναι σήμερα το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος που έχει κάνει επίσημη κρατική πολιτική το μίσος απέναντι στο Ισλάμ. Οι κατηγορίες για «ισλαμοφασισμό» και για «ισλαμοαριστερισμό» επιφέρουν συνέπειες, ενώ ο στρατός έχει επιφορτιστεί με τις αρμοδιότητες να τις επιβάλει στα προάστια των μεγάλων πόλεων, ακόμα και στα πανεπιστήμια του Παρισιού. Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε ο γενικευμένος «αντιτουρκισμός» που διακρίνει την πολιτική του Μακρόν. Και θυμίζουμε ότι την ερχόμενη άνοιξη στη Γαλλία θα γίνουν προεδρικές εκλογές, όπου υπάρχει το ενδεχόμενο (όχι ως πρώτη πιθανότητα, αλλά πλέον ως υπολογίσιμη πιθανότητα) η Μαρίν Λεπέν να πάρει τη θέση του Μακρόν, δίνοντας σε αυτή την ούτως ή άλλως ρατσιστική πολιτική νέες μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η ιδέα να προσκαλεί κανείς αυτή τη δύναμη να αναλάβει σημαντικό ρόλο σε μια εύφλεκτη περιοχή, είναι χειρότερη από την ιδέα του τσοπάνη που καλεί τους λύκους να του φυλάνε τα πρόβατα.
3. Μετατοπίσεις
Είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή είναι συνδεδεμένη με τη μετατόπιση των ΗΠΑ προς την προτεραιότητα στον Ειρηνικό.
Η Γαλλία καλείται να αναλάβει δράση και ευθύνες στα κενά που δημιουργεί η αμερικανική μετατόπιση. Δεν πρόκειται για «υπεργολαβία» στους Αμερικάνους. Όλες οι σημαντικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις διεκδικούν και απολαμβάνουν αυτονομίες και ελευθερία κινήσεων, μέσα σε ένα γενικότερο συσχετισμό δύναμης. Ειδικά η Γαλλία διακρίνεται σε αυτό, κάνοντας συχνά αυτόνομες κινήσεις είτε στο χώρο (Αφρική) είτε στο χρόνο (παράδοση Ντε Γκολ). Η Γαλλία δεν προχωρά στην Ανατολική Μεσόγειο για «να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» για τους Αμερικανούς. Έρχεται για να βγάλει δικά της κάστανα, έστω και με τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει δικές της φωτιές. Η αναβάθμισή της είναι, μεν, σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά είναι επίσης καθαρή αναβάθμιση.
Θα ήταν όμως σημαντικό λάθος αν, δίνοντας την έμφαση στην εξήγηση των «αυτονομιών», υποβαθμίζαμε τη σημασία του γενικού συσχετισμού δύναμης. Οι ΗΠΑ δεν αποχωρούν από την περιοχή, δεν έχουν υψώσει «λευκή σημαία» σε αυτή. Στις υπερφίαλες αναλύσεις αυτής της απόχρωσης, έρχεται να υπενθυμίσει πολλά η ανανέωση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας (MDCA) που αναβαθμίζει τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως «στρατηγικό σημείο στήριξης» των ΗΠΑ. Η συμφωνία κυρώνεται για τα επόμενα 5 χρόνια, αν και στην πραγματικότητα ορίζεται ως αορίστου χρόνου. Προβλέπει ότι πέρα από τη Σούδα (όπου οι Αμερικανοί έχουν κατοχυρώσει απεριόριστη ελευθερία κινήσεων) θα περάσουν επισήμως στο καθεστώς των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων οι εγκαταστάσεις στη Λάρισα, στο Στεφανοβίκι και στην Αλεξανδρούπολη. Η γεωγραφική κατανομή των βάσεων, αναδεικνύει το στρατηγικό προσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής: τα Βαλκάνια ως τμήμα του «τόξου ανάσχεσης» της Ρωσίας.
Σε αντάλλαγμα, το ελληνικό κράτος θα πάρει διπλωματική υποστήριξη στην αντιπαράθεσή του με την Τουρκία (πολιτική Μενέντεζ), αλλά και… όπλα. Ανάμεσα στα τελευταία ξεχωρίζει η υπόσχεση για F35 (αεροπλάνα που δεν έχουν αντίπαλο σε αυτή την περιοχή) και η προμήθεια ποικίλων συστημάτων πυραύλων και βλημάτων ακριβείας, προς τον εξοπλισμό των νησιών.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η εξέλιξη σχετικά με την Αλεξανδρούπολη που προορίζεται για μια «νέα Σούδα». Σε αυτή συμπίπτουν οι στρατιωτικές δραστηριότητες, ως στήριγμα του νέου «διαδρόμου» του ΝΑΤΟ προς τη Μαύρη Θάλασσα, παρακάμπτοντας τα Στενά και το τουρκικό έδαφος. Αλλά και οι εμπορικές-γεωπολιτικές αλλαγές, μιας και το λιμάνι θεωρείται ο πιθανότερος «σταθμός» μεταφόρτωσης υγροποιημένου φυσικού αερίου μετά το αδιέξοδο των ιδεών East Med.
Η πολιτική που εγκαινίασε ο Σαμαράς, που συνέχισε ο Τσίπρας και κλιμακώνει σήμερα ο Μησοτάκης, οδηγεί στη στενή πρόσδεση στην ουρά των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Δύο δυνάμεων που έχουν αποδείξει ξανά και ξανά στη διεθνή σκηνή ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες.
4. Συνέπειες
Αυτή η εξέλιξη έχει πολλαπλές συνέπειες. Η κούρσα των εξοπλισμών δεν αποτελεί μελλοντικό κίνδυνο, είναι ήδη εδώ. Το λογαριασμό για τα όπλα θα πληρώσει το εργατικό εισόδημα και οι κοινωνικές δαπάνες. Σε μια χώρα που δεν έχει πυροσβεστικά αεροπλάνα, που βλέπει τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία σε παρακμή, είναι κοινωνικό έγκλημα η απόφαση για αγορά Ραφάλ, F35 και Μπελχάρα. Η πολιτική πάλη ήταν και είναι πάντα πάλη για τις προτεραιότητες και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν όσοι υποβαθμίζουν τη σημασία των εξοπλισμών.
Είναι γνωστό ότι η απόκτηση περισσότερων όπλων ενισχύει τους πειρασμούς για τη χρησιμοποίησή τους. Η συγκυρία γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Εδώ, ακούγονται ήδη φωνές που προτείνουν να «τεστάρουμε» εδώ και τώρα τα αντανακλαστικά των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, για να δούμε αν ο φόβος της Γαλλίας τους αναγκάσει σε υποχωρήσεις. Στην Τουρκία, ακούγονται επίσης φωνές που λένε ότι αν είναι να γίνει «θερμό επεισόδιο», πρέπει να γίνει τώρα, πριν ωριμάσουν τα σύμφωνα και πριν παραδοθούν οι νέοι εξοπλισμοί. Και είναι καθαρό ότι το «μήνυμα» προς αυτή την κατεύθυνση το έχουν στείλει οι αποφάσεις του ελληνικού κράτους.
Είναι επίσης καθαρό ότι αυτές τις αποφάσεις οφείλει να κοντράρει το σύνολο της Αριστεράς. Ζητώντας μισθούς και κοινωνικές δαπάνες και όχι αεροπλάνα και φρεγάτες. Ζητώντας ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και όχι στενότερη πρόσδεση σε αυτές. Ζητώντας να εμποδίσουμε τον πόλεμο και όχι να προετοιμαστούμε να νικήσουμε σε αυτόν. Το 1922 είναι γεμάτο μαθήματα για το τι μπορεί να συμβεί όταν υποτιμώνται αυτά τα καθήκοντα.
Από την άποψη αυτή είναι κυριολεκτικά λυπηρή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που, έχοντας ψηφίσει υπέρ των Ραφάλ στη Βουλή, κλαψουρίζει σήμερα σχετικά με το ελληνογαλλικό σύμφωνο προβάλλοντας επιχειρήματα που είναι… δεξιά του Μητσοτάκη (όπως το ότι το σύμφωνο καλύπτει μόνο την επικράτεια, αλλά όχι εξίσου τις ΑΟΖ). Είναι επίσης λυπηρή η στάση όσων αποφεύγουν τις ευθύνες, κρυβόμενοι πίσω από το δάχτυλό τους, δηλαδή τα επιχειρήματα περί «άμυνας της χώρας» ή «κυριαρχικών δικαιωμάτων», καταπίνοντας αμάσητη την πρόκληση της υπογραφής των συμφωνιών με τις δυο πιο επιθετικές δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Οι πραγματικότητες του νέου προγράμματος υπερεξοπλισμών, αλλά και των πολεμικών συμφώνων με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, θα πιέσουν ασφυκτικά όλες τις «ενδιάμεσες» και αναποφάσιστες θέσεις μέσα στην Αριστερά. Είναι η ώρα που ο αντιιμπεριαλισμός οφείλει να γίνει συγκεκριμένος και να ταυτιστεί με τις καλύτερες παραδόσεις του αντιμιλιταρισμού και του διεθνιστικού αντικαπιταλισμού μέσα στην κομμουνιστική παράδοση.
Ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα δεν καταδικάζει σε μειοψηφική θέση, σε απομόνωση από τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες. Οι παλαιότεροι μεταξύ μας θα θυμούνται την άμεση επίδραση, ακόμα και τον ενθουσιασμό, που είχαν προκαλέσει πολιτικές όπως το «Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ή της «αγοράς του αιώνα» του Ανδρέα Παπανδρέου (που φρόντιζε, όμως, να παρουσιάζει τότε τους μαζικούς εξοπλισμούς του ελληνικού κράτους ως τμήμα μιας στρατηγικής ανεξαρτησίας απέναντι στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις). Τέτοια φαινόμενα δεν υπάρχουν σήμερα: ο κόσμος καθορίζεται από τις εμπειρίες της πανδημίας, των πυρκαγιών και της παρατεταμένης κρίσης. Παντού μπορεί να ακούσει κανείς τις συζητήσεις που ανοίγουν το ερώτημα αν σήμερα χρειαζόμαστε όπλα ή δημόσια νοσοκομεία και σχολεία.
Αυτή την αυθόρμητη τάση, η οργανωμένη πολιτική Αριστερά οφείλει να τη μετατρέψει σε συγκροτημένο πολιτικό ρεύμα, που θα αντιπαρατίθεται με τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης σε όλο το φάσμα της πολιτικής ύλης. Σε όλους τους αγώνες μας, από δω και πέρα, οφείλουμε να συνδυάζουμε τα συγκεκριμένα οικονομικά-κοινωνικά αιτήματά μας, με τα συνθήματα της απόρριψης των εξοπλισμών, την απαίτηση για ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και ειδικότερα τις ΗΠΑ και τη Γαλλία που παίζουν δυναμικά στην περιοχή μας.