Στις αποχαιρετιστήριες δηλώσεις του, ο αποπεμφθείς υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας, Αρνό Μοντεμπούρ, απέδωσε την πρωταρχική ευθύνη για την παράταση της κρίσης στην Ευρώπη στις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλουν πρώτα και κύρια οι θεσμοί της Ε.Ε., η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνεργασία με τα εθνικά κράτη.
Λίγες μέρες πριν, στην πολύκροτη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Λε Μοντ», είχε χαρακτηρίσει ολόκληρη την Ευρώπη «καφκική νησίδα» στασιμότητας και ύφεσης, στηλιτεύοντας ειδικότερα το ρόλο της Γερμανίας. Είναι απαράδεκτο, είπε, «ό,τι και να ψηφίζουν οι Γάλλοι πολίτες να καταλήγει στην εφαρμογή της πολιτικής που ορίζει η γερμανική Δεξιά».
Είναι σαφές λοιπόν ότι η γαλλική πολιτική κρίση έχει μια διπλή διάσταση, εθνική και ευρωπαϊκή, που κλονίζει την καρδιά του οικοδομήματος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Τα βασικά δεδομένα είναι απλά και γνωστά: η γαλλική οικονομία διέρχεται μια μακρά περίοδο στασιμότητας και το ΑΕΠ της κινείται οριακά υψηλότερα από το προ επταετίας επίπεδο. Το ειδικό της βάρος στην Ευρώπη, ειδικότερα έναντι της Γερμανίας, διαρκώς μειώνεται, όπως δείχνει η εντυπωσιακή ψαλίδα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών (ελλειμματικό κατά 2,2% του ΑΕΠ για τη Γαλλία, πλεονασματικό κατά 7% για τη Γερμανία σύμφωνα με στοιχεία του 2012). Το ποσοστό ανεργίας, δε, αυξάνεται διαρκώς και κυμαίνεται σήμερα στο 10,5% σύμφωνα με τα (αμφισβητούμενα) επίσημα στοιχεία, ενώ κάθε βδομάδα ανακοινώνονται κύματα απολύσεων και λουκέτων σε επιχειρήσεις, κυρίως στη βιομηχανία.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο πρόεδρος Ολάντ μετατρέπεται με γοργούς ρυθμούς σε «Ολαντρέου», όπως είχε προφητικά προειδοποιήσει ο Αλέξης Τσίπρας στο Παρίσι το 2012, λίγο μετά την εκλογή του. Η δημοτικότητά του βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, το κόμμα του με μόλις 14% ήρθε τρίτο στις ευρωεκλογές, που ανέδειξαν πρώτη δύναμη την Ακροδεξιά, και υπέστη χωρίς προηγούμενο συντριβή στις δημοτικές εκλογές του περασμένου Μάρτη, χάνοντας 150 μεγάλους δήμους. Η δραματική συρρίκνωση της κοινωνικής του βάσης δεν άργησε να μετατραπεί σε απώλεια πολιτικών στηριγμάτων: οι Οικολόγοι αποχώρησαν ήδη από την πρώτη κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλς και τώρα ακολούθησαν και όσοι σοσιαλιστές ασκούσαν κριτική στη νεοφιλελεύθερη «φυγή προς τα εμπρός».
Από την αρχή της θητείας του, ο Ολάντ βρίσκεται πράγματι υπό διαρκή και κλιμακούμενη πίεση, τόσο εσωτερικά όσο και από το δίδυμο Βρυξελλών και Βερολίνου, για να ακολουθήσει μια ρηξικέλευθη πολιτική δραστικών περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, με στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, και μείωσης κατά 20% του εργασιακού κόστους, για να καλυφθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έναντι της Γερμανίας. Με δυο λόγια, μια παραλλαγή των μνημονιακών πολιτικών που υφίσταται ο ευρωπαϊκός Νότος, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο ρόλος της Ε.Ε. και του ευρώ είναι εδώ καθοριστικός: αφ' ενός στην ευθυγράμμιση με τη σιδερένια δημοσιονομική πειθαρχία που προβλέπουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες και αφ' ετέρου στην υιοθέτηση πολιτικών «εσωτερικής υποτίμησης», δηλαδή μείωσης των μισθών και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ως μόνης διεξόδου για τις χώρες με υψηλότερο πληθωρισμό από τη Γερμανία, που χάνουν διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα χωρίς να μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα.
ΟΟλάντ ενέδωσε σταδιακά σε αυτές τις πιέσεις, ανακοινώνοντας διαδοχικές μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών (δηλαδή μείωση του «έμμεσου μισθού», για να αποφευχθούν, σε μια πρώτη φάση, μειώσεις στους ονομαστικούς μισθούς) και εκτεταμένες φοροαπαλλαγές για τις επιχειρήσεις (συνολικά πάνω από 75 δισ.), που αναπληρώνονται με αυξήσεις στους έμμεσους φόρους και πρωτοφανούς έκτασης περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Με δεδομένη την αδυναμία της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των συνδικάτων, οι κύριες αντιδράσεις προήλθαν από το εσωτερικό του κόμματός του. Τον Μάρτιο, 41 σοσιαλιστές βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν το σχέδιο περικοπών που κατέθεσε ο Μανουέλ Βαλς, ενώ άρχισαν να εκφράζονται και δημόσια οι διαφωνίες υπουργών, όπως ο Μοντεμπούρ, και ηγετικών μορφών του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όπως η Μαρτίν Ομπρί.
Με την αποπομπή του Μοντεμπούρ και των άλλων δύο υπουργών που τον στήριξαν (ο Παιδείας Μπενουά Αμόν και η Πολιτισμού Ορελί Φιλιπετί), ο Ολάντ έχει πλέον στη διάθεσή του μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, με σύμβολο τον νέο υπουργό Οικονομικών, Εμανουέλ Μακρόν, άνθρωπο εμπιστοσύνης των τραπεζών (ο ίδιος εργάστηκε στη Ρότσιλδ) και οπαδό της «σκληρής γραμμής». Το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες χειροκροτούν, το κόμμα του βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, η Ακροδεξιά καλεί σε διάλυση της Βουλής και πρόωρες εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις τοποθετούν τη Μαρίν Λεπέν σταθερά πρώτη, ο οποιοσδήποτε σοσιαλιστής υποψήφιος κινείται κάτω από το 18%, η Αριστερά αδυνατεί να συνέλθει από την αυτοκτονική γραμμή συμπόρευσης με τους σοσιαλιστές που ακολούθησε το Κ.Κ. Γαλλίας στις τελευταίες δημοτικές εκλογές.
Η κρεατομηχανή της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» αλέθει πλέον και τις μεγάλες χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου. Ως πότε;
* Καθηγητής, Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου