Η προσπάθεια της ΝΔ να επιβάλει την απαγόρευση κάθε κινητοποίησης για το φετινό Πολυτεχνείο, έστω και αν γι’ αυτό χρειαζόταν να παραβιάσει ακόμα και το αστικό Σύνταγμα στο οποίο έχει ορκιστεί πίστη η κυβέρνησή της, απέτυχε.
Οι πολλαπλές διαδηλώσεις, που στηρίχτηκαν στην επιμονή των οργανωμένων δυνάμεων της πολιτικής Αριστεράς, μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την πίεση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, γιατί είχαν την υποστήριξη μιας ευρύτερης κοινωνικής Αριστεράς και, πιο έμμεσα, την υποστήριξη -σχεδόν την «εξουσιοδότηση»- ακόμα πλατύτερων τμημάτων των εργαζομένων και της νεολαίας. Που μπορεί, λόγω των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας να μην παρουσιάστηκαν στο δρόμο, όμως έδειξαν με χίλιους τρόπους την κάλυψη που έδιναν σε όσους μπορούσαν να διαδηλώσουν, όπως και την απέχθειά τους απέναντι στο σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στη πρωτοφανή κινητοποίηση των πραιτωριανών του Χρυσοχοΐδη. Αυτά ακούστηκαν δυνατά μέσα στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές, ενώ έφτασαν να διαπεράσουν ακόμα και το τείχος συναίνεσης στην καταστολή που προσπάθησαν να χτίσουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Για άλλη μια φορά, μετά το 1974, αποδείχθηκε ότι το Πολυτεχνείο είναι «σκληρό καρύδι» για τα δόντια των καθεστωτικών δυνάμεων. Στα χρόνια από τη Μεταπολίτευση και μετά, έχουν ακουστεί ξανά και ξανά κραυγές όπως αυτές του Μητσοτάκη στη Βουλή, ή του Μπογδάνου και του Γεωργιάδη στις τηλεοράσεις, που απαιτούν να κλείσει επιτέλους το κεφάλαιο της τιμητικής αναφοράς στην εξέγερση του Νοέμβρη. Κάθε φορά, όπως και φέτος, αποτυγχάνουν. Γιατί παραμένει ισχυρός ο κόσμος που κατανοεί ότι αν τους αφήσουμε «να κλείσουν αυτό το κεφάλαιο», θα είναι μια ήττα που δεν θα αφορά το χθες, το μακρινό 1973 και τις τότε τελείως διαφορετικές συνθήκες του αγώνα, αλλά το σήμερα: τις συνθήκες του αγώνα εδώ και τώρα, ενάντια στη λιτότητα, ενάντια στις θανατηφόρες περικοπές των κοινωνικών δαπανών, για την υπεράσπιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Μπροστά στα καθήκοντα της επόμενης ημέρας, αξίζει να θέσουμε το ερώτημα γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να αντιμετωπίσει φέτος το Πολυτεχνείο με αυτήν τη δρακόντεια τακτική.
Η απάντηση βρίσκεται στη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπει σε ένα ναρκοπέδιο όπου θα κριθεί όχι μόνο η συνοχή της, αλλά και η ίδια η βιωσιμότητά της. Η άνεση που της εξασφάλιζε η εκλογική νίκη του Ιούλη του 2019 (για την ακρίβεια, η πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα) έχει πλέον εξαντληθεί.
Η πανδημία εξελίσσεται ήδη με δραματικές μορφές, ενώ είναι πιθανότατο το σενάριο ότι θα πάρει διαστάσεις που η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αντέξει. Οι εγκληματικές της επιλογές που αφορούν τα δημόσια νοσοκομεία, τα σχολεία, τα μέσα μαζικής μεταφοράς και την πλήρη απουσία κάθε παρέμβασης για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στους μαζικούς χώρους εργασίας, έρχονται καθημερινά όλο και πιο έντονα στην επιφάνεια.
Πέρα από τις συνέπειες της πανδημίας, η οικονομική κρίση αποδεικνύεται ένα αυτόνομο και μεγάλο πρόβλημα. Ο προϋπολογισμός, πριν καν εγκριθεί από τη Βουλή, είναι ήδη ένα νεκρό γράμμα. Όλοι γνωρίζουν ότι η σημερινή πολιτική οδηγεί με βεβαιότητα σε μια νέα μεγάλη αντιδραστική αντιμεταρρύθμιση, ανάλογη με τα μνημόνια 1, 2 και 3 που υπέγραψαν διαδοχικά ο Γ. Παπανδρέου, ο Σαμαράς και ο Τσίπρας. Δεν γνωρίζουν όμως αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει τη δύναμη να τα επιβάλει.
Στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, παρά τους θηριώδεις εξοπλισμούς που εξαγγέλθηκαν στη Θεσσαλονίκη και προχωρούν με βήμα ταχύ (για εκεί, βλέπετε, υπάρχουν τα λεφτόδεντρα…), η κυβέρνηση προσεγγίζει την ώρα των «διερευνητικών επαφών», της οργάνωσης του διαλόγου με την Τουρκία και την προοπτική της Χάγης. Αυτό, αναπόφευκτα, θα φέρει στην επιφάνεια την απόσταση από τις ανόητες, μαξιμαλιστικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στο προηγούμενο διάστημα. Και η ΝΔ, το παραδοσιακό κόμμα της Δεξιάς, που στεγάζει μια εθνικιστική ακροδεξιά τάση, θα είναι ευάλωτο μπροστά στις συγκεκριμένες αποφάσεις που θα πρέπει να παρθούν, μπροστά στους συμβιβασμούς που θα καταστούν ως καθεστωτικά αναγκαίοι.
Αυτές οι δυσκολίες είναι το υπόβαθρο για το ξεκίνημα, ξαφνικά φέτος το φθινόπωρο, της δημόσιας συζήτησης για το ενδεχόμενο μετάβασης σε κυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης». Ο Μητσοτάκης, μαθημένος μέχρι σήμερα να λειτουργεί ως αναμφισβήτητος Λουδοβίκος, πιστεύοντας ότι οι συνθήκες που διασφάλισε η εκλογική νίκη του επί του ΣΥΡΙΖΑ, θα παραταθούν επί μακρό διάστημα, αισθάνεται την ανάγκη να στείλει πολιτικό μήνυμα ότι διατηρεί τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων. Ότι ακόμα και αν καταστεί αναγκαία μια στροφή προς κυβέρνηση «έκτακτης ανάγκης», αυτό θα γίνει κάτω από τον έλεγχο του ίδιου και του κόμματός του. Γι’ αυτό αμόλυσε τα σκυλιά στο φετινό Πολυτεχνείο. Ο πειρασμός για «πολιτική πυγμής» θα είναι διαρκής από δω και πέρα για το επιτελείο του Μητσοτάκη.
Αν δεν του βγει γενικά, όπως δεν του βγήκε στις 17 Νοέμβρη, τότε οι αποσαθρωτικές συνέπειες για την κυβέρνησή του θα προχωρήσουν ταχύτερα.
Κάτω από την πίεση του κόσμου και κάτω από την αίσθηση ότι η απάντηση στην αντισυνταγματική εκτροπή ήταν κρίσιμης σημασίας, έγινε κάτι σημαντικό: το κοινό κείμενο των ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ-ΜΕΡΑ25 που συνυπογράφουν πολλοί αγωνιστές-στριες του κινήματος και των συνδικάτων, ήταν μια μορφή ενότητας στη δράση που υπόσχεται αποτελέσματα στον κόσμο μας. Σημειώνουμε ότι κάτι ανάλογο δεν έγινε εφικτό στην περίοδο των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων του 2011-13, ούτε στην κρίσιμη πολιτική «στιγμή» του 2014, όπου θα μπορούσαν να ανοίξουν τελείως διαφορετικές προοπτικές από αυτές που τελικά υλοποίησε ο Αλ. Τσίπρας, αγκαλιά με τον Καμμένο (και εν μέρει με την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ).
Λίγες μέρες πριν, ο Αλ. Τσίπρας είχε ζητήσει στη Βουλή υπουργό Υγείας «κοινής αποδοχής» όλων των κομμάτων και τη χάραξη μιας πολιτικής εθνικής ενότητας απέναντι στην πανδημία. Αν η επίτευξη της ενότητας δράσης μεταξύ των μαζικών σχηματισμών της Αριστεράς είναι αντικειμενικά ένα ευχάριστο νέο για τον κόσμο μας, η πολιτική κατεύθυνση της παρέμβασης παραμένει ένα κρίσιμο ζήτημα. Σήμερα δεν είναι γνωστό ποια συνέχεια θα δοθεί σε αυτήν την πρωτοβουλία, κυρίως από την πλευρά του ΚΚΕ. Πάντως, μια επιφανειακή κρούστα έχει σπάσει, και αυτό θα βάζει τους πάντες μπροστά σε νέα και ενδιαφέροντα διλήμματα. Γιατί οι προκλήσεις από τη μεριά της κυβέρνησης θα συνεχιστούν με αμείωτο ρυθμό. Ο καθοριστικός παράγοντας σε μια τέτοια συγκυρία θα είναι η κλιμάκωση της παρέμβασης του κόσμου από τα κάτω. Ο επόμενος σταθμός είναι ήδη γνωστός: η πανεργατική απεργία στις 26 Νοέμβρη. Προς την επιτυχία της πρέπει να συντονιστούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις. Βαδίζουμε προς αυτήν με καλύτερους όρους, μετά την αποτυχία της κατασταλτικής «πρόβας τζενεράλε» στο φετινό Πολυτεχνείο. Έχουμε όμως ακόμα να κάνουμε πολλά για να διασφαλίσουμε μια τέτοια διάσταση στην επιτυχία της, που θα είναι η καλύτερη απάντηση στους Μητσοτάκηδες και στους Χρυσοχοΐδηδες.