Τα «μεγάλα» κόμματα σε κρίση, η σοσιαλδημοκρατία σε ιστορική κατάρρευση, η ακροδεξιά αδυνατεί να κάνει το «μεγάλο άλμα», η Δεξιά στρίβει δεξιότερα, ενώ ένα δυναμικό αναζητεί διέξοδο προς τα αριστερά…

Οι εκλογές στην Ολλανδία, μια κεντρική χώρα της ΕΕ, θα εκλαμβάνονταν ως βαρόμετρο αλλά και ως σήμα για τις εκλογικές τάσεις στην Ευρώπη, λίγους μήνες μετά το Brexit και τη νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ, λίγους μήνες πριν τις κρίσιμες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία. Το στοίχημα για το μήνυμα που διακυβευόταν, όπως γράφαμε και στην τελευταία ΕΑ (φ. 379), ήταν η ένταση και η έκταση της πολιτικής κρίσης (συγκεκριμένα της πτώσης των μεγάλων κομμάτων) και αν -σε αυτό το φόντο- «θα θε­ω­ρη­θεί υπεύ­θυ­νος για την κρίση ο τρα­πε­ζί­της ή ο με­τα­νά­στης».

Με βάση το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί, τα νέα από την κάλπη στις 15 Μάρτη δεν ήταν τόσο άσχημα. Η πολιτική κρίση επιβεβαιώθηκε, ενώ παρά το κενό κοινωνικών αγώνων όλο το προηγούμενο διάστημα, και τις σοβαρές αδυναμίες των δυνάμεων «στα αριστερά του δικομματισμού», η πλάστιγγα δεν έγειρε εντυπωσιακά προς τα ακροδεξιά, ενώ ανέδειξε κι ένα δυναμικό με σοβαρά αντιφασιστικά/αντιρατσιστικά αντανακλαστικά, σε μια Ολλανδία όπου ο ρατσισμός και η ισλαμοφοβία τείνουν να γίνουν η «μέινστριμ» πολιτική άποψη.

Τα εκλογικά αποτελέσματα έγραψαν:

VVD (Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας -το δεξιό κόμμα του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε): 21,2% και 33 έδρες (από 26,6% το 2012)

PVV (Κόμμα Ελευθερίας -Ακροδεξιά): 13,1% και 20 έδρες (από 10,1%)

CDΑ (Δεξιά -Χριστιανοδημοκράτες) : 12,6% και 19 έδρες (από 8,5%)

D-66 (σοσιαλφιλελεύθεροι):  12,1% και 19 έδρες (από 8%) .

Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP -Αριστερά) : 9,3% και 14 έδρες (από 9,7%)

Πράσινη Αριστερά (GL –Πράσινοι, κεντροαριστερά): 9% και 14 έδρες (από 2,3%)

Εργατικό Κόμμα (Σοσιαλδημοκρατία): 5,6% και 9 έδρες (από 24,8%)!

Ακολούθησαν αρκετά άλλα μικρότερα κόμματα με έδρες στο κοινοβούλιο, χάρη στο αναλογικό εκλογικό σύστημα της Ολλανδίας.

Συμπεράσματα κι εκτιμήσεις:

Η πολιτική κρίση που βαθαίνει σε όλη την ΕΕ, χτυπά και την Ολλανδία –χώρα συνώνυμο των «συναινέσεων». Τα δυο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού έχασαν μαζί 24,5% συγκριτικά με τα αποτελέσματα του 2012 και ο ένας πυλώνας του παραδοσιακού δικομματισμού κατέρρευσε.

Ακόμα και με την πλούσια ολλανδική παράδοση διακομματικών συμμαχιών κάθε είδους, η συγκρότηση κυβέρνησης δεν θα είναι εύκολη. Λαϊκοί, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλφιλελεύθεροι έχουν 69 έδρες, ενώ απαιτούνται 76 για την πλειοψηφία. Θα χρειαστούν σίγουρα 4 κόμματα για να προκύψει κυβερνητική πλειοψηφία, με πιθανότερο εταίρο το Εργατικό Κόμμα (που θα απειληθεί με πλήρη εξαφάνιση).

Το δεξιό κόμμα του προηγούμενου πρωθυπουργού Ρούτε  (VVD), η μεγαλύτερη συνιστώσα της προηγούμενης κυβέρνησης, αν και λαβωμένο διατηρεί την πρώτη θέση, χάνοντας όμως 8 έδρες και περίπου 5 μονάδες, πληρώνοντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η ατζέντα που προώθησε (νόμος και τάξη, εθνικισμός, αντι-ισλαμική προπαγάνδα, και κυρίως η αντιτουρκική στάση λίγες μέρες πριν τις εκλογές) συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση των απωλειών από τα δεξιά προς το ακροδεξιό κόμμα Βίλντερς. Ο Ρούτε από θέση ισχύος (κυβερνητική) υλοποίησε την αντιτουρκική ισλαμοφοβική πολιτική του Βίλντερς. Με ψαλιδισμένες δυνάμεις θα συνεχίσει να ηγείται για τρίτη συνεχόμενη «πολιτική σεζόν» να βρίσκεται στο τιμόνι της ολλανδικής κυβέρνησης.

Ο μεγάλος χαμένος είναι οι Εργατικοί, το άλλο -πρώην πλέον- μεγάλο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού, που κατέρρευσε θεαματικά, χάνοντας πάνω από το 75% της δύναμής του, μένοντας στις 9 έδρες και στο 5,7% (από 38 έδρες) και κατρακυλώντας από την 2η στην 8η θέση! Το μέγεθος της απώλειας εκλογικής-βουλευτικής δύναμης αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στην ολλανδική ιστορία και ήδη πολλά ΜΜΕ διεθνώς μιλάνε για την «πασοκοποίηση» ενός κόμματος που στο παρελθόν είχε αποδειχτεί «εφτάψυχο».

Το σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα των Εργατικών που συμμετείχε στην κυβέρνηση,  ήταν αυτό που κυρίως τιμωρήθηκε για τα προηγούμενα σκληρά μέτρα λιτότητας. Η διγλωσσία και η υλοποίηση μιας ατζέντας που συγκρούεται με την ιστορική της βάση («σοσιαλδημοκρατία» στα λόγια, Δεξιά στην πράξη) ευθύνονται για τη διεθνή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και το σενάριο επαναλήφθηκε και τώρα στην Ολλανδία πολύ χαρακτηριστικά. Η πολιτική κρίση δεν αφήνει περιθώρια για τα κόμματα που πατάνε σε δυο βάρκες -τα ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα τον καιρό της κρίσης που δεν μπορούν να έχουν «αφεντικά και δούλους» ευχαριστημένους ταυτόχρονα. Όποιος ισχυρίζεται σήμερα ότι η λύση είναι ένα «κοινωνικό συμβόλαιο» είναι καταδικασμένος να εφαρμόζει ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές –και να εξαερώνεται στον πολιτικό χάρτη, ακόμα και σε μια χώρα που είχε κάνει το «κοινωνικό συμβόλαιο» επιστήμη τα προηγούμενα χρόνια.

Κατά τα άλλα ο «πολλά βαρύς» και «κεντρώος» Ντάισελμπλουμ, ο γραβατωμένος κύριος που εμφανίζεται ως τεχνοκράτης επικεφαλής της Τρόικας που αποφασίζει για το πόση λιτότητα, πόση «σωτηρία»  και πόση χαλάρωση χρειάζεται η Ελλάδα, ταπεινώθηκε εκλογικά, μάλλον χάνει τη θέση του ως επικεφαλής του Eurogroup και πιθανό να χάσει το Υπουργείο Οικονομικών και να μείνει εκτός Eurogroup. Ο κόσμος στην Ολλανδία δεν εκτίμησε την ικανότητα και τη διάθεσή του να «σώνει» τον κόσμο στην Ολλανδία.  Ακόμα λιγότερη εκτίμηση λοιπόν πρέπει να του έχουμε εμείς, ακόμα πιο εύκολα μπορούμε να του πούμε  «στα τσακίδια».

Η ακροδεξιά δεν κέρδισε τα οφέλη που ήλπιζε. Ο  Βίλντερς, μέχρι την τελευταία στιγμή στις δημοσκοπήσεις φαινόταν να πηγαίνει για μάχη στήθος με στήθος με τον Ρούτε, ακόμα και να βρίσκεται στην πρώτη θέση και να παρουσιάζεται ως φαβορί για την πρωτιά. Τελικά η ακροδεξιά πλασαρίστηκε δεύτερη μεν, καταϊδρωμένη δε, δεδομένης της υπεραισιοδοξίας του Βίλντερς.

Η ακροδεξιά είχε άνοδο μόνο 3% και 4 εδρών, πολύ πίσω από τον Ρούτε. Οι θέσεις που έπαιξε ήταν το «αντι-ΕΕ» και η σκληρή ισλαμοφοβία (κλείσιμο συνόρων, τζαμιών, μαζικές απελάσεις, απαγόρευση τζαμιού κλπ). Αυτές (πέρα από τον ρατσισμό, ακόμα και ένας κάποιος «ευρωσκεπτικισμός» έχει αποκτήσει διακομματική συναίνεση το τελευταίο διάστημα) σε μεγάλο βαθμό υιοθετούνταν από τον Ρούτε (που είχε την προτίμηση των αστών). Παρόλα αυτά, ο διεθνής άνεμος τον ευνοούσε, πολλές φορές η ακροδεξιά μετατόπιση της δεξιάς καταλήγει να ενισχύει τον «αυθεντικό» εκφραστή αυτών των ιδεών, ενώ είχε να ποντάρει και στο ότι βρισκόταν στην αντιπολίτευση τα τελευταία χρόνια και φιλοδοξούσε να καρπωθεί μαζικά τη δυσαρέσκεια από την κυβερνητική πολιτική.

Με αυτά ως δεδομένα και τη διεθνή συγκυρία, μάλλον αποτυχία είναι η καταγραφή ενός σκορ που δεν φτάνει καν την «κορύφωση» του 2010 (15,5% και 24 έδρες) και δεν ανακτά πλήρως το έδαφος που είχε χάσει όταν στήριξε την κυβέρνηση και τα μέτρα λιτότητας το 2010-2012 και διατηρεί την ακροδεξιά στα «στάνταρ» που έχει κατακτήσει εδώ και χρόνια στην Ολλανδία.

Αλλά η κυριαρχία της ρατσιστικής και ισλαμοφοβικής ατζέντας στις εκλογές κι η υιοθέτησή της από τα περισσότερα «μεγάλα κόμματα» δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού: η ατζέντα αυτή μακροπρόθεσμα μπορεί να αποδειχθεί εφαλτήριο για νέα επόμενα πολιτικά-εκλογικά άλματα. Άλλωστε η μεγαλύτερη επιτυχία της σύγχρονης ακροδεξιάς, είναι η τάση να υιοθετείται η ατζέντα της ακόμα κι αν αυτή δεν κυβερνά.

Ένας άλλος λόγος όμως που λειτούργησε ως ανάχωμα στην Ακροδεξιά, που μας αφορά και πρέπει να σημειώσουμε, είναι η παρουσία μαζικής «αριστερόστροφης» διεξόδου.

Το αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα με 9,2% κράτησε τις 14 από τις 15 έδρες του. Το Κόμμα «Πράσινη Αριστερά» (συσπείρωση πρώην κομουνιστογενών και οικολογικών δυνάμεων, καταγράφεται στους Ευρωπαίους Πράσινους και δεξιότερα του ΣΚ, με μια έννοια στο χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά χωρίς προϊστορία συμμετοχής σε κυβέρνηση που την κατατάσσει «στα αριστερά του δικομματισμού») τετραπλασίασε τη δύναμή του, κάνοντας τους 4 βουλευτές 14. Ήταν η πολιτική δύναμη με τη μεγαλύτερη αύξηση.

Αν και το ΣΚ έχει ρίξει πολύ νερό στο κρασί του, επιδιώκοντας να παρουσιαστεί ως «υπεύθυνη δύναμη, ικανή να συγκυβερνήσει», είναι μια δύναμη που θα προτιμούσαμε να βγει βασική κερδισμένη από την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, σε σχέση με τους -ανοιχτά κεντροαριστερούς- Πράσινους.

Το ότι δεν το πέτυχε, είχε εξηγηθεί και προβλεφθεί από τον Ολλανδό μαρξιστή Άλεξ Ντε Γιονγκ λίγες μέρες πριν τις εκλογές, μαζί με τις αιτίες της ανόδου της Πράσινης Αριστεράς:

«Το ΣΚ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για αντιρατσιστικές δράσεις… (ισχυριζόταν ότι) το να μιλάμε για το ρατσισμό αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά προβλήματα. Αυτό σήμαινε ότι το πρόγραμμα του ΣΚ σχεδόν δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη «ρατσισμός» τη στιγμή που αυτό το ζήτημα συζητιέται παντού... Η υποτίμηση του ρατσισμού σημαίνει επίσης ότι το ΣΚ είναι ανίκανο να συσπειρώσει τους ανθρώπους που στοχοποιούνται από αυτόν και θέλουν να τον παλέψουν… οι Πράσινοι αναμένεται να κερδίσουν σημαντικά, ίσως να γίνουν μεγαλύτεροι από το ΣΚ. Οι Ολλανδοί Πράσινοι, η Πράσινη Αριστερά, θεωρούνται παραδοσιακά ως αντιρατσιστές και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολύς κόσμος θα τους ψηφίσει για να εναντιωθεί στο PVV».

Ο ηγέτης της Πράσινης Αριστεράς, Γιέσε Κλάβερ, 30 χρονών και παιδί μεταναστών, αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος κόντρα στην Ισλαμοφοβία και αμφισβήτησε στα ίσα την ατζέντα Βίλντερς. Ήταν πρώτη δύναμη εκλογικά στο πολυπολιτισμικό Άμστερνταμ και δημιούργησε μεγάλο ρεύμα υπέρ της στη νεολαία. Αν προστεθεί ένα 5% που πήραν αθροιστικά το (αριστερόστροφο οικονομικά και κοινωνικά) «Κόμμα για τα Ζώα» και το Denk (αντιρατσιστική διάσπαση των Εργατικών με ιδιαίτερο έρεισμα στις μεταναστευτικές κοινότητες), αναδεικνύεται ένα δυναμικό που -εγκαταλείποντας τη σοσιαλδημοκρατία- κινήθηκε «αριστερότερα», κυρίως με αντιρατσιστικά-αντιφασιστικά αντανακλαστικά, καθώς αυτό έγινε το επίδικο των φετινών εκλογών.

To αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου «εύκολο» για την άρχουσα τάξη της Ολλανδίας και τα επιτελεία της ΕΕ, ασχέτως αν πανηγυρίζουν για τη νίκη των «ευρωπαϊκών κεκτημένων απέναντι στον εξτρεμισμό», σε μια εκδοχή του «το μη χείρον βέλτιστον». Η φθορά των παραδοσιακών κομμάτων είναι πολύ μεγάλη. Πριν το Λαϊκό και το Εργατικό Κόμμα, είχαν καταποντιστεί το 2010 οι Χριστιανοδημοκράτες, το έως τότε πρώτο κόμμα και βασικός πυλώνας του αστισμού που σήμερα βρέθηκε να …πανηγυρίζει που επέστρεψε στην 3η θέση. Οι κυβερνήσεις των επόμενων χρόνων θα είναι ακόμα πιο ασταθείς.

Ο Βίλντερς δήλωσε ανοιχτός σε συνεργασίες, αλλά αυτό το αποκλείουν τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ο Βίλντερς να αποκτήσει ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ό,τι προνόμια εξασφαλίζει κάθε πολιτική δύναμη από αυτή τη θέση. Έχει ως μαγιά τους πάνω από 1 εκατομμύριο ψήφους που πήρε, θα συνεχίσει να τροφοδοτείται από την οικονομική, την πολιτική και την προσφυγική κρίση. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος, που δήλωσε αμέσως μετά την παραδοχή της ήττας του ότι «η πατριωτική επανάσταση ήρθε για  να μείνει, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, είμαι τμήμα ενός παγκόσμιου κινήματος». Άρα λοιπόν τα δύσκολα δεν είναι πίσω μας (ή πίσω από τα ταξικά μας αδέρφια στην Ολλανδία), αλλά μπροστά μας.

Στα αριστερά του κατεστημένου βρίσκεται ένα σχεδόν 25% που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να σταθούν στο ύψος τους οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που το εκφράζουν. Θα χρειαστεί να αναπτυχθεί κοινωνική αντίσταση, κάτι που απουσιάζει δραματικά τα τελευταία χρόνια και «ψαλιδίζει» τις δυνατότητες της Αριστεράς. Θα χρειαστεί να σηκωθεί μαχητικά το γάντι στο ρατσισμό, όπως έδειξε η αδυναμία του ΣΚ να ενισχυθεί περισσότερο στις συνθήκες κρίσης και ρευστότητας. Θα χρειαστεί ρήξη με τις κεντροαριστερές στρατηγικές (όπως τις εκφράζει η «ακίνδυνη» Πράσινη Αριστερά). Θα χρειαστεί να μπει φρένο στη διαρκή προσαρμογή στη «ρεάλ πολιτίκ» στο όνομα του να καταστούν τα αριστερά κόμματα «σοβαροί κυβερνητικοί εταίροι».  

Ετικέτες