Αυτά που διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στα πανεπιστήμια, με ορόσημο την επέτειο του Πολυτεχνείου, ίσως δεν είναι οι σπασμοί ενός συστήματος εξουσίας στην αποδρομή του. Ίσως είναι η πρόβα για την πιο σκληρή ρεβάνς του. Δεν μιλάμε για τις επόμενες εβδομάδες ή μήνες. Αλλά για την «επόμενη μέρα» του συστήματος. Για την ανασύνταξή του μετά τη μάλλον αναπόφευκτη πολιτική του ήττα.
Εξηγούμαι. Η πολιτική συγκυρία χαρακτηρίζεται από το παράδοξο της σχεδόν πλήρους εγκατάλειψης της συγκυβέρνησης από τους προστάτες της, τους δανειστές. Η τρόικα υποβάλλει την κυβέρνηση σε ένα βασανιστήριο που προδίδει ότι δεν καίγεται για την πολιτική της επιβίωση. Την αφήνει να εκτίθεται μέχρι γελοιότητας. Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση, οι κομματικές συνιστώσες της, η νομενκλατούρα που την πλαισιώνει και οι στενοί ταξικοί σύμμαχοί της -το καρτέλ της διαπλοκής- δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να αυτοπροστατευτούν. Αντιθέτως, αυτοεκτίθενται. Η κυβέρνηση παίρνει πίσω ψηφισμένες ρυθμίσεις γιατί το ζήτησε η τρόικα, αλλάζει διατάξεις επί του πιεστηρίου, με ανεξήγητη άγνοια κινδύνου. Κάνει επίδειξη αυταρχισμού στους εφήβους των σχολείων, στέλνει τα ΜΑΤ να ανοίξουν κεφάλια στη Νομική, ξεχνάει τις εκκλήσεις «συναίνεσης» με τον ΣΥΡΙΖΑ, ξαναπιάνει τη ρητορική της «αριστερής τρομοκρατίας», επιστρατεύει τον κάθε ανεκδιήγητο που εζήλωσε την δόξα του «πρύτανη των τανκ» Ευάγγελου Σδράκα στη Θεσσαλονίκη, το '73, υπουργοί, κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι και κρατικοί παράγοντες διαγκωνίζονται ποιος θα διατυπώσει την πιο κυνική, αντικοινωνική πρόταση, ποιος θα πετάξει την πιο προκλητική, ακροδεξιά ατάκα. Εν ολίγοις, αντί για μια προσαρμογή στις ανάγκες της πολιτικής επιβίωσης, παρατηρούμε ένα ακροδεξιό κρεσέντο.
Μπορεί κανείς να τους καταλογίσει το ακαταλόγιστο. Ωστόσο, το σύστημα εξουσίας, παρ' ότι δεν του λείπουν οι τάσεις αυτοκαταστροφής, δεν δρα πάντα αυθόρμητα, σε στρατηγικό κενό. Ιδιαίτερα τώρα, που η κρίση το συρρικνώνει σε έναν όλο και στενότερο πυρήνα, χωρίς την πολυτέλεια των ανελέητων ανταγωνισμών. Ένας φίλος, του οποίου υποκλέπτω τη βασική ιδέα, μου εξέθεσε συνοπτικά μια ζοφερή θεωρία για τη συμπεριφορά της πολιτικο-οικονομικής ελίτ, πέρα από το ακαταλόγιστο. Η οποία έχει ως εξής:
Το εγχώριο σύστημα εξουσίας, ό,τι έχει απομείνει από την αστική τάξη και τους πιο μαχητικούς εκφραστές της, είναι συμφιλιωμένο με την ιδέα της «πολιτικής παρένθεσης», δηλαδή μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ που, ωστόσο, θα αποτύχει γρήγορα -είτε γιατί θα τον υπονομεύσουν, είτε γιατί θα αυτο-υπονομευτεί. Προετοιμάζονται, λοιπόν, γι' αυτό που θα ακολουθήσει. Ένα κομματικό σύστημα που θα μετατοπιστεί πολύ δεξιότερα, μια Δεξιά τόσο αντιδραστική και επιθετική που θα κάνει τον Σαμαρά να μοιάζει... κεντροαριστερός. Στην πραγματικότητα, το σενάριο της «σοβαρής Χρυσής Αυγής» που είχε διατυπωθεί από τηλεοπτικού άμβωνος, επανέρχεται τώρα σε μια παραλλαγή: τη μετατροπή της Ν.Δ. σε μια «σοβαρή Ακροδεξιά». Το πλασάρισμα Βορίδη ως δυνητικού διαδόχου του Σαμαρά και η πλαισίωση του Μαξίμου αποκλειστικά από πρόσωπα ανάλογης φιλοσοφίας αποτελούν τις πιο εξοφθαλμες ενδείξεις.
Γιατί, όμως, η οικονομική και επιχειρηματική ελίτ χρειάζεται μια αποφασισμένη, χωρίς δημοκρατικά προσχήματα Ακροδεξιά; Αυτή η τάση δεν είναι ελληνική ιδιομορφία. Η πολιτική διακυβέρνηση του σύγχρονου καπιταλισμού γίνεται εξ ορισμού όλο και πιο συγκεντρωτική, αυταρχική και φασίζουσα, γιατί οφείλει να υπηρετεί μια όλο και πιο άπληστη και ολιγάριθμη ολιγαρχία πλούτου. Οφείλει να διαχειριστεί αβυσσαλέες ανισότητες, που φέρνουν σε αντίθεση μια ελάχιστη ελίτ με την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας. Το σύστημα φτάνει στο σημείο να χρειάζεται μόνο μαστίγιο και καθόλου καρότο.
Αυτό ισχύει για τις αναπτυγμένες οικονομίες, αλλά ισχύει πολλαπλάσια γι' αυτές που υποβαθμίζονται στο επίπεδο αποικίας, όπως η Ελλάδα. Η εγχώρια αστική τάξη αδυνατεί να προσφέρει όχι καρότο, αλλά έστω έναν κόκκο ζάχαρης στην κοινωνική πλειοψηφία. Το μέλλον των νέων ανθρώπων είναι προδιαγεγραμμένο: μαζική ανεργία για δεκαετίες, επισφαλείς και κακοπληρωμένες δουλειές, χωρίς τις ελάχιστες πρόνοιες κοινωνικού κράτους. Πλήρης ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού πλούτου, σταδιακή διάλυση των κοστοβόρων κρατικών υπηρεσιών. Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης μπορεί να μην οδηγεί αυτόματα σε επανάσταση, αλλά είναι αδύνατο να συντηρηθεί χωρίς βίαιη πειθάρχηση της κοινωνίας. Έστω κι αν η βία αφορά κυρίως τα λίγα ανήσυχα κύτταρά της, τους θυλάκους αντίστασης, πρωτίστως την Αριστερά και τους αριστερούς.
Για τα δεδομένα της εγχώριας αστικής τάξης δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Το έχουμε ξαναδεί το έργο. Ενώ οι κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης μετά τον Πόλεμο ανασυγκροτήθηκαν στη βάση του καπιταλισμού της «συναίνεσης» και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην Ελλάδα στήθηκε ένα αυταρχικό καθεστώς εκτελέσεων, διώξεων, φυλακίσεων, εξοριών και απαγορεύσεων, που δεν περιορίστηκε στην Αριστερά. Και κράτησε τριάντα χρόνια.
Αυτή η ανάλυση που υποκλέπτω -μακάρι να διαψευστεί- αποτελεί έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο η Αριστερά πρέπει να αρνηθεί την εφήμερη λάμψη της «παρένθεσης» και να τολμήσει άλλη στίξη: ν' αλλάξει παράγραφο, κεφάλαιο και, ακόμη καλύτερα, ν' αλλάξει τόμο.