Μια ανάσα από τις διπλές εκλογές, για την Ευρωβουλή και την αυτοδιοίκηση, σε μια κρίσιμη πολιτική συγκυρία, κατά την οποία η εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η απαίτηση του λαού για κυβέρνηση της αριστεράς φαίνεται να είναι όχι μόνο ιστορικά αναγκαία αλλά και πολιτικά εφικτή τα μέλη του κόμματος παρακολουθούν με ανησυχία και προβληματισμό τα μηνύματα που ως κόμμα εκπέμπουμε στην Ελληνική κοινωνία με τις αποφάσεις της τελευταίας Κ.Ε.
Δίχως αμφιβολία το ζήτημα επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και αναδεικνύει προβλήματα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Αν όμως το αντιμετωπίσουμε ως «λάθος εκτίμησης», ως «διαδικαστική αστοχία» ή πολύ περισσότερο ως «κατίσχυση προσωπικών στρατηγικών», αν μετακυλίσουμε βολικά –και φοβούμαι επιλεκτικά- την ευθύνη σε κάποιες τοπικές Ο.Μ. κινδυνεύουμε να παραβλέψουμε και να υποτιμήσουμε τη στρατηγική διάσταση των συγκεκριμένων επιλογών. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι κριτικές και ταυτότητες που οικοδομούνται κατ’ αποκλειστικότητα στο έδαφος της υπεράσπισης μιας «δημοκρατικής λειτουργίας» παραβλέποντας το περιεχόμενο της πολιτικής παραιτούνται από τη συνδιαμόρφωση του πολιτικού σχεδίου. Όμως η στρατηγική διάσταση του σχεδίου έγινε φανερή όχι μόνο από δηλώσεις στελεχών (χαρακτηριστική η δήλωση του γραμματέα της Κ.Ε. Δ. Βίτσα ότι υπάρχει "πολιτικό θέμα που υπερβαίνει τη Δυτική Μακεδονία"), αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκαν οι προειλημμένες αποφάσεις. Διότι, αν το διακύβευμα δεν ήταν στρατηγικού χαρακτήρα, προς τι όλη αυτή η επίδειξη πυγμής; Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο πολιτικό συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια επιλογή ουσίας με στρατηγικό βάθος, μια επιλογή καθοριστική ενός ορισμένου πολιτικού σχεδίου. Πρόκειται παράλληλα για ένα σοβαρό πλήγμα στην ταυτότητα και την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή είχε καταγραφεί μέχρι σήμερα όχι μόνο στα συνεδριακά κείμενα αλλά κυρίως στην κοινωνία.
Πλήγμα στην αντιμνημονιακή μας φυσιογνωμία. Η επιλογή του Ο. Βουδούρη ως υποψήφιου περιφερειάρχη Πελοποννήσου ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου στην αξιοποίηση πολιτικών προσώπων και στη συμμαχία με πολιτικούς χώρους, που έχουν ψηφίσει στη βουλή το πρώτο μνημόνιο ενώ, ακόμη πιο τραγικό, στη συνέχεια ψήφισαν τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Σαμαρά. Η πρόταση αυτή βρίσκεται εκτός των ρητών αποφάσεων του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και δε νομιμοποιείται στη συνείδηση των μελών του κόμματος, πολύ δε παραπάνω που η βάση και οι οργανώσεις μελών του κόμματος, όπως στην Πελοπόννησο, την απορρίπτουν κατηγορηματικά.
Πλήγμα στην αντιφασιστική και αντιρατσιστική μας ταυτότητα, με την επιλογή του Θ. Καρυπίδη ως υποψήφιου περιφερειάρχη στη Δ. Μακεδονία. Καμία πολιτική διεύρυνσης ή συμμαχιών δεν μπορεί να είναι αποδεκτή, όταν οδηγεί στην ακύρωση της ιστορίας και της πολιτικής φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ και μας εκθέτει απέναντι στο κίνημα. Μας εκθέτει επιπλέον σε ιδεολογικές επιθέσεις από κέντρα του συστήματος, που υλοποιούν τη γραμμή των «δύο άκρων» και τη στρατηγική της έντασης.
Πλήγμα στο πολιτικό μας σχέδιο για «κυβέρνηση της αριστεράς». Η επιλογή ενός αμετανόητου –σύμφωνα και με τις τελευταίες δηλώσεις του- μνημονιακού προσώπου σηματοδοτεί μια πολιτική συμμαχιών που αλλοιώνει το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αρνήσεις, οι σοβαροί δισταγμοί και οι αμφιταλαντεύσεις στην απόσυρση της υποψηφιότητας του Θ. Καρυπίδη και παράλληλα η εμμονή σε αυτήν του Ο. Βουδούρη αποτελούν μια «πρόβα νυφικού» για μια κυβέρνηση «εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας». Εκ του αποτελέσματος είναι ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια πολιτική διαρρηγνύει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που έχουμε οικοδομήσει με το λαό και τα κινήματα.
Πλήγμα στην διαχωριστική γραμμή μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Οι συγκεκριμένες υποψηφιότητες θολώνουν ένα κρίσιμο ιδεολογικό όριο με μεγάλο ιστορικό βάθος και πολιτική υπεραξία. Ο συντηρητισμός, ο ακραίος ατομικισμός, το δίκαιο της πυγμής και ο κυνισμός είναι οι επικίνδυνοι ιδεολογικοί μας ανταγωνιστές. Επειδή λοιπόν, όπως σωστά κατά καιρούς διαπιστώνουμε, ο εκφασισμός της κοινωνίας έχει ιδεολογικό βάθος, αν θέλουμε να διεκδικήσουμε με αξιώσεις την ηγεμονία στο αντισυστημικό δυναμικό, που απελευθερώνει η κρίση και το οποίο αναζητεί πολιτική έκφραση, πρέπει οι όποιες επιλογές μας να νοηματοδοτούνται με τις αξίες της αριστεράς. Δεν είμαστε και δεν πρέπει να δίνουμε την εικόνα μιας κολυμπήθρας του Σιλωάμ, που ξεπλένει καιροσκόπους, καριερίστες και τυχοδιώκτες. Θα ήταν εν τέλει αυτοκαταστροφικό να εκπέμψουμε στον Ελληνικό λαό το μήνυμα «όλοι ίδιοι είναι!».
Πλήγμα, τέλος, στη δημοκρατική μας κουλτούρα. Το γεγονός ότι τα ονόματα των υποψηφίων δημοσιοποιήθηκαν στα, αστικά κατά τα άλλα, ΜΜΕ πριν συζητηθούν στην ΚΕ δημιούργησαν την αίσθηση της επιβολής τετελεσμένων και μετέτρεψαν την ΚΕ από ένα βουλευόμενο σε ένα εκτελεστικό όργανο. Ας μη ξεχνάμε ότι στην καθ΄ ημάς αριστερά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα αλλά αντίθετα τα μέσα ενδέχεται να βεβηλώνουν τον σκοπό. Ας μη ξεχνάμε ότι για την αριστερά η άσκηση πολιτικής είναι μια βαθειά ηθική πράξη και μόνο ως τέτοια μπορεί να ηγεμονεύσει είτε στο κόμμα είτε στην κοινωνία. Αν ο Μαρξισμός είναι η «φιλοσοφία της πράξης», έχουμε μεγάλη ανάγκη από πράξεις που να σηματοδοτούν το δικό μας αξιακό φορτίο, το δικό μας όραμα.
Όλα τα παραπάνω λέγονται και γράφονται με την εμπιστοσύνη ότι ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ και της ριζοσπαστικής αριστεράς έχει ιστορικά αποδείξει την ικανότητά του να συνθέτει τις διαφορετικές προσεγγίσεις, να επουλώνει τα τραύματά του, να επανορθώνει την πολιτική του γραμμή και να επενδύει πολιτικά σε μια συλλογικότητα περιέχουσα, ζωντανό εργαστήρι και παράδειγμα του απελευθερωτικού μας προτάγματος.