Σύντροφοι και συντρόφισσες της ΚΕ,
Η κατάσταση της χώρας, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο, έχει φτάσει σε οριακό σημείο με τους συνεχείς οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς που ασκούνται στην κυβέρνηση και κατ’ επέκταση στον ελληνικό λαό. Οι συγκεκριμένοι εκβιασμοί προσπαθούν να δημιουργήσουν το πλαίσιο είτε για μια «αριστερή παρένθεση» είτε για την ενσωμάτωση της ελληνικής κυβέρνηση στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Στόχος τους είναι να στείλουν ένα μήνυμα σε όλους τους λαούς της Ευρώπης πως η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία είναι αδιαμφισβήτητη.
Στο λίγο καιρό της κυβέρνησης έχουν γίνει ομολογουμένως θετικά βήματα για να σταματήσει το βάθεμα της λιτότητας και να εκδημοκρατιστούν ορισμένοι κρατικοί θεσμοί. Το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η κατάργηση του 5ευρου, οι 100 δόσεις, το άνοιγμα της ΕΡΤ, η κατάργηση φυλακών Τύπου Γ, η ακύρωση των αυξήσεων στο ρεύμα κ.α. δίνουν ένα σαφές στίγμα της αλλαγής που έχει επέλθει μετά τις εκλογές. Ταυτόχρονα, η στιβαρή κι έντονη διαπραγμάτευση έδωσε θάρρος, τουλάχιστον αρχικά, στον ελληνικό λαό που βγήκε στους δρόμους για να στηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης. Αυτό αναδεικνύει και την ανάγκη για τη συνεχή «πολιτικοποίηση» της διαπραγμάτευσης, εμμένοντας στη δημοσιότητα των διαφωνιών, στη συνεχή απεύθυνση προς τους ευρωπαϊκούς λαούς και την ανάδειξη του μεγέθους των διακυβευμάτων.
Το τελευταίο διάστημα, εκτιμούμε πως έχει φανεί πως απ’ την πλευρά των «θεσμών» δεν υπάρχει η διάθεση για επίτευξη «έντιμου συμβιβασμού». Παρόλες τις μεταξύ τους διαφορές, η απόλυτη εμμονή τους στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, σε συνδυασμό με τον συνεχιζόμενο οικονομικό στραγγαλισμό, έχουν οδηγήσει την κυβέρνηση είτε σε υποχωρήσεις (βλ. ιδιωτικοποιήσεις), είτε σε καθυστέρηση πυρηνικών στοιχείων του δικού μας προγράμματος (βλ. εργασιακά), ως ένδειξη καλής θέλησης από τη δική μας πλευρά για επίτευξη συμφωνίας.
Ωστόσο, ούτε καν αυτές οι υποχωρήσεις δεν έχουν βρει κανένα απολύτως αντίκρυσμα από την άλλη πλευρά, δεδομένης της δικής τους πρόθεσης να μην ευδοκιμήσει ένα διαφορετικό υπόδειγμα από το νεοφιλελεύθερο στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο, οι δικές μας υποχωρήσεις αδυνατίζουν μέρα με τη μέρα τη διαπραγματευτική ισχύ της ελληνικής κυβέρνησης, στο βαθμό που δεν λαμβάνονται πρωτοβουλίες που να μεταφέρουν την πίεση προς την άλλη πλευρά.
Γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ για το χώρο μας αυτοσκοπός, αλλά βασικό μέρος ενός σχεδίου για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, κι έχοντας μπροστά μας κρίσιμες διαπραγματεύσεις, οφείλουμε να θέσουμε ως ΚΣ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ τις προτεραιότητες που θεωρούμε ότι πρέπει να έχει τόσο το κόμμα κι η νεολαία, όσο και η κυβέρνηση, αυτή τη στιγμή:
1)Πάση θυσία επιμονή στις διακηρυγμένες κόκκινες γραμμές και ρήξη με το προηγούμενο μνημονιακό πλαίσιο
2)Άμεσο προχώρημα του κυβερνητικού έργου (πρόγραμμα ΔΕΘ και προγραμματικές εξαγγελίες), με έμφαση στα ζητήματα που αφορούν τις κόκκινες γραμμές (πχ. εργασιακά)
3)Εάν δεν υπάρξει συμφωνία, το αμέσως επόμενο διάστημα, η οποία θα σέβεται τα παραπάνω, η κυβέρνηση να μην πληρώσει την επόμενη δόση στο ΔΝΤ
Αντιλαμβανόμαστε ότι τα παραπάνω φέρνουν στο προσκήνιο μια σειρά από ενδεχόμενα, από την αθέτηση πληρωμών έως και τη συνολική ρήξη με τους «θεσμούς» και την ευρωζώνη. Για εμάς είναι σαφές, πως στο βαθμό που η νεοφιλελεύθερη ηγεσία της ευρωζώνης δε φαίνεται διατεθειμένη να την κρατήσει ενωμένη, το βάρος της ευθύνης αυτής δεν μπορεί να πέφτει στις δικές μας πλάτες με αντίτιμο την απαξίωση της δημοκρατίας και τη συνέχιση της καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας. Συνεπώς ακόμα και το σενάριο της συνολικής ρήξης δεν πρέπει να μας τρομοκρατεί. Αντίθετα, εάν συνοδεύεται από ριζική αναδιανομή πλούτου και εξουσίας, εκδημοκρατισμού του κράτους, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, άμεσο σχέδιο για την ανασυγκρότηση της παραγωγής στην κατεύθυνση ενός παραγωγικού μετασχηματισμού, επιδίωξη συμμαχιών στο διεθνές πεδίο σε μια προοδευτική κατεύθυνση, στάση πληρωμών και δημόσιο έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, τότε μπορεί να αποτελέσει μια θετική προοπτική παρά τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες της πρώτης περιόδου, στο βαθμό που η εναλλακτική είναι ακύρωση της λαϊκής βούλησης.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο το κόμμα και η νεολαία όσο και η κυβέρνηση, οφείλουμε να αναδεικνύουμε διαρκώς το μέγεθος του διακυβεύματος κάνοντας το λαό, τους εργαζομένους και τη νεολαία συμμέτοχους με αποφασιστικό τρόπο στη σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό. Ταυτόχρονα, οφείλει να είναι διαρκές το κάλεσμα στους ευρωπαϊκούς λαούς, ώστε να ανατρέψουν κι εκείνοι τα σχέδια των ακραία νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεών τους για πλήρη απαξίωση της δυνατότητας των λαών να αποφασίζουν για τις τύχες τους.