Συνοπτική συμβολή στο διάλογο του Ιδρυτικού Συνεδρίου

Από την ρι­ζο­σπα­στι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση στην ιστο­ρι­κή εκλο­γι­κή τομή

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην πρώτη διε­τία της ύπαρ­ξής του, ως συμ­μα­χι­κής συ­μπα­ρά­τα­ξης πο­λι­τι­κών συ­νι­στω­σών (2007 -09), όπου η εκλο­γι­κή του εμ­βέ­λεια κυ­μάν­θη­κε στον μέσο όρο του 4,8%, απο­τέ­λε­σε ένα αρι­στε­ρό πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό με σαφώς αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κα­τεύ­θυν­ση, όπου στο εσω­τε­ρι­κό του συ­νυ­πήρ­χαν από κοι­νω­νι­κή άποψη δυ­νά­μεις κυ­ρί­ως της νέας μι­σθω­τής μι­κρο­α­στι­κής τάξης (μι­σθω­τή δια­νοη­τι­κή ερ­γα­σία στον ευ­ρύ­τε­ρο δη­μό­σιο τομέα) και της ερ­γα­τι­κής τάξης της ιδιω­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας (της εκτε­λε­στι­κής αλλά και της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας). Σ’ αυτή την πο­ρεία που ση­μα­δεύ­τη­κε κυ­ρί­ως από τη νε­ο­λαι­ί­στι­κη εξέ­γερ­ση του Δε­κεμ­βρί­ου 2008 και το πρό­γραμ­μα των «15 Ση­μεί­ων Στό­χων Πάλης», το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο που απο­τυ­πώ­νο­νταν στη φυ­σιο­γνω­μία του ήταν η ρι­ζο­σπα­στι­κή μι­κρο­α­στι­κή ηγε­μο­νία με σαφή αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κα­τεύ­θυν­ση, η οποία και κυ­ριαρ­χού­σε ένα­ντι της υπαρ­κτής, εντού­τοις όμως μειο­ψη­φι­κής, ερ­γα­τι­κής λαϊ­κής πα­ρου­σί­ας.

Ωστό­σο η ανά­δει­ξη των κα­τα­στρε­πτι­κών συ­νε­πειών της κρί­σης κε­φα­λαια­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης από το δεύ­τε­ρο εξά­μη­νο του 2008 και μέχρι σή­με­ρα (με κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τον τε­τρα­πλα­σια­σμό του πο­σο­στού της ανερ­γί­ας και της εκ­κα­θά­ρι­σης πα­γί­ων κε­φα­λαί­ων και ζω­ντα­νής ερ­γα­σί­ας), καθώς και η εφαρ­μο­γή των δύο πρώ­των μνη­μο­νί­ων (Μαίου 2010 και Φε­βρουα­ρί­ου 2012), τρο­πο­ποί­η­σαν ρι­ζι­κά το πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό και τον συ­να­κό­λου­θο ρόλο της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Το με­γά­λο λαϊκό ερ­γα­τι­κό απερ­για­κό κί­νη­μα της πρώ­της μνη­μο­νια­κής διε­τί­ας (2010 – 12), πα­ράλ­λη­λα με το κί­νη­μα των πλα­τειών, τα οι­κο­λο­γι­κά κι­νή­μα­τα κλπ., ανέ­δει­ξαν την αγω­νι­στι­κή αντι­πα­λό­τη­τα των λαϊ­κών τά­ξε­ων προς την ασκού­με­νη κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, και οδή­γη­σαν στην ευ­ρεία απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση των αστι­κών πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών.

Έτσι, η εκτί­να­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στο 16,8% στις εκλο­γές του Μαίου 2012 και στη συ­νέ­χεια στο 26,9% στην επό­με­νη ανα­μέ­τρη­ση του Ιου­νί­ου 2012, απο­τέ­λε­σε ιστο­ρι­κή τομή όχι μόνον για τον υπο­κει­με­νι­κό πα­ρά­γο­ντα της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, αλλά συ­νο­λι­κό­τε­ρα  για το λαϊκό κί­νη­μα και για την πο­ρεία των οι­κο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών πραγ­μά­των της χώρας. Πα­ράλ­λη­λα μ’ αυτή την τομή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και μια δεύ­τε­ρη πο­λυ­σή­μα­ντη δια­φο­ρο­ποί­η­ση που αφο­ρού­σε τα κοι­νω­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυτής της εκλο­γι­κής απο­γεί­ω­σης : Επρό­κει­το για την μα­ζι­κή με­τα­τό­πι­ση προς τα αρι­στε­ρά της ερ­γα­τι­κής κοι­νω­νι­κής βάσης της ιστο­ρι­κής ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, που είχε δια­τη­ρή­σει την προ­σκόλ­λη­σή της στο ΠΑΣΟΚ μέχρι την εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση του Οκτω­βρί­ου 2009 (43,9%), και που στη συ­νέ­χεια απο­στα­σιο­ποι­ή­θη­κε και κι­νή­θη­κε προς τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, λόγω της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης με­τάλ­λα­ξης των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών, κι’ όχι μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των που πα­ρέ­μει­ναν στην επιρ­ροή των αστι­κών πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών.

Η επι­μο­νή στη ρι­ζο­σπα­στι­κή μι­κρο­α­στι­κή επι­κυ­ριαρ­χία

Το απο­τέ­λε­σμα που προ­έ­κυ­ψε ήταν να βρε­θεί ένας πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός της ρι­ζο­σπα­στι­κής μι­κρο­α­στι­κής ηγε­μο­νί­ας, με αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο προ­σα­να­το­λι­σμό, να εκ­προ­σω­πεί εκλο­γι­κά πλειο­ψη­φι­κά πλη­βεια­κά λαϊκά στρώ­μα­τα (ερ­γα­τι­κή τάξη ιδιω­τι­κού τομέα, άνερ­γοι, νέοι χωρίς κοι­νω­νι­κές διε­ξό­δους). Το ση­μείο αυτό στά­θη­κε και συ­νε­χί­ζει να είναι μέχρι και σή­με­ρα το κομ­βι­κό και νευ­ραλ­γι­κό ση­μείο στην πο­ρεία αντα­πό­κρι­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις ση­με­ρι­νές προ­κλή­σεις της συ­γκυ­ρί­ας και στις εκρη­κτι­κές λαϊ­κές ανά­γκες, προσ­δο­κί­ες και απαι­τή­σεις. Πα­ρό­λο δη­λα­δή που το εκλο­γι­κό ακρο­α­τή­ριο της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς διευ­ρύν­θη­κε τα μέ­γι­στα προς τον λαϊκό ερ­γα­τι­κό κόσμο , εντού­τοις αυτή πα­ρέ­μει­νε αρι­στε­ρό κόμμα της μι­κρο­α­στι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κής ηγε­μο­νί­ας, αδυ­να­τώ­ντας να με­τα­σχη­μα­τι­σθεί με βάση το ίδιο το ερ­γα­τι­κό της ακρο­α­τή­ριο σε λαϊκό κόμμα της ερ­γα­τι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κής (και εν πολ­λοίς αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής – αντι­συ­στη­μι­κής) ηγε­μο­νί­ας.

Αυτή η εγ­γε­νής αδυ­να­μία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να αντι­στοι­χη­θεί πο­λι­τι­κά στις ίδιες τις ερ­γα­τι­κές δυ­νά­μεις που εκ­προ­σώ­πη­σε εκλο­γι­κά, στά­θη­κε το κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του τον τε­λευ­ταίο χρόνο (από τις εκλο­γές του Ιου­νί­ου 2012 μέχρι το Συ­νέ­δριο του Ιου­λί­ου 2013), και επέ­δρα­σε πο­λύ­μορ­φα στη φυ­σιο­γνω­μία και στις πρα­κτι­κές του :

α) Στο ορ­γα­νω­τι­κό επί­πε­δο η Ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά, πα­ρό­λη την ασθε­νή γε­νι­κά συ­σπεί­ρω­ση λαϊ­κών δυ­νά­με­ων, συ­γκρο­τή­θη­κε κυ­ρί­αρ­χα με την μορφή εδα­φι­κών μορ­φο­ποι­ή­σε­ων, με τις κλα­δι­κές επι­τρο­πές των ερ­γα­ζο­μέ­νων να με­τα­τρέ­πο­νται σε μια πε­ρι­θω­ρια­κή διά­στα­ση, πράγ­μα που λει­τουρ­γεί ενι­σχυ­τι­κά προς τον μι­κρο­α­στι­κό ρι­ζο­σπα­στι­σμό και ακυ­ρω­τι­κά προς την ερ­γα­τι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα.

β) Στο πο­λι­τι­κό πεδίο η αρι­στε­ρή ρι­ζο­σπα­στι­κή πα­ρέμ­βα­ση έγει­ρε κατ’ εξο­χήν προς την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση, που όσο κι’ αν είναι ανα­γκαία για την κα­τά­δει­ξη και κα­ταγ­γε­λία της κυ­βερ­νη­τι­κής αντι­δρα­στι­κό­τη­τας, άλλο τόσο είναι ανε­παρ­κής από μόνη της, εφό­σον οι όποιες επε­ρω­τή­σεις και προ­τά­σεις νόμου έχουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας.

γ) Στο επί­πε­δο της προ­ο­πτι­κής κα­τά­κτη­σης της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης, πήρε κυ­ρί­αρ­χη μορφή ένας ορι­σμέ­νος κυ­βερ­νη­τι­σμός –προ­τα­σε­ο­λο­γία-εκλο­γι­κι­σμός, τη στιγ­μή που κα­τα­γρά­φε­ται δη­μο­σκο­πι­κή κα­θή­λω­ση στο 29% πε­ρί­που που απέ­χει κατά πολύ της πλειο­ψη­φί­ας, την ώρα που οι πο­λι­τι­κές συμ­μα­χί­ες ανα­δει­κνύ­ο­νται δυ­σχε­ρείς ή ατε­λέ­σφο­ρες (το ΚΚΕ τις απορ­ρί­πτει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά και η ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ αντί­στοι­χα, ενώ η συ­μπα­ρά­τα­ξη με δυ­νά­μεις όπως οι ΑΝ.ΕΛ. και η ΔΗΜΑΡ είναι μεν εφι­κτή, εντού­τοις όμως είναι αδιέ­ξο­δη και απρό­σφο­ρη), και που έτσι απαι­τεί­ται η στρο­φή προς την τρο­φο­δό­τη­ση ενός αντι­πο­λι­τευ­τι­κού κι­νή­μα­τος ανα­τρο­πής της συ­γκυ­βέρ­νη­σης μέσα από έναν «κοι­νω­νι­κό ανέν­δο­το διαρ­κεί­ας», πράγ­μα που ανα­γκα­στι­κά επι­βάλ­λει μέσα από κι­νη­μα­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες την ντε­φά­κτο αρι­στε­ρή με­τω­πι­κή συ­μπα­ρά­τα­ξη.

Η απο­τύ­πω­ση της ερ­γα­τι­κής αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής ηγε­μο­νί­ας

Η πο­λι­τι­κή, κοι­νω­νι­κή και προ­γραμ­μα­τι­κή αντι­στοί­χη­ση της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, στο ίδιο το ερ­γα­τι­κό και λαϊκό δυ­να­μι­κό της εκλο­γι­κής της εμ­βέ­λειας, ανα­δει­κνύ­ε­ται ως πρω­ταρ­χι­κής προ­τε­ραιό­τη­τας, τόσο για την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα της κα­τά­κτη­σης της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης, όσο και στο ζή­τη­μα της σχε­τι­κής υπο­χώ­ρη­σης του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, καθώς και στις προ­κλή­σεις ρι­ζο­σπα­στι­κών τομών και αλ­λα­γών για την αντι­με­τώ­πι­ση της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου στο έδα­φος της κα­τάρ­γη­σης της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής και απαλ­λα­γής από το βρόγ­χο του δη­μό­σιου χρέ­ους, αλλά και στο ίδιο το υπο­κει­με­νι­κό επί­πε­δο της ορ­γα­νω­τι­κής σύν­θε­σης :

1) Ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σε ερ­γα­τι­κό, λαϊκό, ρι­ζο­σπα­στι­κό, κόμμα, επα­να­στα­τι­κού δη­μο­κρα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, με κυ­ρί­αρ­χη την πα­ρου­σία στην σύν­θε­σή του μα­ζι­κών κλα­δι­κών επι­τρο­πών μι­σθω­τών ερ­γα­ζο­μέ­νων, σε λει­τουρ­γι­κή συ­νύ­παρ­ξη με τα στρώ­μα­τα του μι­κρο­α­στι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού, αλλά με την απο­τύ­πω­ση της ερ­γα­τι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κής ηγε­μο­νί­ας, ανα­γκαί­ας τόσο στο υπο­κει­με­νι­κό επί­πε­δο, όσο και στον ευ­ρύ­τε­ρο νέο λαϊκό συ­να­σπι­σμό εξου­σί­ας.

2) Η δρο­μο­λό­γη­ση μιας πλα­τιάς και συ­στη­μα­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης στην κα­τεύ­θυν­ση της ανά­δει­ξης ενός ερ­γα­τι­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος με πο­λι­τι­κό στόχο την ανα­τρο­πή της τρι­κομ­μα­τι­κής συ­γκυ­βέρ­νη­σης και των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών, καθ’ υπέρ­βα­ση της υπό­κλι­σης στον αστι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό, μέσα από δια­δι­κα­σί­ες κι­νη­μα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα, που να συν­δυά­ζουν την δη­μο­κρα­τι­κή κα­τά­κτη­ση της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας με την ισχυ­ρή ανα­τρε­πτι­κή πα­ρου­σία και πα­ρέμ­βα­ση του ενερ­γο­ποι­η­μέ­νου λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα.

3) Η ανά­δει­ξη ενός με­τα­βα­τι­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού προ­γράμ­μα­τος της αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης που να μπο­ρεί να απα­ντή­σει με ρη­ξι­κέ­λευ­θο τρόπο στις ολέ­θριες συ­νέ­πειες της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, με κε­ντρι­κό άξονα την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση και τον δρα­στι­κό ερ­γα­τι­κό έλεγ­χο, τόσο στις κοι­νω­φε­λείς δη­μό­σιες επι­χει­ρή­σεις, όσο και στις βιο­μη­χα­νί­ες και επι­χει­ρή­σεις της ιδιω­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας που εκ­κα­θα­ρί­ζο­νται ή έχουν κλεί­σει, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την ιστο­ρι­κή σο­σια­λι­στι­κή επι­και­ρό­τη­τα όχι ως προ­ο­πτι­κή που ωθεί­ται στο ιστο­ρι­κό μέλ­λον, αλλά ως ζω­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα του κοι­νω­νι­κού πα­ρό­ντος.