Η νίκη του Βλαντίμιρ Πούτιν στις προεδρικές εκλογές στη Ρωσία θεωρούνταν εξαρχής δεδομένη. Δεν υπήρξε καν κάποια συστηματική προεκλογική καμπάνια, ενώ ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος δεν μπήκε καν στον κόπο να συμμετέχει στα προεκλογικά ντιμπέιτ με άλλους υποψηφίους.

Το είδος «ελεγχόμενης δημοκρατίας» που έχει οικοδομηθεί στη Ρωσία με τα χρόνια έχει κάνει τον Πούτιν αδιαμφισβήτητο κυρίαρχο στην πολιτική ζωή. Ενδεικτική είναι μια συζήτηση που έχει ανοίξει στους κόλπους του ίδιου του κυβερνητικού κόμματος –θεωρητικά και με το βλέμμα στο μέλλον, προς το παρόν– για την παντελή έλλειψη πιθανού διαδόχου ή έστω κάποιου αναγνωρίσιμου «Νο2». Τα υπόλοιπα κόμματα είτε έχουν περιοριστεί στο να λειτουργούν ως «νομιμόφρων αντιπολίτευση», στηρίζοντας τις κεντρικές επιλογές του Ρώσου προέδρου, είτε ο οπορτουνισμός, οι απόψεις τους και η ανεπάρκειά τους τα καθιστά εύκολους αντιπάλους. Και κάθε απόπειρα ριζοσπαστικής αμφισβήτησης (με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις του 2011-2012) συναντά ωμή καταστολή: η –έτσι κι αλλιώς πολύ μικρή– ριζοσπαστική Αριστερά ακόμα δεν έχει συνέλθει από τον «πέλεκυ» που έπεσε πάνω της κατά τη διαβόητη «υπόθεση Μπολότναγια» (διώξεις αριστερών κάθε απόχρωσης, αναρχικών κ.ά. με αφορμή κάποιες συγκρούσεις το Μάη του 2012 στην πλατεία Μπολότναγια, που εξελίχθηκαν σε κυνήγι μαγισσών που θύμιζε «δίκες της Μόσχας»). 

Η άνοδος ενός ηγέτη

Επιπλέον ο Πούτιν εξακολουθεί να ταυτίζεται με την ανασυγκρότηση της Ρωσίας μετά το τραυματικό σοκ της δεκαετίας του ’90. Αυτό το σοκ είναι δύσκολο να αποτιμηθεί από μακριά: το χάος και η απόλυτη αβεβαιότητα που επικράτησαν κατά το πλιάτσικο στη διάρκεια του οποίου οι παλιοί κομματικοί/κρατικοί γραφειοκράτες μετατράπηκαν σε «ολιγάρχες», η δραματική πτώση του προσδόκιμου ζωής, η θητεία Γέλτσιν, με τις ΗΠΑ να πανηγυρίζουν δημόσια μέσα από μεγάλα περιοδικά για την παρέμβασή τους που έκρινε το αποτέλεσμα υπέρ του... 

Η αποκατάσταση μιας καπιταλιστικής κανονικότητας (αντιμετώπιση της δημογραφικής αιμορραγίας-κατάρρευσης, επιβολή στοιχειώδους «συλλογικής πειθαρχίας άρχουσας τάξης» στη συμπεριφορά των ολιγαρχών) αρκούσε για την καταρχήν εδραίωση του Πούτιν. Η τρομοϋστερία και η πολεμοκαπηλία ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο το προφίλ του: η εκτόξευση της καριέρας του είναι συνυφασμένη με τον αιματηρό πόλεμο στην Τσετσενία. Σε αυτό το μονοπάτι συνέχισε να βαδίζει τα επόμενα χρόνια: Αφενός υπολόγιζε στην «ευγνωμοσύνη» τμημάτων του πληθυσμού (κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι) που έβρισκαν στο κράτος μια στοιχειώδη προστασία και ασφάλεια, σε σύγκριση με το χάος του ’90. Αφετέρου η ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Ρωσίας (νικηφόροι πόλεμοι σε Γεωργία, Ουκρανία/Κριμαία, Συρία) τόνωνε διαρκώς το κύρος της εξουσίας. Καθόλου τυχαία, οι εκλογές διεξάγονται στην 4η επέτειο της προσάρτησης της Κριμαίας, όταν η δημοφιλία του Πούτιν είχε αγγίξει το 90%. 

Ο Πούτιν είναι «παράγωγο» της κρίσης της δεκαετίας του ’90. Κυριολεκτικά: υπηρέτησε το ρωσικό κράτος επί «πλιάτσικου», πήρε το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον ίδιο τον Γέλτσιν, είναι στο πλευρό των «ολιγαρχών» που αναδείχθηκαν (γιατί εκτός από τις περιπτώσεις εκείνων που ήρθαν σε σύγκρουση με το νέο καθεστώς και έπεσαν σε δυσμένεια, αυτοί οι «ολιγάρχες» είναι που διατηρούν την εξουσία στη Ρωσία του Πούτιν). Αλλά είναι και «παράγωγό» της με μια πιο ευρεία έννοια: Η άνοδός του σε θέση «Καίσαρα» και «ηγέτη του λαού» έγινε εφικτή ακριβώς πάνω σε μια κοινωνία ρημαγμένη, εξατομικευμένη, βυθισμένη στον κυνισμό. 

Ρωσικές ιδιαιτερότητες;

Αυτή είναι και η μεγάλη ειρωνεία πίσω από τις διακηρύξεις για τον «κολεκτιβισμό» της ρωσικής κοινωνίας (ως αντίθετο στον δυτικό «ατομικισμό»). Είναι η ισοπέδωση κάθε μορφής συλλογικότητας αυτή που ενισχύει την τάση ταύτισης με το «έθνος» ως κοινότητα. Είναι η ακραία εξατομίκευση αυτή που ενισχύει την ταύτιση με τον πρόεδρο ως «επιτυχημένο ηγέτη». Το προεκλογικό σύνθημα του Πούτιν «Ισχυρός πρόεδρος – Ισχυρή Ρωσία» αυτό αντανακλά. Το 85% της δημοτικότητάς του από αυτή την «κατάσταση πνευμάτων» προκύπτει. 

Αυτή είναι επίσης και η μεγάλη ειρωνεία πίσω από τον αντικατοπτρισμό αυτής της θεωρίας στη Δύση, που αναζητά «ρωσικές ιδιαιτερότητες», ενώ στην ουσία ο Πούτιν βρίσκεται στην πρωτοπορία μιας διεθνούς τάσης. Μιας τάσης που έχει τους δηλωμένους οπαδούς της (τους ακροδεξιούς θαυμαστές του Ρώσου προέδρου παγκόσμια), αλλά που στην ουσία συμμερίζεται και το «ακραίο κέντρο», όσον αφορά στο μοντέλο κοινωνιών το οποίο προωθεί για την έξοδο από την κρίση…

Σιωπηλή δυσφορία;

Η απάθεια βοήθησε στην εδραίωση (κυρίως) του Πούτιν και (λιγότερο) του κόμματος της Ενωμένης Ρωσίας. Όμως στη Μόσχα δεν εφησυχάζουν απέναντι σε αυτή την τάση –και σωστά από την πλευρά τους. Στις βουλευτικές εκλογές του 2016 η συμμετοχή περιορίστηκε στο 47,8%. Και στις μεγάλες πόλεις, όπως η Πετρούπολη και η Μόσχα, έφτασε οριακά το 30%. Η πτώση άγγιξε περισσότερο τα άλλα κόμματα ως ποσοστό, και αυτό έβγαλε πιο ισχυρή από ποτέ την «Ενωμένη Ρωσία», αλλά στις Αρχές δεν διέφυγε η μαζική αιμορραγία του κυβερνώντος κόμματος. Γι’ αυτό και το μεγάλο στοίχημα στις προεδρικές εκλογές ήταν η συμμετοχή, που θα νομιμοποιούσε τη νίκη του Ρώσου προέδρου. Ό,τι έλειψε σε προεκλογικό αγώνα του ίδιου του Πούτιν ενάντια στους αντίπαλους υποψηφίους υπερκαλύφθηκε από μια άνευ προηγουμένου υπερπροσπάθεια του κράτους να προπαγανδίσει τη συμμετοχή στην κάλπη.

Ο στόχος που είχε κωδικοποιηθεί ως «70-70» (70% συμμετοχή στις εκλογές και 70% υπέρ του Πούτιν) επετεύχθη. Σύμφωνα με τις Αρχές, η συμμετοχή έφτασε το 67,5% και ο Πούτιν κέρδισε το 76%. Ακόμα κι αν υπήρξαν παρατυπίες στην προσπάθεια «φουσκώματος», η γενική εικόνα αποτυπώνει την ισχυρή νομιμοποίηση που επεδίωκε ο Πούτιν. Η ψυχροπολεμική ένταση των τελευταίων ημερών με το «ενιαίο μέτωπο» των δυτικών κρατών απέναντι στη Ρωσία με αφορμή την υπόθεση δολοφονίας του διπλού πράκτορα, σίγουρα βοήθησε. Η νοοτροπία «πολιορκημένου φρουρίου», όπου η ψήφος στον Πούτιν θεωρείται «πατριωτικό καθήκον» ακόμα και από όσους διαφωνούν με την εσωτερική/κοινωνική κατάσταση ενισχύθηκε. 

Ότι όλη η μάχη αφορούσε τη συμμετοχή έχει να κάνει με την «ποιότητα» των αντιπολιτεύσεων. 

Ο Ζιρινόφσκι, ο ακροδεξιός λαϊκιστής που κατεβαίνει ανελλιπώς από το 1991, δεν θα μπορούσε να λείπει, πλειοδοτώντας σε εθνικισμό και ρατσισμό και κερδίζοντας ένα 5,6%. 

Στους «αιώνιους υποψηφίους» βρίσκει κανείς και τον Γιαβλίνσκι, του φιλελεύθερου κόμματος Γιαμπλόκο, επίσης «σταθερή αξία» σε προεδρικές εκλογές από τη δεκαετία το ’90, να επιμένει για τις αρετές μιας δυτικού τύπου (νεο)φιλελεύθερης δημοκρατίας και να εισπράττει πενιχρά αποτελέσματα. Φέτος περιορίστηκε στο 1%. 

Φέτος υπήρξαν και κάποια νέα πρόσωπα, που όμως δεν φέρνουν τίποτε ιδιαίτερα νέο στην πολιτική σκηνή. 

Στον «φιλελεύθερο» χώρο εμφανίζεται η Ξένια Σόμπτσακ. Το νέο πρόσωπο που θα επιχειρούσε μια μεγαλύτερη διείσδυση από τον Γιαβλίνσκι είναι μια νεαρή τηλεπερσόνα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις δυνατότητες και τις προοπτικές των φιλοδυτικών φιλελεύθερων στη Ρωσία... Δεν τα κατάφερε καλύτερα, μένοντας σε ένα 1,67%.

Υπάρχουν όμως και δύο πρόσωπα που προκάλεσαν μεγαλύτερη συζήτηση στη ρωσική Αριστερά. 

Ο... «κόκκινος» ολιγάρχης

Ο πρώτος είναι ο Πάβελ Γκρουντίνιν. Με την πρώτη ματιά, έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στο χώρο αριστερά του Πούτιν. Κατέβηκε με την υποστήριξη του ΚΚ, αντικαθιστώντας έναν άλλο «αιώνιο υποψήφιο», τον Ζιουγκάνοφ. Είχε την υποστήριξη του «Αριστερού Μετώπου», μιας δύναμης της πέραν του ΚΚ Αριστεράς, με επικεφαλής τον Ουντάλτσοφ, ο οποίος έκανε μερικά χρόνια φυλακή ως βασικό θύμα της «υπόθεσης Μπολότναγια».

Για το ΚΚ ήταν υποχρεωτική επιλογή. Είδε τις ψήφους του και τα ποσοστά του στις βουλευτικές εκλογές του 2016 να υποχωρούν δραματικά, ενώ ο Ζιουγκάνοφ δημοσκοπικά βρισκόταν κάτω από το 4%. Η ολοκληρωτική μετατροπή του σε γραφειοκρατικό εκλογικό μηχανισμό που έχει συντηρητικές θέσεις και επιτελεί ρουτινιάρικα έναν ρόλο «νομιμόφρονος αντιπολίτευσης» στον Πούτιν δεν καλύπτει πλέον μια κοινωνική βάση που το επέλεγε ως «ψήφο διαμαρτυρίας». 

Όμως η επιλογή Γκρουντίνιν, ανεξάρτητα από το πώς θα διαφημιστεί, αποτελεί τελικά ενίσχυση αυτής της ιδεολογικής ταυτότητας που έχει επιλέξει το ΚΚ για τον εαυτό του, της «αριστερής» στα λόγια πτέρυγας της κυρίαρχης ιδεολογίας στη Ρωσία. 

Ο Γκρουντίνιν είναι ο ιδιοκτήτης ενός «σοβχόζ» με το όνομα «Λένιν». Αυτό το κατά τα άλλα «κολεκτιβίστικο» αγρόκτημα ανήκει κατά 40% στον ίδιο, ενώ οι υπόλοιπες μετοχές ανήκουν σε μια μικρή ομάδα μάνατζερ. Πλουτίζει νοικιάζοντας γη σε σουπερμάρκετ ή σε εταιρείες όπως η Νισάν και η Τογιότα. Κάποιες προστασίες που προσφέρει ο «πατερούλης» στους εργαζόμενους είναι αυτές που επιτρέπουν την προπαγάνδα για «σοσιαλιστική όαση» (!) στο αγρόκτημά του. Ο ίδιος είναι ζάπλουτος, ενώ υπήρξε μέχρι πρότινος μέλος του κυβερνητικού κόμματος. Προεκλογικά μιλούσε συχνά για την «κολεκτίβα μου» και την ανάγκη να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα «στους επιχειρηματίες και το κράτος». Ο Γκρουντίνιν υποκλίνεται σε όλο τον αντιδραστικό «μέσο όρο» που επιβάλλει η παντοδυναμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (είναι φανατικά αντι-ΛΟΑΤ), φλερτάρει με δημοφιλείς ρατσιστικές ιδέες όπως η επιβολή βίζας στους μετανάστες από την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο (που θα συνεχίσουν να συρρέουν στη Ρωσία για να βρουν δουλειά, απλώς θα ποινικοποιηθούν και θα γίνουν πιο ευάλωτοι), και είναι απολύτως ενταγμένος στον «εθνικό κορμό» και την «πατριωτική» αφήγηση. 
Αυτός ο μεγαλοκαπιταλιστής με την «κόκκινη» προβιά, που εκφράζει το πάντρεμα αντιδραστικών και εθνικιστικών ιδεών με τις αναφορές στην ΕΣΣΔ, είναι κλασικός εκφραστής του κλίματος που κυριαρχεί στη σύγχρονη Ρωσία και στο οποίο υποκλίνεται σχεδόν όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Κέρδισε ένα 12%, που απέτρεψε μια καθίζηση του ΚΚ, αλλά παραμένει εμφανώς κατώτερο του 17% που είχε κερδίσει ο Ζιουγκάνοφ το 2012 (4 εκατομμύρια ψήφοι λιγότεροι). 

Ένας φιλελεύθερος λαϊκιστής

Το δεύτερο πρόσωπο που απασχόλησε ήταν ο Ναβάλνι, που θεωρείται ο πιο αναγνωρίσιμος αντίπαλος του Πούτιν. Η επιρροή του υπερπροβάλλεται από τις ΗΠΑ, εκφράζοντας μάλλον ευσεβείς πόθους παρά την πραγματικότητα. Όμως πράγματι έχει κατορθώσει να συγκροτήσει το μαζικότερο δίκτυο εθελοντών (δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι) από κάθε άλλη αντιπολιτευτική δύναμη στη Ρωσία. Ένα τμήμα της αντικαθεστωτικής νεολαίας ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του για διαδηλώσεις. Κοινωνικά, ο Ναβάλνι επιχειρεί να εκφράσει τις ριγμένες από τον ανταγωνισμό επιχειρήσεις, γι’ αυτό και το μόνο σταθερό σημείο του πολιτικού του προγράμματος είναι ο συνδυασμός της κριτικής στη διαφθορά κράτους-ολιγαρχών, με την προβολή του νεοφιλελευθερισμού ως λύσης. Πέρα από αυτό, είναι ένας οπορτουνιστής χαμαιλέοντας, που φλερτάρει με εθνικιστικές δυνάμεις, έχει ρατσιστικές θέσεις (έλεγχος της μετανάστευσης από Κεντρική Ασία και Καύκασο), ενίοτε διανθίζει τη νεοφιλελεύθερη αντίληψή του με κεϊνσιανές προτάσεις (για υγεία, παιδεία, κατώτερο εισόδημα κ.λπ.) και γενικά επιχειρεί να συγκεντρώσει πίσω του κάθε δυσαρεστημένο. 

Ο Ναβάλνι καλούσε σε μποϊκοτάζ, είτε από επιλογή είτε απλώς λόγω του ότι δεν είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στις προεδρικές εκλογές (λόγω ποινικών υποθέσεων).

Ριζοσπαστική Αριστερά

Για τις μικρές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ζητούμενο ήταν «να μη βρεθούμε δορυφόροι ούτε του αριστεροπατριωτισμού ούτε του Ναβάλνι» (με την εξαίρεση του Αριστερού Μετώπου, που στήριξε τον Γκρουντίνιν). Κάποιες δυνάμεις (το Ρωσικό Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, ή οι Κομμουνιστές της Ρωσίας) επιχείρησαν με δική τους υποψηφιότητα. Άλλες δυνάμεις, όπως το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα, το Αριστερό Μπλοκ, το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα, επιχείρησαν να οργανώσουν μια καμπάνια «αριστερού μποϊκοτάζ», εκτιμώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα έρθουν πιο κοντά στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της ρωσικής κοινωνίας. 

Το έργο των συντρόφων είναι δύσκολο. Η πιο «αισιόδοξη» εκτίμηση αφορά μια περίοδο «απάθειας εν μέσω φθοράς της δημοφιλίας της κυβέρνησης», κατά την οποία ο στόχος θα είναι να συγκροτήσουν τις δικές τους, ανεξάρτητες δυνάμεις...

Καταστολή ενάντια στο εργατικό κίνημα

Μια δίωξη κατά του συνδικάτου MPRA είναι αποκαλυπτική της κατάστασης στη Ρωσία. 

To MPRA γεννήθηκε μέσα από μια μαχητική απεργία σε μονάδα της Φορντ έξω από την Πετρούπολη το 2007 που κατέληξε σε νίκη. Η συλλογική σύμβαση που κέρδισε θεωρήθηκε «μοντέλο» στους συνδικαλιστικούς κύκλους, και τα επόμενα χρόνια εργάτες από πολλά εργοστάσια μπήκαν στο συνδικάτο, με τους εργαζόμενους στη μονάδα της Φολκσβάγκεν στην Καλούγκα να οργανώνουν κι εκεί μια νικηφόρα απεργία. 

Στις αρχές του έτους, το δικαστήριο της Πετρούπολης διέταξε τη διάλυση του συνδικάτου, επικαλούμενο το νόμο περί «ξένων πρακτόρων», που ψηφίστηκε το 2012 και αφορά τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ότι αυτός ο νόμος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ενάντια σε ένα ταξικό συνδικάτο δείχνει τις νέες «προτεραιότητες» (και ανησυχίες) του καθεστώτος. Ενώ το κατηγορητήριο αποκαλύπτει την αντίληψη του κράτους για το ποιος «συνδικαλισμός» επιτρέπεται:

Το ότι το MPRA δέχτηκε δωρεές για την οργάνωση σεμιναρίων από την IndustriALL (διεθνής ένωση μεταλλεργατών σε πάνω από 100 χώρες του πλανήτη), στην οποία καταθέτει ετήσια συνδρομές, θεωρήθηκε «χρηματισμός από το εξωτερικό». Το ότι το MPRA εξέφρασε την αλληλεγγύη του σε μια απεργία οδηγών φορτηγών και συμμετείχε σε μια κινητοποίηση εργαζομένων σε φαστ-φουντ και μια απεργία γιατρών ενάντια στις περικοπές στα νοσοκομεία θεωρήθηκε ότι ξεπερνά το πλαίσιο δράσης του, που αφορά μόνο την προστασία των μελών του. Το ότι οργάνωσε ιντερνετική καμπάνια για αλλαγές στον εργατικό κώδικα της Ρωσίας θεωρήθηκε «εμπλοκή στην πολιτική».

Εν τω μεταξύ, στην «πατριωτική» καμπάνια ενάντια στα συνδικάτα πρωταγωνιστεί ο κυβερνήτης της Καλούγκα, γνωστός για τις άριστες σχέσεις του με αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Τογιότα, η Φορντ, η Φολκσβάγκεν...

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες