Τα χαμπέρια που έρχονται στον Μητσοτάκη από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις είναι μαύρα.

 Οι προβλέψεις για το «ριμπάουντ» ανάπτυξης, όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία Covid, θεωρούνται ήδη ανέκδοτο: όλοι οι σοβαροί αναλυτές, αλλά και οι «θεσμοί», αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για το 2021, ενώ προειδοποιούν ότι στα τέλη του 2022 ο όγκος της «πραγματικής οικονομίας» θα είναι αισθητά μικρότερος από τον αντίστοιχο του 2019. Και αυτά ισχύουν με βάση το αισιόδοξο σενάριο, που προβλέπει ότι ο Covid θα έχει ελεγχθεί στις αρχές του 2021, σε αντίθεση με τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων που θεωρούν πιθανή την αρχή ενός τρίτου κύματος της πανδημίας στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021.

Αυτά όμως είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι η ΕΕ ήδη προετοιμάζεται για την «επόμενη μέρα» της δημοσιονομικής χαλάρωσης, που έγινε προσωρινά αποδεκτή λόγω Covid. Ο ESM ενισχύεται με αποφασιστικές αρμοδιότητες (που θα εγκριθούν μέσα στο Δεκέμβρη), ώστε να μπορέσει να επαναφέρει τις νόρμες του Συμφώνου Σταθερότητας -που περιλαμβάνουν ως «αποδεκτή» τη σχέση χρέους/ΑΕΠ στο 60%- αμέσως μόλις δοθεί το σήμα εξόδου από την πανδημία. Ο Κ. Σημίτης, στο άρθρο του στα «ΝΕΑ», όπου εκδήλωσε την πλήρη υποστήριξή του στο σχέδιο Πισσσαρίδη, προειδοποίησε με νόημα ότι «οι υπερχρεωμένες χώρες θα βρεθούν σύντομα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση».

Το σχέδιο Πισσαρίδη συγκεντρώνει την υποστήριξη όλων των «φυλών» του νεοφιλελευθερισμού: από τους ακραίους μουτζαχεντίν του χρήματος στις αγορές, τους φιλελεύθερους της ΝΔ που συνδυάζουν την προσήλωσή τους στο Θατσερισμό με μια κάποια επιμονή στο «επιτελικό κράτος», ως τους σοσιαλφιλελεύθερους του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ. Για όλους αυτούς θεωρείται δεδομένο ότι η χώρα βαδίζει «αντικειμενικά» προς μια σαρωτική αντιμεταρρύθμιση, που θα επιβληθεί είτε τώρα –«οικειοθελώς» και με εσωτερικές πολιτικές αποφάσεις- είτε αύριο, από την ΕΕ και τον ESM με μοχλό το χρέος και με μοντέλο τις μνημονιακές παρεμβάσεις μετά το ξέσπασμα του πρώτου κύκλου της διεθνούς οικονομικής κρίσης το 2010.

Και πράγματι αυτό προτείνει το σχέδιο Πισσαρίδη. Την επιβολή εγκαίρως μιας θηριώδους αντιμεταρρύθμισης, που θα αλλάξει δραστικά τον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Με άμεσο στόχο την ενίσχυση της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, ώστε αυτή να μπορέσει να σταθεί με μεγαλύτερες αξιώσεις μέσα στον παροξυσμό των ανταγωνισμών κατά τη θύελλα που έρχεται.

Το σχέδιο Πισσαρίδη συγκροτείται γύρω από 4 «απλές» ιδέες, παρμένες άμεσα από τον τυφλοσούρτη του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς κανένα κόπο για συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης του ελληνικού καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια αυτό το πόνημα πρέπει να θεωρείται πιθανότατα καταδικασμένο να καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ, αλλά αυτό σε τίποτα δεν μειώνει την επικινδυνότητά του: θα αποτελεί το νομιμοποιητικό μύθο για την πιο συγκεκριμένη πολιτική των αστικών κυβερνήσεων που θα αναλάβουν να υλοποιήσουν αυτήν την επικίνδυνη κατεύθυνση. Οι βασικές ιδέες αυτού του σχεδίου είναι:

Α) Θαρραλέα και διαρκής πολιτική μείωσης της φορολογίας επί των κερδών των επιχειρήσεων και διαρκής μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών. Οι «άριστοι» οικονομολόγοι του Μητσοτάκη γνωρίζουν ότι οι Έλληνες καπιταλιστές απέχουν από επενδύσεις που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις τους και γι’ αυτό εντοπίζουν το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» ως τη δεξαμενή από όπου σκοπεύουν να μεταφέρουν πόρους προς την ενίσχυση της κερδοφορίας. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι «νομπελίστες» δεν έχουν να πουν τίποτα για την τρομερή δυσαναλογία μεταξύ της φορολόγησης επί της κατανάλωσης και της φορολόγησης επί του εισοδήματος στην Ελλάδα, τίποτα για τη συστηματική φοροαποφυγή της κυρίαρχης τάξης, ούτε λέξη για την κορυφαία φοροκλοπή μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης (με είσπραξη από το κράτος μόνο του 30% του εισπραχθέντος από τις επιχειρήσεις ΦΠΑ), ούτε κιχ για το πρωτοφανές επίπεδο εισφοροκλοπής μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης (με την «παρακράτηση» πάνω από 7 δισ. ευρώ ετησίως εκ των καταβληθέντων εργατικών εισφορών στα λογιστήρια των επιχειρήσεων). Και αξίζει βεβαίως να προσθέσουμε ότι οι «σοφοί» της Επιτροπής Πισσαρίδη γνωρίζουν ότι σε μια περίοδο όπου η δημοσιονομική αυστηρότητα πρόκειται να επανέλθει, σε μια περίοδο όπου το κράτος στρέφεται σε μεγάλες δαπάνες εξοπλισμών, ο μόνος τρόπος για να καλυφθούν τα κενά που θα δημιουργήσει η φορολογική γενναιοδωρία προς τους πλούσιους θα είναι η αύξηση της φορολόγησης των εργαζομένων και των φτωχών.

Β) Συστηματική αύξηση της ελαστικότητας στις εργασιακές σχέσεις. Επί ΣΥΡΙΖΑ, σημειώθηκε εδώ μια αρνητική «πρωτιά» μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης: το 2017, για πρώτη φορά, οι συμβάσεις ελαστικής απασχόλησης έγιναν πλειοψηφικές μεταξύ των συμβάσεων νεοεισερχομένων στην εργασία. Το σχέδιο Πισσαρίδη αντιμετωπίζει αυτήν την εξέλιξη όχι ως αρνητική προσαρμογή σε μια κατάσταση κρίσης, αλλά ως θετική «πρόοδο», επιδιώκοντας να τη μονιμοποιήσει και να τη διευρύνει. Οι διαρκείς αναφορές στην «κινητικότητα της εργασίας», οι υποκρισίες για την «απασχολησιμότητα» των γυναικών και της νεολαίας, η απόλυτη αδιαφορία για την τύχη των ανέργων, έχουν ως στόχο να διατηρηθεί μαζικός ο «εφεδρικός στρατός» περιφερόμενης αναζήτησης εργασίας χωρίς δικαιώματα. Και προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι αποφάσεις στα πιο διαφορετικά πεδία: στην εργατική νομοθεσία, στην εκπαίδευση, στο συνταξιοδοτικό, στα κοινωνικά επιδόματα, θα πρέπει να καταργηθεί κάθε τι που θεωρείται «αντικίνητρο στην αναζήτηση εργασίας».

Γ) Ιδιωτικοποιήσεις χωρίς αναισθητικό. Εδώ το πεδίο δεν είναι καινούργιο. Αυτό το «χωράφι» έχει ήδη καλλιεργηθεί από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Όμως η επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει να καταργηθεί κάθε αναστολή, να υπάρξει η μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Τομείς που κάποτε εξαιρούνταν ως στρατηγικής σημασίας (ενέργεια), ως ευαίσθητοι (υγεία) ή ως μεγάλου κοινωνικού κόστους (ασφάλιση), μπαίνουν άμεσα στο στόχαστρο. Αξίζει μια ιδιαίτερη αναφορά στην ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης: Αφορά ένα τζίρο 50-60 δισ. ευρώ για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Ενέχει τεράστια επικινδυνότητα, καθώς είναι γνωστά τα «κανόνια» χρεοκοπίας γιγάντιων ασφαλιστικών διεθνώς, όταν το σύστημα έφτανε στην «ωρίμανση» (δηλαδή όταν οι ασφαλιστικές έπρεπε να αρχίζουν να πληρώνουν τα προσδόκιμα στους ασφαλισμένους). Ενέχει τεράστιες απειλές στο εναπομένοντα στο Δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, που θα υποχρεωθεί να χρηματοδοτεί την επικούριση στη μεταβατική γενιά των ασφαλισμένων, χωρίς να εισπράττει πλέον εισφορές επικούρισης. Στο πλευρό του Πισσαρίδη τάχθηκε σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης ο ανεκδιήγητος Τ. Γιαννίτσης, που βρήκε ευκαιρία να θυμίσει την απόπειρα αντιμεταρρύθμισης του 2001, το νόμο της κυβέρνησης Σημίτη που τελικά συνετρίβη από μια γιγάντια γενική απεργία. Στο μεταξύ, οι «εκσυγχρονιστές» είχαν προλάβει να καταργήσουν την απαγόρευση αξιοποίησης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο. Τη μέρα που ο Μ. Νεκτάριος -τότε διοικητής του ΙΚΑ, σήμερα μέλος της επιτροπής «σοφών»- ανακοίνωνε την είσοδο της ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων στη Σοφοκλέους, ο δείκτης στο χρηματιστήριο βρισκόταν στις 5.550 μονάδες. Οι τεράστιες απώλειες των συσσωρευμένων εισφορών των ταμείων -που έγιναν λαδάκι στη «φούσκα» των μετοχών- είναι προειδοποίηση για το τί μπορεί να συμβεί αν τους αφήσουμε να προχωρήσουν στην ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης.

Δ) Διαρκής πολιτική περικοπής των κοινωνικών δαπανών. Το σχέδιο Πισσαρίδη δικαιολογεί την πρωτοφανή απόφαση για μείωση των δαπανών για το δημόσιο σύστημα περίθαλψης εν μέσω της πανδημίας. Χαρακτηρίζει όλα τα προνοιακά επιδόματα όχι απλώς ως «περιττές πολυτέλειες», αλλά ως επικίνδυνα συμπτώματα «στρέβλωσης» (γιατί, λέει, καλλιεργούν «επανάπαυση» μπροστά στο καθήκον αναζήτησης εργασίας…). Βάζει, έτσι, τέλος ακόμα και στη σοσιαλφιλελεύθερη παράδοση για το ελάχιστο «δίχτυ ασφαλείας» των πιο αδύναμων και στρώνει το δρόμο για την απόλυτα ανάλγητη αντιμετώπιση όσων έπεσαν στην απόλυτη φτώχεια, ως ατομικά υπεύθυνων για την πτώση τους. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να κατανοήσει κανείς ότι αν αυτή η κατεύθυνση υλοποιηθεί, τότε ένα (διαρκώς διευρυνόμενο) τμήμα της κοινωνίας θα ωθηθεί στην απόλυτη εξαθλίωση λατινοαμερικάνικου τύπου.

Το σχέδιο Πισσαρίδη έχει μεγάλες και προφανείς αδυναμίες.

Αυτά τα ιδεολογήματα, που προβάλλονται ως πικρές αλλά αναγκαίες επιλογές για να αντιμετωπιστεί η σημερινή κρίση, υπήρξαν το καθοδηγητικό νήμα στις κυβερνητικές πολιτικές από το 1985 και μετά, τις πολιτικές που διεθνώς οδήγησαν στη μεγάλη κρίση του 2008. Σήμερα όλοι οι σοβαροί συστημικοί αναλυτές γνωρίζουν ότι η σκληρή νεοφιλελεύθερη στρατηγική μπορεί να καθοδηγήσει ένα καινούργιο «μεγάλο πλιάτσικο» σε βάρος των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά δεν μπορεί να οδηγήσει τον καπιταλισμό σε μια σταθερή και βιώσιμη έξοδο από την κρίση.

Οι «σοφοί» νομπελίστες μπορούν να αραδιάζουν μπούρδες, προσπαθώντας να παρουσιάσουν ως αναγκαίες τις πολιτικές ακραίας οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Ξεχνούν όμως ότι η επιβολή αυτών των μέτρων προϋποθέτει κυβερνήσεις ικανές για πολιτική «πυγμής». Ο Μητσοτάκης ξεδιπλώνει ήδη μια στροφή προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αναβάθμιση της κατασταλτικής πολιτικής δεν πρέπει να ερμηνεύεται μόνο από το μίσος του επιτελείου της ΝΔ απέναντι σε κάθε μορφή συλλογικού κινήματος, από το μίσος τους απέναντι στην Αριστερά. Πρέπει να ερμηνεύεται και με βάση την επίγνωση ότι αυτή η κυβέρνηση θα χρειαστεί να πάρει ακραία αντεργατικά/αντιλαϊκά μέτρα, που μπορούν να περάσουν μόνο με ακραία πολιτική πυγμής. Όμως αυτό είναι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις. Το υποχρεωτικό «συγνώμη» του Χρυσοχοΐδη απέναντι στις γυναικείες οργανώσεις στις 25/11, είναι μια προειδοποίηση για την αστάθεια που μπορεί να επιφέρει σε μια κυβέρνηση η μονομερής και επαναλαμβανόμενη επιλογή της καταστολής.

Όμως η στρατηγική πλήρους «απελευθέρωσης» της απληστίας των καπιταλιστών που εισηγείται το σχέδιο Πισσαρίδη, μπορεί να έχει και απρόσμενες παρενέργειες. Οι μεγάλοι όμιλοι, οικογένειες και συμμαχίες επιχειρήσεων, δεν επωφελούνται όλοι εξίσου και ταυτόχρονα από αυτήν τη στρατηγική. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την τρέχουσα επικαιρότητα: η ζήτηση για μετοχές του ΟΠΑΠ εκτοξεύτηκε, όταν η διοίκηση του οργανισμού ανακοίνωσε ότι με βάση τη σύμβαση ιδιωτικοποίησής του το 2011, ο ΟΠΑΠ θα φορολογείται για τη δεκαετία του 2020-30 με φορολογικό συντελεστή μόνο 5% επί των κερδών του (τα οποία έτσι αυξάνουν «αυτόματα» κατά 340 εκατ. ευρώ ετησίως). Ακόμα ανακοινώθηκε ότι εκείνη η λαμπρή σύμβαση (που ενέκρινε το ΤΑΙΠΕΔ κι άφησε ανέγγιχτη η κυβέρνηση Τσίπρα) ορίζει ότι τα 370 εκατ. ευρώ εκ του τιμήματος που τότε κατέβαλαν οι αγοραστές, θωρούνται προκαταβολή φόρου για τη δεκαετία 2020-30, που «μοχλευόμενα» θα πρέπει σήμερα να αναγνωριστούν ως 1,5 δισ. ευρώ!

Σε απλά ελληνικά, αυτά σημαίνουν ότι στα επόμενα 10 χρόνια ο ΟΠΑΠ δεν θα καταβάλει ούτε σέντσι για φόρους και, αν δεν τροποποιηθεί η σύμβαση, στο τέλος της δεκαετίας ο οργανισμός θα διεκδικεί επιστροφή προκαταβληθέντος φόρου από το Δημόσιο! Όμορφες δουλειές, αγγελικά πλασμένες… Πριν όμως στεγνώσει το μελάνι στη δημοσιοποίηση αυτών των λαμπρών ειδήσεων, η εφημερίδα «Το Βήμα» (του Β. Μαρινάκη) και η «Δημοκρατία» έριξαν στον Μητσοτάκη την τορπίλη για τα διπλά βιβλία στην τήρηση των στοιχείων για την πανδημία. Όπως το έθεσε μια άλλη εφημερίδα, το πάρτι για τους καπιταλιστές που στρώνει το σχέδιο Πισσαρίδη, μπορεί να εξελιχθεί σε ναρκοπέδιο για τον Μητσοτάκη, που θα κληθεί να διαιτητεύσει ένα φρενήρη και άγριο ανταγωνισμό για το ποιος θα αρπάξει πρώτος τις μεγαλύτερες «ευκαιρίες».

Αυτή η πολιτική όχι μόνο πρέπει, αλλά είναι και εφικτό να ανατραπεί. Στις συνθήκες της πανδημίας η άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στις κινητοποιήσεις και στις δράσεις έχει γίνει δύσκολη. Όμως η γενικότερη υποστήριξη που είχαν και έχουν όσοι κινητοποιούνται (πχ στο Πολυτεχνείο, πχ στις 25/11) είναι μια ηχηρή προειδοποίηση στην κυβέρνηση. Η κοινωνία θα «ανοίξει», η αντίσταση θα πλατύνει και θα κλιμακωθεί. Οι «νέες ιδέες» του Πισσαρίδη, η πολιτική του Μητσοτάκη, δεν θα περάσουν!

Ετικέτες