Με μια δια πλειοψηφίας απόφαση της Πολιτικής Γραμματείας –στην πραγματικότητα των μελών της που πρόσκεινται στο Αριστερό Ρεύμα και την ΑΡΑΣ– δρομολογείται μια απόπειρα επανεκκίνησης της ΛΑΕ.

Πρόκειται για μια πρόσκληση επαναλειτουργίας των τοπικών Πολιτικών Επιτροπών (αφού αυτές «αναδιαταχθούν» με συγχωνεύσεις και αλλαγές) και την υπόσχεση για μια σύγκλιση –στο μέλλον– μιας «πανελλαδικής συνάντησης» (απ’ όσα γνωρίζω, δεν υπάρχει καταστατική πρόβλεψη για τέτοιου είδους όργανο…), που θα συζητήσει τα αναγκαία ζητήματα αυτοκριτικής και τα ακόμα πιο αναγκαία ζητήματα της πολιτικής φυσιογνωμίας αυτού του «μετώπου», που αλλιώς ξεκίνησε κι αλλιώς εξελίχθηκε.

Ας αρχίσουμε με τα τυπικά. Κορυφαίο όργανο της ΛΑΕ ανάμεσα στις Συνδιασκέψεις της, καταστατικά προβλέπεται ότι είναι το Πολιτικό Συμβούλιο (ΠΣ), τα μέλη του οποίου εκλέγονται από τη Συνδιάσκεψη και εκλέγουν την ΠΓ, η οποία λογοδοτεί στο ΠΣ. Το τελευταίο ΠΣ της ΛΑΕ συγκλήθηκε (πριν πολλούς μήνες) αμέσως μετά τη συντριπτική πολιτική ήττα στις ευρωεκλογές (0,56%) και πριν την πολιτική καταστροφή στις εθνικές εκλογές (0,28%). Το ΠΣ αποφάσισε τότε –δια πλειοψηφίας– το αυτόνομο κατέβασμα της ΛΑΕ στις εθνικές εκλογές, ενώ παρέπεμψε τη συζήτηση για την αυτοκριτική της ΛΑΕ, τα πολιτικά συμπεράσματα από την πορεία της και την απόφαση για το μέλλον της ΛΑΕ, σε έκτακτη Συνδιάσκεψη που όφειλε να συγκληθεί μέσα στο φθινόπωρο του 2019. Η κατεύθυνση αυτή δεν υλοποιήθηκε.

Η πλειοψηφία της ΠΓ, που σήμερα αποφασίζει την επανεκκίνηση της ΛΑΕ, ξεπερνά, κατά τη γνώμη μου, πολύ «εύκολα» αυτό το ζήτημα ως σκέτα «τυπικό». Δεν είναι. Μετά από τόσο σοβαρές ήττες, η τήρηση κάποιων ουσιαστικών διαδικασιών είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση τόσο για να εμπνευστεί ξανά ένας κόσμος, όσο και για να διασφαλιστεί μια πειστικότητα στις πολιτικές απαντήσεις απέναντι στα ερωτήματα που καθόρισαν την τύχη του εγχειρήματος.

Τιμώντας τις σχέσεις που αναπτύξαμε με πολλούς συντρόφους και συντρόφισσες μετά από πολλά χρόνια πολιτικής συνεργασίας, δεν θελήσαμε και δεν θέλουμε να δώσουμε συνέχεια και βάρος σε αυτή την παραβίαση της «τυπικότητας». Τα πολιτικά ζητήματα είναι εντέλει τα καθοριστικά.

Η ΛΑΕ ξεκίνησε για να αναμετρηθεί με ένα αυτονόητο και πολύ σημαντικό καθήκον: να δώσει κοινή πολιτική και οργανωτική έκφραση στην από τα αριστερά αντίσταση στη νεομνημονιακή κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ. Η ήττα στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 ήρθε κυρίως κάτω από το βάρος «αντικειμενικών» παραγόντων (εκβιασμός ΤΙΝΑ, αμφιβολίες ενός πλατύτερου κόσμου για την «κωλοτούμπα» ΣΥΡΙΖΑ, διαλυτικές συνέπειες της απογοήτευσης κ.ο.κ.), αν και ήταν σαφές ότι ενυπήρχαν και «υποκειμενικές» πολιτικές ευθύνες. Παρ’ όλα αυτά η ΛΑΕ εξακολουθούσε να είναι ένας πόλος συσπείρωσης ενός πολύ σημαντικού δυναμικού, όπως φάνηκε από τη συμμετοχή στις διαδικασίες της Συνδιάσκεψής της. Το στοίχημα ήταν να συγκροτηθεί αυτός ο κόσμος, να παρέμβει συστηματικά στην αντίσταση στο μνημόνιο 3, να χτίσει μια πολιτική εναλλακτική από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Το στοίχημα αυτό χάθηκε κυρίως από τις ηγετικές πολιτικές ευθύνες και τα τραγικά λάθη που ακολούθησαν, μέσα βέβαια σε εξαιρετικά δύσκολες και πρωτότυπες συνθήκες:

Η αναγκαία κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε σε έναν επιθετικό βερμπαλισμό, με περιορισμένο πολιτικό περιεχόμενο, που έχανε συχνά τη βασική εκτίμηση ότι η στόχευση της ΛΑΕ όφειλε να είναι στο «ακροατήριο» των αριστερών ανθρώπων που απογοητεύονταν από την πολιτική Τσίπρα. Αντί αυτής της επιλογής, που στις εκλογές αποδείχθηκε ότι αφορούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ο ηγετικός λόγος της ΛΑΕ άρχισε σταδιακά να αναζητά τα, τάχα, πλατύτερα «εθνικά» ακροατήρια και κώφευσε στις προειδοποιήσεις ότι αυτά δεν υπάρχουν (ή ακριβέστερα δεν υπάρχουν για έναν σχηματισμό που είχε ταυτοτικά δομηθεί ως ριζοσπαστική Αριστερά).

Η ηγεσία της ΛΑΕ «διάβασε» τελείως λανθασμένα τις εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ της παγκοσμιοποίησης (Τραμπ, Brexit, ανάδυση του φιλελευθερισμού «εθνικής προτεραιότητας»). Εκτιμώντας αυτές τις εξελίξεις ως «αντικειμενικά προοδευτικές», άρχισε, σταδιακά, να στρέφεται προς μια στρατηγική «εθνικού ρεπουμπλικανισμού», υποχωρώντας από την επιμονή στον φυσιογνωμικό αντικαπιταλισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αναλύσεις για την «εξάντληση της δυναμικής της διεθνούς Αριστεράς», για τον (τάχα) «νέο ρόλο του εθνικού κράτους, που αποτελεί αποκούμπι των εργαζομένων και των φτωχών στα δεινά της παγκοσμιοποίησης», η υπερεπένδυση στην «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» (που στην πράξη οδηγούσε σε έναν άκριτο, παρεξηγήσιμο και άσχετο με την πραγματικότητα «εξωραϊσμό» της Ρωσίας του Πούτιν), μαζί με τη φιλοξενία στις σελίδες της Iskra των σκληρών ιδεολόγων της νέας Alt Right και των ντόπιων «ψεκασμένων» ομολόγων της, έγιναν παράγοντες σύγχυσης, αποπροσανατολισμού και αποστράτευσης στις γραμμές της ΛΑΕ.

Το κρίσιμο βήμα ακολούθησε στη συνέχεια. Ο ηγετικός λόγος της ΛΑΕ υποβάθμισε τον κίνδυνο της ρατσιστικής και εθνικιστικής ακροδεξιάς, παρά τις προθέσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών. Οι τοποθετήσεις π.χ. για τα εθνικιστικά συλλαλητήρια των μακεδονομάχων, η έμφαση στο ζήτημα της «ασφάλειας των συνόρων», η αναζήτηση μιας στρατηγικής ενότητας του «πατριωτικού χώρου», ήταν πολιτικές που –ίσως– ταίριαζαν στο ΔΗΚΚΙ ή στο ΕΠΑΜ, όμως ήταν αδύνατον να υλοποιηθούν από τη σύνθεση της ΛΑΕ, ακόμα και από την πλειοψηφία του Αριστερού Ρεύματος. Η απόσταση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στην «κεντρική πολιτική εκφώνηση» και τις διαθέσεις (ακόμα και τον καθημερινό προγραμματισμό) των μελών, ήταν μια δραματική προειδοποίηση για την επερχόμενη κατάρρευση. Η ΛΑΕ πρώτα γνώρισε μια σημαντική αποσυσπείρωση, στη συνέχεια απομονώθηκε από ένα αριστερό δυναμικό και τελικά έφτασε στην εκλογική συντριβή.

Η πολιτική διόρθωση δεν έγινε εφικτή, γιατί η ΛΑΕ λειτουργούσε ήδη με ένα υπερσυγκεντρωτικό-αρχηγικό τρόπο, που θα ήταν ακατάλληλος και για ένα «μονολιθικό κόμμα», ενώ ήταν πλήρως ασύμβατος με ένα πολυτασικό «μέτωπο». Οι ευθύνες, ασφαλώς, δεν περιορίζονται σε πρόσωπα. Σε ό,τι μας αφορά, αναζητούμε τους άξονες της αναγκαίας αυτοκριτικής μας στα εξής: Πόσο γρήγορα έπρεπε να αποφασίσουμε ότι η έμφαση στην αναγκαιότητα συγκρότησης πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς είχε πλέον κριθεί; Πόσο γρήγορα και αποφασιστικά έπρεπε να προχωρήσουμε στη συγκρότηση εσωτερικού «μπλοκ» αντιπολίτευσης, μαζί με την ΑΡΑΝ και την ΑΡΑΣ; Πόσο γρήγορα έπρεπε να μην περιοριζόμαστε πλέον στο «εσωτερικό» της ΛΑΕ, αλλά να πάρουμε και πρωτοβουλίες έξω και πέρα από αυτήν; Σε αυτά τα ζητήματα επιχειρήσαμε να απαντάμε με την πολιτική και οργανωτική στάση μας στα τελευταία χρόνια και, τελικά, με τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψής μας.

Οι σύντροφοι και συντρόφισσες που πήραν την απόφαση της «επανεκκίνησης» της ΛΑΕ, υποτιμούν το γεγονός ότι τα πολιτικά ζητήματα που ανέδειξε η πορεία της ΛΑΕ προς την εκλογική συντριβή, δεν έχουν απαντηθεί με έναν τρόπο ενωτικό και αξιόπιστο, σε οποιοδήποτε επίπεδο, μέσα στη ΛΑΕ. Η αποδοχή της παραίτησης του σ. Π. Λαφαζάνη δεν είναι απάντηση σε αυτό το καίριο ζήτημα. Πολύ περισσότερο που ο σ. Π.Λ. επιμένει στις απόψεις του, εξακολουθεί να παίρνει πρωτοβουλίες προς τη συγκρότηση του «εθνικού/πατριωτικού χώρου».  

Στις αποφάσεις του Αριστερού Ρεύματος, παρά την ουσιαστική διόρθωση προς την πολιτική ενότητας της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιβιώνουν στοιχεία που οδήγησαν στην προηγούμενη ήττα.

Μας είναι κατανοητό ότι προβλήματα που είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες αυτού του χώρου, είναι σοβαρά κι επικίνδυνα και ότι τόσο σημαντικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν ακαριαία. Όμως σε ποια πολιτική βάση θα επιχειρηθεί η «επανεκκίνηση» της ΛΑΕ;

Όλοι γνωρίζουν ότι το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Γι’ αυτό, άλλωστε, αναγνωρίζεται ότι η «επανεκκίνηση» είναι μια μεταβατική επιλογή, μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για μια νέα αναγκαία πολιτική πρωτοβουλία, που ως βήμα αφετηρίας θα έχει τη συγκρότηση ενός ευρύτερου «Χώρου Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς». Θεωρούμε ότι προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούν όλοι, χωρίς όμως ενδιάμεσες «μεταβατικές» οργανωτικές συγκροτήσεις που είναι στον αέρα. Ο καθένας και η καθεμιά οφείλει να παρουσιάσει καθαρά την «ταυτότητά του», να ξεδιπλώσει τις πολιτικές επιλογές του, και στη βάση αυτή να προκύψουν οι όποιες αναγκαίες νέες σχέσεις, συμμαχίες και απόπειρες.

Σε ό,τι μας αφορά, δεν έχουμε καμιά πρόθεση να επαναλάβουμε τα αρνητικά φαινόμενα σύγκρουσης και ανθρωποφαγίας που συνήθως συνδυάζονται με τις οργανωτικές διασπάσεις στην Αριστερά. Διαφωνούμε με τους συντρόφους και συντρόφισσες που αποφάσισαν την «επανεκκίνηση» της ΛΑΕ, θεωρούμε ότι αυτό το σχήμα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να «περπατήσει». Όμως κρατάμε στο μυαλό μας ότι με τους περισσότερους συντρόφους και συντρόφισσες που κάνουν αυτή την επιλογή, έχουμε δουλέψει μαζί και θέλουμε να δουλέψουμε ξανά μαζί, σε νέα πολιτική βάση, στο μέλλον. Γι’ αυτό, αν και δεν πρόκειται να τους ακολουθήσουμε στην «επανεκκίνηση» της ΛΑΕ, θα συνεχίσουμε να αρνούμαστε κάθε προσπάθεια διαχωρισμού και αποκλεισμού, τόσο μέσα στις κινηματικές αντιστάσεις, όσο και μέσα στις πολιτικές διεργασίες που είναι σε εξέλιξη ή και αυτές που –εξ αντικειμένου– θα επωαστούν στο μέλλον.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες