Μετά τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στη Θουριγγία το Die Linke ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης με το SPD και τους Πράσινους, από τις οποίες είναι πολύ πιθανό να προκύψει ο Μπόντο Ράμελοβ ως ο πρώτος «κόκκινος» πρωθυπουργός κρατιδίου στη Γερμανία.

Έχει ξεσπάσει μεγάλη αναστάτωση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, επειδή το SPD βρίσκεται σε μεγάλο συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ενδεικτική του κλίματος είναι η πρωτοφανής δήλωση του Γερμανού προέδρου Γιόαχιμ Γκάουκ ότι δυσκολεύεται πολύ να εμπιστευτεί το Die Linke, τουλάχιστον κάποια τμήματα του. Επίσης, ήδη διάφορα συστημικά μέσα αντιμετωπίζουν το γεγονός αυτό σαν να είναι το ξεκίνημα της επανάστασης. Είναι όμως;

Στο προεκλογικό του πρόγραμμα το Die Linke ζητούσε μια σαφή αλλαγή της πολιτικής προς όφελος των πιο αδύναμων: κατάργηση τροφείων σε παιδικούς σταθμούς, περισσότεροι δάσκαλοι και δασκάλες, στήριξη συλλογικών διαπραγματεύσεων, οικονομική ενίσχυση δήμων και κοινοτήτων, ανθρώπινη μεταναστευτική πολιτική και απαγόρευση επαναπροωθήσεων, καθαρή γραμμή ενάντια στην ακροδεξιά κλπ.

Οι έως τώρα διαπραγματεύσεις επίσης περιέχουν πρόθεση για μια δίκαιη κοινωνική πολιτική. Βέβαια συχνότατα η διάσταση μεταξύ προθέσεων και υλοποίησης είναι μεγάλη. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση δεν υπάρχει πρόβλεψη για το πώς θα χρηματοδοτηθούν τα κοινωνικά μέτρα. Αντιθέτως, υπάρχει συμφωνία μεταξύ των τριών κομμάτων ότι θα πρέπει να μπει τέλος στον κρατικό δανεισμό. Και τα τρία κόμματα δεν παύουν να τονίζουν ότι υπάρχει μεγάλος βαθμός συμφωνίας μεταξύ τους, ενώ όταν ρωτήθηκε ο Ράμελοβ ποιο ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι των διαπραγματεύσεων, απάντησε «κανένα».

Η απάντηση αυτή δικαίως γεννά ερωτήματα, αφού το SPD και οι Πράσινοι είναι τα κόμματα που είτε πήραν σκληρά μέτρα, είτε στήριξαν και στηρίζουν ενεργά όλες τις πολιτικές λιτότητας τα τελευταία χρόνια και εξηγεί επίσης τον ασαφή τρόπο με τον οποίο είναι πλέον διατυπωμένες καίριες προεκλογικές θέσεις του Die Linke (π.χ. για τη διάλυση της ΚΥΠ, την κατάργηση του λιγνίτη, περικοπές στα πανεπιστήμια…). Το κείμενο των διαπραγματεύσεων είναι βέβαια αρκετά διαφωτιστικό σε αυτό το σημείο, καθώς αναφέρει ότι τα τρία κόμματα θέλουν να είναι «εταίροι τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών και εργοδοτικών οργανώσεων».

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν μεγάλες ελπίδες ότι η κυβερνητική συμμετοχή του Die Linke και ένας πρωθυπουργός που προέρχεται από αυτό μπορούν να εφαρμόσουν κοινωνική πολιτική. Και η αλήθεια είναι ότι μια εμμονή στην υλοποίηση των προεκλογικών διακηρύξεων θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ότι μεγάλες αλλαγές στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι εφικτές. Δυστυχώς όμως όλα τα προηγούμενα παραδείγματα συμμετοχών του Die Linke (και του PDS παλιότερα) σε κυβερνήσεις έδειξαν ότι αφενός δεν στάθηκε δυνατό να σταματήσουν αντιλαϊκά μέτρα και αφετέρου καταποντίστηκαν εκλογικά στις επόμενες αναμετρήσεις (Βερολίνο, Βρανδεμβούργο, Μέκλενμπουργκ).

Δεν διαφαίνεται κάτι διαφορετικό ούτε στην περίπτωση της Θουριγγίας. Με το βλέμμα στον πιθανό σχηματισμό κυβέρνησης και την πρωθυπουργία, ο Μπόντο Ράμελοβ δήλωνε προεκλογικά: «θα τα κάνω όλα όπως πρέπει… Δεν υπόσχομαι σε κανέναν ότι θα τυπώσω χρήματα στο υπόγειο. Ήμασταν ενάντια σε όσους έλεγαν να βάλουμε φρένο στον κρατικό δανεισμό, τώρα όμως το φρένο αυτό ισχύει… τα ταμεία είναι άδεια». Και είναι βέβαια αλήθεια ότι με άδεια ταμεία κοινωνική πολιτική δεν μπορείς να κάνεις. Εκτός βέβαια αν πεις, και μάλιστα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ότι πρέπει να φορολογηθούν οι πλούσιοι. Η κυβερνητική συμμαχία ωστόσο με SPD και Πράσινους καθιστά μια τέτοια πρόταση αδύνατη.

Μετά από όλα αυτά το ερώτημα είναι αν η κυβερνητική συμμετοχή και πρωθυπουργία είναι πραγματικά προς όφελος και του Die Linke ως κόμμα, αλλά πολύ περισσότερο του εργατικού κόσμου τον οποίο αντιπροσωπεύει. Η διατύπωση που υπάρχει στο πρόγραμμα του Die Linke ισχύει απόλυτα: «Το Die Linke επιδιώκει κυβερνητική συμμετοχή μόνο αν μέσα απ’ αυτή μπορούμε να πετύχουμε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων. Δεν πρόκειται να συμμετάσχουμε σε μια κυβέρνηση που διεξάγει πολέμους και επιτρέπει επεμβάσεις του ομοσπονδιακού στρατού στο εξωτερικό, η οποία υποστηρίζει εξοπλιστικά προγράμματα και μιλιταρισμό, κάνει ιδιωτικοποιήσεις, καταλύει το κοινωνικό κράτος και η πολιτική της δυσχεραίνει τη λειτουργία του δημόσιου τομέα».

Τα παραπάνω θα έπρεπε να μπαίνουν στις διαπραγματεύσεις ως ελάχιστες προϋποθέσεις από την πλευρά του Die Linke. O Ράμελοβ ωστόσο μέχρι τώρα έχει διατυπώσει μόνο κάποιες βασικές θέσεις και όχι προαπαιτούμενα. Το Die Linke δεν θα πρέπει να επιδιώκει, ειδικά στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής κρίσης, την με κάθε τίμημα κυβερνητική συμμετοχή. Αντίθετα, οφείλει να στρέψει όλες τις δυνάμεις του σε μια μαχητική αντιπολίτευση, αντί να διαπραγματεύεται με αυτούς που συνευθύνονται για τα αντιλαϊκά μέτρα. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση από μόνης της μπορεί να προσφέρει μεγάλη βοήθεια στις κινηματικές διαδικασίες.

Με την τακτική που επέλεξε το Die Linke στη Θουριγγία, δυστυχώς αφήνει ελεύθερο το πεδίο της αντιπολίτευσης σε ακροδεξιές (και διαπλεκόμενες) δυνάμεις όπως η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland -AfD), οι οποίες όμως τώρα μπορούν να παρουσιαστούν ως η «μοναδική αντισυστημική φωνή» απέναντι στον συνασπισμό εξουσίας.