Η εμπειρία των μηνών που πέρασαν, μπορεί να αλλάξει το πολιτικό τοπίο στη Σκοτία
Τελικά η μεγάλη ανατροπή δεν ολοκληρώθηκε στη Σκοτία. Προς το τέλος οι αναποφάσιστοι έγειραν προς το «Όχι» και το αποτέλεσμα ήταν η επικράτησή του με 55%.
Αλλά η δημοσιότητα που πήρε στα διεθνή ΜΜΕ το δημοψήφισμα της 18/9 για την ανεξαρτησία στη Σκοτία και τα όσα έγιναν τους μήνες που πέρασαν, δείχνουν πως η διάλυση της Μ. Βρετανίας ήταν πιθανή και πως θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις, πράγμα που προκάλεσε στις άρχουσες τάξεις στη Μ. Βρετανία και την Ευρώπη μεγάλη αγωνία.
Από το κύμα υστερίας, ξεχωρίζει η ανακοίνωση της Deutsche Bank, που σύγκρινε τις συνέπειες πιθανής επικράτησης του «Ναι» με αυτές της κρίσης του ’30!
Στο Νησί, η άρχουσα τάξη φοβήθηκε ότι απειλείται η ισχύς, η συνοχή και το κύρος της κυβέρνησης, αλλά και συνολικότερα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ακόμα και η σταθερότητα του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Η βρετανική άρχουσα τάξη (και οι διεθνείς της σύμμαχοι) μπήκε σε έναν απεγνωσμένο αγώνα, τα έδωσε όλα για να κερδίσει τη μάχη του «Όχι» –και τελικά την κέρδισε.
Το αντιδραστικό μέτωπο του «Όχι» περιέλαβε τα 3 μεγάλα αστικά κόμματα (Τόρηδες, Εργατικοί, Φιλελεύθεροι), το ακροδεξιό UKIP (1ο κόμμα στις πρόσφατες ευρωεκλογές με 27,5%), φασιστικές οργανώσεις (που οργάνωσαν επεισόδια μετά τη νίκη του «Όχι»), τα αστικά ΜΜΕ, μεγάλα τμήματα του στρατού και του κλήρου και την πλειοψηφία των μεγάλων καπιταλιστών σε Αγγλία και Σκοτία.
Το «μαστίγιο» ενάντια στην προοπτική ανεξαρτησίας έφτασε σε επίπεδα παροξυσμού:
Εκτοξεύονταν συστηματικά απειλές που ακούσαμε κι εμείς για το ενδεχόμενο νίκης του ΣΥΡΙΖΑ: οι τράπεζες θα φύγουν, η Σκοτία θα χάσει τη λίρα ως νόμισμα, οι τιμές των προϊόντων θα αυξηθούν, θα γίνει λοιμός, σεισμός και καταποντισμός...
Σύμφωνα με τους Financial Times, τις τελευταίες μέρες ο Κάμερον τηλεφώνησε σε μεγάλες προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου, έκανε ένα «κάλεσμα στα όπλα» και οργάνωσε μαζί τους ένα δείπνο τη Δευτέρα πριν από το δημοψήφισμα. Αμέσως μετά, ω του θαύματος, πάνω από 100 μεγάλες επιχειρήσεις (BP, John Lewis, B & Q, Standard Life κ.ά.) έβγαλαν ανακοινώσεις με κινδυνολογία περί «απώλειας θέσεων εργασίας» και αυξήσεων στις τιμές.
Όμως έγινε κατανοητό ότι η τακτική της στείρας πόλωσης ωθούσε την πλευρά του «Ναι» στη νίκη. Τις μέρες που πέρασε μπροστά το «Ναι», επικράτησαν ο πανικός και τα πιο γελοία επιχειρήματα («μη στερήσετε τη Σκοτία από τη βασίλισσα», «μη ραγίσετε την καρδιά του Κάμερον», «μην παρασύρεστε από τον Τσάβες του Βορρά»...).
Από τον Guardian μέχρι τη σκοτσέζικη Αριστερά, όλοι σχολίαζαν πως ο δεξιός Τύπος και οι χειρισμοί του Λονδίνου εξελισσόταν στον... καλύτερο σύμμαχο του «Ναι». Όπως είπε ο Βρετανός κωμικός Μαρκ Στιλ, το επόμενο βήμα θα ήταν να... ξεθάψουν τη Θάτσερ.
Η αντοχή του «Ναι», που παρ’ όλη την υστερία έδειχνε να κερδίζει στο νήμα, και οι αδέξιες κινήσεις πανικού, οδήγησαν σε αλλαγή τακτικής. Έτσι τις τελευταίες μέρες ο Κάμερον αναγκάστηκε να υποσχεθεί παραχωρήσεις προς τον Σκοτσέζο πρωθυπουργό Αλ. Σάλμοντ και να «μαλακώσει» τη μέχρι πρότινος «άκαμπτη» στάση του. Με αυτήν την πολιτική μανούβρα πιθανώς να έσωσε την κατάσταση στο «παρά πέντε».
Ο Κάμερον δέχτηκε το δημοψήφισμα από υπερβολική αυτοπεποίθηση, ξεκινώντας από τη θέση «ανεξαρτησία ή το υπάρχον καθεστώς». Στην τελική ευθεία, οι ηγέτες των Τόρηδων, Εργατικών και Φιλελευθέρων αναδιπλώθηκαν από κοινού και υποσχέθηκαν μεγαλύτερη αποκέντρωση εξουσιών στη Σκοτία (και στα υπόλοιπα έθνη του Ηνωμένου Βασίλειου), κι ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα δίνει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη αυτονομία της σκοτσέζικης κυβέρνησης πάνω στη φορολογική πολιτική και το κοινωνικό κράτος, «αρκεί να μείνετε μαζί μας».
Τελικά, παρ’ όλη τη δύναμη του «μαστιγίου», χρειάστηκε να συνοδευτεί από «καρότο», και ήταν αυτή η προσθήκη που όπως φαίνεται απέδωσε κυρίως καρπούς στην τελική ευθεία.
Η τακτική και οι αντιφάσεις του κυβερνώντος SNP, του μεγαλύτερου υποστηρικτή της καμπάνιας του «Ναι», πριόνισαν τις πιθανότητες νίκης. Μόνο μετά το 2ο ντιμπέιτ στις 25 Αυγούστου ο Αλ. Σάλμοντ άρχισε να εστιάζει στα ταξικά ζητήματα όπως το δημόσιο σύστημα υγείας, η φτώχεια, ο φόρος της κρεβατοκάμαρας (βρετανικό χαράτσι), και ήταν τότε που το «Ναι» πλησίασε ή και προσπέρασε στα γκάλοπ. Αλλά το έκανε χωρίς αποφασιστικότητα και με σημαντική καθυστέρηση.
Μετά τη νίκη του «Όχι», τα νεοφιλελεύθερα κόμματα-υποστηρικτές του άρχισαν δηλώσεις του τύπου «ο λαός μίλησε, προχωράμε ενωμένοι», ενώ ο Αλ. Σάλμοντ δήλωσε ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα, μετά τις υποσχέσεις Κάμερον για μεγαλύτερη αποκέντρωση. Αυτά φαίνεται να δικαιώνουν εκείνα που γράφαμε λίγες βδομάδες πριν:
«Μέγιστη αποκέντρωση», «devo max», είναι η επιλογή που ωριμάζει στη σκοτσέζικη ελίτ. Αυτό θα επέτρεπε στο σκοτσέζικο κοινοβούλιο να ελέγξει όλες τις κρατικές λειτουργίες (συμπεριλαμβανομένων και των φόρων), με εξαίρεση αυτές που ελέγχονται από τα υπουργεία Εξωτερικών, Άμυνας και την Τράπεζα της Αγγλίας. Η «devo max» είναι αυτό που μπορεί να πετύχει το SNP βραχυμεσοπρόθεσμα... Πρακτικά αυτό επιδιώκει άλλωστε και ο Σάλμοντ, αξιοποιώντας ως διαπραγματευτικό όπλο το δημοψήφισμα... Η «devo max» θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία των Τόρηδων, αν ήταν πολιτικά αναγκαίο. Ο Βρετανός Κάμερον βεβαίως θέλει τη νίκη του «Όχι», αλλά ξέρει ότι ακόμα κι έτσι το αίτημα για περαιτέρω αυτονόμηση δεν θα σταματήσει... ήδη κάποιοι διανοούμενοι των Τόρηδων, όπως ο Τιμ Μοντγκόμερι, ενθαρρύνουν αυτήν την κατεύθυνση... Απ’ ό,τι φαίνεται, έχουμε να κάνουμε με μια διαπραγμάτευση κορυφής, όπου και από τις δυο πλευρές υπάρχει χώρος και διάθεση για έναν «έντιμο συμβιβασμό». («Η πιθανή ανεξαρτησία της Σκοτίας προκαλεί αναταράξεις»)
Πράγματι, η ορμή του αιτήματος για ανεξαρτησία έκανε «πολιτικά αναγκαία» για τους Τόρηδες την παραχώρηση διευρυμένων δικαιωμάτων στο σκοτσέζικο κοινοβούλιο και πράγματι, το SNP δείχνει πρόθυμο να συμβιβαστεί με αυτήν τη διευθέτηση και να επιχειρήσει να βάλει τέλος στη συζήτηση περί ανεξαρτησίας και όλα τα «δαιμόνια» που αυτή ανακίνησε.
Οι πρώτες αναλύσεις της ψήφου είναι αποκαλυπτικές για το «κοινωνικό μπλοκ της ανεξαρτησίας:
Πρώτον, οι ψηφοφόροι του «Ναι» ήταν νεότεροι. Το 71% των 16-17 χρόνων ψήφισαν «Ναι». Με την εξαίρεση των 18-24, όπου το «Ναι» πήρε 48%, όλες οι ηλικίες έως και τα 55 ψήφισαν «Ναι». Το ποσοστό πέφτει στο 43% στις μεγαλύτερες ηλικίες και κατρακυλά στο 27% στις ηλικίες 65 και άνω.
Δεύτερον, και σημαντικότερο, το «Ναι» επικράτησε στις 4 περιοχές με τη μεγαλύτερη ανεργία (μ.ό. 17,5%) και φτώχεια (μ.ό. 19%), ενώ ηττήθηκε στις 4 περιοχές με τη μικρότερη μέση ανεργία και φτώχεια (9%).
Στα κριτήρια ψήφου, οι ψηφοφόροι του «Ναι» ψήφισαν κυρίως για να προστατέψουν το δημόσιο σύστημα υγείας και επειδή ήταν αγανακτισμένοι με τις πολιτικές της Βουλής του Ηνωμένου Βασιλείου (Westminster).
Από την άλλη, οι ψηφοφόροι του «Όχι» φαίνεται πως «λύγισαν» στην τρομοκρατία (κυρίαρχοι οι φόβοι να χάσουν τη λίρα ως νόμισμα ή να κινδυνεύσουν οι συντάξεις), αν και ο ένας στους τέσσερις που ψήφισε «Όχι» ελπίζοντας σε συνδυασμό «διευρυμένης αυτονομίας» και «της ασφάλειας που παρέχει το Η.Β.» είναι μάλλον αυτός που έκρινε στην τελική ευθεία το αποτέλεσμα.
Τα ίδια τα βρετανικά ΜΜΕ δηλώνουν ότι «τίποτα δε θα είναι όπως πριν» σε Σκοτία και Ηνωμένο Βασίλειο, ότι το αποτέλεσμα δεν αποτελεί λευκή επιταγή στο Westminster να συνεχίσει όπως πριν, ότι το κατεστημένο έχει λόγους να εξακολουθεί να ανησυχεί.
Το ίδιο το κύρος του Κάμερον έχει τρωθεί και δέχεται και πυρά εκ των έσω ως ο πρωθυπουργός που κόντεψε να χάσει το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ αστικά μέσα υπογραμμίζουν ότι αυτή η κρίση για τον Κάμερον ήταν ό,τι ο πόλεμος στο Ιράκ για τον Μπλερ. Στη Σκοτία, το Εργατικό Κόμμα ίσως πληρώσει ακριβά το ότι στοιχήθηκε στο πλευρό της Δεξιάς σε αυτήν τη μάχη. Αν και αποτελεί παρόρμηση, πολλοί ακτιβιστές της καμπάνιας του «Ναι» ήδη αναζητούν την «επόμενη ευκαιρία» να τεθεί το ζήτημα.
Παρά την τρομοκρατία, και παρά τις υποχωρήσεις του Κάμερον, περισσότεροι από 1,6 εκατομμύρια Σκοτσέζοι ψήφισαν «Ναι». Συγκρίνοντας τα μέσα που διέθεταν τα δυο στρατόπεδα, η καμπάνια του «Ναι» πέτυχε ένα μικρό θαύμα.
Πέρα από το αποτέλεσμα, η ίδια η μάχη ήταν η σημαντικότερη εξέλιξη στην Σκοτία. Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα (85%) ξεπέρασε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ιστορία των βρετανικών κοινοβουλευτικών εκλογών και απέδειξε ότι οι απλοί άνθρωποι δεν είναι «αδιάφοροι» γενικώς, αλλά ασχολούνται (και ψηφίζουν) όταν νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τη ζωή τους. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι της δουλειάς συμμετείχαν ενεργά στην καμπάνια, πήραν μέρος σε συνελεύσεις, επιχειρηματολόγησαν και συζήτησαν για θέματα όπως η φορολογία των πλουσίων, η κοινωνική πολιτική, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απομάκρυνση των πυρηνικών, το πώς μπορεί να ανατραπεί η βρετανική πολιτική και με τι θέλουν να αντικατασταθεί. Ο σκοτσέζικος λαός είχε να ασχοληθεί τόσο ενεργά με την πολιτική από τη δεκαετία του ’80.
Μεγάλο βάρος της καμπάνιας του «Ναι» σήκωσε η «Καμπάνια για τη Ριζοσπαστική Ανεξαρτησία» (RIC), ένα μέτωπο της αριστερής πτέρυγας του SNP, απογοητευμένων Εργατικών, των Πρασίνων, ανένταχτων και οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς. Το μέτωπο της RIC ξεκίνησε 2,5 χρόνια πριν με λιγότερα από 100 μέλη κι έφτασε να δημιουργήσει ένα δίκτυο με πάνω από 1.100 αγωνιστές. Βάζοντας μπροστά την ταξική ατζέντα, προσπάθησαν να συνδεθούν με τις ελπίδες που γέννησε το SNP και η προοπτική ανεξαρτησίας, με στόχο να διατηρήσουν και να βαθύνουν αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση.
Μαζική παρέμβαση
Η RIC οργάνωσε δεκάδες ομάδες εργασίας, δουλειά πόρτα πόρτα, καθημερινά «περίπτερα» σε κεντρικά σημεία της πόλης, μάζεμα υπογραφών, τοπικά και εθνικά φόρουμ, συνελεύσεις σε γειτονιές (σε πολλές από τις οποίες είχε χρόνια να παρέμβει η Αριστερά...), μουσικές εκδηλώσεις για την οικονομική ενίσχυση της καμπάνιας. Η μεγάλη διάρκεια της καμπάνιας, το μέγεθος του στόχου και των προσδοκιών, έσπρωχναν τον κόσμο στη συμμετοχή. Άνθρωποι της εργατικής τάξης χωρίς καμιά προηγούμενη πολιτική εμπειρία μπήκαν στην ηγεσία αυτής της μάχης.
Μετά την κρίση του SSP (Σκοτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα, παλιό μετωπικό σχήμα), η Αριστερά βρισκόταν στο χειρότερο σημείο ιστορικά. Σήμερα, όποιος οργανωμένος αγωνιστής συμμετείχε στην RIC συμμερίζεται τον ίδιο ενθουσιασμό για τις δυνατότητες που άνοιξε η καμπάνια για την ανεξαρτησία. Η κοινή δουλειά όλο αυτό το διάστημα και η κρίση των Εργατικών έχουν ανοίξει τη συζήτηση για ένα νέο σχήμα στα αριστερά του SNP και των Εργατικών, που θα προσπαθεί να συνδεθεί με όλη αυτήν τη ριζοσπαστικοποίηση και να την πολιτικοποιήσει.
Ενώ το SNP μοιάζει να επικεντρώνεται στις εκλογές του 2015, η Αριστερά πρέπει να καταπιαστεί με τη διατήρηση της κοινωνικής δυναμικής που απελευθερώθηκε και, βάζοντας μπροστά τα κοινωνικά αιτήματα που αγκάλιασαν κατά τη διάρκεια της καμπάνιας μεγάλες μάζες του πληθυσμού, να την κατευθύνει στους κοινωνικούς αγώνες. Με την πολύτιμη μαζική εμπειρία της «λαϊκής συμμετοχής» και με κατεύθυνση το «να αγωνιστούμε για όλα όσα θέλαμε να κερδίσουμε» μπορεί να χτιστεί η συνέχεια.
Ήδη στις 18 Οκτώβρη καλείται διαδήλωση από τα σκοτσέζικα συνδικάτα στη Γλασκόβη εναντίον των επιθέσεων των Τόρηδων, και θα είναι μια πολύ καλή αρχή για τις επόμενες μάχες.