Συνεργασία και κοινή κάθοδος στις εκλογές όλων των αριστερών δυνάμεων στη σχολή Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμπεράσματα, δυσκολίες από... την ΚΝΕ!

Ο Σύλλογος Διδασκόντων της Σχολής Θετικών Επιστημών (ΣΘΕ) του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) είναι ένας ιστορικός σύλλογος που στο παρελθόν πρωτοστάτησε στους αγώνες για την αναβάθμιση του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστήμιου. Βέβαια, στις παλαιές εκείνες κινητοποιήσεις, τα αιτήματα που συσπείρωναν τον κύριο όγκο των πανεπιστημιακών αφορούσαν την ανατροπή του παλαιού καθεστώτος των εδρών και το άνοιγμα της δυνατότητας κρίσης και ανέλιξης των τότε βοηθών, υφηγητών, κ.λπ.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο Σύλλογος έχει ασχοληθεί κυρίως με μισθολογικά αιτήματα, αν και ποτέ δεν παρέλειπε να προσθέτει και αιτήματα που αφορούσαν συνολικότερα την οργάνωση της ανώτατης παιδείας στη χώρα. Σταδιακά, μαζί με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ) προσχώρησε στη λογική της συζήτησης «για να τα βρούμε» με τις επί Σημίτη ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας. Τα τελευταία χρόνια έχει δυσκολίες στη μαζική λειτουργία του, ακόμη και στη διεξαγωγή Γενικής Συνέλευσης.

Η ΒΑΘΜΙΑΙΑ ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΠ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΕΙ

Ο κύριος λόγος των δυσκολιών αυτών βρίσκεται στις αλλαγές που έχουν επέλθει στην ταξική διάρθρωση του ΔΕΠ αλλά και στη λειτουργία του ελληνικού πανεπιστημίου.Ήδη από τη δεκαετία του '80, η πολιτική της άρχουσας τάξης στα πανεπιστήμια ήταν να δημιουργήσει παράλληλες δομές στο πλάι τους, που θα εξυπηρετούσαν την ιδιωτική απασχόληση των πανεπιστημιακών έναντι ικανοποιητικής αμοιβής (και ταυτόχρονα θα διαμόρφωναν έναν οργανισμό, πλάι στο πανεπιστήμιο αλλά ανεξάρτητο από αυτό, που θα είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το πανεπιστήμιο, ελέγχοντας τους πανεπιστημιακούς που εξαρτιόνταν οικονομικά από αυτόν). Αρχικά, ο κύριος κορμός της προσπάθειας ήταν το τότε Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (ΕΚΕΚ) που στήθηκε στο πλάι του Πανεπιστημίου Κρήτης (κυρίως στη ΣΘΕ του).

Όταν ο πανεπιστημιακός βγάζει περισσότερα χρήματα μέσω της ενασχόλησης με «ερευνητικά» προγράμματα ή ελευθέρια επαγγέλματα, γιατί να ασχοληθεί (εκτός κι αν διακατέχεται από ιδιαίτερες ευαισθησίες) με την εκπαίδευση, που φυσιολογικά πλέον την αντιλαμβάνεται ως πάρεργο; Βέβαια, και η έρευνα που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν τα προγράμματα αυτά, σπάνια συνδέεται με τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας, η οποία άλλωστε, αποβιομηχανοποιημένη, εισάγει την όποια τεχνογνωσία έτοιμη από το εξωτερικό.

Έτσι, πλάι σε εκείνους τους παραδοσιακούς πανεπιστημιακούς που πάντα αντιλαμβάνονταν τη θέση τους ως εφαλτήριο για άσκηση ιδιωτικής επαγγελματικής δραστηριότητας και πλουτισμού (γιατροί, δικηγόροι) σιγά-σιγά άρχισαν να προστίθενται και νέες, σημαντικές σε όγκο, ομάδες πανεπιστημιακών από άλλες σχολές (μηχανικοί, βιολόγοι, πληροφορικάριοι, μάνατζερς και περί τη διοίκηση επιχειρήσεων, κ.λπ.). Οι ομάδες αυτές άρχισαν να βλέπουν με άλλο μάτι το «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο» που οι παραδοσιακοί συνδικαλιστές του ΔΕΠ αντιπαθούσαν. Επίσης, η σύνθεση του ΔΕΠ σταδιακά άλλαξε με την έλευση (αξιόλογων) επιστημόνων από το εξωτερικό, οι οποίοι αισθάνονταν ως απολύτως φυσική την επιχειρηματική δραστηριότητα του ΔΕΠ.

Επειδή εδώ συχνά παραμονεύει μια υποτίθεται ουδέτερη πολιτικά άποψη που υπερασπίζεται τον «εκσυγχρονισμό» των ΑΕΙ σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πρότυπα, να τονίσουμε ότι η (βεβαίως) υπαρκτή συνεργασία επιχειρήσεων και πανεπιστημίων στις ΗΠΑ έχει σημαντικές διαφορές από το αρπαχτικό μοντέλο επιχειρηματικού πανεπιστημίου που σταδιακά επικρατεί στην Ελλάδα, πράγμα που συστηματικά αποκρύβουν οι υπερασπιστές του «εκσυγχρονισμού». Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ο πανεπιστημιακός δεν εννοείται ούτε διανοείται να μην αποδίδει στο πανεπιστήμιο το overhead (ποσοστό) από τα προγράμματά του που εκείνο δικαιούται, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, παρόλο που το αμερικανικό οverhead είναι πολύ ψηλότερο από το ελληνικό. Στην Ελλάδα δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο καθηγητές να χρησιμοποιούν μηχανήματα του πανεπιστημίου και μεταπτυχιακούς φοιτητές (φτηνό και ανασφάλιστο επιστημονικό δυναμικό) για να παράγουν προϊόντα χαμηλής τεχνογνωσίας (τα οποία θα μπορούσε να παραγάγει οποιαδήποτε ιδιωτική εταιρεία, φευ με πολύ υψηλότερο κόστος), τα οποία προϊόντα διοχετεύουν στην αγορά μέσω προσωπικών εταιρειών. Ούτε καν ενοίκιο δεν πληρώνουν οι εταιρείες αυτές για τις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου, που χρησιμοποιούν δωρεάν. Υπάρχουν παραδείγματα τμημάτων ΑΕΙ τεχνολογικής κατεύθυνσης που μείωσαν εντυπωσιακά τον αριθμό των μαθημάτων που όφειλαν να παρακολουθούν οι μεταπτυχιακοί τους φοιτητές, προκειμένου αυτοί να μην «περισπώνται» από τα ερευνητικά «τους» προγράμματα.

Στις ΗΠΑ, που όντως έχουν εξαιρετική εκπαίδευση, τέτοιες δραστηριότητες θα είχαν οδηγήσει στη φυλακή τους εμπνευστές τους. Επίσης, στις ΗΠΑ, η συνεργασία των επιχειρήσεων με τα πανεπιστήμια γίνεται πάνω σε προβλήματα αιχμής, συνήθως αφορά έρευνα για καινοτόμα προϊόντα, και υποβοηθά την εσωτερική συσσώρευση της αμερικανικής (καπιταλιστικής φυσικά) οικονομίας.Στην Ελλάδα, τα αρπαχτικού αυτού χαρακτήρα «ερευνητικά» προγράμματα σπάνια έχουν κάποιες θετικές συνέπειες για την εσωτερική συσσώρευση στην (καπιταλιστική φυσικά) εθνική οικονομία. Αποτελεί σαφή θέση του γράφοντος ότι η Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να εκσυγχρονιστεί και να γίνει «αμερικανική», ότι τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού δεν επιδέχονται «εκσυγχρονισμό» και ότι η μόνη εκσυγχρονιστική δυνατότητα μπορεί να ανοίξει μόνο με ταυτόχρονες βαθιές κοινωνικές μεταβολές σε κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Σα συνέπεια, οι «εκσυγχρονιστικές» καρικατούρες που πάνε να επιβληθούν στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο με την ανοιχτή μετατροπή του σε επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (και με όλα τα συμπαρομαρτούντα, π.χ. ιδιωτικά «πανεπιστήμια»--ο Θεός να τα κάνει,) απλά θα οδηγήσουν σε ακόμη χειρότερα φαινόμενα εκφυλισμού της ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά η επέκταση στην υποστήριξη των παραπάνω θέσεων θα έπαιρνε χώρο και χρόνο και θα μας αποσπούσε από το θέμα μας.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, ο κύριος και βασικός λόγος της κρίσης του παραδοσιακού συνδικαλισμού στο ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν η σταδιακή μετάλλαξή του σε αρπακτικό επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και η αφομοίωση μεγάλου μέρους του ΔΕΠ στις νέες λειτουργίες. Βέβαια, η μετάλλαξη αυτή δεν έχει ακόμη κατοχυρωθεί θεσμικά ούτε οι νέες σχέσεις έχουν ακόμη επιβληθεί «διά του νόμου». Αυτό είναι το ζητούμενο των ημερών για την Ανώτατη Εκπαίδευση από την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα σήμερα.Εδώ θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πολλά άλλα παραδείγματα υπαρκτής ιδιωτικοποίησης της ανώτατης παιδείας που αναμένεται να επεκταθούν και η επέκτασή τους να κατοχυρωθεί διά νόμου (π.χ. η καθιερωμένη πλέον ύπαρξη μεταπτυχιακών με δίδακτρα που προσφέρουν υποβαθμισμένη, ταχύρρυθμη, εκπαίδευση εκμεταλλευόμενα την ανεργία, αλλά και την ανεπάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, προκειμένου να αποσπάσουν χρήματα), αλλά και πάλι έτσι θα απομακρυνόμασταν από το στόχο μας, που είναι τα διδάγματα από τις εξελίξεις στο Σύλλογο ΔΕΠ της ΣΘΕ.

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΣΘΕ

Στο Σύλλογο διδασκόντων της ΣΘΕ του ΕΚΠΑ, σταδιακά ο έλεγχος του ΔΣ πέρασε στις δυνάμεις που εκφράζουν το νέο ελληνικό επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, σε ευθυγράμμιση με την ΠΟΣΔΕΠ του Σταυρακάκη(η οποία ετοιμάζεται για δεξιότερη στροφή!). Η φετινή ακαδημαϊκή χρονιά βρήκε τα τέσσερα από τα εννέα μέλη του ΔΣ υπό παραίτηση λόγω της αυταρχικής συμπεριφοράς των υπόλοιπων πέντε οι οποίοι απαιτούσαν την πλήρη και χωρίς όρους υποταγή στο νόμο Διαμαντοπούλου που θεσμικά κατοχυρώνει το ελληνικό αρπαχτικό επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Με την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς ανακοινώθηκαν δραματικές περικοπές των μισθών των πανεπιστημιακών, που πλέον δημιουργούν πρόβλημα διαβίωσης σε όσους δεν έχουν άλλες πηγές χρηματοδότησης, με στόχο το τσάκισμα κάθε αντίστασης (είναι χαρακτηριστικό ότι τα υπόλοιπα ειδικά μισθολόγια, σε σχέση με τους μισθούς του 2000, έχουν υποστεί σημαντικά χαμηλότερες περικοπές). Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο γίνεται έτσι όρος επιβίωσης για τους πανεπιστημιακούς: αν δεν βρουν από κάπου αλλού λεφτά δεν μπορούν να υπάρξουν ως πανεπιστημιακοί. Η πλειοψηφία του ΔΣ (η ομάδα των «5») φυσικά αρνήθηκε οποιαδήποτε σύνδεση του θέματος των μισθών με το νόμο Διαμαντοπούλου για το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και πρότεινε απεργία κατά τη διάρκεια των εξετάσεων με στόχο να φέρει τα ΔΕΠ σε αντιπαράθεση με τους φοιτητές και την κοινή γνώμη.

Η «κοινωνική βάση» όμως των «5», οι οπαδοί του επιχειρηματικού πανεπιστημίου στο ΔΕΠ καθώς και όσοι τελικά συντάσσονται με αυτούς στη βάση θολών ιδεολογικών σχημάτων, δεν ενδιαφέρονται για συμμετοχή στο Σύλλογο ούτε έρχονται στις ΓΣ (και αρκετοί από αυτούς δεν απεργούν). Έτσι, στις επανειλημμένες συνελεύσεις που έγιναν στο Σύλλογο από την αρχή της χρονιάς, οι «5», εκφραστές της κυβερνητικής πολιτικής, κατάφεραν να παίρνουν μόνο τους δικούς τους ψήφους. Οι θέσεις που εξέφρασε η ΓΣ του Συλλόγου επανειλημμένα ήσαν αρκετά προωθημένες, βάζοντας σε πρώτο πλάνο το ζήτημα της διάλυσης του δημόσιου δωρεάν πανεπιστήμιου και θεωρώντας ότι το θέμα της μισθολογικής εξαθλίωσης αποτελούσε αναγκαίο όρο στην επιχειρούμενη αυτή διάλυση. Άρα το θέμα της διάλυσης του δημόσιου πανεπιστήμιου αξιολογήθηκε από τη ΓΣ σαν το κεντρικό και έτσι εξηγήθηκε η μισθολογική επίθεση που δεχόταν ο κλάδος.

Το γεγονός όμως ότι οι «5» είχαν απομονωθεί πλήρως στη ΓΣ, με μεγάλο προσωπικό κόστος και φθορά, καθόλου δε σήμαινε ότι είχαν απομονωθεί και μέσα στο σώμα του ΔΕΠ, όπου εκπροσωπούσαν υπαρκτές ταξικές σχέσεις. Το γεγονός ότι η βάση που εκπροσωπούν δεν έρχεται στις συνελεύσεις απλά αντανακλά τα νέα ήθη του πανεπιστημίου που επιδιώκεται να καθιερωθεί. Η συλλογικότητα που απαιτεί και εκφράζει ο συνδικαλισμός είναι ανεπιθύμητη και αυτόν άλλωστε το ρόλο είχαν αναλάβει οι «5» του ΔΣ: την αδρανοποίηση, την απομαζικοποίηση και την απονέκρωση του Συλλόγου.

Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σαν φυσικό επακόλουθο προέκυψε η συνεργασία όλων των αριστερών δυνάμεων, οργανωμένων και μη, κάθε προσανατολισμού.Η εμπειρία που αποκτήθηκε και τα συμπεράσματα από τη συνεργασία αυτή ξεπερνούν, κατά τη γνώμη μου, κατά πολύ τα στενά πλαίσια της ΣΘΕ του ΕΚΠΑ και αναδεικνύουν τις δυνατότητες που ανοίγονται σε όλη την Ελλάδα. Βέβαια, οι πανεπιστημιακοί αποτελούν ιδιόμορφο χώρο, οι επιρροές κομματικών πειθαρχιών είναι πολύ πιο αδύνατες από αλλού, έχουν μάθει να συνδιαλέγονται από τη φύση της εργασίας τους και δέχονται πρωτοφανή επίθεση σε σχέση με τα μέχρι τώρα δεδομένα. Όμως και πάλι, αξίζει τον κόπο να δούμε αναλυτικά τις εξελίξεις που οδήγησαν στην ιστορική (για τις μέρες μας) κοινή κάθοδο όλων αυτών των δυνάμεων στις εκλογές.

Αντιμετωπίζοντας την προσπάθεια απονέκρωσης του Συλλόγου, η ΓΣ του αποφάσισε τη δημιουργία ανοιχτής Επιτροπής Αγώνα στην οποία μπορούσε να συμμετέχει όποιος θέλει. Η επιτροπή αυτή συσπείρωσε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς καθώς και ανεξάρτητους καταφέρνοντας να κινείται δραστήρια μέσα σε κλίμα συναδελφικότητας και πλήρους ομοφωνίας. Η απεργία που έγινε στην αρχή της χρονιάς, καθώς και οι μετέπειτα κινητοποιήσεις κατά της εφαρμογής του νέου νόμου (μετεξέλιξη του νόμου Διαμαντοπούλου) για τα ΑΕΙ στηρίχτηκαν και σε μεγάλο βαθμό οργανώθηκαν από την επιτροπή αυτή, της οποίας οι θέσεις συζητούνταν και ψηφίζονταν,συχνά με τροποποιήσεις, από τη ΓΣ.

Στην απεργία που έγινε στην αρχή της χρονιάς και πάλι έγινε αντιληπτή η ταξική διαφοροποίηση που έχει επέλθει μέσα στο ΔΕΠ.Έτσι, το ποσοστό των απεργών κυμάνθηκε από 85% σε τμήματα της ΣΘΕ όπου το ΔΕΠ ζει αποκλειστικά με το μισθό του (π.χ. τμήμα Μαθηματικών) σε περίπου 0% σε τμήματα που οι κύριοι πόροι των ΔΕΠ προέρχονται από εξωτερικές πηγές ή προγράμματα.

Το κλίμα ομοψυχίας και ο ενιαίος τρόπος προσέγγισης της αφετηρίας των προβλημάτων των πανεπιστημιακών από την Επιτροπή Αγώνα, οδήγησαν τελικά στη συγκρότηση του Ενωτικού Αγωνιστικού Ψηφοδελτίου στις εκλογές που έγιναν την Πέμπτη 24 Ιανουαρίου για νέο ΔΣ και αντιπροσώπους για το συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ. Αντίπαλο στο Ενωτικό Αγωνιστικό Ψηφοδέλτιο στήθηκε το ψηφοδέλτιο της Συνεργασίας Πανεπιστημιακών, που εξέφραζε απερίφραστα την τρικομματική κυβέρνηση των μνημονιοφυλάκων, με μόνη διαφορά ότι την οργάνωση και καθοδήγηση του ψηφοδελτίου αυτού είχαν αναλάβει στελέχη της ΔΗΜΑΡ.

Προφανές ερώτημα είναι ποια ακριβώς ήταν η στάση των δυνάμεων της ΔΗΠΑΚ, της παράταξης μέσω της οποίας κατεβαίνει το ΚΚΕ στα πανεπιστήμια. Οι συνάδελφοι που πάντα κατέβαιναν με την ΔΗΠΑΚ ήταν από τα ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Αγώνα και φυσικά συμμετείχαν από τους πρώτους στο Ενωτικό Αγωνιστικό Ψηφοδέλτιο, έκαναν τροποποιήσεις στη διακήρυξή του και βοήθησαν με κάθε τρόπο στη συγκρότησή του. Παρόλ' αυτά, η οργάνωση της ΚΝΕ κατέβαλε κάθε προσπάθεια να συγκροτήσει η ... ίδια ψηφοδέλτιο της ΔΗΠΑΚ, ματαίως αφού ομόθυμα οι αριστερόστροφες δυνάμεις υποστήριζαν το Ενωτικό Αγωνιστικό ψηφοδέλτιο.

Αλλά ας δούμε επί τροχάδην τις θέσεις που γύρω τους συσπειρώθηκαν τα δύο ψηφοδέλτια.

Το Ενωτικό Αγωνιστικό επικεντρώθηκε στο θέμα της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του ΔΕΠ με τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα.Σε ένα σύντομο κείμενο μιας περίπου σελίδας αναδεικνύεται η θεσμική μετάλλαξη του ρόλου και του περιεχόμενου του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου που επιχειρεί η κυβέρνηση με συνεργό την ΠΟΣΔΕΠ αλλά και τους «5» του Συλλόγου. Η εξαθλίωση των πανεπιστημιακών ερμηνεύεται ως συνειδητή επιδίωξη να ωθηθούν αυτοί προς ιδιωτικές «δουλείες», προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην σε βάρος της προσφοράς τους στο Πανεπιστήμιο.

Να τονίσουμε εδώ ότι αν και το ζήτημα της «πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης» είναι το κομβικό, κυρίαρχο σημείο της σύγκρουσης στα πανεπιστήμια σήμερα, αυτό δυστυχώς δεν έχει αναδειχθεί όπως αρμόζει από τις αριστερές δυνάμεις των διάφορων συλλόγων ΔΕΠ ανά την Ελλάδα. Διότι, μπορεί να λες ό,τι θέλεις εναντίον της Μπολόνια και του Μάαστριχτ, και άλλα τόσα και πιο πολλά για τα μνημόνια ή και για τον καπιταλισμό, αλλά αν δεν εξειδικεύσεις και δε δεις από κοντά την πραγματική ταξική διαφοροποίηση που συντελείται στα πανεπιστήμια και αν δεν ενσκήψεις πάνω από το πραγματικό διακύβευμα, τότε ούτε ένα βήμα δεν έχεις κάνει προς τα εμπρός ούτε μπορείς να πιάσεις επαφή με τους πληττόμενους πανεπιστημιακούς. Τότε, με δυο λόγια, είσαι καταδικασμένος «από χέρι»..

Το αντίπαλο κυβερνητικό ψηφοδέλτιο («Συνεργασία Πανεπιστημιακών») συσπειρώθηκε γύρω από τη στρατηγική της έντασης και του εμφυλιοπολεμικού κλίματος που καλλιεργεί η ΝΔ, αν και την καθοδήγηση των κινήσεων και της προπαγάνδας του ανέλαβαν στελέχη της ΔΗΜΑΡ. Κατηγόρησαν το Ενωτικό Αγωνιστικό ότι προωθεί ... τη βία στα πανεπιστήμιακαι ότι δεν έχει θέσεις αλλάεκφράζει μόνο άρνηση σε όλα. Αγνοώντας τις θέσεις που επανειλημμένα είχε εκφράσει η ΓΣ, αλλά και η διακήρυξή του, προτίμησαν, για να μην εμπλακούν σε συζήτηση επί της ουσίας, να παριστάνουν ότι δεν υπήρχαν θέσεις του ενωτικού με τις οποίες να αντιπαρατεθούν. Φαιδρή κατάσταση, όπου αυτό που δε μας αρέσει το βαφτίζουμε «ανύπαρκτο»! Όσο αφορά βέβαια τις δικές τους θέσεις, αυτές ήταν αναπαραγωγή των θέσεων του Υπουργείου Παιδείας: Υπέρ του νέου θεσμικού πλαισίου, προκαταβολικά υπέρ της «αναδιοργάνωσης» του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας τους επόμενους μήνες, κ.ο.κ.

Ας επανέλθουμε τώρα και στην «παραπονεμένη» ΚΝΕ.Αυτή, αφού είδε κι απόειδε, έγραψε μια προκήρυξη, την υπέγραψε ως ΔΗΠΑΚ και στήθηκε να τη μοιράζει έξω από το χώρο ψηφοφορίας κατά τις 8 ώρες που διήρκεσε (χαρά στο κουράγιο τους). Αφήνοντας το άκομψο της ενέργειας αυτής (σκεφθείτε π.χ. κάποια παράταξη ΔΕΠ να μοιράζει προκήρυξη εναντίον κάποιας παράταξης φοιτητών κατά τις φοιτητικές εκλογές έξω από το χώρο διεξαγωγής της ψηφοφορίας), η ουσία της ενέργειας ήταν η προσπάθεια να πληγεί το ψηφοδέλτιο συνεργασίας όλων των αριστερών δυνάμεων.Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συλλογιστική της προκήρυξης της ΚΝΕ: Σε αυτήν, η συνεργασία που εκφραζόταν μέσω τους Ενωτικού Αγωνιστικού Ψηφοδελτίου δεν αντιμετωπιζόταν ως φυσική συνέπεια των αγώνων που είχαν προηγηθεί ούτε ως συνεργασία συνδικαλιστικών δυνάμεων και μελών ΔΕΠ του συγκεκριμένου χώρου, Αντίθετα, αντιμετωπιζόταν ως κεντρική πολιτική συνεργασία κομμάτων (που ούτε ήταν ούτε μπορούσε να είναι). Έτσι, τα επιχειρήματα κατά της συνεργασίας των δυνάμεων της αριστεράς του χώρου αφορούσαν τι έκανε το τάδε στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ στο δείνα πανεπιστήμιο, κ.ο.κ.Καλούσε τα μέλη ΔΕΠ σε μια αφηρημένη «πάλη», ενώ το ζήτημα που αυτά αντιμετωπίζουν είναι πολύ-πολύ συγκεκριμένο. Αλλά το αποκορύφωμα των έωλων συλλογισμών είναι το εξής: «Η ΠΟΣΔΕΠ έπαιξε και θα συνεχίζει να παίζει, αντιδραστικό ρόλο στη βάση υπεράσπισης του νόμου πλαίσιο και συνολικά των αναδιαρθρώσεων στην παιδεία. Άρα οποιαδήποτε λογική διαχείρισης μέσα σε αυτά τα πλαίσια δίνει στην ουσία χέρι βοηθείας στην κυρίαρχη πολιτική και σ' αυτούς που την υλοποιούν». Το συμπέρασμα αυτής της επιχειρηματολογίας είναι περισσότερο από προφανές: Αφού τίποτα δεν αλλάζει ούτε μπορεί να αλλάξει (πριν, εννοείται, τη «λαϊκή εξουσία»), η προσπάθεια επίτευξης ενδιάμεσων στόχων συνιστά «προσπάθεια διαχείρισης». Αλλά τότε, γιατί να μην είναι η αποχή από κάθε διαδικασία εκλογών η προφανής απάντηση και να ασχολείται η ΚΝΕ με τη συγκρότηση ψηφοδελτίου της ΔΗΠΑΚ;

Και η ανακοίνωση καταλήγει στο μνημειώδες: « Οι συσχετισμοί των δυνάμεων δεν ανατρέπονται με εκλογικές συμμαχίες από τα πάνω αλλά με τη συστράτευση των μελών ΔΕΠ στη βάση της σύγκρουσης με την πολιτική που σήμερα χτυπά κάθε εργαζόμενο φοιτητή» (!) Αφήνοντας τους «εργαζόμενους φοιτητές» κατά μέρος, επί της ουσίας, αυτό ακριβώς που περιγράφουν συνέβη μπροστά στα μάτια τους. Αλλά αυτοί ήταν «τυφλοί τα τ' ώτα τον τε νουν τα τ' όμματι» και χαμπάρι δεν πήραν.

Ας έρθουμε τώρα και στα αποτελέσματα των εκλογών. Αυτά εξελίχθηκαν σε θρίλερ, που η λύση του είναι άγνωστη μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές. Τα δύο ψηφοδέλτια απέσπασαν από 96 ψήφους το κάθε ένα, ενώ είχαμε και 6 λευκά. Το Ενωτικό αγωνιστικό Ψηφοδέλτιο κατέβηκε με 29 υποψηφίους για τις 9 θέσεις του ΔΣ, ακολουθώντας την πιο ανοιχτή δυνατή πολιτική στη συγκρότησή του. Υπήρξε μεγάλη διασπορά των ψήφων που ακριβώς αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για συνεργασία κορυφών και πρώτος σε ψήφους ήρθε ο παλιός εκπρόσωπος τη ΔΗΠΑΚ στο ΔΣ.

Σε συνθήκες διαμόρφωσης ενός σημαντικού στρώματος «επιχειρηματικού» ΔΕΠ τα περιθώρια αντίστασης και ματαίωσης των σχεδίων κατεδάφισης του δημόσιου δωρεάν πανεπιστήμιου μέσα από αγώνες του ίδιου του ΔΕΠ,δυστυχώς στενεύουν. Αλλά όμως, οι ενιαίοι αγώνες καθ' όλη την προηγούμενη ακαδημαϊκή χρονιά μέσω της Επιτροπής Αγώνα, και τελικά η ενιαία κάθοδος, ως σημαντικό στάδιο του αγώνα, των δυνάμεων και ατόμων στο ΔΕΠ της ΣΘΕ που υπερασπίζονται τις καταχτήσεις του Ελληνικού λαού στην ανώτατη εκπαίδευση, όλα αυτά, και η δυναμική που γεννούν, δείχνουν το δρόμο.

*ΠΗΓΗ: aristerovima.gr

Στην "Ίσκρα" μπορείτε να διαβάσετε επίσης την απάντηση του Γ. Π. Τριμπέρη στο άρθρο του "Πανεπιστημιακού" για τις εκλογές στο σύλλογο διδασκόντων της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και ορισμένες παρατηρήσεις επί της απάντησης από τον αρθρογράφο.