Αυτές τις μέρες παρακολουθήσαμε την έντονη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στο κεντρικό πολιτικό πεδίο που κορυφώθηκε στη συζήτηση και την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών.

Κόμ­μα­τα δια­λύ­ο­νται, βου­λευ­τές με­τα­κι­νού­νται και συ­σχε­τι­σμοί αλ­λά­ζουν. Το παλιό πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό μοιά­ζει να βυ­θί­ζε­ται στον «βούρ­κο του βυθού της λί­μνης» μέσα από τον οποίο ανα­δύ­ε­ται το και­νούρ­γιο πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό. Η συμ­φω­νία των Πρε­σπών λει­τούρ­γη­σε σαν κα­τα­λύ­της δεν είναι όμως η πραγ­μα­τι­κή αιτία της όξυν­σης και των με­τα­βο­λών. Αν εξαι­ρέ­σει κα­νείς την φα­σι­στο­συμ­μο­ρία  που ζει στιγ­μές «ανά­τα­σης» συ­να­ντώ­ντας όσο σπά­νια τις εθνι­κι­στι­κές της ονει­ρώ­ξεις σε (σχε­τι­κά) μα­ζι­κό κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο, όλοι οι άλλοι πο­λι­τι­κοί χώροι, από λίγο ως πολύ, κά­νουν δια­χεί­ρι­ση των από­ψε­ών τους έως λένε ανοι­χτά ψέ­μα­τα. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δια του πρω­θυ­πουρ­γού και άλλων επι­δί­δε­ται με ιδιό­τυ­πο κυ­νι­σμό στην εναλ­λα­γή από­ψε­ων και κρι­τη­ρί­ων προ­πα­γαν­δί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να το «άσπρο» και το «μαύρο», δο­κι­μά­ζο­ντας την κοινή λο­γι­κή του ακρο­α­τη­ρί­ου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στιγ­μιό­τυ­πο από τη σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση στην Βουλή, η κρι­τι­κή στο ΚΚΕ ότι εγκα­τα­λεί­πει την αρχή της αυ­το­διά­θε­σης φέρ­νο­ντας μά­λι­στα πα­ρά­δειγ­μα την κομ­μου­νί­στρια Μα­κε­δό­νισ­σα Μίρκα Γκί­νο­βα που εκτε­λέ­στη­κε στον εμ­φύ­λιο και απο­δε­χό­με­νος ταυ­τό­χρο­να χωρίς πρό­βλη­μα το αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό, αντι­να­τοϊ­κό επι­χεί­ρη­μα εις βάρος του, ενώ την ίδια ώρα «απο­κά­λυ­πτε» την ταύ­τι­ση την πραγ­μα­τι­κής θέσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με τις θέ­σεις του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ση­μειώ­νο­ντας με έμ­φα­ση την επι­τυ­χία της συμ­φω­νί­ας να «εξα­φα­νί­σει» ορι­στι­κά την σλα­βο­μα­κε­δο­νι­κή μειο­νό­τη­τα στην Ελ­λά­δα!  Η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ εμ­φα­νί­ζο­νται ως «μα­κε­δο­νο­μά­χοι» ενώ υπο­στή­ρι­ξαν επί σειρά ετών τη «λύση» που εντέ­λει υλο­ποί­η­σε ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ προς ικα­νο­ποί­η­ση της εγ­χώ­ριας άρ­χου­σας τάξης. Τέλος το ΚΚΕ έχει αλ­λά­ξει ιστο­ρι­κά όλες τις πι­θα­νές θέ­σεις ένα­ντι του γει­το­νι­κού λαού με απο­κο­ρύ­φω­μα το ση­με­ρι­νό «αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό» ΟΧΙ  διαν­θι­σμέ­νο εντού­τοις με «τους κιν­δύ­νους που γεννά ο αλυ­τρω­τι­σμός των γει­τό­νων». Το με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα μ’ αυτή την πο­λι­τι­κή «συ­μπε­ρι­φο­ρά» τόσο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που απο­δο­μεί κάθε ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή αφή­γη­ση (όχι όμως και συ­στη­μι­κή πράξη), της ΝΔ που προ­σκυ­νά την ακρο­δε­ξιά, όμως δυ­στυ­χώς και της αμή­χα­νης πλην ρέ­που­σας προς τον εθνι­κι­σμό Αρι­στε­ράς, είναι η ενί­σχυ­ση της σύγ­χυ­σης των ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κών ταυ­το­τή­των και εν τέλει σε ένα ορι­σμέ­νο κοι­νω­νι­κό ακρο­α­τή­ριο η επι­βε­βαί­ω­ση του «αλή­τες- προ­δό­τες –πο­λι­τι­κοί», δη­λα­δή του φα­σι­στι­κού κιν­δύ­νου.

Ανα­κα­τα­τά­ξεις ενό­ψει εκλο­γών

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πίσω από το πρό­σχη­μα της συμ­φω­νί­ας, η αντι­πα­ρά­θε­ση κλι­μα­κώ­νε­ται όσο πλη­σιά­ζουν οι εκλο­γές (τόσο οι «εν­διά­με­σες» όσο και κυ­ρί­ως οι εθνι­κές).

Η συμ­φω­νία των Πρε­σπών απο­τέ­λε­σε τον κα­τα­λύ­τη και τον επι­τα­χυ­ντή των πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων. Βίαια επει­σό­δια στο πο­λι­τι­κό πεδίο πε­ριο­ρί­ζουν το φάσμα των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών κομ­μά­των με τρία του­λά­χι­στον κόμ­μα­τα να δια­λύ­ο­νται (ΑΝΕΛ, Πο­τά­μι, Ε. Κ.) και το ΚΙΝΑΛ να αντι­με­τω­πί­ζει υπαρ­ξια­κή κρίση.

Ου­σια­στι­κά πρό­κει­ται για «διορ­θώ­σεις» στη λει­τουρ­γία του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος ώστε να αντα­πο­κρι­θεί στη «με­τα­μνη­μο­νια­κή» πο­ρεία ανά­καμ­ψης του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού πάνω στις εκτε­τα­μέ­νες «κοι­νω­νι­κές πλη­γές», ως «ανα­βα­πτι­σμέ­νος» δι­κομ­μα­τι­σμός.

Ωστό­σο  η πο­ρεία προς την ολο­κλή­ρω­ση αυτής της προ­ο­πτι­κής περνά αφε­νός από την τριβή και τις αντι­θέ­σεις συ­γκε­κρι­μέ­νων δι­κτύ­ων συμ­φε­ρό­ντων και σχέ­σε­ων πο­λι­τι­κών πόλων με την οι­κο­νο­μι­κή εξου­σία («πα­λαιά» δια­πλο­κή) και αφε­τέ­ρου από τη δια­χεί­ρι­ση της κοι­νω­νι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς και των απαι­τή­σε­ων κοι­νω­νι­κών τμη­μά­των, κυ­ρί­ως των «από κάτω» στη νέα «με­τα­μνη­μο­νια­κή» πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Άσχε­τα από το παι­χνί­δι των εντυ­πώ­σε­ων για την ευ­θύ­νη και την ιδιο­κτη­σία των μνη­μο­νί­ων με­τα­ξύ του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και προη­γού­με­νων μνη­μο­νια­κών κυ­βερ­νή­σε­ων με πυ­ρή­να τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ότι έχει επι­τευ­χθεί μια τε­ρά­στια με­τα­φο­ρά πλού­του και ισχύ­ος υπέρ του κε­φα­λαί­ου και σε βάρος της ερ­γα­σί­ας και εν γένει της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας, μια κα­πι­τα­λι­στι­κά «δη­μιουρ­γι­κή» κα­τα­στρο­φή που απο­τε­λεί τη νέα βάση για την ανά­καμ­ψη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ισχυ­ρί­ζε­ται ότι τε­λεί­ω­σε τα μνη­μό­νια ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κέρ­δι­σε στο πεδίο της πο­λι­τι­κής (με τον γνω­στό επώ­δυ­νο τρόπο για το κί­νη­μα, την κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία και την Αρι­στε­ρά) το δι­καί­ω­μα να διεκ­δι­κή­σει αυτόν τον τίτλο. Γι’ αυτή του την «επί­δο­ση» ήταν απα­ραί­τη­τος εξί­σου τόσο ο αρ­χι­κός «αντι­συ­στη­μι­κός» πο­λι­τι­κός στό­χος της κα­τάρ­γη­σης των μνη­μο­νί­ων και του «καμία θυσία για το ευρώ» όσο και η υπο­γρα­φή του 3ου μνη­μο­νί­ου και η εμ­φα­τι­κή συ­νέ­χι­ση της πρόσ­δε­σης της χώρας στο ΝΑ­ΤΟι­κό άρμα. Η ερ­γα­λεια­κή συ­νερ­γα­σία με τους ακρο­δε­ξιούς ΑΝΕΛ ήταν απλά το «κε­ρα­σά­κι» όσο βέ­βαια και ισχυ­ρή από­δει­ξη, ήδη από την πρώτη στιγ­μή του Γε­νά­ρη του ’15, του και­ρο­σκο­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα της πο­λι­τι­κής και της ηγε­σί­ας του.

Σή­με­ρα ξε­φορ­τώ­νε­ται τον Κα­μέ­νο που έτσι κι αλ­λιώς απο­τε­λού­σε «υπο­χρε­ω­τι­κό» βα­ρί­δι και «επι­τί­θε­ται» ηγε­μο­νι­κά στον χώρο της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς  προ­κει­μέ­νου να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί ως αστι­κός/ ρε­φορ­μι­στι­κός πυ­λώ­νας του (νέου) 2κομ­μα­τι­σμού. Είναι όμως ένας «με­τα­μο­ντέρ­νος» ρε­φορ­μι­σμός χωρίς ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με την ερ­γα­τι­κή τάξη, χωρίς δυ­να­τό­τη­τα κοι­νω­νι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης, χωρίς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις ανα­δια­νο­μής. Άπαξ και υπο­τά­χτη­κε στο «ΤΙΝΑ» βρέ­θη­κε ιστο­ρι­κά «ακα­ριαία» μέσα στην βαθιά κρίση στρα­τη­γι­κής της σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρης ευ­ρω­παϊ­κής κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Το μέλ­λον αυτού του κόμ­μα­τος είναι εξαι­ρε­τι­κά ρευ­στό και αβέ­βαιο.

Παρά ταύτα στο μέτρο της τρέ­χου­σας συ­γκυ­ρί­ας μοιά­ζει να επω­φε­λεί­ται από την αδυ­να­μία των αντι­πά­λων του. Το ρίσκο της συχνά εξό­φθαλ­μα αντι­φα­τι­κής αρι­στε­ρο­δέ­ξιας ρη­το­ρι­κής του και πολύ λι­γό­τε­ρο και μόνο συμ­βο­λι­κά, της «αρι­στε­ρής» πρά­ξης του ενώ ταυ­τό­χρο­να υπη­ρε­τεί και μάλ­λον επι­τυ­χη­μέ­να όλες τις συ­στη­μι­κές επι­λο­γές «εσω­τε­ρι­κού» - «εξω­τε­ρι­κού», μοιά­ζει πα­ρό­λαυ­τά να απο­δί­δει.

Η «πα­ρα­δο­σια­κή» κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά (κ/α) έχει συρ­ρι­κνω­θεί, δια­σπα­στεί και χάσει τον δυ­να­μι­σμό της κοι­νω­νι­κής της σχέ­σης όσο κι αν πα­σχί­ζει να στη­ρι­χτεί, κυ­ρί­ως το ΠΑΣΟΚ που απο­τε­λεί και τον πυ­ρή­να της, στα ενα­πο­μεί­να­ντα πε­λα­τεια­κά της δί­κτυα κυ­ρί­ως στον συν­δι­κα­λι­στι­κό χώρο και στην αυ­το­διοί­κη­ση. Παρά ταύτα η απο­χώ­ρη­ση των ΑΝΕΛ από την κυ­βέρ­νη­ση (ή κα­λύ­τε­ρα η απο­χώ­ρη­ση του Κα­μέ­νου και η διά­λυ­ση των ΑΝΕΛ) ήταν αρ­κε­τή για να δε­χτεί άμεσα τις ισχυ­ρό­τα­τες «βα­ρυ­τι­κές» πιέ­σεις του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που διεκ­δι­κεί την ηγε­μο­νία στον κ/α χώρο.

Το «τέλος των μνη­μο­νί­ων» και η «συμ­φω­νία των Πρε­σπών» απο­τε­λούν τις «εγ­γυ­η­τι­κές επι­στο­λές» για το πιο ισχυ­ρό και δυ­να­μι­κό τμήμα των εγ­χώ­ριων αστών αλλά και του διε­θνούς πα­ρά­γο­ντα (ΝΑΤΟ – ΕΕ κ.α.) δια­μορ­φώ­νο­ντας συν­θή­κες που μοιά­ζουν να συν­θλί­βουν τις προ­σπά­θειες του πα­λιού κ/α ηγε­τι­κού δυ­να­μι­κού να δια­πραγ­μα­τευ­τεί όρους – κά­ποιου εί­δους «προ­γα­μιαίο συμ­βό­λαιο» – για την εν­σω­μά­τω­σή του στο νέο, υπό ανέ­γερ­ση κε­ντρο­α­ρι­στε­ρό πυ­λώ­να του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος.

Ο βα­σι­κός διεκ­δι­κη­τής της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας, το κόμμα της ΝΔ, ρι­σκά­ρει υπό την ηγε­σία του Μη­τσο­τά­κη τη σα­φή­νεια της ταυ­τό­τη­τάς του ως νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη Δεξιά – κε­ντρο­δε­ξιά, ως κόμμα εξου­σί­ας και ιστο­ρι­κός εκ­φρα­στής της εγ­χώ­ριας άρ­χου­σας τάξης, των τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων της και των επι­λο­γών των διε­θνών σχέ­σε­ών της με τα ισχυ­ρά ιμπε­ρια­λι­στι­κά κέ­ντρα καθώς και τις ιδιαί­τε­ρες δικές της ιμπε­ρια­λι­στι­κές επι­διώ­ξεις.  Διο­λι­σθαί­νει διαρ­κώς προς την ακρο­δε­ξιά κυ­ρί­ως σπρωγ­μέ­νο από την αδη­μο­νία της επι­στρο­φής στην κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία αλλά και της μη δια­τά­ρα­ξης των επί δε­κα­ε­τί­ες συ­γκρο­τη­μέ­νων πο­λι­τι­κο-οι­κο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων (δια­πλο­κή). Απο­δέ­χε­ται την επι­λο­γή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για αντι­πα­ρά­θε­ση στο δί­πο­λο «Αρι­στε­ρά – Δεξιά» και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­δέ­χε­ται την ακρο­δε­ξιά στρα­τη­γι­κή της ολο­κλη­ρω­τι­κής επί­θε­σης στα δι­καιώ­μα­τα και τις απαι­τή­σεις του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς. 

Βέ­βαια ζούμε σε μια εποχή όπου η ακρο­δε­ξιά αστι­κή επι­λο­γή έχει πλέον νο­μι­μο­ποι­η­θεί σε με­γά­λο βαθμό καθώς σε αρ­κε­τές χώρες στη διε­θνή κλί­μα­κα - και πρώτ’ απ’ όλα στις ΗΠΑ, εγκα­θι­δρύ­ο­νται εθνι­κι­στι­κές, ρα­τσι­στι­κές, φα­σί­ζου­σες κυ­βερ­νή­σεις. Εντού­τοις, για διά­φο­ρους λό­γους, η εγ­χώ­ρια αστι­κή τάξη δεν προ­σα­να­το­λί­ζε­ται σε κα­τευ­θύν­σεις αντι – ευ­ρω­παϊ­κές και αντι – πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κές. Η πο­λι­τι­κή του Μη­τσο­τά­κη ενι­σχύ­ει τη δική του ακρο­δε­ξιά φρά­ξια (Σα­μα­ράς, Γε­ωρ­γιά­δης, Βο­ρί­δης κ.α.) και όχι μόνο. Η πα­ρου­σία των ανοι­χτά φα­σι­στών και νε­ο­να­ζί όχι μόνο δεν υπο­χω­ρεί εξαι­τί­ας αυτής της πο­λι­τι­κής και δεν εν­σω­μα­τώ­νε­ται αλλά αντί­θε­τα ενι­σχύ­ε­ται.   

Στην υπό­θε­ση της συμ­φω­νί­ας των Πρε­σπών η ΝΔ κι­νή­θη­κε έντο­να οπορ­του­νι­στι­κά γυ­ρί­ζο­ντας την πλάτη σε στρα­τη­γι­κές επι­λο­γές και ανά­γκες του συ­νο­λι­κού δυ­τι­κού ιμπε­ρια­λι­στι­κού στρα­το­πέ­δου, επι­λο­γές που ξε­περ­νούν τις δια­φο­ρές ΗΠΑ – ΕΕ καθώς αφο­ρούν στην επέ­κτα­ση και ενί­σχυ­ση του ΝΑΤΟ. Ταυ­τό­χρο­να γυ­ρί­ζο­ντας την πλάτη στην εφαρ­μο­σμέ­νη εθνι­κι­στι­κή πο­λι­τι­κή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που κα­τα­φέρ­νει εν τέλει να υλο­ποι­ή­σει σε μό­νι­μη βάση την ελ­λη­νι­κή επι­βο­λή επί της γει­το­νι­κής χώρας και να ανα­βαθ­μί­σει τον ρόλο της στην πε­ριο­χή την ώρα που επι­χει­ρεί να ανα­κάμ­ψει από την πρό­σφα­τη κρίση.

Αυτές οι επι­λο­γές της ΝΔ θα έχουν ασφα­λώς συ­νέ­πειες για την ίδια και για το πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό στο όχι μα­κρι­νό μέλ­λον.

Η Αρι­στε­ρά και οι Πρέ­σπες

Δυ­στυ­χώς απέ­να­ντι σ’ αυτή την πο­λι­τι­κή πρό­κλη­ση και κυ­ρί­ως στις συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­νο­νται για την «επό­με­νη μέρα» η Αρι­στε­ρά συ­νε­χί­ζει να δυ­σκο­λεύ­ε­ται να βρει τον βη­μα­τι­σμό της μετά το σοκ που υπέ­στη από την πο­λι­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και τις «μνη­μο­νια­κές», συ­στη­μι­κές, ΝΑ­ΤΟϊ­κές κυ­βερ­νη­τι­κές επι­λο­γές του. Η κοι­νω­νι­κή απο­γο­ή­τευ­ση, εύ­λο­γα, δεν άφησε αλώ­βη­τα τα πο­λι­τι­κά επι­τε­λεία και τις ορ­γα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς και οι κυ­ρί­αρ­χες (ητ­το­πα­θείς και αμυ­ντι­κές) ιδέες από προη­γού­με­νες επο­χές στον χώρο, δεν βοη­θούν για την αντι­με­τώ­πι­ση των τρε­χου­σών προ­κλή­σε­ων.

Η συμ­φω­νία των Πρε­σπών απο­τε­λεί μια win – win υπό­θε­ση για τις κυ­ρί­αρ­χες ιδέες καθώς τόσο το ΝΑΙ όσο και το ΟΧΙ ευ­νο­ούν τον εθνι­κι­σμό και την ιμπε­ρια­λι­στι­κή τάξη πραγ­μά­των. Αυτό συμ­βαί­νει επει­δή η ισχύς και η δυ­να­τό­τη­τα επι­βο­λής της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης επί της γει­το­νι­κής χώρας είναι δε­δο­μέ­νη σε κάθε εκ­δο­χή. Βέ­βαια στην πε­ρί­πτω­ση του ΝΑΙ, το οποίο κα­τί­σχυ­σε στην Βουλή, η χώρα αυτή απο­κτά την ελευ­θε­ρία να επι­λέ­ξει την εί­σο­δό της στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ κάτι που ταυ­τό­χρο­να ση­μαί­νει την «πι­στο­ποί­η­ση» στον πραγ­μα­τι­κό, κα­πι­τα­λι­στι­κό και ιμπε­ρια­λι­στι­κό κόσμο, της «αυ­το­διά­θε­σής» της καθώς έτσι προ­σπα­θεί να απο­μα­κρυν­θεί από την επι­σφα­λή αν όχι υπαρ­ξια­κά κρί­σι­μη κα­τά­στα­σή της ως κυ­ρί­αρ­χο κρά­τος.

Έτσι λοι­πόν το «αρι­στε­ρό ΝΑΙ» στη συμ­φω­νία, ελέω της απο­δο­χής του δι­καιώ­μα­τος της αυ­το­διά­θε­σης των Μα­κε­δό­νων, κάνει ότι δεν βλέ­πει την ελ­λη­νι­κή επι­βο­λή στους γεί­το­νες που βα­σί­στη­κε στην ισχύ του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και την θέση του στο ΝΑ­ΤΟϊ­κό στρα­τό­πε­δο για να επι­βά­λει εν τέλει την αλ­λα­γή του ονό­μα­τος (και όχι μόνο) στη γει­το­νι­κή χώρα. Απορ­ρί­πτο­ντας στην πράξη δη­λα­δή το αί­τη­μά τους για αυ­το­διά­θε­ση ως «Δη­μο­κρα­τία της Μα­κε­δο­νί­ας». Δεν χωρά αμ­φι­βο­λία ότι πρό­κει­ται για εφαρ­μο­σμέ­νο εθνι­κι­σμό - ιμπε­ρια­λι­σμό της Ελ­λά­δας ενταγ­μέ­νο τόσο στους σχε­δια­σμούς του δυ­τι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού όσο και στον ρόλο της Ελ­λά­δας στην πε­ριο­χή.

Όμως παρά τη φαι­νο­με­νι­κή αντί­θε­ση και το «αρι­στε­ρό ΟΧΙ» συ­να­ντά στο βάθος το ίδιο πρό­βλη­μα. Απαι­τεί την μη επέ­κτα­ση του ΝΑΤΟ δια της απο­τρο­πής της ει­σό­δου σ’ αυτό της Δη­μο­κρα­τί­ας της Βό­ρειας Μα­κε­δο­νί­ας την ώρα που η Ελ­λά­δα διεκ­δι­κεί στην πε­ριο­χή τον ρόλο του ισχυ­ρού εκ­προ­σώ­που του!

Βέ­βαια το «αρι­στε­ρό ΟΧΙ» δεν είναι ενιαίο. Χω­ρί­ζε­ται σε όσους αντι­τί­θε­νται στη συμ­φω­νία από αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή σκο­πιά απο­δε­χό­με­νοι το ρόλο της Ελ­λά­δας και το­νί­ζο­ντας τους ΝΑ­ΤΟϊ­κούς σχε­δια­σμούς και σε όσους προ­σθέ­τουν στο αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό επι­χεί­ρη­μα ζη­τή­μα­τα «εθνι­κής μειο­δο­σί­ας» ένα­ντι  του «αλυ­τρω­τι­σμού» των γει­τό­νων. Η δεύ­τε­ρη και πιο δια­δο­μέ­νη εκ­δο­χή (π.χ. ΚΚΕ, δη­μό­σια εκ­φώ­νη­ση της ηγε­σί­ας της ΛΑΕ κ.α.) αν και εμ­φα­νί­ζε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κά «μείγ­μα­τα» και με δια­φο­ρε­τι­κές εμ­φά­σεις, σε κάθε πε­ρί­πτω­ση εκ­χω­ρεί έδα­φος προς την κα­τεύ­θυν­ση του εθνι­κι­σμού και της ακρο­δε­ξιάς. Ιδιαί­τε­ρα στην τρέ­χου­σα πε­ρί­ο­δο αυτή η στάση είναι εξαι­ρε­τι­κά επι­κίν­δυ­νη τόσο απέ­να­ντι στο διο­γκού­με­νο πρό­βλη­μα της ανό­δου του εθνι­κι­σμού και των φα­σι­στών όσο και κα­τα­στρο­φι­κή ως προς το μέλ­λον της Αρι­στε­ράς.

Στα πλαί­σια της ρι­ζο­σπα­στι­κής και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς δια­τυ­πώ­νε­ται μια στάση, αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού ΟΧΙ που ταυ­τό­χρο­να πα­σχί­ζει, ανε­βά­ζο­ντας τους τό­νους και οξύ­νο­ντας την κρι­τι­κή να δια­χω­ρι­στεί ρητά από τους «αρι­στε­ρούς εθνι­κι­στές» και κατ’ επέ­κτα­ση από τον εθνι­κι­στι­κό πα­ρο­ξυ­σμό γε­νι­κό­τε­ρα. Η τάση αυτή αντι­λαμ­βά­νε­ται τους κιν­δύ­νους και διε­ρευ­νά μια δια­φο­ρε­τι­κή, όσο το δυ­να­τό «θω­ρα­κι­σμέ­νη» αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή οπτι­κή στην πε­ρί­ο­δο. Απ’ αυτή την άποψη απο­τε­λεί θέση συ­γκε­κρι­μέ­νης αξίας όταν ερ­μη­νεύ­ε­ται με βάση τον συ­σχε­τι­σμό και την πο­λι­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση εντός της Αρι­στε­ράς.  Πα­ρό­λαυ­τά είναι θέση ελ­λειμ­μα­τι­κή, αδύ­να­μη και επί­σης δεν απο­τε­λεί «μα­ζι­κή πο­λι­τι­κή». 

Το κε­ντρι­κό πρό­βλη­μα εδώ είναι ότι το ΟΧΙ στη συμ­φω­νία απο­τε­λεί αυ­τό­μα­τα, στο πεδίο της πραγ­μα­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης, βέτο για τις επι­λο­γές του γει­το­νι­κού κρά­τους. Κρύ­βε­ται δη­λα­δή πίσω από την ισχύ του ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Όμως ζή­τη­μα σε­βα­σμού της αυ­το­διά­θε­σής των γει­τό­νων υπό όρους και προ­ϋ­πο­θέ­σεις δεν τί­θε­ται πέρα από τον εθνι­κό/ εθνι­κι­στι­κό αντα­γω­νι­σμό (και επε­κτα­τι­σμό). Ακόμη και οι Κούρ­δοι της πε­ρί­φη­μης Ρο­ζά­βα στη­ρί­χτη­καν και στη­ρί­ζο­νται στις με­γά­λες δυ­νά­μεις και μά­λι­στα πρω­τί­στως στις ΗΠΑ, κάτι που εξάλ­λου ισχύ­ει ιστο­ρι­κά από τη ναυ­μα­χία του Ναυα­ρί­νου και πριν απ’ αυτή.

Ταυ­τό­χρο­να το «αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό-διε­θνι­στι­κό» ΟΧΙ δεν διεμ­βο­λί­ζει ως δια­φο­ρε­τι­κή στρα­τη­γι­κή, την πό­λω­ση με­τα­ξύ του κυ­βερ­νη­τι­κού «κο­σμο­πο­λι­τι­σμού» και της εθνι­κι­στι­κής έως ακρο­δε­ξιάς αντι­πο­λί­τευ­σης, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που ως η μι­κρό­τε­ρη τάση στην αρι­στε­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση και πέρα από την εγ­γε­νή αδυ­να­μία της θέσης, κα­θο­ρί­ζε­ται και συ­σκο­τί­ζε­ται από το ΟΧΙ του «αρι­στε­ρού» εθνι­κι­σμού και τον «αντι­ι­μπε­ρια­λι­σμό» που νοη­μα­το­δο­τεί­ται από την αντί­θε­ση στον… αλυ­τρω­τι­σμό των γει­τό­νων.

Στο επί­πε­δο της «μα­ζι­κής πο­λι­τι­κής» το πλαί­σιο είναι κα­θο­ρι­σμέ­νο και όλα τα ΝΑΙ και τα ΟΧΙ αθροί­ζο­νται πίσω από το πο­λι­τι­κά κυ­ρί­αρ­χο σε κάθε πε­ρί­πτω­ση (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ή ΝΔ/ακρο­δε­ξιά). Στο πεδίο της μα­ζι­κής πο­λι­τι­κής η κάθε επι­λο­γή- θέση έχει αντι­κει­με­νι­κή αξία η οποία επ’ ου­δε­νί δεν δια­κυ­μαί­νε­ται ανά­λο­γα με την … επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία.

Επι­και­ρό­τη­τα του Σο­σια­λι­σμού και ανα­πλαι­σί­ω­ση των συ­στη­μι­κών διλ­λη­μά­των

Η Αρι­στε­ρά οφεί­λει να το­πο­θε­τη­θεί επι­χει­ρώ­ντας την ανα­τρο­πή του υφι­στά­με­νου πλαι­σί­ου και απο­κα­λύ­πτο­ντας την εναλ­λα­κτι­κή, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή οπτι­κή και στρα­τη­γι­κή που φω­τί­ζει τις επι­λο­γές της σε κάθε βήμα, διεκ­δι­κώ­ντας το μα­ζι­κό, κοι­νω­νι­κό της ακρο­α­τή­ριο: η συμ­φω­νία των Πρε­σπών δεν είναι προ­τε­ραιό­τη­τα από τη σκο­πιά των τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων των «από κάτω», ιδιαί­τε­ρα στην Ελ­λά­δα που έχει το πλε­ο­νέ­κτη­μα της δύ­να­μης. Η θέση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος δεν βελ­τιώ­νε­ται ούτε και ο τα­ξι­κός συ­σχε­τι­σμός, τόσο με το ΝΑΙ (κα­τί­σχυ­ση του ιμπε­ρια­λι­στι­κού σχε­δια­σμού και των επι­διώ­ξε­ων της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης) όσο και με το ΟΧΙ (κα­τί­σχυ­ση του εθνι­κι­σμού και της ακρο­δε­ξιάς).  

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, το ζή­τη­μα με τη δια­κρα­τι­κή συμ­φω­νία, τί­θε­ται με το πλαί­σιο της ιμπε­ρια­λι­στι­κής τάξης πραγ­μά­των. Το κα­θή­κον της Αρι­στε­ράς εδώ είναι η «ανα­πλαι­σί­ω­ση», η αμ­φι­σβή­τη­ση και η ανα­τρο­πή του συ­στη­μι­κού πλαι­σί­ου ώστε το ζή­τη­μα να τεθεί με το πλαί­σιο που απο­κα­λύ­πτει την τα­ξι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ουσία και την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή προ­ο­πτι­κή:

Ούτε ΝΑΙ – ούτε ΟΧΙ στη δια­κρα­τι­κή συμ­φω­νία. Ο γει­το­νι­κός λαός να απο­φα­σί­σει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και όσο για την Ελ­λά­δα έξο­δος τώρα από το ΝΑΤΟ

Το πρό­βλη­μα που εμ­φα­νί­ζε­ται με τη συμ­φω­νία των Πρε­σπών είναι με­θο­δο­λο­γι­κά πα­ρό­μοιο με το αντί­στοι­χο ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο Ευρώ και τη ΕΕ, ζή­τη­μα που σχε­δόν εμ­μο­νι­κά κα­θο­ρί­ζει εδώ και πάνω από μια δε­κα­ε­τία τη συ­ζή­τη­ση στην αρι­στε­ρά και ιδιαί­τε­ρα στην ρι­ζο­σπα­στι­κή/ αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή. Το κυ­ρί­αρ­χο εδώ είναι το πλαί­σιο της αγο­ράς, οι δήθεν αντι­κει­με­νι­κοί νόμοι της. Μέσα σ’ αυτό το πλαί­σιο κι­νεί­ται τόσο το ΝΑΙ (πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση, ΕΕ, Ευρώ) όσο και το ΟΧΙ (εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, ανά­πτυ­ξη με εθνι­κό νό­μι­σμα, προ­στα­τευ­τι­σμός). Η επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία για την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή έξοδο από το Ευρώ δεν δια­μορ­φώ­νει καμία ισχυ­ρά δια­κρι­τή ταυ­τό­τη­τα ένα­ντι του συ­στη­μι­κού – ακρο­δε­ξιού ΟΧΙ, στην κλί­μα­κα του μα­ζι­κού, κοι­νω­νι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου, της μα­ζι­κής πο­λι­τι­κής. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που με­τα­ξύ τους πα­ρεμ­βάλ­λε­ται και εδώ το ΟΧΙ του «αρι­στε­ρού εθνι­κι­σμού» που μά­λι­στα κα­τα­θέ­τει «δη­μιουρ­γι­κές» προ­τά­σεις για την ανά­πτυ­ξη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού (όλης της χώρας) με βάση το εθνι­κό νό­μι­σμα.    

Στο επί­κε­ντρο αυτών των προ­βλη­μά­των βρί­σκε­ται η πρό­κλη­ση για την επι­και­ρό­τη­τα της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής ανα­τρο­πής με ιστο­ρι­κούς όρους, η επι­και­ρό­τη­τα και η ανα­νοη­μα­το­δό­τη­ση του Σο­σια­λι­σμού. Στην θε­τι­κή απά­ντη­ση δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται διά­φο­ρες προ­σεγ­γί­σεις «στα­δί­ων» δια­χεί­ρι­σης του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και «λαϊ­κο­με­τω­πι­κών» τα­κτι­κών, όσο κι αν εμ­φα­νί­ζο­νται με αρι­στε­ρό, ακόμη και ρι­ζο­σπα­στι­κό πε­ρι­τύ­λιγ­μα. Η στρα­τη­γι­κή αυτή δεν έχει κα­νέ­να νόημα από την σκο­πιά του αντι­κα­πι­τα­λι­σμού καθώς έχει ητ­τη­θεί ιστο­ρι­κά σε βάρος του ερ­γα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος και ταυ­τό­χρο­να επει­δή η μόνη ρε­α­λι­στι­κή και σύγ­χρο­νη εκ­δο­χή δια­τα­ξι­κού, «λαϊ­κού με­τώ­που» βρί­σκε­ται σή­με­ρα στην κυ­βέρ­νη­ση με τις γνω­στές επι­δό­σεις.

Η απο­δο­χή της επι­και­ρό­τη­τας του Σο­σια­λι­σμού και της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής ανα­τρο­πής βάζει το ζή­τη­μα των τα­ξι­κών σχέ­σε­ων στο επί­κε­ντρο και «απαι­τεί» την «λο­γο­δο­σία» όλων των πο­λι­τι­κών απα­ντή­σε­ων σε αυτό άμεσα. Σή­με­ρα στην εποχή της έντα­σης των κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των διε­θνώς και πα­ράλ­λη­λα της απου­σί­ας πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των βαλ­λό­με­νων μα­ζι­κών κοι­νω­νι­κών τμη­μά­των, η χρε­ω­κο­πία δη­λα­δή του μα­ζι­κού ρε­φορ­μι­σμού, της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, ανα­δει­κνύ­ει μια και­νούρ­για, εδώ και πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες, πρό­κλη­ση για την μαρ­ξι­στι­κή, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά. Απαι­τεί εντού­τοις μια δια­φο­ρε­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση σε όλη την κλί­μα­κα, τόσο των θε­ω­ρη­τι­κών- ιδε­ο­λο­γι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων που τόσο επη­ρέ­α­σε η ήττα των επα­να­στά­σε­ων στις αρχές του 20ου αιώνα και η επι­κρά­τη­ση του στα­λι­νι­σμού, δια­μορ­φώ­νο­ντας πολ­λές ρε­φορ­μι­στι­κές εκ­δο­χές (η οποί­ες συ­νέ­κλι­ναν στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου στη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά) αλλά και βαθύ σύν­δρο­μο ήττας και απο­μό­νω­σης για την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά. Απαι­τεί όμως εξί­σου και μια εντε­λώς νέα αντι­με­τώ­πι­ση του λε­γό­με­νου «ορ­γα­νω­τι­κού ζη­τή­μα­τος» δη­λα­δή της οι­κο­δό­μη­σης του μα­ζι­κού κομ­μα­τι­κού ερ­γα­λεί­ου πέρα από (δήθεν δη­μο­κρα­τι­κο­συ­γκε­ντρω­τι­κές και άλλες) «συ­ντα­γές». Οι ιστο­ρι­κές προ­κλή­σεις και οι ευ­και­ρί­ες είναι αντι­κει­με­νι­κές και ορ­θά­νοι­χτες. Η ευ­θύ­νη και το βάρος αφορά στον υπο­κει­με­νι­κό πα­ρά­γο­ντα…

Ετικέτες