Η χώρα βιώνει μια εξαιρετικά έντονη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης εδώ και τέσσερα χρόνια.
Το παραδοσιακό πολιτικό και κομματικό σύστημα κατέρρευσε εκκωφαντικά, με αποτέλεσμα η Νέα Δημοκρατία να έχει χρεωθεί και δεχθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του πολιτικού κόστους, το ΠΑΣΟΚ να είναι στα όρια της εξόδου από τη Βουλή και η Αριστερά, ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ, να έχει γίνει η βασική ανερχόμενη δύναμη συγκέντρωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, αν και αυτή συγκροτείται πολύ λιγότερο ως κινηματική δυναμική και περισσότερο ως εκλογικό ρεύμα απογοήτευσης, απελπισίας και απόγνωσης. Η συζήτηση για τα «άκρα» είναι ακριβώς απότοκη της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης.
Η κρίση αυτή θα μπορούσε, τουλάχιστον στη συγκυρία του 2012, με το ριζοσπαστικό φούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ και την άνοδο της «ριζοσπαστικής» ακροδεξιάς, να προσδιορισθεί και ως κρίση ηγεμονίας (ως σημαντική δυσχέρεια ηγεμονικής συναίνεσης εκ μέρους της αστικής τάξης), πράγμα που δεν έχει πλήρως αναταχθεί, αν και η πολιτικά μετριοπαθής μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και η κοινωνική μερική παθητικοποίηση έκτοτε φαίνεται, σε κάποιο βαθμό, να συμβάλλουν στην ανάταξη και ανατροπή της, με αβέβαιη την τελική έκβαση.
Ενίσχυση των εξουσιών του Προέδρου
Σε κάθε περίπτωση, η πιθανή κατάκτηση του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ (και σε καμία περίπτωση της κρατικής εξουσίας, όπως εσφαλμένα συχνά λέγεται) φαίνεται να δημιουργεί ένα κενό στη συνοχή και στη συνέχεια της μνημονιακής και νεοφιλελεύθερης αστικής κρατικής διαχείρισης. Όσο κι αν τα αστικά κέντρα εξουσίας φαίνεται να ελπίζουν ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα ελέγξουν ή θα σαμποτάρουν και θα ανατρέψουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τη βοήθεια των διεθνών πατρώνων τους, είναι αρκετά καθαρό ότι οι δυναμικές που θα εκλυθούν και οι κοινωνικές δυνατότητες που θα προκύψουν, τρομάζουν πολύ έντονα το διεθνές κεφαλαιακό και χρηματοπιστωτικό μπλοκ, με αποτέλεσμα το κρεσέντο των εκβιαστικών δηλώσεων και ενεργειών των τελευταίων ημερών.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σαν ένα περίπου «τρομοκρατικό κόμμα» από τους εκπροσώπους των αγορών. Η αστάθεια στο επίπεδο του κυβερνητικού κέντρου αλλά και η ισχυρή πιθανότητα μιας Βουλής όπου η Αριστερά θα έχει πλειοψηφία στρέφει τη Δεξιά ιδίως αλλά και την Κεντροαριστερά προς ένα συνταγματικό σενάριο ενίσχυσης του πόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και αποκατάστασης των ισχυρών ρυθμιστικών του εξουσιών, όπως το να διαλύει τη Βουλή όχι μόνο καθ’ υπόδειξη της κυβέρνησης, όπως γίνεται σήμερα (άρθρο 41 παρ. 2), αλλά και με δική του εκτίμηση περί της ύπαρξης κρισεογόνων παραγόντων στη λειτουργία του πολιτεύματος (θυμίζουμε εδώ τη δυνατότητα του Προέδρου κατά το παλιό άρθρο 41 του Συντάγματος 1975, πριν από την παπανδρεϊκή αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, να διαλύει τη Βουλή λόγω δυσαρμονίας της σύνθεσής της με το λαϊκό αίσθημα, μια μείζονα προεδρική δυνατότητα που –ευτυχώς– ποτέ δεν αξιοποιήθηκε). Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ένα βασικό πεδίο ανάπτυξης της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας είναι το αντέρεισμα της αστικής εξουσίας από «τα πάνω» απέναντι σε μια πιθανά επικίνδυνη κοινοβουλευτική- κυβερνητική πλειοψηφία. Μάλιστα, εδώ έχουμε ένα «αριστεροδέξιο» επιχείρημα, αφού ήδη από το 1986 υποστηρίζεται ότι η κατάργηση των «υπερεξουσιών» του Προέδρου άφησε ασύδοτο τον πρωθυπουργό (το μόνο δηλαδή που έχει πραγματική δημοκρατική νομιμοποίηση) να λυμαίνεται συγκεντρωτικά την εξουσία, ενώ ο Πρόεδρος, μη προερχόμενος από τα κόμματα, είναι «ουδέτερος» και υπηρετεί το «καλό του έθνους», δηλαδή του συλλογικού κεφαλαιοκράτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η λογική ψάχνει τη διέξοδο από τον πρωθυπουργοκεντρισμό προς τον προεδρισμό γκολικού τύπου (τον οποίο είχε, εν μέρει, ως πρότυπο, ο Κ. Καραμανλής το 1975) και όχι προς την κατεύθυνση ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων της Βουλής και άλλων μορφών πιο άμεσης λαϊκής συμμετοχής.
«Στεγανοποίηση»
Επίσης, η περίφημη πρόνοια της Νέας Δημοκρατίας για την εξάντληση των τετραετιών δείχνει αρκετά καθαρά έναν προσανατολισμό ακαμψίας στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, στεγανοποίησης των αντιπροσώπων απέναντι στους αντιπροσωπευόμενους και αδυναμίας παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα για επίσπευση των εκλογών, όταν υπάρχουν καθαρά σημάδια μιας πολιτικής κρίσης και πλήρους αυτονόμησης του κοινοβουλευτικού πλαισίου από την κοινωνική βούληση και από τη διάθεση της κοινωνίας.
Αυτό που είπε η Σοφία Βούλτεψη, ότι δηλαδή οι εκλογές θα αποτελέσουν πιστωτικό γεγονός, δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος να ειπωθεί ότι «οι εκλογές που μπορεί να φέρουν μια πραγματική αλλαγή στη χώρα ίσως και να χρειαστεί να είναι παράνομες», παραφράζοντας τη γνωστή φράση του Καρλ Μαρξ. Οι άνθρωποι προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν ακόμη και το θεσμό των βουλευτικών εκλογών, δηλαδή την επιτομή του αστικού κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι πρόωρο να το εκτιμήσουμε συνολικά, αλλά αν συνδυασθεί με τη χρονική αύξηση των θητειών παντού (π.χ. τέσσερα από τρία χρόνια στους δικηγορικούς συλλόγους, πέντε αντί για τέσσερα χρόνια στις Περιφέρειες), πρέπει να θεωρηθεί ως μια τάση μακρόχρονης υποβάθμισης και περιθωριοποίησης των όποιων διαδικασιών έκφρασης της λαϊκής βούλησης και θωράκισης των συγκυριακά εκλεγμένων εκπροσώπων (και συχνά και υπό καθεστώς εκβιασμού) από την αλλαγή της κοινωνικής δυναμικής και του πολιτικού τοπίου. Ακαμψία απέναντι στους ψηφοφόρους αλλά και ευκαμψία του προέδρου να παρεμβαίνει, όταν αυτός αξιολογεί την αλλαγή του κλίματος και της κρισιογόνας συνθήκης.
Πρόκειται για τη μετατόπιση από την όψιμη αστική δημοκρατία της πρώτης νεοφιλελεύθερης ή μεταφορντικής περιόδου (τον «αυταρχικό κρατισμό» του Πουλαντζά) προς μια τύποις αστική δημοκρατία, η οποία είναι μεταδημοκρατικό πολίτευμα και ουσιαστικά είναι μια μορφή ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Αυτή η δομική κατεύθυνση, αν δεν ανασχεθεί άμεσα από μια κυβερνητική αλλαγή υπέρ της Αριστεράς, και τελικά επικυρωθεί από μια Αναθεωρητική Βουλή συντηρητικών προδιαγραφών, μπορεί να αποκόψει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα ριζοσπαστικών πολιτικών αλλαγών στη χώρα μας με κοινοβουλευτικό τρόπο και όχημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, μια αναθεώρηση με τους ισχύοντες συσχετισμούς αποτελεί μεγάλη παγίδα για την Αριστερά. Ίσως, για έναν ακόμη σοβαρό λόγο, να καθίσταται αναγκαίο το να «πέσει» το μνημονιακό μπλοκ τώρα, γιατί αύριο η θεσμική ενίσχυση των θωρακίσεων της αστικής πολιτικής μπορεί να το καταστήσει από πολύ δυσκολότερο έως και οριακά τελείως αδύνατο. Μιλάμε, όπως έχει γίνει καθαρό, όχι για μια απλή αλλαγή κοινοβουλευτικού συσχετισμού, αλλά για τον κίνδυνο σταδιακής μετάβασης σε μια νέα μορφή πολιτικού καθεστώτος ή και μορφή κράτους, όπου το στοιχείο της «έκτακτης ανάγκης» θα δεσπόζει απόλυτα πάνω στο στοιχείο της αστικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας και όπου η «εκτροπή» θα είναι πολύ πιο ασαφής αλλά και πιο επικίνδυνη από τα γκροτέσκα φαιά χρώματα του παραδοσιακού φασισμού.