Το όνομα του 19χρονου Άλκη ήρθε να προστεθεί σε μια μακρά λίστα θυμάτων της λεγόμενης «οπαδικής βίας».
Η σκληρότητα του εγκλήματος συγκλόνισε την κοινή γνώμη και αμέσως άνοιξε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει η πολιτεία προκειμένου να μην υπάρξει ανάλογο περιστατικό. Κάποιοι νοστάλγησαν τη Θάτσερ, κάποιοι θυμήθηκαν το ιδιώνυμο του Ορφανού, κάποιοι απαίτησαν τη ένταση της αστυνόμευσης. Όλοι όμως έμειναν στο σύμπτωμα μιας χρόνιας πάθησης και όχι στην αιτία της.
Σάπιο υπόβαθρο
Ζούμε σε μια χώρα που πολλές φορές οι λεγόμενοι «παράγοντες» των ομάδων, είναι πιο διάσημοι και από τους ίδιους τους αθλητές. Η περσόνα του αφεντικού της ομάδας σε μια πριβέ σουίτα του γηπέδου, με 4-5 φουσκωτούς να τον περιβάλλουν και ένα πούρο να καπνίζει στο στόμα του, είναι μια συνηθισμένη εικόνα στα ελληνικά ποδοσφαιρικά κυρίως δρώμενα. Δε θα μας ενοχλούσε καθόλου αν αυτή η εικόνα ήταν απλώς γραφική και όχι επικίνδυνη. Και κάπου εκεί αρχίζει όλη η ουσία της υπόθεσης που συζητάμε επί μέρες. Δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα αν απλώς καταδικάσουμε την εγκληματική πράξη και τους φυσικούς αυτουργούς της, χωρίς να εξετάσουμε το ευρύτερο υπόβαθρο εντός του οποίου αυτή ξετυλίγεται.
Στην Ελλάδα παράγοντες ποδοσφαιρικών και μπασκετικών ομάδων στην καλύτερη περίπτωση αφήνουν ένα γυναικείο εσώρουχο στον πάγκο της αντίπαλης ομάδας για να την πικάρουν ή σουλατσάρουν με μπράβους έξω από αντίπαλα γήπεδα φωνάζοντας συνθήματα της ομάδας τους, και στη χειρότερη περίπτωση εμπλέκονται σε ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και λαθρεμπόριο κάθε είδους. Το πιο πρωτόγονο και συνάμα ισχυρό κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης, φοράει το εκάστοτε κασκόλ του και πουλάει νταηλίκι, διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία, χτίζει ακροατήριο και ανοίγεται επιχειρηματικά και γεωγραφικά. Αυτό συμβαίνει δεκαετίες στη χώρα και καμία μα καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει να το πειράξει.
Γύρω από τους ισχυρούς παράγοντες διαμορφώνεται ένας κύκλος δημοσιογράφων φερέφωνων, βουλευτάδων και υπουργών που ικανοποιούν τα κέφια τους και οπαδικών στρατών που ορκίζονται πίστη στο όνομά τους. Ο Άλκης με το αίμα του πλήρωσε την ύπαρξη όλων των παραπάνω. Όσοι κυκλοφορούν με μαχαίρια και ματσέτες και σφάζονται φορώντας ένα κασκόλ, δεν είναι λάτρεις μιας ομάδας ή ενός αθλήματος, αλλά υπερασπιστές αυτής της μάτσο αισθητικής, της εξουσιαστικής ρητορικής και της οικονομικής δύναμης που διαφεντεύει τον ελληνικό συλλογικό επαγγελματικό αθλητισμό. Είναι τα λουμπενοποιημένα τμήματα των υποβαθμισμένων τάξεων που με πρόσχημα τις ομάδες, δηλώνουν υποταγή στα αφεντικά.
Υποκριτικά μέτρα
Μέσα σε όλο το ζόφο των ημερών μετά τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού, κάποιοι ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση επέδειξε πυγμή και πήρε σκληρά μέτρα για την εξάλειψη των φαινομένων τυφλής βίας. Εμείς θα ισχυριστούμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν πήρε κανένα απολύτως σοβαρό μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση. Γιατί δεν έθιξε τίποτε από όσα αναφέραμε παραπάνω. Αντιθέτως, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη δύναμη και έλεγχο των ιδιοκτητών των ομάδων, στους οργανωμένους οπαδούς. Πρόκειται για αστειότητα, αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει καταγγελία του πρώην διοικητή της αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη, ότι μέλη ΠΑΕ έπαιρναν τηλέφωνο στην αστυνομική διεύθυνση και ζητούσαν να μην πειραχτούν, ή τέλος πάντων, να πέσουν στα χαμηλά τα κάθε λογής πρωτοπαλίκαρα των ελεγχόμενων συνδέσμων. Και έτσι γινόταν.
Τι αποφάσισε λοιπόν η κυβέρνηση; Σε πρώτη φάση ανέστειλε τη λειτουργία όλων των συνδέσμων φιλάθλων και οπαδών όλων των ομάδων μέχρι τις 31 Ιουλίου. Πρόκειται για τη λογική «πονάει χέρι - κόβω χέρι». Πρόκειται για ένα μέτρο αντιδημοκρρατικό, που τσουβαλιάζει άκριτα τους οπαδούς και ποινικοποιεί τη συλλογική έκφραση ακόμη και στην ψυχαγωγία. Υπάρχουν σύνδεσμοι και λέσχες φιλάθλων με βαθιά ιστορία, πολιτισμική συνεισφορά, αλλά και σκληρούς αγώνες απέναντι στα συμφέροντα των ιδιοκτητών των ομάδων. Το να αποφασίζεται ακαριαία η αναστολή λειτουργίας τους είναι ένα μέτρο παράλογο και αυταρχικό. Όμως έτσι πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οπότε δε μας κάνει εντύπωση. Από τη μία στιγματίζει τη συλλογικότητα, από την άλλη τα ρίχνει όλα στην ατομική ευθύνη.
Κάπως έτσι η κυβέρνηση επαναφέρει στα γήπεδα το λεγόμενο «κουκουλονόμο»! Καθιερώνεται δηλαδή ειδικό ποινικό αδίκημα, με βάση το οποίο, αν κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων κάποιος έχει καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κινδυνεύει με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματικό πρόστιμο. Όποιος πηγαίνει στο γήπεδο τακτικά, ή το έχει επισκεφθεί έστω και μια φορά, γνωρίζει ότι πρόκειται για ένα φαιδρό μέτρο που είναι αδύνατον να υλοποιηθεί και περισσότερο επιχειρεί να εδραιώσει μια αντίληψη πειθάρχησης και καταστολής. Τα γήπεδα είναι ανοιχτοί χώροι που το χειμώνα έχουν πολύ κρύο και αέρα. Τα σκουφιά, οι κουκούλες και τα κασκόλ, είναι βασικές ενδυματολογικές επιλογές για να παρακολουθήσει κανείς έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Το να είναι καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φιλάθλου είναι αναπόφευκτο. Πόσο μάλλον σε περίοδο πανδημίας, που εκτός όλων των παραπάνω, οι παρευρισκόμενοι στα γήπεδα φοράνε και μάσκα…
Όμως, εκεί που πραγματικά η κυβέρνηση δίνει ρέστα είναι στο ζήτημα της λειτουργίας των συνδέσμων και των λεσχών φιλάθλων και οπαδών, τις οποίες ουσιαστικά χαρίζει στους ιδιοκτήτες και τους προέδρους των ομάδων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Υπουργός Αθλητισμού Λευτέρης Αυγενάκης, «Το ερασιτεχνικό σωματείο, η ΠΑΕ και η ΚΑΕ μπορούν να αναγνωρίσουν έως μία Λέσχη Φιλάθλων, έκαστη». Και συνέχισε «Έδρα της Λέσχης, θα είναι υποχρεωτικά πλέον η έδρα του ερασιτεχνικού σωματείου, της ΠΑΕ ή της ΚΑΕ, απ’ όπου βεβαιώνεται η Λέσχη. Έτσι, ΠΑΕ, ΚΑΕ ή ερασιτεχνικό σωματείο θα έχουν τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και ελέγχου στο Μητρώο και στις δράσεις των μελών της Λέσχης». Δεν υπάρχει πιο φιλική ρύθμιση προς τα συμφέροντα των αφεντικών των ομάδων.
Οι οργανωμένοι οπαδοί μετατρέπονται σε κολαούζοι του εκάστοτε προέδρου έχοντας εξάρτηση από εκείνον. Κάπως έτσι οι λέσχες φιλάθλων από αυτόνομες συλλογικότητες, ικανές να επιτελέσουν το ρόλο τους, που είναι η συμμετοχή στα δρώμενα της ομάδας και η άσκηση κριτικής στα κακώς κείμενα, μετατρέπονται σε παρακλάδια εταιρειών, ελεγχόμενα και χρηματοδοτούμενα. Μέλη συνδέσμων που στάθηκαν απέναντι σε μαφιόζους ιδιοκτήτες ομάδων, που ανέπτυξαν αντιφασιστική δράση και που αγαπούν την ομάδα τους ως σωματείο και όχι απλώς μια εταιρική μορφή, βρίσκονται ξαφνικά στο ίδιο καζάνι με τους δολοφόνους του Άλκη. Πρόκειται για ένα μέτρο που θα οδηγήσει σε λέσχες φαντάσματα, που θα κάνουν τις δημόσιες σχέσεις των προέδρων, τη στιγμή που η ωμή βία θα βρει άλλα «πεδία δόξης λαμπρά». Κάτι τέτοιο έγινε και στη Βρετανία επί Θάτσερ.
«Οπαδοί» και οπαδοί
Με αφορμή το τραγικό περιστατικό της δολοφονίας του Άλκη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκει μια ακόμη ευκαιρία για να περάσει ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους επιχειρηματίες φίλους της. Αντί να ελεγχθούν οι σχέσεις των ΠΑΕ με οργανωμένους στρατούς, αντί να εξετασθούν περιπτώσεις υποκίνησης της αθλητικής βίας, αντί να μπει φρένο στην ασυδοσία του μαφιόζικου επιχειρείν που λυμαίνεται τον εγχώριο επαγγελματικό αθλητισμό, στιγματίζεται συνολικά η συλλογική οπαδική έκφραση και η ευθύνη μετατίθεται στον ανώνυμο όχλο και όχι στους επώνυμους πρωταγωνιστές. Το ποδόσφαιρο εμπορευματοποιείται διαρκώς και οι τελευταίοι «ρομαντικοί» που προσπαθούν να διαφυλάξουν το ιστορικό φορτίο των αθλητικών σωματείων μέσα από συλλογικές οντότητες και συνδέσμους, ανεξάρτητους από τις διοικήσεις των ομάδων, ουσιαστικά εξαφανίζονται από το χάρτη.
Σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι στους οπαδικούς συνδέσμους είναι όλοι «άγιοι». Οι σύνδεσμοι σε ποικίλες περιπτώσεις έχουν αλωθεί από συμμορίες και μαφίες που αναπτύσσουν τους δικούς τους κώδικες αντιπαράθεσης και δράσης. Αυτό μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει ξεφύγει σε μεγάλο βαθμό, και ιστορικές οργανώσεις οπαδών έχουν διαβρωθεί και χάσει τον χαρακτήρα και την ταυτότητά τους. Για αυτό το φαινόμενο όμως δεν ευθύνονται οι σύνδεσμοι ως οντότητες, αλλά η ηγεμονία στο εσωτερικό τους. Και αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που αφορά τους από κάτω και όχι την αστυνομία, τα αφεντικά των ομάδων και τους υπουργούς.
Το περίφημο «no politca», το δόγμα που ορίζει ότι πάνω από όλα και από όλους είναι τα χρώματα της ομάδας και όχι η πολιτική θέση των οργανωμένων οπαδών σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, αποτέλεσε ένα ισχυρό εργαλείο στη φαρέτρα όσων ήθελαν να κάνουν τους συνδέσμους φυτώρια μαχαιροβγαλτών και όχι λέσχες κοινωνικά δρώντων οπαδών. Απέναντι σε αυτή την απολιτίκ κουλτούρα που κρύβει βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά, πρέπει να αντιπαρατεθούν όσοι λατρεύουν το ποδόσφαιρο ως άθλημα και όχι ως προϊόν, την ομάδα τους ως σωματείο και όχι ως εταιρεία και το γήπεδο ως κοινωνικό χώρο και όχι ως πεδίο μάχης.