Η φονική και καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυττού στις 4 Αυγούστου υπήρξε μια τεράστια τραγωδία.

Άφησε πίσω της δεκάδες νεκρούς, πολύ περισσότερους τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες άστεγους και ένα μεγάλο τμήμα των υποδομών της πόλης ρημαγμένο. Είναι ένα γεγονός που προσφέρεται για κάθε είδους θεωρίες, με άλλους να επιχειρούν να το φορτώσουν στη Χεζμπολά και άλλους να είναι βέβαιοι ότι από πίσω βρίσκεται το Ισραήλ. Εκτός από τραγωδία, η έκρηξη φαίνεται ότι λειτουργεί και ως αφορμή για επιτάχυνση πολιτικών σχεδιασμών και εξελίξεων. Θυμίζει έτσι μια πολύ μικρότερη έκρηξη, εκείνη που σκότωσε τον Ραφίκ Χαρίρι στις 14 Φλεβάρη του 2005. Έδωσε επίσης τροφή για διάφορες θεωρίες ως το ποιος το έπραξε (και παραμένει «σκοτεινό σημείο» μέχρι σήμερα) και λειτούργησε επίσης τότε ως αφορμή για επιτάχυνση πολιτικών εξελίξεων.

Για την ίδια την έκρηξη, ένα είναι το δεδομένο: οι εγκληματικές ευθύνες του λιβανέζικου κράτους και της κυβέρνησης, που είχαν «παρκάρει» 2.750 τόνους νιτρικού αμωνίου στην καρδιά της πόλης επί 6 χρόνια! Δεδομένες είναι και οι ευθύνες κάποιων ιδιαίτερα διαδεδομένων «πρακτικών» του διεθνούς εφοπλιστικού κεφαλαίου που οδήγησαν τελικά στο να καταλήξει η εκρηκτική ύλη αποθηκευμένη στο λιμάνι της Βηρυττού, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. (βλ. «Ο άνομος κόσμος του διεθνούς εφοπλιστικού κεφαλαίου πίσω από την έκρηξη στη Βηρυτό», της Laleh Khalili, μεταφρασμένο στο info-war.gr). Στον ίδιο το Λίβανο, αυτή η οργή ενάντια στις Αρχές για τις δεδομένες ευθύνες τους διαπερνά την κοινωνία από την πρώτη στιγμή. Τα νεαρά παιδιά που προκάλεσαν τον θαυμασμό αναλαμβάνοντας εθελοντικά να καθαρίσουν την πόλη τους, δεν το έπραξαν σε συνθήκες «εθνικής ομοψυχίας τη στιγμή της τραγωδίας». Έπρατταν το αυτονόητο για τη γειτονιά τους και τους δρόμους τους, ενώ κρατώντας τις ίδιες σκούπες στα χέρια διαδήλωναν ενάντια στην κυβέρνηση «που δολοφόνησε τα αδέρφια μας». Ακόμα και ο διχασμός σε «συνωμοσιολογικό» επίπεδο (ανάμεσα σε εχθρούς της Χεζμπολά και όσους «βλέπουν» δάκτυλο του Ισραήλ), συνυπάρχει με την ομοφωνία ότι «φταίει η κυβέρνηση» για τους νεκρούς.

Ένα άλλο ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ότι ακόμα κι αν η έκρηξη ήταν όντως (πιθανότατα) ένα εγκληματικό ατύχημα, ο αντίκτυπός της θα αξιοποιηθεί από διάφορους παίκτες, που έχουν ήδη εκδηλωθεί.

Τα γεγονότα του Αυγούστου -οι διαδηλώσεις, η πολιτική κρίση, οι διεθνείς πρωτοβουλίες- δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά. Έρχονται σε συνέχεια μιας ολόκληρης περιόδου στο Λίβανο. Συγκεκριμένα έρχονται στο φόντο μιας πολύ σκληρής οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα αλλά και στο φόντο της επακόλουθης εξέγερσης που προκάλεσε αυτή.

Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει με αγριότητα τη χώρα. Ο Λίβανος έχει πρακτικά χρεοκοπήσει, ενώ η αξία του νομίσματός του βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση εδώ και μήνες. Οι «από κάτω» πληρώνουν το τίμημα. Ένας θηριώδης πληθωρισμός εξαερώνει την αγοραστική δύναμη των λαϊκών στρωμάτων, ενώ οι τιμές καλπάζουν και αγαθά λείπουν (η χώρα εισάγει 5 φορές περισσότερα από αυτά που εξάγει). Στα επίπεδα φτώχειας βρίσκεται το 55% του πληθυσμού ενώ η ανεργία βρίσκεται πάνω από το 35%. Ο τραπεζικός τομέας, ένας από τους πιο διαβόητους διεθνώς (από το ρόλο διεθνούς «πλυντηρίου» που έπαιζε πριν τον Εμφύλιο του 1975-90), με μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κρίση, επιχειρεί να αντισταθεί σε κάθε κυβερνητικό μέτρο στοιχειώδους ελέγχου του, ενώ έχει επιβάλει ντεφάκτο κι επιλεκτικά capital controls στους φτωχότερους, την ώρα που οι πλουσιότεροι αφήνονται ελεύθερα να μεταφέρουν κεφάλαια στο εξωτερικό.

Όλα αυτά, μαζί με την οργή για την εκτεταμένη διαφθορά που συνοδεύει την κυριαρχία των ΣΔΙΤ και τα πελατειακά δίκτυα που συγκροτούνται βάση του πολιτικού συστήματος που στηρίζεται σε θρησκευτικούς-σεχταριστικούς διαχωρισμούς και «μοιρασιά» της εξουσίας, προκάλεσαν τη μεγάλη εξέγερση του Οκτώβρη του 2019. Ήταν ένα κίνημα επίμονο, γεμάτο φαντασία και δημιουργικότητα, όπου κυριαρχούσε το κλίμα ενότητας πέρα από θρησκευτικούς διαχωρισμούς και μια γενικευμένη ευφορία στους δρόμους. Στο στόχαστρό του δεν είχε βρεθεί μόνο το πολιτικό προσωπικό («όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι!»), αλλά και (ίσως περισσότερο) οι τράπεζες.

Το ξέσπασμα της πανδημίας και το επακόλουθο lockdown, αφενός «πάγωσαν» τις διαδηλώσεις. Αλλά ταυτόχρονα παρόξυναν τα οικονομικά αδιέξοδα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λίβανος υπήρξε η πρώτη (και ίσως μοναδική) χώρα όπου υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις στο απόγειο του φόβου της πανδημίας και της γενικής αποδοχής των μέτρων καραντίνας διεθνώς. Ούτε είναι τυχαίο ότι -σε αντίθεση με την ευφορία του Οκτώβρη- αυτές ήταν οργισμένες (με πολλές επιθέσεις σε τράπεζες). Ήταν μια χώρα όπου η απειλή της πείνας γινόταν πλατιά αντιληπτή (και βιωνόταν) ως πολύ πιο άμεση και σοβαρή από τον κορονοϊό.

Σε αυτό το περιβάλλον προστέθηκε η έκρηξη που είχε διπλή συνέπεια: Αφενός, έδωσε νέα ώθηση στην γενικευμένη οργή. Αφετέρου, επιδείνωσε περεταίρω την ήδη δραματική οικονομική κατάσταση. Πάνω σε αυτά τα δεδομένα, ξεδιπλώνεται το πολιτικό παιχνίδι, με οικονομικά και με γεωπολιτικά συμφέροντα.

Στο πεδίο της γεωπολιτικής, οι ΗΠΑ έσπευσαν να φορτώσουν όλες τις ευθύνες (και για το μακελειό στο λιμάνι, αλλά και για τις «παθογένειες» του Λιβάνου στη σχετική συζήτηση που συνοδεύει τις προσπάθειες «ανοικοδόμησης») στη Χεζμπολά, η οποία από μερίδα του δυτικού Τύπου παρουσιάζεται ως πηγή όλων των προβλημάτων. Το Ισραήλ αναμφίβολα επεξεργάζεται «ευκαιρίες» που ίσως ανοίξουν για την αποδυνάμωση της λιβανέζικης οργάνωσης -όταν οι πιο «μπρούτοι» πολιτικά αξιωματούχοι του δεν προβαίνουν σε ανοιχτά χαιρέκακες δηλώσεις για την πολύνεκρη έκρηξη. Το ίδιο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα για τη Σαουδική Αραβία, που πασχίζει τα τελευταία χρόνια να ακυρώσει την πολιτική «εθνικής ενότητας», φτάνοντας στο σημείο να απαγάγει (!) τον πρωθυπουργό (και άνθρωπό της στον Λίβανο) Σαάντ Χαρίρι το 2017, για να επιβάλει εκβιαστικά την κατάρρευση της ομαλής κυβερνητικής συνύπαρξης του μπλοκ της Χεζμπολά και των συμμάχων της με το φιλοδυτικό-φιλοσαουδαραβικό μπλοκ του Χαρίρι και να οδηγήσει τα πράγματα σε μια αποφασιστική αναμέτρηση.

Σε διαφορετικό μήκος κύματος δείχνει να κινείται η Γαλλία του Μακρόν, ο οποίος έσπευσε στον Λίβανο την επαύριο της καταστροφής, να φωτογραφηθεί ως «άνθρωπος που συναναστρέφεται το λαό στις δύσκολες ώρες» (μιας και στη Γαλλία δεν έχει αυτή τη δυνατότητα…), αλλά -κυρίως- να «δρομολογήσει» την επόμενη μέρα. Έμοιαζε με επιστροφή του δολοφόνου στον τόπο του εγκλήματος. Η γαλλική αποικιοκρατία ευθύνεται για πολλά από τα δεινά που συνοδεύουν τον Λίβανο από την ανεξαρτητοποίησή του ακόμα, όπως και για το στρεβλό πολιτικό σύστημα που αναπαράγει τους θρησκευτικούς-σεχταριστικούς διαχωρισμούς. Και σήμερα, ο ηγέτης της Γαλλίας, επισκέπτεται την παλιά αποικία ως «σωτήρας», για να κουνήσει το δάκτυλο στους «ιθαγενείς» και να αναλάβει πρωτοβουλίες επιβολής «αναγκαίων αλλαγών» στο σύστημα που η ίδια η Γαλλία δημιούργησε.

Ο Μακρόν κάνει λόγο για «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», ενώ ζήτησε και είχε πολύωρη συνάντηση με εκπροσώπους της Χεζμπολά. Ίσως για να μεσολαβήσει (όπως επιχειρεί και στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, όπου επίσης ο γαλλικός καπιταλισμός έχει τα δικά του αυτόνομα συμφέροντα που δεν εξυπηρετούνται από μια ακραία ρήξη), ή για να καθησυχάσει τη Χεζμπολά και να αποσπάσει συναινέσεις από την ηγεσία της για το περιεχόμενο της «επόμενης μέρας». Η προτίμηση της Γαλλίας στο υπαρκτό μοντέλο «εθνικής ενότητας» είχε φανεί και στο ρόλο που έπαιξε για την απελευθέρωση του Χαρίρι από τους Σαούντ το 2017 και την αποκατάστασή του στη θέση του πρωθυπουργού.

Η στόχευση του Μακρόν αφορά την ενίσχυση του «αυτόνομου» και πρωταγωνιστικού ρόλου του γαλλικού ιμπεριαλισμού στη Μεσόγειο. Η γαλλική πολιτική παραδοσιακά επιδιώκει να «καλύπτει τρύπες» που αφήνει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός με την απόσυρσή του ή τις χοντροειδείς γκάφες του. Σήμερα που η «αμερικανική υποχώρηση» είναι ένα πιο εκτεταμένο γεγονός στην περιοχή, η αναβάθμιση των γαλλικών πρωτοβουλιών, για την επανάκτηση του ελέγχου μιας περιοχής που θεωρεί ότι «ιστορικά της ανήκει» είναι δεδομένη.

Όπως σε κάθε «διαφοροποίηση» από τις ΗΠΑ, έτσι και τώρα στο Λίβανο, τίποτε καλό δεν έχει ως κίνητρο το Παρίσι. Ο Μακρόν δείχνει να προτιμά την «εθνική ενότητα» ως καταλληλότερο μοντέλο για να προχωρήσουν άλλοι σχεδιασμοί. Συνδεδεμένοι με το άλλο πεδίο όπου ξεδιπλώνεται ένα μεγάλο παιχνίδι, το πεδίο της οικονομίας.

Τα «γεράκια» πετάνε πάνω από τον Λίβανο, ελπίζοντας «να κάνουν την κρίση ευκαιρία». Το ΔΝΤ είχε προσκληθεί από την κυβέρνηση εδώ και μήνες, αλλά οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν αργά. Σήμερα, ο εκβιασμός χοντραίνει. Ο Μακρόν συγκάλεσε μια τηλε-διάσκεψη «δωρητών» (δυτικά κι αραβικά κράτη, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων). Αυτή η φιλεύσπλαχνη μάζωξη, αποφάσισε να δώσει 250 εκατ. ευρώ ως «έκτακτη βοήθεια» στο Λίβανο, ενώ υποσχέθηκε τα δισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται μόνο υπό την όρο εφαρμογής «δομικών μεταρρυθμίσεων». Η περαιτέρω προώθηση των ΣΔΙΤ, η μείωση του χρέους και η επιβολή μέτρων λιτότητας θεωρούνται «προαπαιτούμενα» στους κύκλους των «δανειστών» ή «δωρητών» εδώ και μήνες. Τώρα θα απαιτηθούν ακόμα πιο δραστικά κι εκβιαστικά.

Όταν ο Μακρόν κάνει λόγο για «ανάγκη συγκρότησης κυβέρνησης ικανής να περάσει μεταρρυθμίσεις», ενδεχομένως σκέφτεται ότι θα ήταν προτιμότερο αυτή να συνεχίσει να περιλαμβάνει τη Χεζμπολά. Ο «διαμεσολαβητικός» ρόλος ίσως επιχειρεί να ρυμουλκήσει την οργάνωση στη στήριξη ενός τέτοιου σχεδίου. Άλλωστε στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής, οι διαφορές μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών μπλοκ δεν είναι μεγάλες. Η Χεζμπολά, διατηρώντας πλατιά λαϊκή στήριξη σε πιο πληβειακά στρώματα, επιστρατεύει κατά καιρούς μια πιο «λαϊκιστική» ρητορική, αλλά έχοντας κάνει την επιλογή να συγκυβερνά εδώ και χρόνια, έχει μεταλλαχθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτό που κάποτε υπήρξε μια στρεβλή έκφραση των προσδοκιών των (πλειοψηφικά σιϊτικών) φτωχών. Μόνο πρόσφατα, συνυπέγραψε την πρόκληση του ΔΝΤ, αλλά και τον προϋπολογισμό του 2020, που ήδη περιλάμβανε την κατάργηση δημόσιων οργανισμών και την ιδιωτικοποίηση του κλάδου της ενέργειας. 

Ένα ακανθώδες σημείο στην οικονομική πολιτική του 2020, που διαμόρφωσε η κυβέρνηση Χασάν Ντιάμπ (που προέκυψε μετά την ανατροπή του Χαρίρι από την εξέγερση του 2019 και κατέρρευσε μετά την έκρηξη του Αυγούστου), ήταν ωστόσο τα μέτρα στον τραπεζικό τομέα (ενάντια στον οποίο η Χεζμπολά, που είχε βαρύνοντα ρόλο στην επιλογή Ντιάμπ, διατηρεί μια κριτική). Οι τραπεζίτες αντιστέκονται  σθεναρά, στηριζόμενοι κυρίως στο κόμμα του Χαρίρι αλλά και στη -σύμμαχο της Χεζμπολά- Αμάλ. Τα διεθνή ρεπορτάζ ισχυρίζονταν ότι η πρωτοβουλία Μακρόν αφορά την επιστροφή του Χαρίρι στην πρωθυπουργία. Είναι ο φυσικός ηγέτης του φιλοδυτικού μπλοκ, δείχνει να αποδέχεται την επιλογή «εθνικής ενότητας» με τη Χεζμπολά και δεν είναι απλά άνθρωπος των τραπεζών αλλά μεγαλοτραπεζίτης ο ίδιος. Παραμένει αρκετά μισητός όμως, οπότε αναμένεται να προκριθεί άνθρωπος που θα έχει την έγκρισή του. Ήδη μια ομάδα «πρώην πρωθυπουργών» (της κλίκας Χαρίρι) προωθεί έναν νέο εκλεκτό, τον Μουσταφά Αντίμπ, που μάλλον θα κερδίσει τη στήριξη και του μπλοκ της Χεζμπολά. Πρώτο καθήκον του φημολογούμενου νέου πρωθυπουργού, να παρουσιάσει τις καλές του προθέσεις στον «Αυτοκράτορα» Μακρόν που επιστρέφει στο Λίβανο για «έλεγχο πρόοδου»…

Στο εσωτερικό του Λιβάνου, η επιθυμία για αλλαγή είναι διάχυτη. Αλλά η μορφή που θα πάρει είναι αμφίβολη. Η ιδιαιτερότητα της ύπαρξης δύο μπλοκ που συγκρούονται σκληρά όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς συμμαχίες, αλλά συγκυβερνούν για χρόνια και βρίσκουν modus operandi στη διανομή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στο εσωτερικό, καθορίζει το λαϊκό αίσθημα. Για ένα τμήμα της λαϊκής βάσης της Χεζμπολά, που συμμετείχε στην εξέγερση του περασμένου Οκτώβρη, το «κάτω η κυβέρνηση» μπορεί να εξαιρεί το κόμμα του Νασράλα και να στρέφεται ενάντια στην παρουσία του μπλοκ του Χαρίρι σε κυβερνητικές θέσεις. Στις διαδηλώσεις του Αυγούστου, σουνιτικές  φιλο-σαουδικές δυνάμεις επιχείρησαν να «μεταφράσουν» το αντικυβερνητικό αίσθημα σε κατεύθυνση απαλλαγής από την παρουσία της Χεζμπολά σε κυβερνητικές θέσεις.

Γι’ αυτό το λόγο ένα νεολαιίστικο κυρίως τμήμα διαδηλωτών, υιοθετεί το «όταν λέμε [σσ: να φύγουν] όλοι, εννοούμε όλοι!». Αν και αυτό το κοινό, που έχει κουραστεί απέναντι σε όλο το πολιτικό σύστημα, έχει διευρυνθεί, οι ιδέες του είναι θολές.

Είναι ένα σύνθημα που εκφράζει μερίδες της ριζοσπαστικής Αριστεράς και «αριστερόστροφων» κινηματικών συλλογικοτήτων που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια. Αυτές επιχειρούν να το συνδέσουν με την επίθεση στις τράπεζες, το κεφάλαιο κ.ο.κ., ενώ αποφεύγουν το σεχταρισμό απέναντι πχ στη λαϊκή βάση της Χεζμπολά όταν αυτή συμμετέχει με τα συνθήματά της στις διαδηλώσεις. Αλλά υπάρχει κι ένα σοβαρό τμήμα «φιλελεύθερης» πρωτόγονης πολιτικοποίησης που φορτώνει όλα τα δεινά στο υπαρκτό πολιτικό σύστημα και τη «διαφθορά» του, αντιμετωπίζει με καχυποψία τους οπαδούς των υπαρκτών μπλοκ και βλέπει με θετικό μάτι «τεχνοκρατικές» λύσεις, που καταλήγουν -συνειδητά ή ασυνείδητα- στην επιδίωξη ενός «υγιούς» καπιταλισμού -που δεν μπορεί να υπάρξει.

Η εξέγερση του Οκτώβρη, που ένωσε τους «από κάτω» και ανέτρεψε τον Χαρίρι, έδειξε το δρόμο και τη δυνατότητα των λιβανέζικων μαζών να αντισταθούν σε όποιες «σάπιες» λύσεις επιχειρήσουν να επιβάλλουν οι «δωρητές» στην κρίση του Λιβάνου. Από την ενδυνάμωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των απόψεών της θα κριθεί αν θα μπορέσουν αυτές οι μάζες να επιβάλουν μια δική τους λύση.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες