Φορολογικό και αναπτυξιακός νόμος
Είναι γνωστό ότι το «αναπτυξιακό θαύμα» που υποσχόταν παλιότερα ο Μητσοτάκης (ως θεραπεία για πάσα νόσο) έχει ήδη στομώσει. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μοιράστηκαν ως «λάδωμα» κυρίως προς τους μεγάλους Ομίλους της κυρίαρχης τάξης, και ιδιαίτερα τους πιο «φιλικούς» προς την οικογένεια Μητσοτάκη. Από το 2026, οπότε και ολοκληρώνεται η επίδραση αυτών των ενισχύσεων, η ανάπτυξη αναμένεται να προσγειωθεί στα περιθώρια του 1%.
Πρόκειται για το σενάριο της «αργής αλλά σταθερής» ανάπτυξης στο οποίο συνήθως αναφέρεται ο Κωστής Χατζηδάκης. Ο προσδιορισμός της ανάπτυξης ως αργής, μπορεί να χαρακτηριστεί και «παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του», αν θυμηθούμε τις κολοσσιαίες απώλειες μετά από το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Όσο για τον προσδιορισμό της ως σταθερής, αυτός μοιάζει με ανέκδοτο, αν θυμηθούμε τους γεωπολιτικούς τρανταγμούς που εκκρεμούν, ή αν δεν ξεχνάμε ότι η ενίσχυση «στρατηγικών» υποδομών του ελληνικού καπιταλισμού μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης παρέμεινα από αμελητέα ως μηδενική (πχ σιδηρόδρομοι).
Σε αυτές τις συνθήκες ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζει πλέον ακόμα και προβλήματα δυσπιστίας των «μεγάλων» της κυρίαρχης τάξης, ως προς την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του.
Σε αυτόν τον «πονοκέφαλο» λογοδοτούν το φορολογικό νομοσχέδιο και ο αναπτυξιακός νόμος για την περίοδο από το 2025 και μετά.
Το φορολογικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει τριτεύουσες «αλλαγές», με στόχο να μπορεί ο Μητσοτάκης να δημαγωγεί, αλλά διατηρεί ακέραιο το πλαίσιο της φοροληστείας σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών. Έξι χρόνια μετά τη διαβόητη «έξοδο από τα μνημόνια» του 2018, η κυβέρνηση δηλώνει ότι «για την ώρα» (!) δεν συζητά τη μείωση των θηριωδών συντελεστών ΦΠΑ (που θέσπισαν τα μνημόνια ως «προσωρινό κι έκτακτο» μέτρο), ενώ επίσης δεν συζητά καμιά στροφή σε αναλογικότητα και δικαιοσύνη στις κλίμακες φορολόγησης των φυσικών προσώπων, διατηρώντας αναλλοίωτους τους πυλώνες ενός συστήματος που οδηγεί σε ρεκόρ φορολογικών εσόδων του κράτους, ρεκόρ που στηρίζεται αποκλειστικά στην αφαίμαξη των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Ακόμα και αυτό το νομοσχέδιο, που επιδιώκει «συνέχεια» της τρέχουσας πολιτικής, περιλαμβάνει σημαντικά δωράκια προς τους καπιταλιστές. Όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών περίθαλψης κατά 1%, αλλά και το πέρασμα της προστασίας των κατοικιών, των οχημάτων, των χωραφιών κλπ από τις φυσικές καταστροφές στον «κύκλο εργασιών» των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών. Η προσπάθεια να φορολογηθούν τα φιλοδωρήματα στα εστιατόρια και τις καφετέριες είναι ένα χυδαίο παράδειγμα της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να κρατήσει ψηλά τη φοροληστεία.
Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο περιλαμβάνει κάποιες «νέες ιδέες» στο πώς θα διανέμονται οι πόροι των δημόσιων ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις. Περιλαμβάνει το στόχο της ενίσχυσης της βιομηχανίας, δίπλα στους «πρωταθλητές» της προηγούμενης περιόδου, που ήταν ο τουρισμός και τα ακίνητα. Τα πρότζεκτ που ήδη συνωστίζονται στην ουρά για τις «ενισχύσεις» αφορούν τους κλάδους της ενέργειας, των εξορύξεων, της επεξεργασίας μετάλλων, των μεταλλικών κατασκευών, των χημικών και του φαρμάκου, των logisticsκ.ά. Ταυτόχρονα αλλάζει η έννοια της λεγόμενης «στρατηγικής επένδυσης» (που επέφερε δικαίωμα ενίσχυσης). Παύει η ταύτιση με τις μεγάλες επενδύσεις και οι «ενισχύσεις» προσανατολίζονται πλέον ακόμα και προς επενδύσεις της τάξης των 10 εκατ. ευρώ. Όσοι αντιμετωπίζουν αυτές τις αλλαγές με δογματικά κριτήρια (θεωρώντας «θετική» αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου την ενίσχυση της βιομηχανίας, ή θετική την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.ά.) ας δουν τι εννοεί η κυβέρνηση: Μαζική φοροαπαλλαγή στα κέρδη «όσων επενδύουν»! Όμως είναι πιο χρήσιμο να δούμε τι εννοούν οι ίδιοι οι καπιταλιστές, προβλέποντας από τώρα ότι η άποψή τους τελικά θα εισακουστεί: Μηδενική φορολόγηση και εκμηδενισμό του «μη-μισθολογικού» κόστους της εργασίας σε επιχειρήσεις που κάνουν «σημαντικές» νέες επενδύσεις ή χρηματοδοτούν προγράμματα μετάβασης σε «πράσινη» λειτουργία, ή προγράμματα επανεκπαίδευσης του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες κλπ.
Η κυβέρνηση της δρακόντειας λιτότητας και της ακραίας φοροληστείας είναι μια γενναιόδωρη κυβέρνηση απέναντι στους καπιταλιστές. Και μπροστά στο «στόμωμα» της ανάπτυξης, ο μόνος δρόμος που γνωρίζει και προτίθεται να βαδίσει, είναι το να γίνει ακόμα πιο γενναιόδωρη προς τον «κόσμο του επιχειρείν». Αυτό είναι το νόημα του αναπτυξιακού νομοσχεδίου και των αλλαγών που αυτό θα φέρει.
Καθοδικό σπιράλ
Αυτή η τακτική απέναντι στα αιτήματα των βιομηχάνων δημιουργεί ένα καθοδικό σπιράλ χωρίς τέλος. Μέσα στην ισχυρή οικονομία της Γερμανίας, η VW πρόσφατα δήλωσε ότι προϋπόθεση για να κρατήσει ανοιχτά τα εργοστάσιά της στη Γερμανία είναι να θεσμοθετηθεί μια οριζόντια μείωση των μισθών κατά 10%! Αν εδώ θεσμοθετηθεί ότι μια «επένδυση» της τάξης των 10 εκατ. ευρώ επιφέρει μηδενισμό της φορολογίας επί των κερδών και μηδενισμό των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, τότε θα είμαστε μπροστά σε μια σημαντική επιτάχυνση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας, τόσο του κεφαλαίου όσο και του κυβερνητικού μηχανισμού.
Κίνημα
Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά οφείλουν να σταθούν τελείως «άκαμπτα» μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις. Διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς, με αδιαφορία απέναντι στα «επιχειρήματα» των παπαγάλων του συστήματος, που μας καλούν να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι για να αυγατίσουν οι επενδύσεις.
Διεκδικώντας να εκπληρωθούν στο ακέραιο οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις του κεφαλαίου, για να μην πληρώσουν τις συνέπειες οι συνταξιούχοι, αλλά και όλοι οι εργαζόμενοι με την «εξαέρωση» των ασφαλιστικών υποχρεώσεων των εργοδοτών για την περίθαλψη. Διεκδικώντας να αυξηθεί η φορολόγηση των κερδών του κεφαλαίου (που από χρόνο σε χρόνο διατηρούνται σε ανοδική τροχιά), με στόχο να χρηματοδοτεί η αναγκαία αύξηση των κοινωνικών δαπανών.
Στις συνθήκες που έχουν πλέον δημιουργηθεί στην Ευρώπη, ακόμα και σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις πιέζονται για κάποια μεσοβέζικα βήματα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των κοινωνικών δαπανών. Ο λόγος είναι ότι η συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, από ένα επίπεδο και κάτω, αρχίζει να μετατρέπεται σε «παραγωγικό» πρόβλημα. Στη Βρετανία πρόσφατα, η κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος, ενός από τα πιο συντηρητικά και εκφυλισμένα τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, υποχρεώθηκε να ανακοινώσει δύο μεγάλα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων στην υγεία και στην εκπαίδευση. Είναι πολύ λίγα και πολύ αναποτελεσματικά. Όμως εδώ, ο Μητσοτάκης δεν έχει την πρόθεση για τέτοιες κινήσεις, ούτε κι αν αποτελούν ψίχουλα μπροστά στις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί. Το λόγο πρέπει να πάρει το εργατικό κίνημα. Αρχίζοντας από την απεργία στις 20 Νοέμβρη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά