Η γαλλική κοινωνική και πολιτική εμπειρία.

Μια υποδειγματική σε διάρκεια και κλιμάκωση ταξική αντιπαράθεση

Μετά από ένα πολύμηνο διάστημα κινητοποιήσεων και απεργιακών δράσεων πανεθνικού χαρακτήρα, το αγωνιστικό γαλλικό εργατικό κίνημα φαίνεται πλέον πως πλησιάζει σε μια κινηματική οροφή. Τελευταία για την ώρα πανεθνική ημέρα δράσης η 15η Σεπτεμβρίου, όπου πέραν της κατάργησης του νόμου για την εργασία, η Cgt πρόβαλε διεκδικήσεις όπως την εβδομάδα των 32 ωρών, τη σύνταξη στα 60 χρόνια, την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1800 ευρώ (καλά διαβάζετε 1800 ευρώ). Βέβαια σε επιμέρους τομείς η κοινωνική ένταση συνεχίζεται αμείωτη, και τέτοια είναι η σημερινή περίπτωση της απειλής κλεισίματος του μεγάλου εργοστάσιου παραγωγής σιδηροδρομικού υλικού της Άλστομ στο Μπελφόρ, ωστόσο η απόφαση των κεντρικών συνδικάτων (Cgt, ForceOuvriere, Sud, Solidairesκλπ.), είναι να συνεχίσουν την κινητοποίηση απέναντι στις διατάξεις του νόμου Μιριάμ Ελ Κομρί, με δικαστικές προσφυγές στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας. Ενός νόμου που αφορούσε κυρίως τον παραγκωνισμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών και πρακτική ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπου η θέση του μισθωτού εργαζόμενου είναι σαφώς ασθενέστερη από ό,τι της εργατικής συνομοσπονδίας. Ενός νομοθετικού κειμένου που αποδομεί τα θεμέλια του γαλλικού Κώδικα Εργασίας, και πέρασε χωρίς την έγκριση της εθνικής αντιπροσωπείας, μια και το Σύνταγμα (άρθρο 49 – 2) παρέχει αυτή τη δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία σε «έκτακτες» περιστάσεις.

          Είναι αλήθεια ότι περί τις δεκαπέντε πανεργατικές κινητοποιήσεις των γαλλικών εργατικών συνομοσπονδιών (με την θλιβερή εξαίρεση της Cfdt, της σοσιαλιστικής, εργοδοτικής και κυβερνητικής συνομοσπονδίας), ενώ αποτύπωσαν την μεγαλύτερη έξαρση του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος στην τελευταία περίοδο, εντούτοις δεν κατάφεραν να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόσυρση του νόμου Μιριάμ Ελ Κομρί. Εντούτοις από όλες τις συνδικαλιστικές πλευρές κρίνεται ότι αυτό το μείζον ζήτημα ταξικής αντιπαράθεσης παραμένει ανοιχτό, όχι μόνον δικαστικά, αλλά και σε επίπεδο της επιχειρηματικής συνδικαλιστικής πρακτικής. Σε κάθε περίπτωση ολοκληρώθηκε ένας σημαντικός κινηματικός κύκλος, που προσφέρεται στην εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων, χρήσιμων για το υπόλοιπο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα στην αντιπαράθεσή του με τα μέτρα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

          Τόσο ο φετινός νόμος της Μιριάμ Ελ Κομρί, όσο και ο αντίστοιχος περυσινός του Εμμανουέλ Μακρόν, που και οι δύο επικυρώθηκαν με τον ίδιο αντιδημοκρατικό τρόπο, στην ίδια την κοιτίδα της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, που είναι παραπλήσιοι με τους ελληνικούς μνημονιακούς νόμους ολόκληρης της τελευταίας εξαετίας, ήταν προϊόν της πρόθεσης της γαλλικής αστικής τάξης να καταστήσει τη μισθωτή εργασία «φθηνή, πειθαρχημένη, απορρυθμισμένη», προκειμένου ο γαλλικός καπιταλισμός να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά του σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Βεβαίως και υπήρξε πίεση από την γερμανική προς την γαλλική κυβέρνηση, με πρόσχημα το μεγάλο γαλλικό δημόσιο χρέος, για την λήψη τέτοιου είδους μέτρων. Η Γαλλία με ετήσιο ΑΕΠ ύψους 2.621 δισεκατ. δολάρια,  παρουσιάζει δημόσιο χρέος 2.096 δισεκατ. ευρώ, δηλαδή στο 96% του ΑΕΠ της. Άλλωστε η ίδια η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν αυτή που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και με κύριο όχημα την Χάρτα Χάρτζ, καθιέρωσε την μερική απασχόληση, τις «μικρές – φθηνές» μορφές απασχόλησης κλπ.

Σε κάθε περίπτωση δηλαδή είναι οι εθνικές αστικές τάξεις που εφάρμοσαν και συνεχίζουν να υλοποιούν μνημονιακές πολιτικές, και στο ίδιο το ευρωπαϊκό κέντρο, ενώ αυτή η διαρκής νεοφιλελεύθερη επίθεση ενορχηστρώνεται προφανώς και στο ευρύτερο πεδίο της Ιεράς Συμμαχίας των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Ωστόσο σε καμία περίπτωση της εξέλιξης του γαλλικού εργατικού κινήματος, δεν τέθηκε ζήτημα πρόταξης του στόχου της αποχώρησης από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά έμεινε αποκλειστικά στο επίκεντρο του απεργιακού αγώνα η απόκρουση της ουσιαστικής κατάργησης του γαλλικού Κώδικα Εργασίας. Σε όλα τα δημοσιεύματα της Humanite και της LeMonde, σε όλες τις ομιλίες, συζητήσεις και συνεντεύξεις του κορυφαίου εργατικού ηγέτη της Cgt Φιλίπ Μαρτινέζ, πουθενά δεν τίθεται ένας τέτοιος προσανατολισμός.

          Μόνον εφόσον επικρατούσαν οι επιδιώξεις των γάλλων εργαζομένων, και αποσύρονταν οι αντιδραστικές μεταλλάξεις του Εργατικού Δικαίου, εκ των πραγμάτων θα επέρχονταν ένας ισχυρός κλονισμός της γαλλικής αστικής τάξης (Medef), και συνεπακόλουθα θα αποδυναμώνονταν τα θεμέλια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το να προταχθεί ο στόχος της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, χωρίς να έχουν αλλάξει ριζικά οι συσχετισμοί προς όφελος της εργατικής τάξης και σε βάρος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, χωρίς να έχουν επέλθει ριζοσπαστικές ανακατατάξεις στο πολιτικό επίπεδο κλπ., κανένας γάλλος εργαζόμενος δεν θα έθετε την εργασία του σε κίνδυνο, συμμετέχοντας στις απεργιακές κινητοποιήσεις, για ένα νομισματικό στόχο επαναφοράς του φράγκου. Το καθοριστικό και κύριο για την εργατική κινητοποίηση ήταν η αντιπαράθεση επί του συγκεκριμένου επίδικου της ταξικής πάλης, που ακριβώς αντιπροσώπευε το μέγα διακύβευμα για τον γαλλικό καπιταλισμό και τους ευρωπαίους συνεταίρους του.

          Κατά συνέπεια, οι όποιες αλλαγές, ανατροπές, μετασχηματισμοί στο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο δεν μπορεί να είναι «προαπαιτούμενο» των λαϊκών κινητοποιήσεων, αλλά απεναντίας αυτές διεξάγονται στα συγκεκριμένα εθνικά πεδία της πάλης των τάξεων, και εφόσον προάγονται νικηφόρα, επιφέρουν τις ευρωπαϊκές ανατροπές. Αν βέβαια γίνεται λόγος για ανατροπές των ευρωπαϊκών υπαγορεύσεων από την πλευρά του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, και όχι για ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, φιλοευρωπαϊκές και ευρωσκεπτικιστικές, που σε κάθε περίπτωση αποβαίνουν σε βάρος των εργατικών συμφερόντων. Κανένας εργαζόμενος ή ευρύτερα συνδικαλιστικό κίνημα δεν κινητοποιήθηκε και ούτε πρόκειται να κινητοποιηθεί με σημαία την δραχμή: Η λαϊκή απεργιακή δράση γίνεται στην κατεύθυνση αντιπαλότητας στο υπαρκτό αντικείμενο των μνημονίων, και εφόσον κατορθώνει να υλοποιεί τους στόχους της και να τροποποιεί τον πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων, έχει τη δυνατότητα να αναδιατάσσει το ευρωπαϊκό σκηνικό, ανατρέποντας τους θεσμικούς θεματοφύλακες του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Οι εργατικές κινητοποιήσεις στο φόντο των προεδρικών εκλογών

Το δεύτερο ζήτημα που τέθηκε με το γαλλικό απεργιακό κίνημα είναι προφανώς της αποτελεσματικότητας, πράγμα που συναρτάται με το εύρος των κινητοποιήσεων, γιατί διάρκεια και κλιμάκωση ούτως ή άλλως υπήρξαν από τον αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα. Παρόλη την κινητοποίηση όλων των εργατικών συνομοσπονδιών (πλην της Cfdt), το εύρος της συμμετοχής στις απεργίες και στις διάφορες δράσεις, με εναλλαγή στη συμμετοχή των εργαζομένων, εφόσον εφαρμόζονταν οι κυλιόμενες απεργίες κατά κλάδο, έφτασε στο 10% περίπου του συνολικού δυναμικού της μισθωτής εργασίας, δηλαδή τα 2,5 εκατομμύρια απεργούς και διαδηλωτές σε ένα σύνολο 24 εκατομμυρίων μισθωτών εργαζομένων. Βεβαίως αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό σε σχέση με απεργιακές πανεθνικές κινητοποιήσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που ούτε πραγματοποιούνται, ή και αν προκηρυχθούν, όπως στην ελληνική περίπτωση, σε πολλές περιπτώσεις μένουν στα χαρτιά, ή με πολύ μικρή συμμετοχή.

          Αυτό ήταν και το μείζον πρόβλημα στην εξέλιξη του πολύμηνου αυτού απεργιακού αγώνα. Για να επιτυγχάνονταν η απόσυρση του νόμου θα χρειάζονταν ευρύτερη απεργιακή κινητοποίηση από αυτή που καταγράφηκε. Αυτό είχε γίνει σε έναν βαθμό προηγούμενα στην δεκαετία του 2000 με την απόπειρα επιβολής της Σύμβασης Πρώτης Απασχόλησης, που αφορώντας τη νεολαία, είχε ξεσηκώσει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του νεολαιίστικου πληθυσμού, πράγμα που είναι ευχερέστερο σε σχέση με την εργατική τάξη της βιομηχανίας. Από μια άποψη μπορεί να πει κανείς ότι υπήρξε μια παραλληλία ανάμεσα στο ποσοστό αυτό απεργιακής συμμετοχής, και στο επίπεδο πολιτικής επιρροής της Αριστεράς, που με βάση τις σημερινές δημοσκοπήσεις δείχνουν την προεδρική υποψηφιότητα του Ζ. Λ. Μελανσόν να κατορθώνει να ξεπεράσει το 10%. Και σ’ αυτό το επίπεδο αναδεικνύεται το πραγματικό πρόβλημα, στην σύνδεση κοινωνικού κινήματος και συνολικότερης πολιτικής κατάστασης στην γαλλική κοινωνία.

          Είναι γεγονός ότι για να επιτύχει ένα απεργιακό εργατικό κίνημα τις επιδιώξεις του, απαιτείται, πέρα από την κλιμάκωση και την διάρκεια, το σπάσιμο αυτού του «φράγματος» του 10% της συμμετοχής και της αντίστοιχης αριστερής καταγραφής. Εδώ βέβαια υπεισέρχεται ο ίδιος ο ρόλος της πολιτικής Αριστεράς καθώς και οι γενικότεροι συσχετισμοί και επιρροές που ισχύουν στον επιμέρους κοινωνικό σχηματισμό στη συγκεκριμένη περίοδο. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η επιρροή και οι δυνάμεις της γαλλικής Αριστεράς (αν υιοθετήσει κανείς τη λογική που χρησιμοποιείται στην μεγάλη πλειοψηφία των εντύπων ότι Αριστερά = Μέτωπο της Αριστεράς + Σοσιαλιστικό Κόμμα, πράγμα αμφισβητήσιμο σήμερα με την φιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική του Φ. Ολλάντ), βρίσκονται σε ένα ιστορικά χαμηλό επίπεδο, εφόσον με βάση τις σφυγμομετρήσεις για τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου – Μαΐου 2017, ανέρχονται αθροιστικά στο 26% περίπου (Μελανσόν 10% + Ολλάντ ή Μακρόν ή Ομπρύ 16%).

          Αυτό οφείλεται σε δύο καθοριστικούς ιστορικούς παράγοντες: Από τη μια πλευρά, στην ιστορική παρακμή του γαλλικού ΚΚ που από το 15% των προεδρικών εκλογών του 1981 έπεσε στο 2% των προεδρικών εκλογών του 2007. Χρειάστηκε η συγκρότηση του Μετώπου της Αριστεράς, υπό τον Ζ.Λ. Μελανσόν, προκειμένου να υπάρξει η σχετική ανάκαμψη στις προεδρικές εκλογές του 2012 (11%). Αυτό οφείλεται στο ότι για μια μακρά σειρά ετών, ο γαλλικός κομμουνισμός ακολούθησε μία πολιτική καιροσκοπισμού τέτοια, που όντας άλλοτε στην συγκυβέρνηση με τους σοσιαλιστές, και άλλοτε σε μια κριτική συμπολίτευση – αντιπολίτευση, κατόρθωσε να χάσει το ιστορικό εργατικό πληβειακό του ακροατήριο. Από την άλλη πλευρά το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από τα σχετικά υψηλά ποσοστά που κατέγραφε στην εποχή Μιττεράν (μέχρι και 34% το 1988), ακολούθησε εξίσου μια φθίνουσα πορεία, με τελευταία αναλαμπή τις προεδρικές εκλογές του 2012 (29%), που οδήγησαν και στην εκλογή του Φ. Ολλάντ : Σήμερα βρίσκεται στα υποδιπλάσια επίπεδα του 16%. Στην περίπτωση αυτή αιτία ήταν η μετάλλαξη των γάλλων σοσιαλιστών από τον σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό στην υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού, φαινόμενο που χαρακτήρισε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

          Όλη αυτή η ιστορική απομείωση της Αριστεράς (κομμουνιστικής + σοσιαλδημοκρατικής) εισπράχθηκε από τους δύο σχηματισμούς της συντηρητικής παράταξης. Όσο αποψιλώνονταν το γαλλικό ΚΚ, τόσο από την άλλη πλευρά τροφοδοτούνταν η άνοδος του Εθνικού Μετώπου με απόκληρα, πληβειακά λαϊκά στρώματα: Από το 14% του 1988 στο 18% των προεδρικών εκλογών του 2012, και στο σημερινό δημοσκοπικό ποσοστό του 26%. Αλλά και η μείωση της επιρροής του Σοσιαλιστικού Κόμματος κατευθύνθηκε προς την ρεπουμπλικανική δεξιά, έτσι ώστε το αποτέλεσμα είναι σήμερα ότι οι δύο συντηρητικοί σχηματισμοί (Εθνικό Μέτωπο με την Μ. Λεπέν + Ρεπουμπλικανοί με Σαρκοζί ή Μπαϊρού ή Α.Ζυπέ) να συναθροίζουν από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών περί το 65% του εκλογικού σώματος, δηλαδή τα δύο τρίτα του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων, πέρα από τις μικροαστικές τάξεις, βρίσκονται εργατικά λαϊκά στρώματα.

          Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι το απεργιακό κίνημα προάσπισης του Κώδικα Εργασίας, ενώ κινητοποίησε ένα σημαντικό μέρος του αριστερού πληθυσμού, εντούτοις προσέκρουσε στον τοίχο του γεγονότος της κυριαρχίας της συντηρητικής πολιτικής στο 65% των γάλλων, που σε μεγάλο βαθμό ανήκουν στη μισθωτή εργασία, ωστόσο όμως η συντηρητική και νεοφιλελεύθερη ηγεμόνευσή τους, ακυρώνουν την δυνητική κινηματική τους συμμετοχή. Μ’ αυτά τα δεδομένα, εκείνο που μπορεί να επιδιωχθεί είναι, στη βάση της δυναμικότητας του απεργιακού εργατικού κινήματος, το Μέτωπο της Αριστεράς να κατορθώσει να πάρει κεφάλι από το χρεοκοπημένο κυβερνητικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, και κατ’ αυτό τον τρόπο να αναδειχθεί στο αντίπαλο δέος απέναντι στις δύο πλειοψηφικές δεξιές, ρεπουμπλικανική και ακροδεξιά, διαμορφώνοντας μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση απέναντι στο νεοσυντηρητισμό, με την περιθωριοποίηση των γάλλων σοσιαλιστών. Αυτό το πολιτικό γεγονός θα είναι πλέον σε θέση να επανατροφοδοτήσει την κλιμάκωση και τη διάρκεια του κοινωνικού κινήματος για την σωτηρία του Κώδικα Εργασίας, των οικονομικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να δρομολογηθεί η απόσπαση τμημάτων των λαϊκών τάξεων από την επιρροή όλου του συντηρητικού πολιτικού μπλοκ.

Ετικέτες