Ο Μπολσονάρο, με τη νίκη του, πήρε και το χρίσμα της βραζιλιάνικης (αλλά και της διεθνούς) αστικής τάξης.

Ξέ­ρου­με πλέον αρ­κε­τά για τη με­ρί­δα του κε­φα­λαί­ου που τον στή­ρι­ξε, χρη­μα­το­δο­τώ­ντας γεν­ναία έναν μη­χα­νι­σμό που ισο­φά­ρι­σε τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο τη­λε­ο­πτι­κό του χρόνο με τη διά­δο­ση εξω­φρε­νι­κών ψευ­δών ει­δή­σε­ων για το PT, με στόχο να ενι­σχυ­θεί ει­δι­κά το ρεύμα ακρο­δε­ξιάς εξαλ­λο­σύ­νης μέσα στο διά­χυ­το «αντι-PT» κλίμα που είχαν δια­μορ­φώ­σει οι κρα­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί και τα ΜΜΕ. Ένας μη­χα­νι­σμός που θύ­μι­σε υπερ­βο­λι­κά «Μα­κε­λειό», «Ελεύ­θε­ρη Ώρα» και όλο το σι­νά­φι των «ψε­κα­σμέ­νων» πα­τριω­τι­κών μπλογκ, υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς μας ότι, σε στιγ­μές κρί­σης, αυτού του εί­δους η χο­ντρο­κομ­μέ­νη προ­πα­γάν­δα δεν είναι κα­θό­λου αστεία…

Μά­θα­με επί­σης ότι το τμήμα της αστι­κής τάξης που του­λά­χι­στον τον ανέ­χτη­κε ως χρή­σι­μο «πα­ρά­γω­γο» του κλί­μα­τος που είχε η ίδια δη­μιουρ­γή­σει, ακόμα κι αν ο εκλε­κτός της ήταν ο «πα­ρα­δο­σια­κός» δε­ξιός Τζε­ράλ­δο Αλ­κμίν (που κα­τα­πο­ντί­στη­κε στο 5%), είναι απο­λύ­τως πρό­θυ­μη να τον υιο­θε­τή­σει. Το «πάρτι» στα χρη­μα­τι­στή­ρια, οι δίχως πρό­σχη­μα πα­νη­γυ­ρι­σμοί στα διε­θνή σο­βα­ρά οι­κο­νο­μι­κά έντυ­πα για την «ευ­και­ρία» που απο­τε­λεί η θη­τεία Μπολ­σο­νά­ρο, είναι μόνο κά­ποια μικρά δείγ­μα­τα.

Ο ίδιος ο Μπολ­σο­νά­ρο φρό­ντι­σε να τάξει στους «από πάνω» την υλο­ποί­η­ση των πιο άγριων αντι­κοι­νω­νι­κών ονεί­ρων τους, όρισε νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο άν­θρω­πό τους ως «τσάρο της Οι­κο­νο­μί­ας» κι έδωσε στους νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρους σκε­πτι­κι­στές («δεν γνω­ρί­ζει οι­κο­νο­μι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση») την απά­ντη­ση που ήθε­λαν για να… ηρε­μή­σουν: «Και ο Ρί­γκαν δεν ήξερε από οι­κο­νο­μι­κά, αλλά δείτε τι πέ­τυ­χε…».  

Με το χρί­σμα της αστι­κής τάξης, θα πάρει και την εμπι­στο­σύ­νη των αστι­κών κομ­μά­των (στην κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη βρα­ζι­λιά­νι­κη Βουλή, όπου συ­νή­θως το πρώτο κόμμα έχει πε­ρί­που 1/5 έδρες, η ανά­γκη πλα­τιών συμ­μα­χιών είναι επι­βε­βλη­μέ­νη). Θα γίνει με την πα­ρα­δο­σια­κή οι­κο­νο­μι­κή συ­ναλ­λα­γή που θε­ω­ρεί­ται πάγια και φυ­σιο­λο­γι­κή δια­δι­κα­σία στη Βρα­ζι­λία. Αλλά δεν θα μι­λά­με πλέον για μια τυ­πι­κή πο­λι­τι­κά­ντι­κη συ­μπε­ρι­φο­ρά. Η δια­μόρ­φω­ση της πλειο­ψη­φί­ας που θα στη­ρί­ξει τον Μπολ­σο­νά­ρο θα ρίξει μά­σκες, απο­τε­λώ­ντας την πλέον κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή «υιο­θέ­τη­ση» ενός νε­ο­φα­σί­στα από κόμ­μα­τα του «συ­νταγ­μα­τι­κού τόξου». Η στή­ρι­ξη από τις «αγο­ρές» και το εύρος της υπο­στή­ρι­ξης που θα πε­τύ­χει κοι­νο­βου­λευ­τι­κά είναι επί­σης μια χρή­σι­μη υπεν­θύ­μι­ση ως προς τα όρια του φι­λε­λεύ­θε­ρου «αντι­φα­σι­σμού» του «ακραί­ου κέ­ντρου» και της υπο­κρι­σί­ας περί «συ­νταγ­μα­τι­κού τόξου».

Ο Μπολ­σο­νά­ρο έχει τα πλέον ισχυ­ρά ερεί­σμα­τά του μέσα στο στρα­τό και τις κα­τα­σταλ­τι­κές δυ­νά­μεις. Η προ­ε­κλο­γι­κή πα­ρέμ­βα­ση των στρα­τη­γών που απαί­τη­σαν να μεί­νει ο Λούλα στη φυ­λα­κή (ο μόνος που θα μπο­ρού­σε να νι­κή­σει τον νε­ο­φα­σί­στα), ή η εμ­φά­νι­ση στρα­τιω­τι­κών αγη­μά­των στους δρό­μους της Βρα­ζι­λί­ας σε πα­ρε­λά­σεις γιορ­τα­σμού της εκλο­γι­κής νίκης, είναι οι δη­μό­σιες εκ­φρά­σεις μιας πολύ βα­θιάς και ορ­γα­νι­κής σχέ­σης. Όπως είπε μέλος του PSOL: «με έναν τρόπο, το πραγ­μα­τι­κό του κόμμα είναι ο στρα­τός». Μια ακόμα υπεν­θύ­μι­ση για το τι «αν­θί­ζει» στα «χω­ρά­φια» των συ­γκε­κρι­μέ­νων κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών (και αφέ­θη­κε ανε­νό­χλη­το να «αν­θί­ζει» επί 12 χρό­νια «αρι­στε­ρής» κυ­βέρ­νη­σης στη Βρα­ζι­λία…).

Όλα αυτά απα­ντούν στα ζη­τή­μα­τα που αφο­ρούν τη σύγ­χρο­νη ακρο­δε­ξιά, τα στη­ρίγ­μα­τά της, το πρό­γραμ­μά της, τους κοι­νω­νι­κούς δε­σμούς της κλπ. Όμως η βρα­ζι­λιά­νι­κη εμπει­ρία δίνει σκλη­ρές απα­ντή­σεις και σε άλλα ερω­τή­μα­τα. Όπως αν –πέρα από την πιο «γρα­βα­τω­μέ­νη» ακρο­δε­ξιά–  μπο­ρεί να εμ­φα­νι­στεί (και με τι μορφή) ένας πιο ωμός «νε­ο­φα­σι­σμός» σε μα­ζι­κό επί­πε­δο και να διεκ­δι­κή­σει την εξου­σία.

Και εκεί τα πράγ­μα­τα γί­νο­νται πιο σκο­τει­νά στη Βρα­ζι­λία. Γιατί ο Μπολ­σο­νά­ρο, εκτός από τη στή­ρι­ξη των αστών, των κομ­μά­των και του κρά­τους τους, υπο­λο­γί­ζει και στην υπο­στή­ρι­ξη του "λαού του". Ένα έξαλ­λο πλή­θος που απέ­χει πολύ ακόμα από το να απο­τε­λεί φα­σι­στι­κό κί­νη­μα, αλλά έβγα­λε όλη του την αγα­νά­κτη­ση ενά­ντια στη διά­χυ­τη δια­φθο­ρά, τον εκ­φυ­λι­σμό του κοι­νο­βου­λί­ου, την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα, την υπο­βάθ­μι­ση της οι­κο­νο­μι­κής του θέσης (ή το φόβο αυτής) στη­ρί­ζο­ντας με πρω­τό­γνω­ρο πάθος την εκλο­γή του Μπολ­σο­νά­ρο, δί­νο­ντας νέα πνοή σε μια δια­δε­δο­μέ­νη αντί­λη­ψη στα συ­ντη­ρη­τι­κά στρώ­μα­τα της Βρα­ζι­λί­ας ότι η δι­κτα­το­ρία ήταν μια «ενά­ρε­τη» εποχή, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας με θρη­σκευ­τι­κή ευ­λά­βεια το «η Βρα­ζι­λία πάνω απ’ όλα – ο Θεός πάνω απ’ όλους» και δί­νο­ντας κα­θα­ρό αντι-αρι­στε­ρό «χρώμα» στην οργή ενά­ντια στη δια­κυ­βέρ­νη­ση PT. Η προ­ε­κλο­γι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση των οπα­δών του θύ­μι­σε «κί­νη­μα» κι όχι ένα απλό δεξιό εκλο­γι­κό σώμα που με­τα­το­πί­ζε­ται δε­ξιό­τε­ρα ή ρί­χνει μια ψήφο δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Αυτό θα επι­διώ­ξει να συ­νε­χί­σει ο Μπολ­σο­νά­ρο, όπως πχ με το βί­ντεο στο οποίο καλεί τους μα­θη­τές να βι­ντε­ο­σκο­πούν τις τά­ξεις τους, για να εντο­πι­στούν οι αρι­στε­ροί εκ­παι­δευ­τι­κοί.

Αν οι οπα­δοί και ψη­φο­φό­ροι του δεν απο­τε­λούν ακόμα φα­σι­στι­κό κί­νη­μα, επί­σης ο ίδιος εξα­κο­λου­θεί να μην έχει στη διά­θε­σή του φα­σι­στι­κό κόμμα. Το κομ­μα­τί­διο που τον στή­ρι­ξε, εκτι­νά­χθη­κε σε αριθ­μό εδρών. Αλλά πα­ρα­μέ­νει κομ­μα­τί­διο. Οι νε­ο­φα­σί­στες τρα­μπού­κοι, που ξε­σά­λω­σαν ανά­με­σα στους δύο εκλο­γι­κούς γύ­ρους χτυ­πώ­ντας πο­λι­τι­κούς αντι­πά­λους του, προς το παρόν είναι «χύμα» συμ­μο­ρί­ες. Αλλά αυτοί απο­τε­λούν την «πρώτη ύλη» και η κα­μπά­νια που ξε­κι­νά­ει το κόμμα του για εγ­γρα­φές μελών μπο­ρεί να είναι η αρχή ορ­γα­νω­μέ­νης συ­γκρό­τη­σής τους. Σε αυ­τούς υπό­σχε­ται εκτε­τα­μέ­να δι­καιώ­μα­τα οπλο­κα­το­χής και οπλο­χρη­σί­ας ο Μπολ­σο­νά­ρο.

Ένα τε­λευ­ταίο ζή­τη­μα είναι οι δια­κη­ρυγ­μέ­νες προ­θέ­σεις του ίδιου του Μπολ­σο­νά­ρο. Η σύγ­χρο­νη ακρο­δε­ξιά, για να φτά­σει σε μα­ζι­κά εκλο­γι­κά με­γέ­θη, συχνά επι­κε­ντρώ­νει τα βέλη της δη­μα­γω­γι­κά «στο σύ­στη­μα» κι επι­τί­θε­ται πιο έμ­με­σα στην πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά, κυ­ρί­ως ως φορέα των «δι­καιω­μα­τι­κών» ιδεών που, τάχα, απο­τε­λούν τμήμα του σχε­δί­ου της «πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης». Ο Μπολ­σο­νά­ρο, έχο­ντας κερ­δί­σει λαϊκή υπο­στή­ρι­ξη και την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία, πα­ρου­σί­α­σε ωμά το πραγ­μα­τι­κό πρό­γραμ­μα: Οι συλ­λο­γι­κό­τη­τες των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των (ακτή­μο­νες αγρό­τες, άστε­γοι ερ­γά­τες) θα αντι­με­τω­πι­στούν ως «τρο­μο­κρά­τες» και οι αρι­στε­ροί κάθε από­χρω­σης θα δια­λέ­ξουν «φυ­λα­κή ή αυ­το­ε­ξο­ρία», στο «με­γα­λύ­τε­ρο ξε­κα­θά­ρι­σμα που έχει ζήσει η Βρα­ζι­λία».

Στη δια­μόρ­φω­ση αυτού του το­πί­ου υπάρ­χουν πολ­λές βρα­ζι­λιά­νι­κες ιδιαι­τε­ρό­τη­τες που δεν πρέ­πει να υπο­τι­μη­θούν. Υπάρ­χουν όλες οι ξε­χω­ρι­στές δυ­να­μι­κές που ανα­πτύ­χθη­καν στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, που πέ­ρα­σε από έναν πολύ δια­φο­ρε­τι­κό «πο­λι­τι­κό κύκλο» τις προη­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες (για να μην πάμε ακόμα πιο πίσω). Με κά­ποια από αυτά τα στοι­χεία έχου­με ασχο­λη­θεί και στην αρ­θρο­γρα­φία για τις βρα­ζι­λιά­νι­κες εκλο­γές και γε­νι­κό­τε­ρα στην αρ­θρο­γρα­φία για την κρίση του «ροζ κύ­μα­τος» στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Αλλά εδώ στε­κό­μα­στε στον ανά­πο­δο κίν­δυ­νο: Δεν πρέ­πει να θε­ω­ρη­θεί «απο­μο­νω­μέ­νο» ή «λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο» φαι­νό­με­νο η ανά­δυ­ση ενός ωμού νε­ο­φα­σι­σμού σε μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες χώρες και οι­κο­νο­μί­ες του πλα­νή­τη.

Γυρ­νώ­ντας στη Βρα­ζι­λία, ο αγω­νι­στής της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς Βα­λέ­ριο Αρ­κά­ρι κα­τα­λή­γει ότι ο Μπολ­σο­νά­ρο είναι νε­ο­φα­σί­στας, η άνο­δός του έχει κοι­νω­νι­κά στοι­χεία νε­ο­φα­σι­σμού, αλλά υπο­γραμ­μί­ζει τις δια­φο­ρές από τον ιστο­ρι­κό να­ζι­σμό-φα­σι­σμό της δε­κα­ε­τί­ας του ’30, για να το­νί­σει ότι δεν θα ζή­σου­με «επα­νά­λη­ψη». Με­τα­ξύ άλλων, δεν ζούμε στον από­η­χο ενός Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, δεν έχει υπάρ­ξει ητ­τη­μέ­νη επα­νά­στα­ση στη Βρα­ζι­λία ή νι­κη­φό­ρα σε κά­ποια χώρα, ενά­ντια στην επα­νά­λη­ψη της οποί­ας οι κα­πι­τα­λι­στές απο­φα­σί­ζουν να «οπλί­σουν το χέρι» ενός μα­ζι­κού φα­σι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Με μια έν­νοια, η επι­θε­τι­κό­τη­τα κι επι­κιν­δυ­νό­τη­τα (για εμάς) του φα­σι­στι­κού φαι­νο­μέ­νου είναι συν­δε­δε­μέ­νη με την επι­θε­τι­κό­τη­τα κι επι­κιν­δυ­νό­τη­τα (γι’ αυ­τούς) του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς.

Εί­δα­με μόνο το «σπέρ­μα» μιας τέ­τοιας δια­δι­κα­σί­ας. Την ανα­τρο­πή του PT διεκ­πε­ραί­ω­σε η πα­ρα­δο­σια­κή Δεξιά, η οποία με τον Τεμέρ πρό­ε­δρο επι­χεί­ρη­σε να υλο­ποι­ή­σει το πρό­γραμ­μα της άρ­χου­σας τάξης με με­τω­πι­κή επί­θε­ση. Η διε­τία Τεμέρ γέν­νη­σε μια άνευ προη­γου­μέ­νου κοι­νω­νι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση που κα­τά­φε­ρε να προ­κα­λέ­σει «χάος», να τον βυ­θί­σει στην ανυ­πο­λη­ψία και να βάλει εμπό­δια σε κά­ποιες νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. Ο Μπολ­σο­νά­ρο έρ­χε­ται ως απά­ντη­ση σε αυτή τη διε­τία. Προ­σφέ­ρει πυγμή απέ­να­ντι στα κι­νή­μα­τα, αλλά και μια πλα­τιά κοι­νω­νι­κή βάση στο κα­θε­στώς: τα με­σο­στρώ­μα­τα που σι­χαί­νο­νται το PT, αλλά «μαύ­ρι­σαν» και όλα τα πα­ρα­δο­σια­κά αστι­κά κόμ­μα­τα. Αυτά που όντως θί­χτη­καν και τρό­μα­ξαν πε­ρισ­σό­τε­ρο από την κρίση, αλλά το έν­στι­κτό τους τα έστρε­ψε όχι ενά­ντια στη με­γα­λο­α­στι­κή τάξη που συ­νέ­χι­σε το «πάρτι» επί PT, αλλά ενά­ντια στους φτω­χό­τε­ρους των φτω­χών που απέ­σπα­σαν κά­ποια ψί­χου­λα στη διάρ­κεια του «πάρτι». Να το πούμε με οι­κο­νο­μι­κά με­γέ­θη: Το «εν­διά­με­σο» 40%, που είδε το πο­σο­στό του στο συ­νο­λι­κό ει­σό­δη­μα να πέ­φτει από 34% σε 30%, εξε­γέρ­θη­κε ενά­ντια στο 50% των φτω­χό­τε­ρων που πήρε ένα 16% και όχι ενά­ντια στο 10% των πλου­σιό­τε­ρων οι οποί­οι πήραν το 58% του πλού­του που πα­ρά­χθη­κε από το 2001 ως το 2015. 

Όσα έγρα­φε ο Βι­κτόρ Σερζ για τη Γερ­μα­νία του 1923, θυ­μί­ζουν συ­γκλο­νι­στι­κά τη Βρα­ζι­λία του 2018:

«Το φα­σι­στι­κό κί­νη­μα γεν­νιέ­ται από την άθλια κα­τά­στα­ση των με­σαί­ων τά­ξε­ων, που έχουν φτω­χο­ποι­η­θεί… και έχουν απελ­πι­στεί από τη δη­μο­κρα­τία, τον πα­σι­φι­σμό, το ρε­φορ­μι­σμό και το σο­σια­λι­σμό της μαρ­με­λά­δας, με τον οποίο τα­ΐ­στη­καν την εποχή που η ευ­η­με­ρία φαι­νό­ταν να είναι το ανέκ­κλη­το πε­πρω­μέ­νο τους. Το φα­σι­στι­κό κί­νη­μα στρέ­φε­ται ενά­ντια στα εκα­τομ­μύ­ρια των προ­λε­τά­ριων, που είναι απο­φα­σι­σμέ­νοι να δια­κιν­δυ­νεύ­σουν τα πάντα γιατί έχουν χάσει σχε­δόν τα πάντα. Οι φα­σί­στες εχθρεύ­ο­νται το σο­σια­λι­σμό που τους γέ­λα­σε και γι’ αυτό το λόγο είναι πρό­θυ­μοι να πι­στέ­ψουν στο αντί­θε­το απ’ αυτό που πί­στευαν χτες... Και δε­δο­μέ­νου ότι [ο φα­σι­σμός] στη­ρί­ζε­ται σε κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα πάνω από δέκα εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων, όταν έρθει η ώρα, θα υπο­στη­ρι­χτεί από το με­γά­λο χρη­μα­τι­στι­κό κε­φά­λαιο και τη βαριά βιο­μη­χα­νία, θα στε­λε­χω­θεί από την αστυ­νο­μία και τη Ράι­σχ­βερ, και θα κα­θο­δη­γη­θεί από τους κα­λύ­τε­ρους επι­τε­λι­κούς αξιω­μα­τι­κούς του Κάι­ζερ».

Τι μπο­ρεί να απο­τρέ­ψει μια βρα­ζι­λιά­νι­κη πα­ραλ­λα­γή αυτής της εξέ­λι­ξης; Όχι τα αστι­κά κόμ­μα­τα ή ο στρα­τός. Όσοι φι­λε­λεύ­θε­ροι υπο­στη­ρί­ζουν ότι αυτές οι δυ­νά­μεις, αγκα­λιά­ζο­ντας τον Μπολ­σο­νά­ρο, θα λει­τουρ­γή­σουν και ως «χα­λι­νά­ρι», είτε υπο­κρί­νο­νται χυ­δαία, είτε αυ­τα­πα­τώ­νται οι­κτρά. Ο γιος του νέου προ­έ­δρου, ο Εντουάρ­ντο, βου­λευ­τής πλέον, ζή­τη­σε να σιω­πή­σει και το (υπε­ρά­νω πάσης υπο­ψί­ας για αντι­φα­σι­σμό) Ανώ­τα­το Δι­κα­στή­ριο: «Δεν θα χρεια­στεί καν ένα τζιπ. Αρ­κούν ένας στρα­τιώ­της κι ένας αξιω­μα­τι­κός».

Μπο­ρεί όμως να το απο­τρέ­ψει το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα και η Αρι­στε­ρά. Στην προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρί­ο­δο τον τόνο δεν έδωσε μόνο η ακρο­δε­ξιά κι­νη­το­ποί­η­ση, αλλά και η αντι­φα­σι­στι­κή. Το γυ­ναι­κείο-αντι­φα­σι­στι­κό Elenao («όχι αυτός») που ορ­γά­νω­σε θη­ριώ­δεις δια­δη­λώ­σεις πριν τον πρώτο γύρο, οι αυ­θόρ­μη­τες ή ορ­γα­νω­μέ­νες δια­δη­λώ­σεις σε φα­βέ­λες (που «μαύ­ρι­σαν» τον Μπολ­σο­νά­ρο στα βο­ρειο­α­να­το­λι­κά της χώρας) ανά­με­σα στους δύο γύ­ρους, οι πρώ­τες κι­νη­το­ποι­ή­σεις αντι­φα­σι­στι­κής απά­ντη­σης αμέ­σως μετά την εκλο­γι­κή νίκη του Μπολ­σο­νά­ρο (π.χ. στα πα­νε­πι­στή­μια όπου κά­ποιες από­πει­ρες της ακρο­δε­ξιάς συ­νά­ντη­σαν υπε­ρά­ριθ­μες αντι­δια­δη­λώ­σεις), υπο­γραμ­μί­ζουν ότι σε επί­πε­δο «δρό­μου» υπάρ­χει ακόμα ζω­ντα­νή δυ­να­μι­κή.

Οι ομά­δες αυ­το­ά­μυ­νας που συ­γκρο­τούν οι ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ ορ­γα­νώ­σεις, οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες των συν­δι­κά­των για απα­ντή­σεις σε κάθε επί­θε­ση σε ερ­γα­τι­κό ή κοι­νω­νι­κό δι­καί­ω­μα, οι εκ­κλή­σεις της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς για ενιαίο αντι­φα­σι­στι­κό μέ­τω­πο που δεν θα αφή­σει κα­νέ­ναν μόνο του, η ενερ­γο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής βάσης του PT σε πεί­σμα της αδρά­νειας και της «θε­σμι­κής προ­σή­λω­σης» της ηγε­σί­ας του, σκια­γρα­φούν ένα δυ­να­μι­κό που μπο­ρεί να δώσει τη μάχη και τε­λι­κά να την κερ­δί­σει.

Ο Αρ­κά­ρι δίνει ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία σε μια επι­σή­μαν­ση: Το κί­νη­μα στη Βρα­ζι­λία δεν πέ­ρα­σε από «συ­ντρι­πτι­κή ήττα». Από αυτές που απαι­τεί­ται να πε­ρά­σει μια ολό­κλη­ρη γενιά και να έρθει μια νέα στο προ­σκή­νιο για να ξα­να­ζε­στα­θεί η κοι­νω­νι­κή αντί­στα­ση. Πράγ­μα­τι, το πρό­βλη­μα του κι­νή­μα­τος στη Βρα­ζι­λία (που διευ­κό­λυ­νε την άνοδο του Μπολ­σο­νά­ρο) ήταν άλλο: Η άμεση «κρα­τι­κο­ποί­η­ση» τμή­μα­τός του, η πα­ρά­λυ­ση ενός άλλου στο όνομα της πιο έμ­με­σης συ­μπό­ρευ­σης με τις κυ­βερ­νη­τι­κές προ­τε­ραιό­τη­τες, που οδή­γη­σε σε χρό­νια σχε­τι­κής αδρά­νειας που απο­δυ­νά­μω­σαν τα μα­χη­τι­κά αντα­να­κλα­στι­κά όταν αυτά χρειά­στη­καν. Το ξέ­σπα­σμα του 2013 απο­δεί­χθη­κε λίγο για να αντι­στρέ­ψει αυτή τη μα­κρό­χρο­νη φθορά. Αυτή η «νάρ­κω­ση» είναι κομ­βι­κό πρό­βλη­μα. Αλλά δια­φέ­ρει ρι­ζι­κά από τη «συ­ντρι­βή». Επι­τρέ­πει μια «αφύ­πνι­ση». Την εί­δα­με να συμ­βαί­νει πρω­τό­λεια επί Τεμέρ, μπο­ρεί να πάρει άλλες δια­στά­σεις απέ­να­ντι σε μια κυ­βέρ­νη­ση που είναι μα­ζι­κά ανα­γνω­ρι­σμέ­νη ως θα­νά­σι­μος εχθρός.   

Η πάλη ενά­ντια στην άνοδο ενός βρα­ζι­λιά­νι­κου νε­ο­φα­σι­σμού μόλις ξε­κί­νη­σε. Και η έκ­βα­σή της θα έχει αντί­κτυ­πο κα­ταρ­χήν στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, όπου, όπως εξη­γεί ένας Αρ­γε­ντι­νός αγω­νι­στής, μια επι­τυ­χία του Μπολ­σο­νά­ρο μπο­ρεί να ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­σει την κα­τά­στα­ση π.χ. στην Αρ­γε­ντι­νή, κα­θι­στώ­ντας τον δεξιό πρό­ε­δρο Μάκρι «πολύ φι­λε­λεύ­θε­ρο» στα μάτια των με­σο­στρω­μά­των, πολύ ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό στα μάτια των με­γα­λο­α­στών. Μια απο­τυ­χία του Μπολ­σο­νά­ρο θα είναι πάλι ένα πα­νί­σχυ­ρο μή­νυ­μα ενά­ντια στη «δεξιά πα­λι­νόρ­θω­ση» στην ήπει­ρο, που θα επα­να­φέ­ρει στο προ­σκή­νιο τον «άλλο δρόμο»: Εκεί­νον που δί­δα­ξε η Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή στα χω­ρά­φια, στα ερ­γο­στά­σια, στις ζού­γκλες και στους δρό­μους της, στα χρό­νια της αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης αντί­στα­σης, αλλά που υπο­χώ­ρη­σε και ξε­χά­στη­κε στα χρό­νια των «ροζ» κυ­βερ­νή­σε­ων…

Και αυτός ο αντί­κτυ­πος –ο καλός ή ο κακός– σύ­ντο­μα θα πε­ρά­σει και τον Ατλα­ντι­κό…

Η σκέψη και η καρ­διά μας βρί­σκο­νται στο δύ­σκο­λο έργο των Βρα­ζι­λιά­νων συ­ντρό­φων…

Ετικέτες