Ο Μπολσονάρο, με τη νίκη του, πήρε και το χρίσμα της βραζιλιάνικης (αλλά και της διεθνούς) αστικής τάξης.

Ξέρουμε πλέον αρκετά για τη μερίδα του κεφαλαίου που τον στήριξε, χρηματοδοτώντας γενναία έναν μηχανισμό που ισοφάρισε τον περιορισμένο τηλεοπτικό του χρόνο με τη διάδοση εξωφρενικών ψευδών ειδήσεων για το PT, με στόχο να ενισχυθεί ειδικά το ρεύμα ακροδεξιάς εξαλλοσύνης μέσα στο διάχυτο «αντι-PT» κλίμα που είχαν διαμορφώσει οι κρατικοί μηχανισμοί και τα ΜΜΕ. Ένας μηχανισμός που θύμισε υπερβολικά «Μακελειό», «Ελεύθερη Ώρα» και όλο το σινάφι των «ψεκασμένων» πατριωτικών μπλογκ, υπενθυμίζοντάς μας ότι, σε στιγμές κρίσης, αυτού του είδους η χοντροκομμένη προπαγάνδα δεν είναι καθόλου αστεία…

Μάθαμε επίσης ότι το τμήμα της αστικής τάξης που τουλάχιστον τον ανέχτηκε ως χρήσιμο «παράγωγο» του κλίματος που είχε η ίδια δημιουργήσει, ακόμα κι αν ο εκλεκτός της ήταν ο «παραδοσιακός» δεξιός Τζεράλδο Αλκμίν (που καταποντίστηκε στο 5%), είναι απολύτως πρόθυμη να τον υιοθετήσει. Το «πάρτι» στα χρηματιστήρια, οι δίχως πρόσχημα πανηγυρισμοί στα διεθνή σοβαρά οικονομικά έντυπα για την «ευκαιρία» που αποτελεί η θητεία Μπολσονάρο, είναι μόνο κάποια μικρά δείγματα.

Ο ίδιος ο Μπολσονάρο φρόντισε να τάξει στους «από πάνω» την υλοποίηση των πιο άγριων αντικοινωνικών ονείρων τους, όρισε νεοφιλελεύθερο άνθρωπό τους ως «τσάρο της Οικονομίας» κι έδωσε στους νεοφιλελεύθερους σκεπτικιστές («δεν γνωρίζει οικονομική διακυβέρνηση») την απάντηση που ήθελαν για να… ηρεμήσουν: «Και ο Ρίγκαν δεν ήξερε από οικονομικά, αλλά δείτε τι πέτυχε…».  

Με το χρίσμα της αστικής τάξης, θα πάρει και την εμπιστοσύνη των αστικών κομμάτων (στην κατακερματισμένη βραζιλιάνικη Βουλή, όπου συνήθως το πρώτο κόμμα έχει περίπου 1/5 έδρες, η ανάγκη πλατιών συμμαχιών είναι επιβεβλημένη). Θα γίνει με την παραδοσιακή οικονομική συναλλαγή που θεωρείται πάγια και φυσιολογική διαδικασία στη Βραζιλία. Αλλά δεν θα μιλάμε πλέον για μια τυπική πολιτικάντικη συμπεριφορά. Η διαμόρφωση της πλειοψηφίας που θα στηρίξει τον Μπολσονάρο θα ρίξει μάσκες, αποτελώντας την πλέον κατηγορηματική «υιοθέτηση» ενός νεοφασίστα από κόμματα του «συνταγματικού τόξου». Η στήριξη από τις «αγορές» και το εύρος της υποστήριξης που θα πετύχει κοινοβουλευτικά είναι επίσης μια χρήσιμη υπενθύμιση ως προς τα όρια του φιλελεύθερου «αντιφασισμού» του «ακραίου κέντρου» και της υποκρισίας περί «συνταγματικού τόξου».

Ο Μπολσονάρο έχει τα πλέον ισχυρά ερείσματά του μέσα στο στρατό και τις κατασταλτικές δυνάμεις. Η προεκλογική παρέμβαση των στρατηγών που απαίτησαν να μείνει ο Λούλα στη φυλακή (ο μόνος που θα μπορούσε να νικήσει τον νεοφασίστα), ή η εμφάνιση στρατιωτικών αγημάτων στους δρόμους της Βραζιλίας σε παρελάσεις γιορτασμού της εκλογικής νίκης, είναι οι δημόσιες εκφράσεις μιας πολύ βαθιάς και οργανικής σχέσης. Όπως είπε μέλος του PSOL: «με έναν τρόπο, το πραγματικό του κόμμα είναι ο στρατός». Μια ακόμα υπενθύμιση για το τι «ανθίζει» στα «χωράφια» των συγκεκριμένων κρατικών μηχανισμών (και αφέθηκε ανενόχλητο να «ανθίζει» επί 12 χρόνια «αριστερής» κυβέρνησης στη Βραζιλία…).

Όλα αυτά απαντούν στα ζητήματα που αφορούν τη σύγχρονη ακροδεξιά, τα στηρίγματά της, το πρόγραμμά της, τους κοινωνικούς δεσμούς της κλπ. Όμως η βραζιλιάνικη εμπειρία δίνει σκληρές απαντήσεις και σε άλλα ερωτήματα. Όπως αν –πέρα από την πιο «γραβατωμένη» ακροδεξιά–  μπορεί να εμφανιστεί (και με τι μορφή) ένας πιο ωμός «νεοφασισμός» σε μαζικό επίπεδο και να διεκδικήσει την εξουσία.

Και εκεί τα πράγματα γίνονται πιο σκοτεινά στη Βραζιλία. Γιατί ο Μπολσονάρο, εκτός από τη στήριξη των αστών, των κομμάτων και του κράτους τους, υπολογίζει και στην υποστήριξη του "λαού του". Ένα έξαλλο πλήθος που απέχει πολύ ακόμα από το να αποτελεί φασιστικό κίνημα, αλλά έβγαλε όλη του την αγανάκτηση ενάντια στη διάχυτη διαφθορά, τον εκφυλισμό του κοινοβουλίου, την εγκληματικότητα, την υποβάθμιση της οικονομικής του θέσης (ή το φόβο αυτής) στηρίζοντας με πρωτόγνωρο πάθος την εκλογή του Μπολσονάρο, δίνοντας νέα πνοή σε μια διαδεδομένη αντίληψη στα συντηρητικά στρώματα της Βραζιλίας ότι η δικτατορία ήταν μια «ενάρετη» εποχή, επαναλαμβάνοντας με θρησκευτική ευλάβεια το «η Βραζιλία πάνω απ’ όλα – ο Θεός πάνω απ’ όλους» και δίνοντας καθαρό αντι-αριστερό «χρώμα» στην οργή ενάντια στη διακυβέρνηση PT. Η προεκλογική κινητοποίηση των οπαδών του θύμισε «κίνημα» κι όχι ένα απλό δεξιό εκλογικό σώμα που μετατοπίζεται δεξιότερα ή ρίχνει μια ψήφο διαμαρτυρίας. Αυτό θα επιδιώξει να συνεχίσει ο Μπολσονάρο, όπως πχ με το βίντεο στο οποίο καλεί τους μαθητές να βιντεοσκοπούν τις τάξεις τους, για να εντοπιστούν οι αριστεροί εκπαιδευτικοί.

Αν οι οπαδοί και ψηφοφόροι του δεν αποτελούν ακόμα φασιστικό κίνημα, επίσης ο ίδιος εξακολουθεί να μην έχει στη διάθεσή του φασιστικό κόμμα. Το κομματίδιο που τον στήριξε, εκτινάχθηκε σε αριθμό εδρών. Αλλά παραμένει κομματίδιο. Οι νεοφασίστες τραμπούκοι, που ξεσάλωσαν ανάμεσα στους δύο εκλογικούς γύρους χτυπώντας πολιτικούς αντιπάλους του, προς το παρόν είναι «χύμα» συμμορίες. Αλλά αυτοί αποτελούν την «πρώτη ύλη» και η καμπάνια που ξεκινάει το κόμμα του για εγγραφές μελών μπορεί να είναι η αρχή οργανωμένης συγκρότησής τους. Σε αυτούς υπόσχεται εκτεταμένα δικαιώματα οπλοκατοχής και οπλοχρησίας ο Μπολσονάρο.

Ένα τελευταίο ζήτημα είναι οι διακηρυγμένες προθέσεις του ίδιου του Μπολσονάρο. Η σύγχρονη ακροδεξιά, για να φτάσει σε μαζικά εκλογικά μεγέθη, συχνά επικεντρώνει τα βέλη της δημαγωγικά «στο σύστημα» κι επιτίθεται πιο έμμεσα στην πολιτική Αριστερά, κυρίως ως φορέα των «δικαιωματικών» ιδεών που, τάχα, αποτελούν τμήμα του σχεδίου της «παγκοσμιοποίησης». Ο Μπολσονάρο, έχοντας κερδίσει λαϊκή υποστήριξη και την κυβερνητική εξουσία, παρουσίασε ωμά το πραγματικό πρόγραμμα: Οι συλλογικότητες των κοινωνικών κινημάτων (ακτήμονες αγρότες, άστεγοι εργάτες) θα αντιμετωπιστούν ως «τρομοκράτες» και οι αριστεροί κάθε απόχρωσης θα διαλέξουν «φυλακή ή αυτοεξορία», στο «μεγαλύτερο ξεκαθάρισμα που έχει ζήσει η Βραζιλία».

Στη διαμόρφωση αυτού του τοπίου υπάρχουν πολλές βραζιλιάνικες ιδιαιτερότητες που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Υπάρχουν όλες οι ξεχωριστές δυναμικές που αναπτύχθηκαν στη Λατινική Αμερική, που πέρασε από έναν πολύ διαφορετικό «πολιτικό κύκλο» τις προηγούμενες δεκαετίες (για να μην πάμε ακόμα πιο πίσω). Με κάποια από αυτά τα στοιχεία έχουμε ασχοληθεί και στην αρθρογραφία για τις βραζιλιάνικες εκλογές και γενικότερα στην αρθρογραφία για την κρίση του «ροζ κύματος» στη Λατινική Αμερική. Αλλά εδώ στεκόμαστε στον ανάποδο κίνδυνο: Δεν πρέπει να θεωρηθεί «απομονωμένο» ή «λατινοαμερικάνικο» φαινόμενο η ανάδυση ενός ωμού νεοφασισμού σε μια από τις μεγαλύτερες χώρες και οικονομίες του πλανήτη.

Γυρνώντας στη Βραζιλία, ο αγωνιστής της επαναστατικής Αριστεράς Βαλέριο Αρκάρι καταλήγει ότι ο Μπολσονάρο είναι νεοφασίστας, η άνοδός του έχει κοινωνικά στοιχεία νεοφασισμού, αλλά υπογραμμίζει τις διαφορές από τον ιστορικό ναζισμό-φασισμό της δεκαετίας του ’30, για να τονίσει ότι δεν θα ζήσουμε «επανάληψη». Μεταξύ άλλων, δεν ζούμε στον απόηχο ενός Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει υπάρξει ηττημένη επανάσταση στη Βραζιλία ή νικηφόρα σε κάποια χώρα, ενάντια στην επανάληψη της οποίας οι καπιταλιστές αποφασίζουν να «οπλίσουν το χέρι» ενός μαζικού φασιστικού κινήματος. Με μια έννοια, η επιθετικότητα κι επικινδυνότητα (για εμάς) του φασιστικού φαινομένου είναι συνδεδεμένη με την επιθετικότητα κι επικινδυνότητα (γι’ αυτούς) του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.

Είδαμε μόνο το «σπέρμα» μιας τέτοιας διαδικασίας. Την ανατροπή του PT διεκπεραίωσε η παραδοσιακή Δεξιά, η οποία με τον Τεμέρ πρόεδρο επιχείρησε να υλοποιήσει το πρόγραμμα της άρχουσας τάξης με μετωπική επίθεση. Η διετία Τεμέρ γέννησε μια άνευ προηγουμένου κοινωνική κινητοποίηση που κατάφερε να προκαλέσει «χάος», να τον βυθίσει στην ανυποληψία και να βάλει εμπόδια σε κάποιες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Ο Μπολσονάρο έρχεται ως απάντηση σε αυτή τη διετία. Προσφέρει πυγμή απέναντι στα κινήματα, αλλά και μια πλατιά κοινωνική βάση στο καθεστώς: τα μεσοστρώματα που σιχαίνονται το PT, αλλά «μαύρισαν» και όλα τα παραδοσιακά αστικά κόμματα. Αυτά που όντως θίχτηκαν και τρόμαξαν περισσότερο από την κρίση, αλλά το ένστικτό τους τα έστρεψε όχι ενάντια στη μεγαλοαστική τάξη που συνέχισε το «πάρτι» επί PT, αλλά ενάντια στους φτωχότερους των φτωχών που απέσπασαν κάποια ψίχουλα στη διάρκεια του «πάρτι». Να το πούμε με οικονομικά μεγέθη: Το «ενδιάμεσο» 40%, που είδε το ποσοστό του στο συνολικό εισόδημα να πέφτει από 34% σε 30%, εξεγέρθηκε ενάντια στο 50% των φτωχότερων που πήρε ένα 16% και όχι ενάντια στο 10% των πλουσιότερων οι οποίοι πήραν το 58% του πλούτου που παράχθηκε από το 2001 ως το 2015. 

Όσα έγραφε ο Βικτόρ Σερζ για τη Γερμανία του 1923, θυμίζουν συγκλονιστικά τη Βραζιλία του 2018:

«Το φασιστικό κίνημα γεννιέται από την άθλια κατάσταση των μεσαίων τάξεων, που έχουν φτωχοποιηθεί… και έχουν απελπιστεί από τη δημοκρατία, τον πασιφισμό, το ρεφορμισμό και το σοσιαλισμό της μαρμελάδας, με τον οποίο ταΐστηκαν την εποχή που η ευημερία φαινόταν να είναι το ανέκκλητο πεπρωμένο τους. Το φασιστικό κίνημα στρέφεται ενάντια στα εκατομμύρια των προλετάριων, που είναι αποφασισμένοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα γιατί έχουν χάσει σχεδόν τα πάντα. Οι φασίστες εχθρεύονται το σοσιαλισμό που τους γέλασε και γι’ αυτό το λόγο είναι πρόθυμοι να πιστέψουν στο αντίθετο απ’ αυτό που πίστευαν χτες... Και δεδομένου ότι [ο φασισμός] στηρίζεται σε κοινωνικά στρώματα πάνω από δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων, όταν έρθει η ώρα, θα υποστηριχτεί από το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο και τη βαριά βιομηχανία, θα στελεχωθεί από την αστυνομία και τη Ράισχβερ, και θα καθοδηγηθεί από τους καλύτερους επιτελικούς αξιωματικούς του Κάιζερ».

Τι μπορεί να αποτρέψει μια βραζιλιάνικη παραλλαγή αυτής της εξέλιξης; Όχι τα αστικά κόμματα ή ο στρατός. Όσοι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι αυτές οι δυνάμεις, αγκαλιάζοντας τον Μπολσονάρο, θα λειτουργήσουν και ως «χαλινάρι», είτε υποκρίνονται χυδαία, είτε αυταπατώνται οικτρά. Ο γιος του νέου προέδρου, ο Εντουάρντο, βουλευτής πλέον, ζήτησε να σιωπήσει και το (υπεράνω πάσης υποψίας για αντιφασισμό) Ανώτατο Δικαστήριο: «Δεν θα χρειαστεί καν ένα τζιπ. Αρκούν ένας στρατιώτης κι ένας αξιωματικός».

Μπορεί όμως να το αποτρέψει το εργατικό κίνημα, τα κοινωνικά κινήματα και η Αριστερά. Στην προεκλογική περίοδο τον τόνο δεν έδωσε μόνο η ακροδεξιά κινητοποίηση, αλλά και η αντιφασιστική. Το γυναικείο-αντιφασιστικό Elenao («όχι αυτός») που οργάνωσε θηριώδεις διαδηλώσεις πριν τον πρώτο γύρο, οι αυθόρμητες ή οργανωμένες διαδηλώσεις σε φαβέλες (που «μαύρισαν» τον Μπολσονάρο στα βορειοανατολικά της χώρας) ανάμεσα στους δύο γύρους, οι πρώτες κινητοποιήσεις αντιφασιστικής απάντησης αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Μπολσονάρο (π.χ. στα πανεπιστήμια όπου κάποιες απόπειρες της ακροδεξιάς συνάντησαν υπεράριθμες αντιδιαδηλώσεις), υπογραμμίζουν ότι σε επίπεδο «δρόμου» υπάρχει ακόμα ζωντανή δυναμική.

Οι ομάδες αυτοάμυνας που συγκροτούν οι ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις, οι προετοιμασίες των συνδικάτων για απαντήσεις σε κάθε επίθεση σε εργατικό ή κοινωνικό δικαίωμα, οι εκκλήσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς για ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο που δεν θα αφήσει κανέναν μόνο του, η ενεργοποίηση της κοινωνικής βάσης του PT σε πείσμα της αδράνειας και της «θεσμικής προσήλωσης» της ηγεσίας του, σκιαγραφούν ένα δυναμικό που μπορεί να δώσει τη μάχη και τελικά να την κερδίσει.

Ο Αρκάρι δίνει ιδιαίτερη σημασία σε μια επισήμανση: Το κίνημα στη Βραζιλία δεν πέρασε από «συντριπτική ήττα». Από αυτές που απαιτείται να περάσει μια ολόκληρη γενιά και να έρθει μια νέα στο προσκήνιο για να ξαναζεσταθεί η κοινωνική αντίσταση. Πράγματι, το πρόβλημα του κινήματος στη Βραζιλία (που διευκόλυνε την άνοδο του Μπολσονάρο) ήταν άλλο: Η άμεση «κρατικοποίηση» τμήματός του, η παράλυση ενός άλλου στο όνομα της πιο έμμεσης συμπόρευσης με τις κυβερνητικές προτεραιότητες, που οδήγησε σε χρόνια σχετικής αδράνειας που αποδυνάμωσαν τα μαχητικά αντανακλαστικά όταν αυτά χρειάστηκαν. Το ξέσπασμα του 2013 αποδείχθηκε λίγο για να αντιστρέψει αυτή τη μακρόχρονη φθορά. Αυτή η «νάρκωση» είναι κομβικό πρόβλημα. Αλλά διαφέρει ριζικά από τη «συντριβή». Επιτρέπει μια «αφύπνιση». Την είδαμε να συμβαίνει πρωτόλεια επί Τεμέρ, μπορεί να πάρει άλλες διαστάσεις απέναντι σε μια κυβέρνηση που είναι μαζικά αναγνωρισμένη ως θανάσιμος εχθρός.   

Η πάλη ενάντια στην άνοδο ενός βραζιλιάνικου νεοφασισμού μόλις ξεκίνησε. Και η έκβασή της θα έχει αντίκτυπο καταρχήν στη Λατινική Αμερική, όπου, όπως εξηγεί ένας Αργεντινός αγωνιστής, μια επιτυχία του Μπολσονάρο μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει την κατάσταση π.χ. στην Αργεντινή, καθιστώντας τον δεξιό πρόεδρο Μάκρι «πολύ φιλελεύθερο» στα μάτια των μεσοστρωμάτων, πολύ αναποτελεσματικό στα μάτια των μεγαλοαστών. Μια αποτυχία του Μπολσονάρο θα είναι πάλι ένα πανίσχυρο μήνυμα ενάντια στη «δεξιά παλινόρθωση» στην ήπειρο, που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τον «άλλο δρόμο»: Εκείνον που δίδαξε η Λατινική Αμερική στα χωράφια, στα εργοστάσια, στις ζούγκλες και στους δρόμους της, στα χρόνια της αντινεοφιλελεύθερης αντίστασης, αλλά που υποχώρησε και ξεχάστηκε στα χρόνια των «ροζ» κυβερνήσεων…

Και αυτός ο αντίκτυπος –ο καλός ή ο κακός– σύντομα θα περάσει και τον Ατλαντικό…

Η σκέψη και η καρδιά μας βρίσκονται στο δύσκολο έργο των Βραζιλιάνων συντρόφων…

Ετικέτες