Η αστραπιαία προέλαση της Χαχιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ από το Ιντλίμπ στη Δαμασκό μέσα σε μερικές μέρες και η θεαματική κατάρρευση του Μπασάρ αλ Άσαντ αιφνιδίασε τους πάντες.

Η θεαματική κατάρρευση του Μπασάρ

Δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου να αναλυθούν οι ιστορικοί λόγοι που έκαναν τη δυναστεία των Άσαντ μισητή στην κοινωνική πλειοψηφία. Αυτοί οι λόγοι, που αφορούν και τις δημοκρατικές ελευθερίες και την κατάσταση των υποτελών τάξεων συσσωρεύονταν για δεκαετίες και πυροδότησαν την εξέγερση του 2011. Ο Μπασάρ θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει ανατραπεί από τότε.

Απέναντι στην πρόκληση της εξέγερσης του 2011, το καθεστώς διατηρούσε ακόμα μια μειοψηφική αλλά σημαντική κοινωνική βάση μεταξύ της κοινότητας των Αλαουϊτών και των Σουνιτικών αστικών στρωμάτων στη Δαμασκό και το Χαλέπι. Όταν η αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, με το καθεστωτικό σύνθημα «Άσαντ ή καίμε τη χώρα» να γίνεται πράξη, ο Άσαντ εξασφάλισε την ευμενή ουδετερότητα και μειονοτήτων όπως οι Δρούζοι και οι Χριστιανοί που θεωρούσαν το καθεστώς ως «μικρότερο κακό» απέναντι στην ένοπλη αντιπολίτευση όπου αναπτυσσόταν μια ισχυρή σκληρή ισλαμιστική πτέρυγα.

Αλλά ακόμα και τότε είχε φανεί η κοινωνική/πολιτική αδυναμία του καθεστώτος, που παρά την υπεροπλία και την ασύδοτη δράση της αεροπορίας του, χρειάστηκε την είσοδο της Χεζμπολά στον πόλεμο για να σωθεί από πιθανή κατάρρευση το 2013, ενώ στήριξε την στρατιωτική αντεπίθεσή του μετά το 2014-15 στην μαζική επέμβαση της ρωσικής αεροπορίας, τη δράση της (τότε) Ομάδας Βάγκνερ και τη μαζική είσοδο σιϊτικών πολιτοφυλακών από το Ιράκ και το Ιράν.

Με την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του Άσαντ, την εμφάνιση του ISIS και τον εκφυλισμό της ένοπλης αντιπολίτευσης σε έναν βρώμικο πόλεμο όλων εναντίον όλων, το κύμα εκατομμυρίων προσφύγων του 2015 τεκμηρίωνε την απώλεια της αρχικής ελπίδας της εξέγερσης.

Όταν η Διαδικασία της Άστανα (Ιράν-Τουρκία-Ρωσία) επέβαλλε κι εγγυήθηκε μια κατάπαυση του πυρός, εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένοι και τα υπολλείμματα των ένοπλων ομάδων είχαν συγκεντρωθεί στο Ιντλίμπ της βορειοδυτικής Συρίας. Στα βορειοανατολικά κυριαρχούσαν οι κουρδικές πολιτοφυλακές και οι σύμμαχοί τους στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις με την κάλυψη των ΗΠΑ. Απέναντι στον εφιάλτη ενός προπλάσματος κουρδικού κράτους στα σύνορά του, ο τουρκικός στρατός με διαδοχικές εισβολές είχε δημιουργήσει τις δικές του «ζώνες» στη βόρεια Συρία, όπου συγκρότησε και στήριξε τον λεγόμενο Εθνικό Συριακό Στρατό (SNA). Ο Άσαντ είχε ανακτήσει τον έλεγχο της υπόλοιπης Συρίας και αντιμετώπισε την εκεχειρία ως νίκη, αρνούμενος τις παραινέσεις (και συμμάχων του) να δρομολογήσει μια πολιτική λύση.

Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, ο Μοχάμεντ Αλ Τζολάνι, ιδρυτής του συριακού τμήματος της Αλ Κάιντα, ενοποιούσε τις σκόρπιες ένοπλες ομάδες σε ενιαία πειθαρχημένη κι εκπαιδευμένη δύναμη, επιβάλλοντας με το καρότο και το μαστίγιο τον ηγετικό ρόλο της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ, ενώ έχτιζε έναν ημι-κρατικό μηχανισμό στο Ιντλίμπ (την Κυβέρνηση Σωτηρίας).

Στα ίδια χρόνια, αντίπαλοι του καθεστώτος ανέλυαν τη μετάλλαξή του σε ένα «άδειο κέλυφος». Σε συνθήκες σκληρών αμερικανικών κυρώσεων που έπλητταν τους φτωχότερους, κερδοσκοπούσε (εις βάρος του πληθυσμού) ένα χαλαρό κι ανεξέλεγκτο δίκτυο παρακρατικών συμμοριών στην κορυφή του οποίου στεκόταν η οικογένεια και η κλίκα του Άσαντ. Επικριτές του καθεστώτος περιέγραφαν τη  στρατιωτική επικράτησή του με όρους «ξένης κατοχής».

Όπως αποδείχθηκε στις 13 μέρες που συγκλόνισαν τη Συρία, δεν επρόκειτο για ρητορικές υπερβολές. Η ταχύτητα με την οποία κατέρρευσε ο κυβερνητικός στρατός και δραπέτευσε ο Άσαντ όταν βρέθηκε χωρίς ξένους «προστάτες», θυμίζει την πτώση της Καμπούλ το 2021, την κατάρρευση του αφγανικού στρατού και την φυγή του Ασφράφ Γκάνι όταν έχασε την «προστασία» των Αμερικανών.

Η διαδικασία μετάλλαξης είχε αποψιλώσει την εναπομείνασα κοινωνική βάση του καθεστώτος. Κατά την προέλαση της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ (HTS) φάνηκε ότι μέσα στη Συρία, δεν είχε μείνει κανείς πρόθυμος να πολεμήσει για τον Μπασάρ. Αποδείχθηκε ένα σαπισμένο από μέσα καθεστώς-ζόμπι και ο ισλαμικός στρατός αποτέλεσε τη σφαίρα στο κεφάλι του. 

Η στρατιωτική ηγεσία της HTS είχε τη στήριξη των εκτοπισμένων της Ιντλίμπ, που διαδήλωσαν πολλές φορές ενάντια στην εξουσία της τα προηγούμενα χρόνια, αλλά έλπιζαν σε μια στρατιωτική νίκη της απέναντι στο καθεστώς, για να γυρίσουν στις πόλεις και στα χωριά τους. Όμως είχε να κινηθεί σε πόλεις και περιοχές με πολύ διαφορετική δημογραφία και γνώριζε ότι το μόνο πολιτικό «όπλο» που είχε μείνει στον Άσαντ ήταν ο φόβος μερίδας του πληθυσμού απέναντι στους αντικαθεστωτικούς. Έκανε ό,τι μπορούσε για να διευκολύνει την κατάρρευση του καθεστώτος και να κερδίσει «καρδιές και μυαλά» των Σύριων κατά την προέλασή της. Το άνοιγμα των φυλακών, οι αυστηρές εντολές στους μαχητές για πειθαρχία και περιορισμό σε στρατιωτικούς στόχους, οι υποσχέσεις για αμνηστία στους υποχρεωτικά στρατευμένους, ο συντονισμός με τοπικές δυνάμεις στη διαχείριση της καθημερινότητας των απελευθερωμένων πόλεων, οι χειρονομίες καλής θέλησης προς τους χριστιανούς, η ρητορική του Αλ-Τζολάνι στόχευαν να σπάσουν την καχυποψία που δημιουργούσαν τα τραύματα του εμφυλιακού παρελθόντος.

Αυτά απέδωσαν, με τους αντάρτες να γίνονται δεκτοί είτε με ανακούφιση είτε με «ευμενή ουδετερότητα» στο Χαλέπι, ως απελευθερωτές στη Χάμα (όπου δήλωσαν ότι «κλείνουμε μια πληγή 40 χρόνων», ανακαλώντας τη σφαγή της εξέγερσης του 1982) αλλά και με τοπικές εξεγέρσεις να ξεσπάνε ανεξάρτητα σε άλλες νότιες περιοχές καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις αποσύρονταν από παντού: το «λίκνο της εξέγερσης του 2011» Ντεράα, η Σουέιντα όπου οι Δρούζοι είχαν προαναγγείλει το τέλος της πρότερης «ουδετερότητάς» τους με μαζικές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις το καλοκαίρι του 2023, τα φτωχά προάστια της Δαμασκού που άρχισαν να κατεδαφίζουν αγάλματα πριν καν ανακοινωθεί η φυγή του Άσαντ. Η είσοδος της HTS στη Δαμασκό ήταν αναίμακτη -δεν συνάντησε καν τις επίλεκτες δυνάμεις του Μαχέρ Αλ Άσαντ, ενώ ο αδελφός του διέφευγε στη Μόσχα.

Επόμενη μέρα

Ένα από τα ερωτήματα της επόμενης ημέρας είναι το πώς σκοπεύει να κινηθεί η ηγεσία της Ταχρίρ αλ Σαμ μετά τη νίκη της, που μπορεί να αποδειχθεί μια πολύ διαφορετική υπόθεση από την τακτική που ακολούθησε για να την πετύχει. Προειδοποιεί το πρόσφατο παρελθόν κάποιων από τις ομάδες που συνασπίστηκαν κάτω από τη σημαία της, πρωταγωνιστώντας στον εκφυλισμό της αρχικής δημοκρατικής δυναμικής της εξέγερσης, όπως και τα αυταρχικά πεπραγμένα της «Κυβέρνησης Σωτηρίας» που είχε συγκροτήσει στην Ιντλίμπ.

Ο Αλ Τζολάνι συνεχίζει να διαβεβαιώνει τους πάντες -Κούρδους, Χριστιανούς, γυναίκες, δημοσιογράφους- και να κάνει λόγο για «νίκη ελέους κι όχι εκδίκησης» (προς τους Αλαουΐτες;), με το βλέμμα και στο εσωτερικό ακροατήριο και στο εξωτερικό. Αλλά υπάρχει ιστορική εμπειρία από πολιτικές ή στρατιωτικές νίκες των δυνάμεων του πολιτικού Ισλάμ: συνήθως η καταφυγή στην ιδεολογική σκλήρυνση και καταστολή έρχεται ως επιλογή όταν βρεθούν μπροστά στα προβλήματα της εξουσίας και τα αδιέξοδα της (οικονομικής κυρίως) πολιτικής τους

Όμως όλη η συζήτηση για τον χαρακτήρα της δύναμης που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στον Άσαντ και το τι σκοπεύει να κάνει αυτή ως εξουσία προτρέχει, ξεπερνώντας πολλά άλλα ερωτήματα.

Καταρχήν υπάρχει ο παλιός μπααθικός μηχανισμός που προς το παρόν μένει στη θέση του. Τόσο στο μεσαίο και χαμηλότερο επίπεδο (κρατικής γραφειοκρατίας, υπηρεσιών κλπ) που υπάρχει «συνέχεια του κράτους», αλλά και στο κορυφαίο, με τις κοινές συναντήσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας (στελέχη της ντε φάκτο κυβέρνησης του Ιντλίμπ) με τα υπουργικά στελέχη του Μπάαθ για την οργάνωση της μετάβασης να σοκάρουν με τον… πολιτικό πολιτισμό τους. Θα συνεχιστεί αυτή η συνύπαρξη; Ή θα ανοίξει ένας κύκλος εκκαθαρίσεων και πιθανής μπααθικής/νοσταλγικής αντίστασης; Πέρα από τους απλούς υπαλλήλους ή τους γραφειοκράτες, τι θα γίνουν και πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι που έδρασαν επί χρόνια μέσα από τη συριακή Μουχαμπαράτ (μυστική αστυνομία) και τις παρακρατικές συμμορίες των Σαμπίχα;

Έπειτα υπάρχουν όλες οι άλλες ένοπλες ομάδες. Οι SDF συνεχίζουν να ασκούν ντε φάκτο έλεγχο σε μεγάλες εκτάσεις της Συρίας. Θα υπάρξει συνεννόηση για κοινά αποδεκτή πολιτική λύση στο κουρδικό ζήτημα; Ή θα οδηγηθούμε σε εθνική σύγκρουση; Τι θα γίνουν οι ζώνες τουρκικής κατοχής και πώς θα κινηθούν οι δυνάμεις που λογοδοτούν στην Άγκυρα και οι οποίες (ως πιο «μισθοφορικές» και συμμορίτικες) έχουν αποκτήσει χειρότερη φήμη (μέσα στη Συρία) από την «τρομοκρατική» Ταχρίρ αλ Σαμ; Η ίδια η Ταχρίρ αλ Σαμ αποτέλεσε τη συγχώνευση διάφορων ενόπλων παρατάξεων και επέβαλε την ηγεσία της σε ένα ακόμα ευρύτερο αριθμό τέτοιων ομάδων συγκροτώντας το «Κοινό Επιχειρησιακό Κέντρο». Ο Αλ-Τζολάνι μπόρεσε να ενοποιήσει αυτές τις ανομοιογενείς δυνάμεις πάνω στον κοινό στόχο ανατροπής του Άσαντ. Θα μπορέσει να διατηρηθεί αυτή η ενότητα μετά τη νίκη;

Όλα τα σενάρια είναι ανοιχτά για το νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Συρίας και πολλά από αυτά προϊδεάζουν για νέες δοκιμασίες για το συριακό λαό. Αυτές τις μέρες δίκαια πανηγυρίζει -σε κάθε πόλη της Συρίας και στη Διασπορά. Αν κρίνουμε από τον αριθμό των αγαλμάτων, των αφισών και των πινακίδων με τους Άσαντ, θα είναι απασχολημένος να γκρεμίζει και να κατεβάζει για αρκετές μέρες. Οι εσωτερικά εκτοπισμένοι γυρνάνε μετά από χρόνια στις πόλεις και στα χωριά τους. Οι φυλακισμένοι και οι φυλακισμένες (αρκετοί «ξεχασμένοι» και ξεγραμμένοι επί δεκαετίες) απελευθέρωνονται από τα κολαστήρια του Άσαντ. Σε κάποιες από τις διαδηλώσεις της Διασποράς, εμφανίστηκε το σύνθημα «Γυρνάμε!». Τόσο σε αυτές τις διαδηλώσεις, όσο και σε εκείνες μέσα στη Συρία, ξανακούγεται μαζικά το σύνθημα του 2011-12: «Ένα-Ένα-Ένα! Ο συριακός λαός είναι Ένα!». Αν το μέλλον της Συρίας γραφόταν μόνο από αυτούς τους ανθρώπους, θα ήμασταν πιο βέβαιοι ότι η επόμενη μέρα θα είναι καλή. Αλλά δεν διαθέτουν δικά τους έτοιμα πολιτικά/κοινωνικά εργαλεία. Η ενέργεια που χαρακτήρισε τις διαδηλώσεις χρειάζεται να γίνει ενεργητική οργάνωση και δράση υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Θα έχουν να κινηθούν σε αχαρτογράφητα νερά και ανάμεσα σε συμπληγάδες, για να επιχειρήσουν να διαψεύσουν τον άθλιο ισχυρισμό κάθε δικτάτορα της περιοχής: ότι χωρίς τη «μπότα» του αυταρχικού ηγέτη, αυτοί οι λαοί είναι καταδικασμένοι να κατρακυλήσουν στο «χάος». Δυστυχώς ξεκινάνε αυτήν την προσπάθεια κουβαλώντας τις απώλειες, τα τραύματα, την κόπωση που συσσωρεύτηκαν στο σώμα της Συρίας και πάνω στους ίδιους όλα τα προηγούμενα χρόνια, κι έχουν απέναντί τους Θεούς και Δαίμονες...

Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων, πριν και μετά την πτώση του Ασαντ

Είναι προφανές ότι η στρατιωτική επιχείρηση της HTS είχε το «πράσινο φως» της Τουρκίας. Διαθέτει στρατό στην περιοχή, «αστυνομεύει» τις  ζώνες αποκλιμάκωσης, συνορεύει με την Ιντλίμπ και θα μπορούσε με πολλούς τρόπους να αποτρέψει ή να αποθαρρύνει την επίθεση.

Τον τελευταίο ένα χρόνο είχαν κλιμακωθεί οι προσπάθειες να αποκατασταθούν επίσημα οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας, μέσω μιας πολιτικής λύσης του συριακού που θα έλυνε δύο «πονοκεφάλους» του Ερντογάν: την παρουσία εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων σε τουρκικό έδαφος και την ύπαρξη ενός ντε φάκτο κουρδικού κράτους στα σύνορά του. Το τείχος άρνησης που συνάντησε ο Ερντογάν ερμηνεύει το «πράσινο φως», με την ελπίδα να πιεστεί στρατιωτικά ο Άσαντ. 

Αλλά το «πράσινο φως» διαφέρει από την «εντολή» ή την ενεργή στήριξη. Η Ταχρίρ αλ Σαμ συνομιλεί με την τουρκική κυβέρνηση, αλλά δεν αποτελεί «όργανό» της. Ως τέτοιο λειτουργεί ο SNA που -τις μέρες της επίθεσης της Ταχρίρ Αλ Σαμ στο καθεστώς- κινήθηκε προς τα εδάφη που επιχειρούσαν να καταλάβουν οι κουρδικές πολιτοφυλακές στη βόρεια Συρία και ακόμα συγκρούεται μαζί τους.

Είναι επίσης προφανές ότι οι σύμμαχοι του Άσαντ δυσκολεύονταν να παρέμβουν για να τον σώσουν. Η Ρωσία έχει απορροφηθεί στον ουκρανικό πόλεμο και η πρώην «Βάγκνερ» (νυν «Άφρικα Κορπς») ανοίγει δουλειές στην Αφρική. Η Χεζμπολά είχε μόλις βγει τραυματισμένη από τον πόλεμο με το Ισραήλ. Το Ιράν δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει το δίκτυο ιρακινών πολιτοφυλακών που επέλεξαν τελικά να μην μπουν στη Συρία. Όλοι αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος της σήψης και την ταχύτητα της διάλυσης. Πάντως η παγωμένη αδράνεια που χαρακτήρισε κάποιες από τις συμμαχικές δυνάμεις κατά την κορύφωση της κρίσης, έχει ανοίξει και μια «σκιερή» συζήτηση (σε ρωσικά, ιρανικά, αραβικά Μέσα) για το πόσο ήθελαν πραγματικά να παρέμβουν.

Σε κάθε περίπτωση, όταν το «σχήμα» της Άστανα συγκεντρώθηκε εκτάκτως, η ομόφωνη γραμμή που εξέπεμψε αφορούσε γενικώς τον «τερματισμό των συγκρούσεων» και την ανάγκη διαλόγου του καθεστώτος με τη «νομιμοποιημένη» (από την Άστανα) αντιπολίτευση.

Σε αντίθεση με προηγούμενους γύρους του εμφυλίου, που ανακατεύτηκαν ενεργά στηρίζοντας ένοπλες ομάδες, οι μοναρχίες του Κόλπου αυτή τη φορά βρέθηκαν στο περιθώριο, καθώς πόνταραν σε λάθος άλογο, θεωρώντας τον Άσαντ οριστικό νικητή. Είχαν αποκαταστήσει τη θέση της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο, ο Μπασάρ είχε αρχίσει να φωτογραφίζεται ξανά καμαρωτός πλάι στον Σίσι και τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Με μπροστάρη τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήταν σε εξέλιξη μια διαπραγμάτευση για παραμονή του Άσαντ στην εξουσία, σιωπηλή άρση των αμερικανικών κυρώσεων (έληγαν το Δεκέμβρη και δεν θα ανανεώνονταν) και σταδιακή απομάκρυνσή του από το Ιράν. Μόνο το Κατάρ διατήρησε μια γραμμή σχετικής πολιτικής (και υλικής;) κάλυψης των αντικαθεστωτικών ομάδων.

Στις συζητήσεις για την διάδοχη κατάσταση, όλοι καλούν σε εφαρμογή της απόφασης του 2015 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτή προέβλεπε διάφορες ιδέες περί διαλόγου κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, διοργάνωση ελεύθερων εκλογών, δημιουργίας νέου συντάγματος κ.ο.κ. Ασφαλώς τίποτε από αυτά δεν έγινε τα περασμένα 9 χρόνια και ελάχιστοι θυμούνταν ότι υπάρχει αυτή η απόφαση. Είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι επανέρχεται ξαφνικά στα χείλη όλων των διπλωματών μετά την ένοπλη παρέμβαση της Ταχρίρ αλ Σαμ, της αποκλεισμένης από αυτές τις συζητήσεις ως «τρομοκρατική οργάνωση».

Η «νομιμοποιημένη αντιπολίτευση» για την οποία έκανε λόγο το μπλοκ της Άστανα αφορά άλλες ένοπλες ομάδες, κυρίως ελεγχόμενες από την Τουρκία, ενώ για τους Δυτικούς ή τους Άραβες ηγέτες, «νόμιμη αντιπολίτευση» θεωρούταν κυρίως το σύνολο εξόριστων πολιτικών/τεχνοκρατικών στελεχών που μέσα στη Συρία συχνά χλευάζονταν ως «πεντάστεροι» (για τα ακριβά ξενοδοχεία στα οποία έκαναν τις διασκέψεις τους). Όλες αυτές οι «αντιπολιτεύσεις» σίγουρα θα ενεργοποιηθούν για την επόμενη ημέρα. Αλλά σήμερα όλες οι περιφερειακές και μεγάλες δυνάμεις καταλαβαίνουν ότι σε αυτήν την φάση τουλάχιστον, είναι υποχρεωμένες να συνομιλήσουν με τους «τρομοκράτες» και να διερευνήσουν τις προθέσεις τους. 

Η δύναμη που δεν έχει κάτι να διερευνήσει είναι το Ιράν. Μετά το 1979, από πολλές πλευρές υποκινήθηκε και η θρησκευτική διαίρεση (σουνιτών/σιϊτών) αλλά και η αραβική καχυποψία απέναντι στους Πέρσες και με αυτά τα αισθήματα «παίζει» και η HTS. Ο δεσμός με το καθεστώς Άσαντ και ο ρόλος του στο συριακό εμφύλιο («ιρανική κατοχή») παρόξυνε αυτές τις εντάσεις. Σήμερα ο Αλ-Τζουλάνι στρέφει τα βέλη της κριτικής του αποκλειστικά προς την Τεχεράνη. Αν περνά από το χέρι της HTS, η Συρία χάθηκε για τον ιρανικό άξονα σε ένα ιστορικό πισωγύρισμα στην προσπάθεια της Τεχεράνης να διατηρήσει ερείσματα μέσα στον αραβικό κόσμο.

Μεγαλύτερη ευελιξία δείχνει προς το παρόν η «νέα κατάσταση» απέναντι στη Ρωσία. Οι ρωσικές βάσεις δεν έχουν πειραχτεί. Η Μόσχα δηλώνει ότι «έκανε το καθήκον της απέναντι στον Άσαντ» (σώζοντας τη ζωή και την ελευθερία του) και «πλέον εργάζεται για τα συμφέροντά της». Ο ρόλος της το 2015 ίσως βαραίνει αρνητικά, αλλά δεν αντιμετωπίζεται ως «εχθρός» καθώς η νέα ηγεσία ακόμα ψάχνει να εξασφαλίσει διεθνή στηρίγματα ή ανοχή. Η τύχη των ρωσικών ναυτικών βάσεων και αεροδρομίων θα είναι ένα από τα πεδία όπου θα ξεδιπλωθεί χοντρό (διεθνές) παιχνίδι. Αν τις κρατήσει, θα έχει να διαχειριστεί μόνο την «πολιτική» ήττα στο προφίλ της. Αλλά αν τις χάσει, θα είναι ένα πολύ σκληρό πισωγύρισμα: ξεκινώντας φιλόδοξα να διευρύνει την παρουσία της στη Μεσόγειο, θα καταλήξει να την χάσει συνολικά.

Σίγουρα αγχώνονται οι Σαούντ και τα ΗΑΕ, που από τη δεκαετία του 1990 και μετά έχουν αποκτήσει αλλεργία απέναντι στην εμφάνιση ρευμάτων του ριζοσπαστικού Ισλάμ (που ίσως βάλουν ιδέες στους θρησκευόμενους υπηκόους τους). Αλλά μπορούν να αξιοποιήσουν την ανάγκη της Συρίας για κεφάλαια/ανοικοδόμηση, για να διεκδικήσουν  επιρροή στη διαμόρφωση της όποιας «νέας κατάστασης».

Στο εσωτερικό του αμερικανικού κράτους, διεξάγεται -λέει- συζήτηση για το αν δεν είναι πλέον… εποικοδομητική η επικήρυξη των 10 εκατομμυρίων για το κεφάλι του Αλ-Τζολάνι, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να ανοίξει «κανάλι» επικοινωνίας -μέσω Τουρκίας- για να δει πώς θα χειριστεί την ανακηρυγμένη «τρομοκρατική οργάνωση» που σήμερα παίζει κομβικό ρόλο στην επόμενη μέρα της Συρίας. Μια υπόσχεση άρσης αυτών των μέτρων, όπως και των κυρώσεων στο συριακό κράτος, αποτελεί σημαντικό «μοχλό» στα χέρια των ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Αλλά ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν διαθέτει μόνο «καρότα»: Κατά την κατάρρευση του Άσαντ, η αμερικανική αεροπορία εξαπέλυσε ένα μπαράζ δεκάδων βομβαρδισμών κατά «θέσεων του ISIS», για να μην αξιοποιήσουν οι πυρήνες της το κενό εξουσίας και ανασυγκροτηθούν. Αλλά η επίδειξη δύναμης ήταν μήνυμα και στην ηγεσία της Ταχρίρ αλ Σαμ, υπενθυμίζοντας την παρουσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, τη δύναμη πυρός του και τις διαθέσεις του απέναντι σε δυνάμεις που «παίζουν» με την ιδέα του Ιερού Πολέμου.

Προς το παρόν, η Ουάσινγκτον καλείται να διαχειριστεί την καυτή πατάτα του κουρδικού, με τις SDF να αποτελούν τον προνομιακό σύμμαχό τους στην Συρία, αλλά να αντιμετωπίζονται ως «τρομοκράτες» από την Τουρκία. Τη δύσκολη άσκηση κάνει ακόμα πιο σύνθετη η έλευση του Τραμπ. Στην πρώτη του θητεία, είχε κάνει δημόσια τη διάθεσή του να φύγουν οι ΗΠΑ «από αυτόν τον τόπο που έχει μόνο άμμο και αίμα». Σήμερα, εκπέμπει την ίδια γραμμή για τις εξελίξεις στη Συρία: «Δεν έχουμε καμιά δουλειά εκεί - Να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους». Αλλά την τελευταία φορά, το Πεντάγωνο τον έπεισε να παραμείνει τελικά μια δύναμη 900 ανδρών στη Ροζάβα. Ούτε σήμερα είναι δεδομένη η εξέλιξη.

Η δύναμη που δεν περίμενε καθόλου για να παρέμβει στην επόμενη μέρα ήταν το σιωνιστικό κράτος. Εν μέσω εκκωφαντικής σιωπής κι αξιοποιώντας το κενό εξουσίας, εξαπέλυσε ένα σαρωτικό κύμα άνευ προηγουμένου βομβαρδισμών που κατέστρεψε μέσα σε 2 μέρες το οπλοστάσιο της Συρίας, ανέπτυξε στρατεύματα στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν και προωθήθηκε πιο μέσα στη Συρία διευρύνοντας τη ζώνη Κατοχής. Ο Νετανιάχου βρίσκεται σε σταυροφορία «ανάπλασης» της Μέσης Ανατολής και συντριβής ή υποβάθμισης κάθε στρατιωτικής απειλής στην περιοχή, πραγματικής ή δυνητικής.

Είναι γνωστό ότι το Ισραήλ είχε βρει τρόπο συνύπαρξης με το καθεστώς Άσαντ, ως «πολύ αδύναμο για να θελήσει να μας απειλήσει, αλλά αρκετά ισχυρό για να περιφρουρεί την ηρεμία στα σύνορά μας». Είχε καλωσορίσει τον εμφύλιο στο βαθμό που αποδυναμώνονται οι εμπλεκόμενοι σε αυτόν, διατηρώντας πάντα μια αγωνία σε περίπτωση πτώσης του Άσαντ: την «ηρεμία στα σύνορα» και «σε ποια χέρια θα πέσει ο οπλισμός του» (είτε αν αυτά περνούσαν στη Χεζμπολά κατά την κατάρρευση, είτε αν αυτά περνούσαν σε «ανεξέλεγκτες» και αγνώστων προθέσεων ένοπλες αντικαθεστωτικές ομάδες). Με την κατάρρευση του Άσαντ να γίνεται αιφνιδιαστικά πραγματικότητα, ο Νετανιάχου καταστρέφει τον οπλισμό πριν πέσει σε οποιαδήποτε άλλα χέρια, κατακτά εδάφη για να εγγυηθεί την «ηρεμία στα σύνορα», δηλώνει προς την όποια μελλοντική ηγεσία ότι «τα Γκολάν είναι αμετάκλητα Ισραηλινά» και απειλεί τη Συρία με ακόμα χειρότερα, δηλώνοντας ότι εφόσον έπεσε ο Άσαντ, θεωρεί άκυρη πλέον τη συμφωνία που είχε υπογραφεί με το μπααθικό καθεστώς το 1974…

Ο αντίκτυπος στην περιοχή

Για ένα τμήμα ανθρώπων και δυνάμεων της περιοχής (κυρίως εκτός Συρίας…) που αντιλαμβανόταν το καθεστώς ως τμήμα της «Αντίστασης», η εξέλιξη θα προκαλέσει σοκ.

Ασφαλώς από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και μετά, οι Άσαντ δεν υπήρξαν ποτέ Αντίσταση, ενώ ακόμα και στο πολιτικό σχέδιο «Άξονας της Αντίστασης» (το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο αυτού του άρθρου), ο Άσαντ υπήρξε περισσότερο εξωτερικός συνεργάτης (παρέχοντας το έδαφος της Συρίας ως «εφοδιαστική διαδρομή» για τη Χεζμπολά) και λιγότερο ενεργό μέλος. 

Όμως η ερμηνεία της εξέλιξης της κατάρρευσης του Άσαντ οφείλει να οδηγήσει σε κάποια κριτικά, δημιουργικά συμπεράσματα. Ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ δεν μπορεί να περάσει από τη Σεντνάγια (τη διαβόητη φυλακή-«σφαγείο» στη Δαμασκό). 

Κάποιες πτυχές της ιδιόμορφης/εργαλειακής σχέσης του Άσαντ με μέλη του «Άξονα», αναδείχθηκαν μετά την πτώση του. Απαντώντας σε ανήσυχες ερωτήσεις για την τύχη της πρεσβείας τους στη Συρία, ο εκπρόσωπος των Χούθι, ενημέρωσε λιτά ότι «Την πρεσβεία μας στη Συρία είχε ήδη κλείσει ο Μπασάρ, με αντάλλαγμα το άνοιγμα της Σαουδικής πρεσβείας…». Η Χαμάς δεν περιορίστηκε σε αφηρημένες διατυπώσεις για λόγους διπλωματίας και επέλεξε να ξεκινήσει την ανακοίνωσή της με ρητά «συγχαρητήρια στον αδελφικό Συριακό λαό, που κατάφερε να πετύχει τις προσδοκίες του για ελευθερία και δικαιοσύνη». Είναι η ηχώ της ρήξης της παλαιστινιακής οργάνωσης με τον Άσαντ από το 2011-12 (όταν πρώτα αρνήθηκε να τον στηρίξει κρατώντας ουδετερότητα κι έπειτα δήλωσε ανοιχτή στήριξη στην εξέγερση) μέχρι τη διστακτική «επαναπροσέγγιση» με το καθεστώς το 2022.

Άλλωστε, με τα κολαστήρια του Άσαντ να ανοίγουν, πάρα πολλές παλαιστινιακές οικογένειες ψάχνουν με αγωνία να μάθουν τις τύχες των ανθρώπων τους, καθώς στη Συρία υπήρξε ιστορικά μια περίεργη επιδημία «εξαφανίσεων» μαχητών της PLO, ενώ υπάρχει και μια «νέα εσοδεία» περίπου 3.000 (καταγεγραμμένων επίσημα) Παλαιστίνιων φυλακισμένων μετά το 2011. Ανάμεσά τους γράφεται ότι υπάρχουν πολλά μέλη των Ταξιαρχιών Αλ Κασάμ…

Η σιωπή του Αλ Τζολάνι για τη Γάζα είναι μια προειδοποίηση για τις προτεραιότητες της HTS και ο συριακός λαός θα πρέπει να εκφράσει τα δεδομένα αντισιωνιστικά του αισθήματα, όπως έπραξε διαδηλώνοντας στην πολιορκημένη -αλλά εκτός ελέγχου του καθεστώτος- Ιντλίμπ τον τελευταίο ένα χρόνο. 

Για τους Σύριους, η χαρά είναι προφανής. Όσοι -από έξω- ανησυχούν καλοπροαίρετα για την επόμενη μέρα, ας κατανοήσουν αυτό το κλίμα που επικράτησε, παίρνοντας υπόψη αυτό που είπε o Γαλλο-Σύριος συγγραφέας Φιράς Κοντάρ στην εφημερίδα Le Soir: «Εμείς εδώ στην Ευρώπη δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πώς ήταν τα χρόνια των Άσαντ για τους Σύριους. Πόσο μεγάλη είναι η αντίφαση [του κλίματος στη Συρία] με αυτά που ακούμε στη γαλλική τηλεόραση που ασχολείται μόνο με τους τζιχαντιστικούς κινδύνους, ξεχνώντας τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς που προκάλεσε η βαρβαρότητα του καθεστώτος, απείρως περισσότερους από όλα τα θύματα των τζιχαντιστικών οργανώσεων μαζί».

Η ανατροπή του Άσαντ κλείνει έναν λογαριασμό του 2011. Όπως έγραψε ένας Σύριος, «μπορούμε ακόμα να ευχαριστήσουμε τον Μπουαζίζι» (τον Τυνήσιο του οποίου η αυτοπυρπόληση πυροδότησε την εξέγερση στην Τυνησία που εξαπλώθηκε στις αραβικές εξεγέρσεις). Έχει συμβολική  αξία ότι κατέρρευσε το καθεστώς του οποίου η αιματοβαμμένη ανθεκτικότητα, σε συνδυασμό με το πραξικόπημα του Σίσι στην Αίγυπτο και τη Σαουδαραβική σφαγή των διαδηλωτών στο Μπαχρέιν, έστειλε τότε ένα μήνυμα ότι «το πάρτι τελείωσε».

Αλλά σήμερα η αξία είναι κυρίως συμβολική. Αυτό που ρίχνει σκιά στην εξέλιξη είναι η μεγάλη απόσταση (χρονική και πολιτική) από τα γεγονότα του 2011. Η πτώση μιας βάναυσης και «παντοδύναμης» δυναστείας δεκαετιών θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει μάθημα και στους άλλους τυράννους και στους άλλους λαούς. Αλλά η «μέθοδος» με την οποία έπεσε τελικά θολώνει αυτό το μήνυμα. Όταν η δύναμη των μαζών γκρέμιζε τον Μπεν Άλι στην Τυνησία, αυτό έδωσε θάρρος στις μάζες σε όλο τον αραβικό κόσμο να επιχειρήσουν το ίδιο. Η ένοπλη επιχείρηση της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ Σαμ, είναι δύσκολο να προκαλέσει έμπνευση ή να δώσει πχ θάρρος στις μάζες της Αιγύπτου να τα βάλουν με το σιδηρόφρακτο καθεστώς του Σίσι για να κλείσουν τους δικούς τους ανοιχτούς λογαριασμούς.

Αλλά μια τέτοια μαζική παρέμβαση του «Αραβικού δρόμου» είναι η μόνη απάντηση στους πολλαπλούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι καταπιεσμένοι σε όλη την περιοχή...

Ετικέτες