Ο Ματέο Σαλβίνι προχώρησε τελικά στη διάρκεια του καλοκαιριού στην προαναγγελθείσα από καιρό (και σχεδιασμένη εδώ και περισσότερο καιρό με τις ευλογίες του Στιβ Μπάνον) κίνηση.

Έβγαλε από την πρίζα τον κυβερνητικό συνασπισμό με το Κίνημα Πέντε Αστέρων (Κ5Α), επιδιώκοντας νέες εκλογές. Σε αυτές προσδοκά να αποτυπωθεί ένας νέος συσχετισμός (η Λέγκα είναι ο «μικρός εταίρος» κοινοβουλευτικά, αλλά προηγείται μακράν των συρρικνούμενων Πεντάστερων δημοσκοπικά) που θα του επιτρέψει να συγκροτήσει μια «καθαρή» ακροδεξιά κυβέρνηση, με τους νεοφασίστες Αδελφούς της Ιταλίας ως σύμμαχους και –αν χρειαστεί– με τα απομεινάρια του μπερλουσκονισμού ως «εφεδρεία».

Όλη του η τακτική, αφότου βρέθηκε στη συγκυβέρνηση (οι θεατρικές συγκρούσεις με τις Βρυξέλλες, το τάιμινγκ κάθε σύγκρουσης και η επιλογή όξυνσης ή υποχώρησης), λογοδοτούσε στο πώς θα φτάσει ισχυρή η Λέγκα σε αυτόν το «σταθμό».

Οι υψηλές δημοσκοπικές πτήσεις, λίγο μετά τη νίκη στις ευρωεκλογές, δημιούργησαν ένα θετικό μομέντουμ που έσπευσε να εκμεταλλευτεί. Επιπλέον, η συγκυρία –ενόψει της διαμόρφωσης και κατάθεσης νέου προϋπολογισμού– του επιτρέπει να δημαγωγήσει και να χτίσει εκ νέου ένα «συγκρουσιακό» προφίλ (όπου οι Πεντάστεροι αντιμετωπίζονται ως πολύ «μαλακοί» απέναντι στην ΕΕ και λειτουργούν ως «φρένο» στην «εθνική κυβέρνηση»). Πιο στρατηγικά, η ηγεσία της Λέγκας φαίνεται να εκτιμά ότι απέσπασε το «μάξιμουμ» από την παρούσα συγκυβέρνηση και κοινοβουλευτική σύνθεση. Λίγο καιρό πριν την παραίτηση του πρωθυπουργού Κόντε, ο Σαλβίνι είχε πετύχει δύο μεγάλες νίκες, που αποδείκνυαν την αθλιότητα των «ανταγωνιστών» του. Πρώτα μπόρεσε με την υποστήριξη του Κ5Α να περάσει έναν ακόμα δρακόντειο νόμο σε ζητήματα μετανάστευσης κι ασφάλειας, με το κόμμα του Ντι Μάιο να παραμένει μέχρι τέλους πιστό στο ρόλο του θλιβερού συνοδοιπόρου στον ρατσιστικό κατήφορο. Κι έπειτα μπόρεσε να περάσει την ψήφιση της υπερταχείας TAV, ένα καταστροφικό «μεγάλο έργο» ενάντια στο οποίο έχουν δοθεί ηρωικοί αγώνες για χρόνια και το οποίο το Κ5Α είχε δεσμευτεί να ακυρώσει. Για να ξεπεράσει τις ενστάσεις του κυβερνητικού του εταίρου, ο Σαλβίνι βρήκε τις ψήφους από το Δημοκρατικό Κόμμα και την μπερλουσκονική Φόρτσα Ιτάλια, με την κεντροαριστερά να αποδεικνύει με τη στάση της πόσο θλιβερή «αντιπολίτευση» είναι.

Αφού χειρίστηκε με επιτυχία τον υπαρκτό κοινοβουλευτικό συσχετισμό ως τα όριά του, τώρα ο Σαλβίνι διεκδικεί ένα ποιοτικό άλμα, ζητώντας ανοιχτά να ενισχυθούν οι εξουσίες του και «να του λυθούν τα χέρια».

Το σενάριο δεν κύλησε όσο εύκολα εκτιμούσε ο ηγέτης της Λέγκας. Το ταπεινωμένο Κ5Α δεν δέχτηκε να προχωρήσει άμεσα σε εκλογές, με αποτέλεσμα να ανοίξει η συζήτηση για δημιουργία νέας κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή. Αυτές οι γραμμές γράφονται λίγο πριν λήξει η διορία που έδωσε ο Πρόεδρος Ματαρέλα στα κόμματα να ολοκληρώσουν τις επαφές τους, προτού κηρύξει πρόωρες εκλογές.

Το σενάριο που συζητιέται, είναι μια συγκυβέρνηση του Κ5Α με το Δημοκρατικό Κόμμα, με τις δύο πλευρές ωστόσο να κρατούν σκληρή στάση στο «παζάρι» και τους όρους που θέτουν η μία στην άλλη. Ο Ρομάνο Πρόντι επανεμφανίστηκε ζητώντας «κυβέρνηση εθνικής ενότητας» (δηλαδή να συμπεριληφθεί και ο Μπερλουσκόνι), ενώ υπάρχει πάντοτε η παλιά καλή δοκιμασμένη πολλάκις στην Ιταλία λύση μιας προσωρινής κυβέρνησης «τεχνοκρατών». Μπροστά στο νέο σκηνικό (και συνεκτιμώντας μια κάμψη των ποσοστών της Λέγκας τις μέρες μετά την πρόκληση της κρίσης), ο Σαλβίνι έκανε μια μίνι-στροφή, αφήνοντας πλέον ανοιχτό το ενδεχόμενο «νεκρανάστασης» της συγκυβέρνησης με το κόμμα του Ντι Μάιο. Όλες οι εκδοχές έχουν δυσκολίες και οι εκλογές δείχνουν το πιθανότερο σενάριο.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δυστυχώς δεν θα προκύψει κάτι καλό για τους εργαζόμενους στην Ιταλία από το πολιτικό δράμα. Το Κ5Α απέδειξε ότι ο προσανατολισμός «ούτε αριστερά-ούτε δεξιά» και ο γενικά «αντιπολιτικός» λόγος λειτουργεί ως ιδεολογικό περίβλημα ενός άγριου οπορτουνισμού που του επιτρέπει να συγκυβερνά με την ακροδεξιά και να συμφωνεί στα ρατσιστικά και κατασταλτικά της μέτρα, στο όνομα της προστασίας της «κυβέρνησης αμφισβήτησης της ΕΕ» και την επομένη να μπαίνει σε συζήτηση με το πιο ευρωπαϊκό κόμμα της Ιταλίας, τους Δημοκρατικούς.

Για το Δημοκρατικό Κόμμα το «πόρισμα» υπάρχει εδώ και χρόνια, από την εποχή της κυβέρνησης Ρέντσι, που ερμηνεύει και την εκλογική του καθίζηση στις προηγούμενες εθνικές εκλογές. Αλλά η στάση του στην ψηφοφορία για τον TAV ήταν επίσης αποκαλυπτική. Στα μέτρα που ευνοούν το μεγάλο κεφάλαιο, το PD ανέχεται τη συμπόρευση με την ακροδεξιά. Μπροστά στην επιλογή να προχωρήσει το «μεγάλο έργο», οι «αντιφασίστες» του PD θυσίασαν την ευκαιρία να υποστεί μια ταπεινωτική ήττα στο κοινοβούλιο η Λέγκα. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει (ειδικά μετά την αλλαγή ηγεσίας) να επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ψηφοθηρικά τα αισθήματα αντιρατσισμού και αλληλεγγύης που (ευτυχώς!) υπάρχουν ακόμα σε ένα τμήμα της ιταλικής κοινωνίας, για να παρουσιαστεί ως μόνη εκλογική απάντηση στην ακροδεξιά.

Τα δύο αυτά κόμματα, που έστρωσαν το δρόμο στην άνοδο του Σαλβίνι το καθένα με διαφορετικό τρόπο, δεν είναι αποτελεσματικό «ανάχωμα» στην ακροδεξιά. Ακόμα κι αν συγκυβερνήσουν ή δώσουν κοινοβουλευτική στήριξη σε μια κυβέρνηση τεχνοκρατών, θα έχουν να αντιμετωπίσουν έναν ακροδεξιό «ανένδοτο» από τον Σαλβίνι, ο οποίος ήδη παρουσιάζεται ως «θύμα παρασκηνιακών παιχνιδιών» και δηλώνει ότι ο λαός της Λέγκας «δεν θα επιτρέψει» τον παραγκωνισμό του. Ενώ  γνωρίζουμε ότι οι πολιτικές που θα ακολουθήσει η όποια εναλλακτική κυβέρνηση, δεν θα αλλάξει τις ζωές των «από κάτω» προς το καλύτερο, άρα θα δώσει «τροφή» σε μια αντιπολίτευση Σαλβίνι. Σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, η Λέγκα παρά την πιθανή κάμψη της, παραμένει η δημοφιλέστερη πολιτική δύναμη στη χώρα, με δεδομένα τα χάλια των ανταγωνιστών της.

Σε κάθε σενάριο, ο Σαλβίνι οικοδόμησε ένα συντηρητικό-αντιδραστικό κοινωνικό μπλοκ και «ήρθε για να μείνει» ως κεντρικός παίκτης πλέον στην Ιταλία. Η ανασυγκρότηση των αντιστάσεων και η σύνδεση του δημοκρατικού ζητήματος με το κοινωνικό, αν και δείχνουν στόχοι δύσκολοι, παραμένουν η μόνη δυνατότητα να δοθεί πραγματική απάντηση στην ιταλική ακροδεξιά και ο μόνος δρόμος για να ανασυγκροτηθεί μια πραγματική, ταξική Αριστερά.  

Ετικέτες