Ό ταν ήρθε στην επιφάνεια το προκλητικό σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και του μηχανισμού που έχει τεθεί στην υπηρεσία του Μητσοτάκη, συνδυάζοντας την ΕΥΠ και ένα «δίκτυο» ιδιωτικών εταιρειών «ασφάλειας» και κατασκοπίας-αντικατασκοπίας, έγινε φανερό ότι τίθεται θέμα ακόμα και επιβίωσης της κυβέρνησης.

Ο ρόλος του διεθνούς Τύπου στις αποκαλύψεις υποδεικνύει ότι ο «διεθνής παράγοντας», που μέχρι χθες υποστήριζε αναφανδόν τον Μητσοτάκη, έχει πλέον πολλές αμφιβολίες για τη μακροημέρευσή του στην καρέκλα του πρωθυπουργού. Η αποστασιοποίηση, όπως συνήθως, είναι το πρώτο στάδιο της καλλιέργειας του εδάφους για καλές σχέσεις με τους επόμενους. 

Ο τσαρλατανισμός του Μητσοτάκη στη Βουλή και η οχύρωσή του πίσω από την απαράδεκτη για πρωθυπουργό θέση «δεν γνώριζα», δείχνει ότι είναι αμφίβολο πλέον το αν ο Μητσοτάκης θα μπορέσει να κρατήσει τον πολιτικό έλεγχο μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Η ομιλία του Κ. Καραμανλή στην Κρήτη, στο περιβάλλον της οικογένειας των Κεφαλογιάννηδων, δείχνει ότι οι εξαγριωμένες φωνές που ακούστηκαν από επιφανείς της «καραμανλικής» πτέρυγας της Δεξιάς, δεν ήταν «αντάρτικες» και απομονωμένες εκδηλώσεις. 

Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το σενάριο αυτοδυναμίας της ΝΔ δεν είναι πλέον εφικτός στόχος, ενώ η αποστασιοποίησης εκπροσώπων του «ακραίου κέντρου» (όπως ο Βενιζέλος, ο Αλιβιζάτος, η Διαμαντοπούλου κ.ά.) δείχνει ότι εξαντλούνται οι εφεδρείες πιθανών πολιτικών συμμαχιών της ΝΔ, τουλάχιστον υπό την ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη. 

Σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα πάει σε εκλογές στο τέλος της άνοιξης του ’23, δηλαδή ότι  θα εξαντλήσει τα περιθώρια παραμονής της στην εξουσία. Είναι μάλλον μια επιλογή «θέλοντας και μη…», μια επιλογή που υπαγορεύεται από την έλλειψη εναλλακτικών τώρα. Γιατί μέχρι τα μέσα του ’23 είναι πολύ πιθανότερο ο Μητσοτάκης να έχει συσσωρεύσει νέες και βαρύτερες απώλειες, παρά να έχει ανακάμψει πολιτικά και εκλογικά. Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται από όλες τις προβλέψεις για την «τέλεια καταιγίδα» που έρχεται φέτος το χειμώνα. 

Οικονομία και κοινωνία

Ο Γ. Στουρνάρας, μιλώντας ως εκπρόσωπος του καθεστώτος στο σύνολό του, έδωσε τέλος στη χαζοχαρούμενη προπαγάνδα που προσπαθεί να παρουσιάσει τη σαρωτική ακρίβεια ως «προσωρινό» φαινόμενο. «Αισιοδοξώ ότι το τέρας του πληθωρισμού θα έχει ηττηθεί», είπε, αλλά όχι πριν «…το τέλος του 2024»! Ο σοσιαλφιλελεύθερος αρχιτραπεζίτης εκτίμησε ότι «τα σύννεφα της οικονομικής καταιγίδας που διαρκώς πυκνώνουν προμηνύουν επιβράδυνση της οικονομίας, αν όχι και ύφεση». Για την αποφυγή των χειρότερων για τις υπερχρεωμένες χώρες (όπως η Ελλάδα, η Ιταλία κ.ά.) ο Στουρνάρας δήλωσε ότι ελπίζει ότι δεν θα γίνει διεθνώς η επιλογή για «επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων». 

Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις ανησυχούν πλέον για σοβαράτερα ζητήματα, που αφορούν τη διεθνή σταθερότητα. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, εξήγγειλε απολύτως ωμά την απόφαση της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει άμεσα σε «μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να μπει φρένο στο πληθωριστικό ράλι, ακόμα και αν αυτό επιφέρει περισσότερο “πόνο” στα νοικοκυριά…». Στην Ευρώπη οι τραπεζίτες της ΕΚΤ διχάζονται ανάμεσα σε αυτούς που ζητάνε μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και αυτούς που απαιτούν… μεγαλύτερες! Την επομένη, το κόστος δανεισμού της Ιταλίας ξεπέρασε το «όριο ασφαλείας» του 4%, ενώ η Ελλάδα θα δανειστεί για την επόμενη 10ετία με 4,19% (σε σύγκριση με το 2,9% που ίσχυε μέχρι φέτος). 

Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτές τις κλιμακούμενες «δυσκολίες» η κυρίαρχη τάξη θα επιδιώξει να φορτώσει στις πλάτες των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών, αυγατίζοντας τη λιτότητα. 

Γιατί η οικονομική καταιγίδα που ολοφάνερα έρχεται δεν μας αφορά ισομερώς όλους. Τα στοιχεία για τις εξαγωγές του ελληνικού καπιταλισμού δείχνουν ωμή αποφασιστικότητα: Το 2021 έφτασαν στα 40 δισ. ευρώ, ή στο 22% του ΑΕΠ (πριν το ξέσπασμα της κρίσης, το 2010, ήταν στα 21 δισ. ευρώ, ή στο 9,5% του ΑΕΠ). Το 2022, μόνο στο πρώτο εξάμηνο, οι εξαγωγές ξεπέρασαν τα 26 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 40% σε σχέση το αντίστοιχο του 2021. Για τους καπιταλιστές η διαρκής λιτότητα και η σαρωτική ακρίβεια, είναι «πλατφόρμα» πλουτισμού, συγκέντρωσης, συσσώρευσης, με τη δική τους στρατηγική για την αιματηρή ανάπτυξη. Και σε αυτήν τη στρατηγική δεν έχουν «ιερό και όσιο»: Ήδη ζητούν κάποια από τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις να μην κατευθύνονται «μονομερώς» στις πληρωμές χρέους, αλλά να ενισχύσουν ένα «εθνικό επενδυτικό ταμείο», που θα χρηματοδοτεί τις δικές τους επενδύσεις! Βέβαια δεν θα δέχονταν ούτε συζήτηση, αν μια τέτοια απαίτηση παραβίασης των μνημονίων προβάλλονταν από τη σκοπιά της ενίσχυσης των μισθών και συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών ή του ελέγχου των τιμών στα είδη πλατιάς κατανάλωσης. 

Το πραγματικό νόημα αυτών των επιλογών είναι η προκλητική μεγέθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. 

Αυτή την «κόκκινη γραμμή» ο Μητσοτάκης ούτε θέλει ούτε μπορεί να την παραβιάσει. Θα πάει στη ΔΕΘ με «προσοχή και σύνεση» όσον αφορά τις χιλιο-υποσχεμένες παροχές, αλλά με έμφαση στην υποστήριξη των «επενδύσεων» και την «επανεκκίνηση της αναπτυξιακής πολιτικής», δηλαδή με έμφαση στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις. 

Αυτό, βέβαια, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον «πόνο» των νοικοκυριών που αναμένεται να κλιμακωθεί. Και η ιστορία διδάσκει ότι αυτή η κλιμάκωση του «πόνου» συνήθως συνδέεται με απότομη κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Οι προειδοποιήσεις από πολλά και διαφορετικά σημεία του πλανήτη, ήδη ακούγονται καθαρά.

Ένας «αναπόφευκτος» πόλεμος;

Σε αυτά τα αδιέξοδα, ο Μητσοτάκης επιλέγει την κλασσική καταφυγή κάθε στριμωγμένου αστού πολιτικού: τις ρατσιστικές και εθνικιστικές κραυγές, προσπαθώντας να εμφανίσει τον εαυτό του ως «θύμα» διεθνών συνωμοσιών (απειλή μεταναστευτικής «εισβολής», «υβριδική» πολεμική απειλή από την Τουρκία κ.ο.κ.). 

Το πιο επικίνδυνο πεδίο αυτής της δημαγωγίας είναι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός. Εντύπωση προκαλεί ότι mainstream φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ προβάλουν την εκτίμηση ότι είμαστε μπροστά σε έναν «αναπόφευκτο πόλεμο», εκτίμηση που κάποτε προπαγάνδιζαν μόνο τα περιθωριακά εθνικιστικά sites. Βέβαια αυτή η εκτίμηση λειτουργεί ευεργετικά για τον Μητσοτάκη, δίνοντάς του το άλλοθι μιας «υπέρμετρης απειλής». Όμως λειτουργεί και ανεύθυνα επικίνδυνα, αυξάνοντας την υπαρκτή ένταση και αυγατίζοντας «υπερβάσεις» που οδηγούν σε πραγματικούς κινδύνους εμπλοκής. Σε αυτή την εφημερίδα έχουμε επιμείνει στην εκτίμηση ότι οι πραγματικότητες της ελληνοτουρκικής κρίσης είναι ουσιωδώς διαφορετικές από τις εικόνες που καλλιεργούνται για εσωτερική κατανάλωση. Ένα καλό παράδειγμα είναι το πρόσφατο επεισόδιο κρίσης σχετικά με τους «ελληνικούς» S-300, τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς. 

Οι δύο συστοιχίες ρωσικών πυραύλων S-300 αγοράστηκαν το 1996 από την Κύπρο. Μετά τις τουρκικές (αλλά και νατοϊκές…) αντιδράσεις, η κυπριακή κυβέρνηση κατανόησε ότι είχε υπερβεί το μπόι της και αναζήτησε διέξοδο. Με παρέμβαση του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ υπήρξε συμφωνία να διατεθούν οι S-300 στο ελληνικό κράτος και να αποθηκευτούν στην Κρήτη. Η συμφωνία επί Σημίτη-Πάγκαλου απαγόρευε, τότε, την εγκατάσταση και ανάπτυξή τους, υπογραμμίζοντας ότι το ΝΑΤΟ ενέκρινε μόνο την αποθήκευσή τους, για να μην υποχρεωθεί η κυπριακή κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους επιστροφής τους στη Ρωσία. Από το 2000 η συμφωνία τροποποιήθηκε μονομερώς από το ελληνικό κράτος και οι S-300 αναπτύχθηκαν και εντάχθηκαν στο σχεδιασμό του αντιαεροπορικού δυναμικού. Κατά φιλομιλιταριστικά sites σταδιακά «αναβαθμίστηκαν» σε επίπεδο S-400. Έκτοτε χρησιμοποιήθηκαν τακτικά σε νατοϊκές ασκήσεις (με τελευταία τον περασμένο Νοέμβρη με τη συμμετοχή της Γερμανίας, της Ολλανδίας και των ΗΠΑ), που χρησιμεύουν στην «εκπαίδευση» νατοϊκών πιλότων και αεροσκαφών στην αντιμετώπιση όπλων τύπου S-300, S-400. Η Τουρκία πρόσφατα κατήγγειλε ότι οι S-300 χρησιμοποιήθηκαν απειλώντας δικά της αεροσκάφη και ζήτησε από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να συζητηθεί το ενδεχόμενο «κυρώσεων» κατά του ελληνικού κράτους, ανάλογων με αυτές που έχει εγκρίνει το Κογκρέσο κατά της Τουρκίας για την αγορά των S-400. 

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «αθώωσε» την ελληνική πλευρά, με το πρόσχημα ότι η αγορά των ελληνικών S-300 έγινε πριν την ημερομηνία ψήφισης του νόμου του Κογκρέσου για τις κυρώσεις (CAATSA) που αφορούσαν την Τουρκία. Αυτή η ιδιαιτέρως «θεσμική» απάντηση των Αμερικανών δείχνει ασφαλώς τις φιλίες τους και τις προτιμήσεις τους στην περιοχή. Όμως δείχνει και την επικινδυνότητα των ημερών. Θυμίζουμε ότι ο «εγκλωβισμός» αεροσκάφους από επίγειο αντιαεροπορικό σύστημα θεωρείται διεθνώς ως αναγνωρίσιμη «εχθρική ενέργεια» που νομιμοποιεί την ένοπλη άμυνα εκ μέρους του αεροσκάφους. Πρόκειται δηλαδή για επεισόδια που φέρνουν στο πάρα πέντε το «θερμό επεισόδιο» ή ακόμα και τη γενικευμένη ένοπλη σύγκρουση. 

Πρόσφατα ένας απόστρατος «γκουρού» των εθνικιστικών και φιλομιλιταριστικών sites, αναλύοντας την πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, προειδοποίησε τους πάντες ότι η εξέλιξη των οπλικών συστημάτων διασφαλίζει ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος, αν γίνει, θα είναι ιδιαίτερα καταστροφικός, δεν θα έχει καμιά σχέση με ασκήσεις play station στους ουρανούς του Αιγαίου, και πιθανότατα θα μετατρέψει σε ερείπια πόλεις, εργοστάσια και υποδομές και στις δυο πλευρές. 

Στην αντιπαράθεση με τη Δεξιά, οι εργαζόμενοι άνθρωποι και η Αριστερά δεν δικαιούνται να υποτιμήσουν ούτε στιγμιαία αυτή την παράμετρο. Η φιλομιλιταριστική πολιτική έχει κόστος σε υλικούς πόρους, κόστος στα δημοκρατικά δικαιώματα, και κυρίως κόστος κινδύνου για πρόκληση μεγάλης καταστροφής. 

Αντιπολίτευση;

Η προσπάθεια του Μητσοτάκη να διατηρήσει τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας κατά τον ερχόμενο «καυτό χειμώνα» θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη φθορά του και μείωση των πιθανοτήτων του να επιβιώσει των επόμενων εκλογών. 

Όμως το «πότε;» και κυρίως το «πώς;» θα πέσει αυτή η άθλια κυβέρνηση είναι ερωτήματα με μεγάλη σημασία για τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Αν υποχρεωθούμε να περάσουμε ακόμα κάμποσους μήνες κάτω από τα χτυπήματα αυτής της πολιτικής, οι συνέπειες θα είναι ορατές στο εισόδημα και στις γενικότερες συνθήκες ζωής των εργαζόμενων ανθρώπων. Επίσης, η πτώση του Μητσοτάκη, αν δεν συνδυαστεί με κάποιες ουσιώδεις κατακτήσεις, μπορεί να αποδειχθεί μια ανώδυνη για το καθεστώς «αλλαγή φρουράς» στην κυβερνητική εξουσία. 

Με αυτά τα ζητήματα αποφεύγει συστηματικά να αναμετρηθεί ο Αλ. Τσίπρας. Έχει απογειώσει την αντιπολιτευτική τακτική του «ώριμου φρούτου». Ζητά εκλογές, αλλά αποφεύγει κάθε πολιτική πρωτοβουλία δράσης σαν αυτές που πάντα χρησιμοποιούσε η Αριστερά όταν πράγματι ήθελε να ανατρέψει μια κυβέρνηση. Προτείνει ως εναλλακτική την «προοδευτική κυβέρνηση» μαζί με το ΠΑΣΟΚ, αλλά αποφεύγει να δεσμευτεί συγκεκριμένα πάνω σε όλα τα κρίσιμα αιτήματα αλλαγής του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων στη χώρα. Σαν αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιμέτωπος και με την κρίση αξιοπιστίας που προκάλεσε το μνημόνιο 3, αδυνατεί να κερδίσει ουσιαστικά από τη φθορά του Μητσοτάκη. 

Αυτό το κενό αυξάνει τις συστημικές δυνατότητες για να μετατοπίσουν τον άξονα της πιθανής εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης σε ακόμα πιο συντηρητικές κατευθύνσεις. 

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός του πόσο αυτές οι πολιτικές προοπτικές δεν ταιριάζουν με την συγκυρία. 

Στη Γαλλία, ο Μακρόν υποχρεώθηκε από τον απειλητικό θυμό του κόσμου να υποσχεθεί αυξήσεις μισθών 3% στον ιδιωτικό τομέα, 3,5% στο δημόσιο και 6% στις συντάξεις. Παρόλα αυτά, ο Μελανσόν κηρύσσει, από φέτος το φθινόπωρο, τη «μητέρα όλων των μαχών» απαιτώντας αυτόματα τιμαριθμική προσαρμογή μισθών και συντάξεων και δραστικά μέτρα ελέγχου των τιμών, ειδικά στην ενέργεια. 

Στη Βρετανία, το παράδειγμα είναι σαφέστερο. Το μεγάλο απεργιακό κύμα στους σιδηροδρόμους, στα λιμάνια, στα ταχυδρομεία κλπ είναι ήδη ο ουσιαστικός αντίπαλος των απειλών της Δεξιάς και της αφωνίας των Εργατικών. 

Το «μήνυμα» γίνεται αντιληπτό ακόμα και στις πιο δύσκολες πολιτικές συνθήκες. Στην Ιταλία, κάτω από την απειλή της ακροδεξιάς, μαχητικοί συνδικαλιστές βάσης προτείνουν «να πιάσουμε το χέρι που τείνουν οι Βρετανοί συνάδελφοί μας»: απεργίες τώρα (μέσα στην προεκλογική περίοδο!) για αυξήσεις-ΑΤΑ στους μισθούς, πάλη ενάντια στον πόλεμο και στο ρατσισμό, πάλη ενάντια στην αστική πολιτική για το κλίμα. 

Όσοι ποντάρουν στο «κενό της ταξικής πάλης» για να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις, κινδυνεύουν να διαψευστούν σε χώρες κρίσιμες για το μέλλον της Ευρώπης και του πλανήτη. Δεν έχουμε κανένα λόγο να περιμένουμε παθητικά αυτά τα αποτελέσματα. Βάζοντας μπροστά το κοινωνικό ζήτημα (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες, τιμές, ενέργεια κλπ) χρειάζονται άμεσα πρωτοβουλίες δράσης από τα κάτω, που θα καταγράφουν πλατιά τα αιτήματα του κόσμου και θα ανοίγουν, έστω σταδιακά, τους δρόμους για την κατάκτησή τους. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

**Σκίτσο του Πέτρου Ζερβού, από την «Εφ.Συν.»

Ετικέτες