Το ελληνικό ΟΧΙ και τα πολιτικά δεδομένα του κόμματος της Αριστεράς.
Η πολιτική ομάδα της Αριστεράς απέρριψε στις 17 Ιουλίου στην Ομοσπονδιακή Βουλή το νέο πρόγραμμα λιτότητας για την Ελλάδα με 53 αρνητικές ψήφους και δύο αποχές και επομένως είπε ξεκάθαρα «ΟΧΙ» στον εκβιασμό της ελληνικής κυβέρνησης από την Μέρκελ, τον Σόιμπλε και τον Γκάμπριελ. Αυτό μπορεί να μην ακούγεται ασυνήθιστο, σημαίνει όμως – για να είμαστε ειλικρινείς – έναν εκ νέου προσδιορισμό της θέσης μας, αφού και τον Φεβρουάριο το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας μας αποφάνθηκε με «Ναι» και μόνο λίγοι απείχαν ή ψήφισαν «Όχι».
Φυσικά, η ψηφοφορία τον Φεβρουάριο ήταν άλλη και το ζήτημα που ετίθετο προς απόφαση δεν συγκρίνεται ως προς το περιεχόμενο με την οξύτητα των εναλλακτικών που προσφέρονται σήμερα. Ιδιαίτερα το επιχείρημα ότι κανείς θα έπρεπε να δώσει χρόνο δράσης στην νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Και όμως είδαμε να διαγράφεται ήδη από τότε σαφέστατα η εκβιαστική τακτική και οι νεοφιλελεύθερες οδηγίες των ευρωπαϊκών θεσμών. Το κόμμα της Αριστεράς (DIE LINKE) ψήφισε τώρα «ΟΧΙ», γιατί η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέβαλε στις Ελληνίδες και στους Έλληνες το χειρότερο πακέτο περικοπών από το 2010. Δυστυχώς ο Αλέξης Τσίπρας και η πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκαν τον τρόπο από την πλευρά τους να διαφύγουν αυτόν τον εκβιασμό.
Τούτη η ήττα αποτελεί αφορμή για σκέψη, ερωτήματα και άσκηση κριτικής σχετικά με κινήσεις και ελιγμούς. Γιατί η υποταγή της πρώτης γνήσιας αριστερής κυβέρνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μαστίγιο της γερμανικής κυβέρνησης και των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που την ακολουθούν από τότε που άρχισε η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, είναι εντέλει και δική μας ήττα και μία ήττα για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Αριστερά.
Για εμάς πρέπει να αποτελέσει την αφορμή να ξανασκεφτούμε τα βασικά δεδομένα των τελευταίων μηνών, δηλαδή το βασικό μας «Ναι» στην Ε.Ε. και στο ευρώ και το κατηγορηματικό «Όχι» στην έξοδο από το ευρώ, και άρα την πολιτική μας στρατηγική ως αριστερό κόμμα. Προ πάντων στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς έχουμε την ευθύνη να συζητήσουμε πάνω σε αυτό το θέμα μαζί με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας σε ολόκληρη την Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα και να μην τους αφήσουμε μόνους τους σε αυτήν την δύσκολη κατάσταση.
Αυτό που σίγουρα δεν θα μας βοηθήσει στους συλλογισμούς μας είναι να τα αποκηρύξουμε όλα ως εσχάτη προδοσία και να κρούσουμε τις νεκρικές καμπάνες για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτελεί την ασχολία των πολιτικών μας αντιπάλων που θέλουν να καταπνίξουν ένα νέο ξεκίνημα στην Ελλάδα. Εξίσου άχρηστα είναι όμως και οι αντανακλαστικές αντιδράσεις τυφλής συναδελφικότητας και οι ψεύτικες δηλώσεις πίστης. Δεν πρέπει τώρα ούτε να απορρίψουμε ούτε να υποστηρίξουμε άκριτα όλα όσα προσπάθησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να δώσει ένα τέλος στην μαζική πτώχευση των Ελληνίδων και των Ελλήνων. Ακόμη και μία υπεροπτική ηθικολογία – εμείς ως Γερμανοί και ως «εξωτερικοί» δεν επιτρέπεται να τολμήσουμε να εκφράσουμε κανενός είδους άποψη ή κριτική – δεν θα μας αποφέρει κανένα πολιτικό δίδαγμα.
Αντ’ αυτών οφείλουμε στις συντρόφισσες και στους συντρόφους μας στην Ελλάδα μία εξίσου ειλικρινή καθώς και αλληλέγγυα συζήτηση γύρω από τις στρατηγικές επιτυχίες όπως και γύρω από τα λάθη του τελευταίου καιρού, κυρίως όταν θέλουμε να εξακολουθήσουμε να παλεύουμε από κοινού στο μέλλον κατά της λιτότητας στην Ευρώπη και να προετοιμαστούμε για τους μελλοντικούς ευρωπαϊκούς αγώνες. Θα πρέπει, λοιπόν, να τολμήσουμε να αναλογιστούμε με κριτική σκέψη πάνω στους τελευταίους μήνες, να συζητήσουμε το ζήτημα μιας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ ως εναλλακτική λύση και να προσπαθήσουμε από κοινού να κατανοήσουμε την παρούσα ήττα και την σημασία του «ΟΧΙ».
Τι υπήρχε προς διαπραγμάτευση;
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την ανάληψη των καθηκόντων του και ύστερα και καθ’ όλες τις διαπραγματεύσεις, εκβιάστηκε από τους υπόλοιπους αρχηγούς κυβερνήσεων και τελικά συνθηκολόγησε. Στο κοινοβούλιο παραδέχθηκε ανοιχτά και με ειλικρίνεια την ήττα του. Αυτή η κατάληξη δεν αποτελεί δική του προσωπική αποτυχία ή και σε καμία περίπτωση δεν οφείλεται σε προσωπική προσπάθεια για διατήρηση της εξουσίας. Όμως τα πράγματα μπόρεσαν (και ίσως χρειάστηκε) να φτάσουν ως εδώ, επειδή τα βασικά δεδομένα της πολιτικής στρατηγικής από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης – δηλαδή την αναγκαιότητα της παραμονής στο ευρώ με παράλληλη απόρριψη της πολιτικής της λιτότητας – δεν άφησαν καμία άλλη διέξοδο από το να υπογράψει τις διαταγές της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Υποστηρίξαμε τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας σε αυτήν την στρατηγική και ελπίζαμε πως θα υπήρχε εντούτοις κάποια μέση οδός. Ήταν αναπόφευκτο να το μάθουμε: Αυτή η οδός δεν υπήρχε.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, δημοσίευσε εντωμεταξύ μία αξιανάγνωστη παρουσίαση των διαπραγματεύσεων: Σύμφωνα με αυτήν δεν εξέτασε κανείς και σε καμία στιγμή τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς, εάν αυτό σήμαινε μία σοβαρή συζήτηση για εναλλακτικές και την δυνατότητα παραχωρήσεων. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν υπήρξαν σοβαρές διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες κεκλεισμένων των θυρών, αλλά υπήρχε διαρκώς η διαπίστωση ότι όλες οι παραχωρήσεις δεν αρκούσαν και μίλια απείχαν από αυτό που ήθελε να απομυζήσει το Γιούρογκρουπ από την Ελλάδα. Στο αποκορύφωμα των διαπραγματεύσεων ο Βαρουφάκης – ως Έλληνας υπουργός Οικονομικών και επίσημος αντιπρόσωπος ενός κράτους μέλους – αποκλείστηκε από την συνάντηση του Γιούρογκρουπ και οδηγήθηκε στην έξοδο. Η μάταιη αναζήτηση ενός εσωτερικού κανονισμού έφερε στο φως το εξής: Επίσημα δεν υπάρχει το Γιούρογκρουπ και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρχουν δικαιώματα που πρέπει να τηρηθούν για τα κράτη μέλη που συμμετέχουν. Έτσι, οι δήθεν τίμιοι κανόνες του παιχνιδιού της Ε.Ε συντρίβονται. πάνω στην πραγματική εξουσία μιας Ευρώπης υπό γερμανική ηγεσία.
Επομένως, πρέπει να καταλάβουμε, κάνοντας μία ανασκόπηση, ότι η στρατηγική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν επικεντρωμένη στην διαπραγμάτευση και στον διπλωματικό διάλογο, απέτυχε. Δεν ήταν δυνατόν, ακόμα και με τις χαρισματικές προσωπικότητες του Τσίπρα και του Βαρουφάκη, πολλή επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη και με μία πολυμήχανη διαπραγματευτική τακτική να αποκτήσει πραγματική επιρροή ή να αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Η παραίτηση από «μονομερείς κινήσεις» δεν επέφερε ούτε επιπλέον χρόνο ούτε διάλειμμα για ανασυγκρότηση των δυνάμεων. Κατά τις διαπραγματεύσεις εντός των θεσμών, καταδείχθηκε πλέον ότι εκεί, ως αριστεροί, κινούμαστε σε εξαιρετικά δυσμενές έδαφος και ότι δεν είναι εφικτό να αποσπάσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων παραχωρήσεις από την άλλη πλευρά υπέρ μιας πολιτικής με ανθρώπινο πρόσωπο. Για την Μέρκελ, τον Σόιμπλε και τον Γκάμπριελ δεν επρόκειτο μόνο για την Ελλάδα· ήθελαν να τιμωρήσουν κάποιον προς παραδειγματισμό άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Το μήνυμα της ήττας είναι το εξής: Ακόμη και όταν γίνονται πολυάριθμες γενικές απεργίες, ακόμη και όταν εκλέγεται μία νέα κυβέρνηση και η πλειοψηφία του λαού μετά την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος αποφαίνεται με «ΟΧΙ»: όλα τούτα δεν θα βοηθήσουν και δεν θα οδηγήσουν στο να αλλάξει η πολιτική. Αυτό είναι το μήνυμα που θέλουν να σπάσει το ηθικό ολόκληρης της ευρωπαϊκής Αριστεράς και να καταπνίξει κοινωνικές διαμαρτυρίες, επειδή ασφυκτιά η ελπίδα για δημοκρατικές αλλαγές. Αυτή η κατατρόπωση του ηθικού και η απογοήτευση μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο εάν η ευρωπαϊκή Αριστερά διεξαγάγει μία ανοιχτή συζήτηση αυτοκριτικής πάνω στα διδάγματα από την παρούσα ήττα.
Η σκέψη του Grexit εξ αριστερών;
Στο τέλος υπήρχε εκ μέρους του Σόιμπλε – προφανώς εν γνώσει του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ – η απειλή του αναγκαστικού Grexit εκ δεξιών. Grexit εκ δεξιών σημαίνει: Η Ελλάδα αποχωρεί χωρίς προετοιμασίες από το ευρώ· οι συνθήκες για τις βοήθειες με σκοπό την αλλαγή εθνικού νομίσματος, η σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και η αναδιάρθρωση του χρέους θα πρέπει πάλι να είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε. Δεν μπορεί εκ των υστέρων να διακρίνει κανείς αν εκείνοι και μαζί με αυτούς και οι συντηρητικές καπιταλιστικές ομάδες της Ευρώπης είχαν πραγματικά και σοβαρά υπόψη τους έναν από εκείνους διατεταγμένο αποκλεισμό από το ευρώ ή αν ήθελαν μόνο να εξακολουθήσουν να αυξάνουν το πολιτικό κόστος με αυτό το σενάριο, γνωρίζοντας την έλλειψη εναλλακτικών για τον ΣΥΡΙΖΑ. Εντέλει, η Αριστερά στην Ευρώπη παρέλειψε να αναπτύξει σοβαρές σκέψεις γύρω από ένα σχέδιο Β. Στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές, η αριστερή κυβέρνηση έχασε κάθε είδος εναλλακτικής. Με την παραίτηση από ένα σχέδιο Β, απέμεινε στο τέλος μόνο μία και μοναδική επιλογή: Η παραμονή στο ευρώ πάση θυσία. Αντίστοιχα, οι θεσμοί μπόρεσαν να εκτινάξουν σχεδόν κατά βούληση το κόστος στα ύψη και η κυβέρνηση αναγκάστηκε στο τέλος να συμφωνήσει σε όλα, αφού διαφορετικά απέμενε μόνο η ρήξη, που έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε.
Πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί το δικό μας σχέδιο Β; Μας φαίνεται ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που έως τώρα πιο πολύ δημιουργεί ερωτήσεις παρά δίνει απαντήσεις. Παρά τις πολλές αξιανάγνωστες προτάσεις, ιδίως από την ελληνική Αριστερά, δεν υπάρχει ακόμα κανένα λεπτομερές σενάριο. Το αριστερό Grexit αντλεί το δέλεάρ του προ πάντων από την εναλλακτική προς αυτό: Μία παραμονή στην Ευρωζώνη σημαίνει για την Ελλάδα την εγγύηση για περαιτέρω περικοπές και εξαθλίωση, την εκ των πραγμάτων εγκατάλειψη δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών αρμοδιοτήτων και θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ μπροστά σε μία κρίσιμη δοκιμασία. Αναγκάζει τώρα την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – τουλάχιστον προς το παρόν – αντί για τερματίστρια της πολιτικής της λιτότητας να γίνει εκτελεστικό όργανο της δικτατορίας της τρόικας.
Ένα αυτόβουλο Grexit εξ αριστερών δεν αποτελεί βέβαια απλή λύση. Ιδίως οι οικονομικές συνέπειες είναι άκρως αμφιλεγόμενες ανάμεσα στους αριστερούς οικονομολόγους και επιστήμονες και φαίνονται για την ώρα να μην είναι καθόλου προβλέψιμες. Βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον, θα μπορούσε το Grexit να συνεπάγεται μεγάλες κοινωνικές ρηγματώσεις, οικονομικές καταρρεύσεις και περισσότερη εξαθλίωση. Εντούτοις, θα μπορούσε τουλάχιστον να προκύψει – και πιστεύουμε ότι αυτές οι εκδοχές αξίζουν να τις σκεφτεί κανείς σοβαρά – ένα νέο περιθώριο πολιτικής δράσης, με μία εσωτερικά ελεγχόμενη χορήγηση πιστώσεων, εσωτερικά ελεγχόμενα μέτρα κατά της φυγής κεφαλαίων και για την φορολόγηση των πλουσίων χωρίς την γνωμοδότηση της τρόικας. Ένα τέτοιο βήμα σημαίνει φυσικά για τους πολιτικά υπεύθυνους ένα δύσκολα υπολογίσιμο ρίσκο. Η ανησυχία του να χρειαστεί να θεωρηθεί κανείς πολιτικά υπεύθυνος για αυτό, εξαρχής, θα συνόδευε μία αναχώρηση με προορισμό το άγνωστο.
Οι Ελληνίδες συντρόφισσες και οι Έλληνες σύντροφοί μας απέδειξαν παρ’ όλα αυτά το θάρρος να ρισκάρουν στην σκέψη. Για παράδειγμα, ο Γιάνης Βαρουφάκης πρότεινε στο υπουργικό συμβούλιο, την στιγμή της κλιμάκωσης, αμέσως πριν από το δημοψήφισμα, μία προσέγγιση τριών σταδίων από μονομερή αντίμετρα, προς αντίδραση στο κλείσιμο των τραπεζών από την ΕΚΤ. Οι σκέψεις του μπορούν κάλλιστα να ιδωθούν και ως εισαγωγή σε μία αυτόβουλη έξοδο από το ευρώ. Ο Βαρουφάκης πρότεινε 1) να εκδοθούν ελληνικά χρεόγραφα, να εισαχθεί ένα ελληνικό (ακόμη σε σταθερή ισοτιμία με το ευρώ) νόμισμα, 2) να γίνει μία απομείωση του χρέους στα ελληνικά ομόλογα, τα οποία διατηρούνται από το 2012 από την ΕΚΤ και 3) να αναλάβει η κυβέρνηση τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας.
Θέλουν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ένα σχέδιο Β;
Παράλληλα με τις οικονομικές ενστάσεις κατά ενός Grexit εξ αριστερών, συχνά υπάρχει, ωστόσο, στην αριστερή επιχειρηματολογία μία πολιτική επιφύλαξη: Η πλειονότητα των Ελληνίδων και των Ελλήνων είναι υπέρ μιας παραμονής στο ευρώ και οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να επιβάλουν ένα αριστερό Grexit μόνο ενάντια στην πλειονότητα των ανθρώπων. Όμως ισχύει αυτό πραγματικά, ή πρέπει κανείς να το κατανοήσει ως μία αντιφατική δυναμική μιας ταξικής αντιπαράθεσης σε κατάσταση πόλωσης; Ναι μεν είναι σωστό ότι σε δημοσκοπήσεις σχετικά με την παραμονή στο ευρώ, αποσυνδεδεμένη από τα προγράμματα περικοπών που στην πραγματικότητα συνδέονται με αυτήν, η πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων λέει «Ναι» στο ευρώ. Τι γίνεται όμως, όταν κανείς θέτοντας την ερώτηση παρουσιάζει αυτήν την κεντρική συνάρτηση;
Η προτίμηση για την, σύμφωνα με την πρώτη αίσθηση, απλούστερη λύση, δηλαδή το ευρώ, με την παράλληλη επιθυμία για ένα τέρμα στην πολιτική της λιτότητας, δεν είναι απαραίτητα ασύμβατη με μία ετοιμότητα, σε περίπτωση αμφιβολιών, να γίνουν αποδεκτές ως δυνατές οι συνέπειες μιας εξόδου από το ευρώ. Και μάλιστα, ιδιαίτερα τότε, όταν δεν μπορεί να επιτευχθεί μία ρήξη με την λιτότητα όντας εντός της Ευρωζώνης. Αυτό εξέφρασε με εντυπωσιακό τρόπο το 61 τοις εκατό των Ελληνίδων και των Ελλήνων με το «ΟΧΙ» τους κατά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ακόμα και αν ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε ότι το δημοψήφισμα δεν αποτελούσε άμεσα μία ψηφοφορία σχετικά με το ζήτημα του νομίσματος, για τις περισσότερες Ελληνίδες και Έλληνες ήταν μία σαφής επιλογή ανάμεσα στην παραμονή στο ευρώ με συνεχιζόμενη λιτότητα από την μία και μιας σαφέστατης απόρριψης της προσφοράς των «θεσμών» – έχοντας αποδεχτεί τον κίνδυνο ενός Grexit – από την άλλη. Τα ΜΜΕ στην Ελλάδα μετέδωσαν ακριβώς αυτήν την εικόνα και έδωσαν στο δημοψήφισμα αυτές τις υπερβολικές διαστάσεις. Ειδήσεις πανικού σε κλειστές τράπεζες, εικόνες από μεγάλες ουρές μπροστά σε (σχεδόν) άδεια ATM, η παράλυση της δημόσιας ζωής – το σκηνικό της επαπειλούμενης συντέλειας του κόσμου σε περίπτωση ενός Grexit έγινε ορατό για τον καθένα πριν από την ψηφοφορία και επιδείχθηκε από το Γιούρογκρουπ ως απειλή.
Το μήνυμα ότι νίκησε ξεκάθαρα με 61 τοις εκατό το «ΟΧΙ» κατά το δημοψήφισμα, εντούτοις, ενισχύεται επιπλέον από το ότι υπάρχει μία σαφής συνάρτηση ανάμεσα στην κοινωνική θέση και στην ψήφο. Οι οικονομικά ασθενείς και παραμελημένοι αποφάνθηκαν στην μεγάλη πλειοψηφία τους κατά της συμφωνίας. Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να συμπεράνει από το δημοψήφισμα στην Ελλάδα ότι η άνευ όρων παραμονή στο ευρώ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση στόχο για την πλειονότητα του λαού, αλλά προ πάντων ένα πρόγραμμα των κυρίαρχων και εύπορων τάξεων.
Η πάλη για πλειοψηφίες
Το δημοψήφισμα έδειξε επίσης πώς οι θαρραλέες ενέργειες των συντροφισσών και των συντρόφων μας και η πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα μπορούν να οδηγήσουν ξαφνικά σε μία πελώρια επαναπολιτικοποίηση της κοινωνίας και μία αναβίωση κοινωνικών κινημάτων. Πολλοί το αισθάνθηκαν και ανατρίχιασαν, όταν μίλησαν ο Γκρέγκορ Γκίζι και οι ομιλήτριες και ομιλητές του Blockupy, στην εκδήλωση στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Η κινητοποίηση για το δημοψήφισμα και το σαφές «ΟΧΙ» κατέδειξαν την τεράστια ανάγκη για εναλλακτικές και ένα σχέδιο Β.
Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μας στην κυβέρνηση είχαν την δυνατότητα να αγωνιστούν επί πέντε μήνες για την κοινωνική πλειοψηφία υπέρ ενός τέτοιου σχεδίου Β. Επί πέντε μήνες θα μπορούσαμε να επιδείξουμε στις Ελληνίδες και στους Έλληνες ότι κάνουμε τα πάντα για να εφαρμόσουμε τις προεκλογικές μας υποσχέσεις για ένα τέρμα στην λιτότητα και παράλληλα για να εξασφαλίσουμε μία παραμονή στο ευρώ. Η παράλληλη σκέψη όμως ενός σχεδίου Β σημαίνει επίσης ότι θα υπήρχαν και κόκκινες γραμμές, στην παραβίαση των οποίων λέμε πάντα «ΟΧΙ». Και ότι, σε περίπτωση που δεν είναι εφικτό ένα τέλος στην λιτότητα εντός του ευρώ, θα υπήρχε το συγκεκριμένο σχέδιο Β και με αυτό μία πραγματική και απτή εναλλακτική λύση ενάντια στην συνθηκολόγηση.
Ταυτόχρονα, θα έπρεπε – ίσως όπως ήταν οι προτάσεις του Γιάνη Βαρουφάκη – να είχαν ληφθεί σοβαρά μέτρα για την έκτακτη ανάγκη, δηλαδή προετοιμασίες για την έκδοση χρεογράφων, για την δημιουργία ενός εθνικού νομίσματος, για την κρατικοποίηση των τραπεζών και για την εισαγωγή του ελέγχου κίνησης κεφαλαίου. Το αν οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μας του ΣΥΡΙΖΑ θα έβρισκαν πράγματι την πλειοψηφία με μία τέτοια στρατηγική για μία αυτόβουλη έξοδο από το ευρώ σε περίπτωση οριστικής αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, είναι φυσικά δύσκολο να το πει κανείς. Η παραίτηση από κάθε στρατηγική εναλλακτική απέναντι σε μία άνευ όρων παραμονή στο ευρώ δεν αποδυνάμωσε μόνο την διαπραγματευτική μας θέση αλλά και λειτούργησε αποπροσανατολιστικά για τους ανθρώπους εντός και εκτός της Ελλάδας, οι οποίοι αντίκριζαν την καινούργια κυβέρνηση γεμάτοι ελπίδες.
Η ευθύνη για το λάθος του ότι δεν είχε προετοιμάσει ένα σχέδιο Β και έτσι πάλεψε για κοινωνικές πλειοψηφίες δεν βαρύνει μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ – βαρύνει εξίσου ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Αριστερά. Πρέπει να αναλογιστούμε όλοι με κριτική σκέψη ότι δεν ενεργήσαμε μπροστά στο τελευταίο μέσο που είχαμε, δηλαδή την ρήξη με τους θεσμούς και την Ευρωζώνη και αρνηθήκαμε στους εαυτούς μας το σενάριο ενός Grexit εξ αριστερών – έστω και ως μοντέλο σκέψης. Άρα δεν έχουμε ούτε λόγο ούτε δικαίωμα να παριστάνουμε τους πολύξερους απέναντι στις Ελληνίδες συντρόφισσες και τους Έλληνες συντρόφους μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα είχαμε ενεργήσει πιο επιδέξια ή και πιο έξυπνα. Πιθανόν, μάλιστα, να είναι πιο διαδεδομένες οι ψευδαισθήσεις για τα περιθώρια δράσης εντός της Ε.Ε. στους κόλπους της γερμανικής Αριστεράς. Αυτές οι ψευδαισθήσεις τονώθηκαν επανειλημμένα, για παράδειγμα, στις πιο πρόσφατες ευρωεκλογές και υπήρξαν εν μέρει οι ισχυρισμοί ότι δήθεν δεν μπορεί να υπάρξει απολύτως καμία ουσιαστική κριτική στην Ε.Ε. εξ αριστερών. Ως προς αυτό πρέπει να απαιτήσουμε από τους εαυτούς μας διεξοδική σκέψη και την ικανότητα άσκησης αυτοκριτικής. Γιατί ύστερα από την κοινή μας ήττα, υπάρχει ο φόβος ότι η αριστερή πολιτική στην Ευρώπη θα είναι πια δυνατή μόνο εναντίον των ευρωπαϊκών θεσμών και – ως σοσιαλιστική κυβερνητική πολιτική στην περιφέρεια της Ευρώπης – μάλλον πια μόνο εκτός του «κορσέ» του Γιούρογκρουπ.
Δεν μπορείς να είσαι υπέρ της Ε.Ε. και κατά της λιτότητας (You can’t be pro-EU and anti-austerity)
Ποια ερωτήματα πρέπει να θέσουμε, λοιπόν, εκ νέου στην συζήτηση για την Ε.Ε.; Το κόμμα της Αριστεράς (DIE LINKE) στην Γερμανία δυσκολεύεται συχνά να ασκήσει κριτική στην Ε.Ε. ως ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα για τον λόγο ότι η τελευταία παρουσιάζεται ως ιστορικό δίδαγμα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ύστερα από τους παγκόσμιους πολέμους , σύμφωνα με αυτό, συνενώθηκαν οι αντιμαχόμενες μεγάλες δυνάμεις σε μία συμμαχία, η οποία θα καθιστούσε μελλοντικές στρατιωτικές συγκρούσεις αδύνατες. Φιλόσοφοι όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας επαίνεσαν την Ε.Ε. υπό αυτήν την έννοια ως μεταεθνικό οικοδόμημα και ως εναλλακτική στην επιστροφή στα εθνικά κράτη. Εντούτοις, ακόμη και αν έχουν αλλάξει πολύ οι σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών μέσω της Ε.Ε., δεν έχει μειωθεί εξαιτίας αυτού ο οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη· αυτό καταδείχθηκε εμφανέστατα στον καθένα πριν από μία εβδομάδα στις «διαπραγματεύσεις» για το πακέτο στήριξης προς την Ελλάδα.
Το ότι η Ε.Ε. εισήγαγε το ευρώ και μία κοινή νομισματική πολιτική, όχι όμως μία κοινή μισθολογική, κοινωνική και δημοσιονομική πολιτική, δεν αποτελεί παραδρομή ή ατύχημα, ούτε προσωρινό φαινόμενο μιας μισοέτοιμης Ε.Ε. Το κατασκεύασμα του ευρώ και η επιθετική εξαγωγική στρατηγική της Γερμανίας βλάπτουν τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, αφού δεν υπάρχει μία από κοινού συντονισμένη οικονομική πολιτική. Αντί να συγκρατήσει την εξουσία της γερμανικής πολιτικής, η Ε.Ε. τής προσδίδει μία μεταεθνική χροιά.
Τώρα έγινε σαφές ότι μελλοντικά στην Ευρώπη θα ομιλείται «η γερμανική» όπως δήλωνε περιχαρής ο Φόλκερ Κάουντερ πριν από κάποιον καιρό. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο μία ταυτόχρονη πανευρωπαϊκή «επανεκκίνηση» της Ε.Ε. αποτελεί αίτημα κατάλληλο για ταξικούς αγώνες στην Ευρώπη. Οι συνέπειες της πολιτικής της Ε.Ε. αυτόν τον καιρό στην Γερμανία ή στην Ελλάδα, στην Μεγάλη Βρετανία ή στην Πορτογαλία είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Μία κοινωνική αναδιαμόρφωση της Ε.Ε. από πλευράς των κυβερνήσεων θα απαιτούσε αλλαγή πολιτικής σε σχεδόν όλα τα 28 κράτη-μέλη και, ακόμη και τότε, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι οικονομικές αγορές θα αποτελούσαν μία ισχυρή δύναμη ενάντια σε κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση.
Δεν πιστεύουμε ότι είναι δυνατή μία συγκεκριμένη αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων στην Ευρώπη μέσα από έναν θετικό συσχετισμό με ένα πρόγραμμα όπως αυτό της Ε.Ε., το οποίο επινοείται και εφαρμόζεται από εθνικές κυβερνήσεις ως κοινός οικονομικός και νομισματικός χώρος. Πιο πολλά υποσχόμενοι μας φαίνονται οι (ακόμη πολύ λίγοι κοινοί) αγώνες στην Ευρώπη κατά της πολιτικής της λιτότητας και υπέρ καλύτερων συνθηκών ζωής. Παράλληλα υπάρχει παντού επίσης ο συγκεκριμένος αγώνας κατά των παλαιών και νεών μορφών του φασισμού και του ρατσισμού, κατά του κινήματος «Ευρωπαίοι πατριώτες κατά του εξισλαμισμού της Εσπερίας» (Pegida) στην Γερμανία, κατά του Εθνικού Μετώπου (Front National) στην Γαλλία ή της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα.
Ήρθε ο καιρός να κάνουμε την πολιτική της Ε.Ε. αντικείμενο των πραγματικά υπαρχόντων κοινωνικών αγώνων στα διάφορα κράτη-μέλη, αντί να μιλάμε αφηρημένα για μία «κοινωνική Ε.Ε.», για την οποία δεν θα υπάρχει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κανένα κίνημα. Η πολιτική μας πρέπει να συμβάλει στην δημιουργία, την διατήρηση και την εμβάθυνση πανευρωπαϊκών δικτύων και αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτικών παραγόντων και των πολιτικών ακτιβιστών σε ευρωπαϊκά, εθνικά, περιφερειακά και τοπικά κινήματα. Ύστερα από την υποταγή της Ελλάδας στην δικτατορία των θεσμών είναι απίθανο και ακατάλληλο να περιμένουμε ότι οι συντρόφισσες και οι σύντροφοί μας στην Ευρωπαϊκή Αριστερά θα κάνουν στο μέλλον θετικές αναφορές στο ευρώ και στην Ε.Ε., αφού η συμμετοχή στην Ευρωζώνη αποδείχθηκε όργανο εκβιασμού για την επιβολή της πολιτικής της λιτότητας.
Μεριμνώντας για τα καθήκοντά μας
Κάνοντας μία ανασκόπηση, δεν έχει πολύ νόημα να ψάξουμε τα εμπόδια που στάθηκαν μπροστά σε μία διαφορετική κατάληξη της ελληνικής τραγωδίας πρωταρχικά ή και μόνο στην Ελλάδα. Τα αίτια για την (προσωρινή) αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται προ πάντων στην έλλειψη σημαντικών αριστερών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη και φυσικά στην ιστορική αδυναμία των αριστερών στην Γερμανία. Είμαστε της άποψης ότι νέες και πιο δυνατές προσπάθειες είναι αναγκαίες, ώστε να καταφέρουμε με την Αριστερά μία κοινωνική ευαισθητοποίηση, η οποία να μπορεί να οδηγήσει και στην Γερμανία σε μαζικές κινητοποιήσεις. Είμαστε έως τώρα ένα κόμμα του 10 τοις εκατό και κινητοποιούμε στο Blockupy 20.000 ανθρώπους. Στα συνδικάτα δεν είμαστε ακόμα καλά θεμελιωμένοι, αλλά παρ’ όλα αυτά διαμαρτυρόμαστε το φθινόπωρο μαζί κατά της Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP). Αυτό είναι σημαντικό, αλλά ακόμη πολύ λίγο, αν θέλουμε τα επόμενα χρόνια να γεμίσουμε με ζωή το σύνθημα της αντίστασης στην καρδιά του ευρωπαϊκού καθεστώτος κρίσης. Πρέπει, λοιπόν, να μεριμνήσουμε για τα καθήκοντά μας και να προσπαθήσουμε να στήσουμε κι εδώ ένα «ΟΧΙ» απέναντι στην νεοφιλελεύθερη πολιτική και την πολιτική των περικοπών, που να αξίζει το όνομά του.
Ένα δίδαγμα από την ήττα είναι να επανεξετάσουμε τα δεδομένα της δικής μας πολιτικής και να τολμήσουμε την ρήξη. Την ρήξη με μία Ε.Ε., η οποία ενισχύει και δεν ξεπερνάει τον εθνικισμό, τον αποκλεισμό και τις ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, την ρήξη με μία καθαρά κοινοβουλευτική πολιτική, η οποία ανάγει τα κόμματα σε εκλογικούς συλλόγους και τα κοινοβούλια στην επιβολή των συμφερόντων των ομάδων πίεσης (λόμπι). Εάν ασκήσουμε πίεση στην γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αυτό θα είναι η πιο σημαντική αλληλεγγύη που μπορούμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους στην Ελλάδα.
*Η Ζανίν Βίσλερ γεννήθηκε το 1981 και είναι πρόεδρος της πολιτικής ομάδας της Αριστεράς στην Βουλή του ομόσπονδου κρατιδίου της Έσσης και αντιπρόεδρος του κόμματος της Αριστεράς.
Η Νικόλ Γκόλκε γεννήθηκε το 1975 και είναι βουλευτής της Αριστεράς στην γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή και μέλος του βαυαρικού προεδρείου του κόμματος.