Το κόμμα του Αλ. Τσίπρα θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του ένα μεγάλο όπλο: την αγανάκτηση και την εχθρότητα ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων απέναντι στην πολιτική του Μητσοτάκη. Όμως, όπως αποδεικνύουν όλες οι δημοσκοπήσεις, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδειχθεί ανίκανη να αξιοποιήσει αυτό το όπλο, να δημιουργήσει συνεκτικό και ανερχόμενο πολιτικό ρεύμα, που θα απειλεί με ανατροπή την κυβέρνηση των πιο αδίστακτων νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων.
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιος Κούλογλου, σε πρόσφατο άρθρο του, χαρακτήρισε την πολιτική του Τσίπρα σαν «την πιο ήπια αντιπολίτευση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία». Αντίστοιχα, οι πιο πολιτικοποιημένοι αρθρογράφοι της Δεξιάς, κάνουν φανερά πλέον προσεκτική διάκριση μεταξύ του Τσίπρα και των «βαριδιών» του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, ενθαρρύνοντας τον πρώτο και κατακεραυνώνοντας τους δεύτερους. Όπως έγραψε το iefimerida, την επομένη της Προγραμματικής Διάσκεψης: «ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Τσίπρα δεν υπάρχει. Αντιθέτως, Τσίπρας χωρίς ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον πολιτικό πρότζεκτ». Ίσως αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές…
Τέτοιες φράσεις αποτυπώνουν πλευρές της πραγματικότητας και των διεργασιών στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όμως για τη διαμόρφωση μιας συνολικής άποψης, και περισσότερο μιας συγκροτημένης τακτικής απέναντί του, είναι χρήσιμο να προσπαθεί κανείς να «δει» τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ ενταγμένες μέσα στη συγκυρία, να δει τις μεταλλάξεις στη στρατηγική και στην τακτική του, για να απαντήσει τελικά στο ερώτημα «τι τύπου κόμμα είναι, πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ;».
Η κομματική συγκυρία
Μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου και την άχρωμη Προγραμματική Συνδιάσκεψη (με κεντρική ιδέα τη φούσκα που αμόλησε ο Τσίπρας: «στροφή αριστερά… για να κερδίσουμε το κέντρο»!), ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε τον εαυτό του μπροστά στο εξής πολιτικό χρονοδιάγραμμα: Συνέδριο μέσα στο 2021, προετοιμασία για εκλογές μέσα στο 2022. Η εκτίμηση ότι απομακρύνεται το ενδεχόμενο εκλογών το φθινόπωρο του 2021 είναι φανερή, αν και δεν απαντήθηκε το ενδιαφέρον ερώτημα αν ο Μητσοτάκης θα απομακρύνει τις εκλογές επειδή αισθάνεται σίγουρος για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων, ή αντίθετα, επειδή δίνει προτεραιότητα στο να περάσει εδώ και τώρα ένα πλήρες πλέγμα αντιμεταρρυθμίσεων, πριν ορθωθεί απέναντί του ένα απειλητικό αντιπολιτευτικό ρεύμα.
Παρόλα αυτά είναι φανερό ότι το στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει αυτό το χρονοδιάγραμμα μέσα σε κλίμα ηττοπάθειας. Έχουν από καιρό τη συναίσθηση ότι βαδίζουν προς μια νέα πολιτική/εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη. Σήμερα, η συναίσθηση αυτή οδηγεί σε μια πιο ανοιχτή αντιπαράθεση της λεγόμενης «αριστερής πτέρυγας» με τον Τσίπρα και το περιβάλλον του. Η σύγκρουση στο ΠΣ (με αφορμή την έγκριση της επιχορήγησης στην αναξιοπαθούσα Frapportγια διαφυγόντα κέρδη λόγω πανδημίας), που υπογραμμίστηκε μέσω της αποχώρισης από τη συνεδρίαση του Ν. Βούτση, απλώς δημοσιοποίησε το γεγονός και προανήγγειλε την έντασή του στο ερχόμενο διάστημα.
Η «Ομπρέλα», ο πολυσυλλεκτικός συνασπισμός των αντιπολιτευόμενων στον Τσίπρα και στους «προεδρικούς» του, έχει υιοθετήσει τις διαπιστώσεις του άρθρου των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά, που λειτούργησε ως πέτρα στα βαλτωμένα νερά της συζήτησης στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό, οι Α.Λ. και Μ.Ζ. προειδοποίησαν ότι ο Μητσοτάκης δεν θα πέσει εύκολα, γιατί εκφράζει πολιτικά την τάση ανασύνταξης του αστισμού στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια κρίσης, γιατί πίσω του στοιχίζεται ένα «κοινωνικό μπλοκ», με στρατηγική-τακτική-συμμαχίες και επικοινωνιακή δύναμη. Βέβαια, οι ΑΛ και ΜΖ (αμφότεροι σοσιαλδημοκράτες, «νεοφερμένοι» στον ΣΥΡΙΖΑ, με εκσυγχρονιστική προϋπηρεσία…), στη βάση αυτών των σωστών διαπιστώσεων, πρότειναν μια βαθύτερη προσαρμογή στη συστημική πραγματικότητα, μια ταχύτερη ευθυγράμμιση με το σοσιαλφιλελευθερισμό, και την «απελευθέρωση» του κόσμου της Αριστεράς από τις δουλειές στην έννοια «κόμμα». Θα περίμενε κανείς ότι η Ομπρέλα και ειδικότερα οι 53+ (με μακρά προϋπηρεσία στην ευρωκομμουνισμό και κάποιοι στην αριστερή πτέρυγά του) θα έβγαζαν τα αντίστροφα συμπεράσματα από αυτά των ΑΛ και ΜΖ: ότι η επίθεση του «αστικού μπλοκ» δεν μπορεί να ηττηθεί εκλογικά αν δεν αντιμετωπιστεί κινηματικά με την ανατροπή -ή έστω το μπλοκάρισμα- των αντιμεταρρυθμίσεων με τη μέθοδο του δρόμου και της απεργίας. Και γι’ αυτό, ότι η έννοια του συλλογικού-δημοκρατικού και παρεμβατικού κόμματος, παραμένει αναντικατάστατης αξίας για την Αριστερά. Όμως όποιος περιμένει να ακούσει από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ να σηκώνονται φωνές που θα ζητούν να αντιταχθεί στο «ριζοσπαστισμό της Δεξιάς» ένας αποτελεσματικός «ριζοσπαστισμός της Αριστεράς», θα κουραστεί να περιμένει. Η υποταγή στην απολύτως εκλογοκεντρική στρατηγική του Τσίπρα επιβάλει σε όλους και όλες την πλήρη αφωνία σχετικά με το ποιος-πώς-πότε θα μπορούσε να αναλάβει αυτά τα κρίσιμα καθήκοντα κινηματικής ανάταξης, που είναι προϋπόθεση για την εκλογική αντιμετώπιση του Μητσοτάκη. Είκοσι χρόνια μετά τη Γένοβα, μοιάζει ότι όλοι και όλες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ξεχάσει ότι η ανοδική πορεία τους άρχισε με την «αριστερή στροφή», που ήταν ταυτόχρονα η ήττα άλλων που υποστήριζαν τη στροφή προς τη σοσιαλδημοκρατία και προς το κέντρο (και που βύθιζαν τον τότε Συνασπισμό στα όρια του 3%).
Παρόλα αυτά, η συζήτηση έχει μια ένταση και αξίζει να δούμε πώς αποτυπώνεται συνθηματολογικά:
-Το «συμβιβασμό» του 2015, τον αφήνουμε πίσω ή τον κουβαλάμε στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, «τιμώντας» διαρκώς τις μνημονιακές δεσμεύσεις που τότε ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ (Frapport, Ελληνικό, Ραφάλ κ.ά.);
-Ένα κόμμα της Αριστεράς μπορεί να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη των εργατικών και λαϊκών μαζών, χωρίς να εντάσσει την πολιτική του σε κάποια «συνολική αφήγηση», σε κάποια δέσμευση γενικότερης «αλλαγής»; Πόσο πειστική μπορεί να είναι μια γενικόλογη κριτική στη ΝΔ περί «διχασμού», περί «διάλυσης της κοινωνίας», περί «θεσμικής εκτροπής» και οι παρόλες για «επιστροφή της δικαιοσύνης στη χώρα»;
-Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει «αμφίπλευρη διεύρυνση» ή μονομερή «ανοίγματα» προς τους σοσιαλδημοκράτες; Το ερώτημα τυπικά παραμένει ανοιχτό («ας αποφασίσει η ζωή» απάντησε, λέει, ο Τσίπρας), αλλά η πραγματικότητα των Κεδίκογλου, των διαρροών για τη Μπατζελή και στο βάθος για τον Γ.Α. Παπανδρέου, είναι μια κατά πολύ πιο πειστική απάντηση.
-Αρχηγικό κόμμα ή κόμμα; Σε αυτό το ερώτημα που είναι πάντα κρίσιμο (όπως δείχνει πχ η ιστορία του ΠΑΣΟΚ…) θα κερδίσει όποιος κάνει σαφείς επιλογές. Ο Σπίρτζης, ως βαρόνος πλέον των «προεδρικών», προειδοποίησε τους πάντες: Χωρίς Αλέξη δεν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει προοδευτική παράταξη, δεν υπάρχει προοπτική κυβερνησιμότητας. Απέναντι σε αυτόν τον κυνισμό, η υποχώρηση των «επιφανών» της Ομπρέλας είναι κυριολεκτικά εντυπωσιακή. Με τη μετατόπισή τους προς τις μεταμοντερνιές του e-κόμματος, ως αναγκαστικής προσαρμογής σε τάχα αντικειμενικές αλλαγές μέσα στην κοινωνία, δεν προετοιμάζουν την άμυνά τους αλλά την εκλογίκευση της ήττας τους, και απ’ ό,τι φαίνεται χωρίς μάχη.
Σε αυτό το τοπίο, το συνέδριο (εάν και όταν γίνει) δεν πρόκειται παρά να καταγράψει την πλήρη κυριαρχία του Τσίπρα και των «προεδρικών» του, υποβαθμίζοντας πλήρως το ρόλο όσων πιστεύουν ότι μπορούν να συνυπάρξουν μαζί του λειτουργώντας ως αριστερή πτέρυγα. Αν γι’ αυτό χρειαστούν «υπερβολές» (όπως η εκλογή του προέδρου κατ’ ευθείαν από τη βάση) αυτές είναι πλέον εφικτές, ενώ οι εκσυγχρονιστές δημοσιογράφοι που έχουν πλαισιώσει την προεδρική φρουρά δεν χάνουν ευκαιρία να δείχνουν στους βετεράνους του ευρωκομμουνισμού την πόρτα εξόδου από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και οι πιο δηλητηριώδεις από αυτούς θυμίζουν το 2015, υπογραμμίζοντας ότι όποιος δεν μίλησε τότε, οφείλει να σιωπήσει για πάντα.
Στρατηγική και πολιτική
Η παρουσία του Αλ. Τσίπρα στη σύνοδο των Ευρωπαϊκών Σοσιαλιστικών Κομμάτων ήταν μια εμβληματική πράξη. Από μόνη της αρκούσε για να δηλώσει ότι έχει τελειώσει η εποχή που στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσαν να είναι ζωντανά κάποια στοιχεία διάκρισής τους από τα εκφυλισμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έγινε καθαρότερο αν συνυπολογίσει κανείς το περιεχόμενο της εκεί τοποθέτησής του: δήλωσε ότι η κυβέρνησή του, το 2015, σώθηκε κυρίως λόγω της «βοήθειας» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (ευχαριστώντας γλοιωδώς την ηγεσία του SPD και του Σοσιαλιστικού Κόμματος Γαλλίας), ενώ πρότεινε μια «στρατηγική συμμαχία» με τους σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, με στόχο την ανάδειξη κυβερνήσεων που θα αντιμετωπίσουν, λέει, την κλιματική κρίση και θα μετριάσουν τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης επίθεσης πάνω στους λαούς.
Αυτή η τοποθέτηση έχει σημασία, γιατί αναδεικνύει τις αλήθειες για το περιεχόμενο της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ εδώ: η πρόταση για «προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας» σημαίνει, στη βάση των αριθμητικών προβλέψεων της απλής αναλογικής, μια πρόταση συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ (εάν μέσα σε αυτό απορριφθούν οι «σειρήνες» της συνεργασίας με τη ΝΔ…), με πρόγραμμα την ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις της «πράσινης ανάπτυξης» και μια προσπάθεια τήρησης των μνημονιακών δεσμεύσεων (που ο Τσίπρας ανέλαβε το 2018) αλλά «με ανθρώπινο πρόσωπο» και όχι χωρίς αναισθητικό, όπως επιχειρεί ο Μητσοτάκης. Γι’ αυτό και οι πραγματικές επιλογές του Τσίπρα στο ζήτημα της «διεύρυνσης» και των συμμαχιών, αφορούν μονομερώς τη σοσιαλδημοκρατία. Οι πρόσφατες λεκτικές αναφορές προς το ΜΕΡΑ25 και το ΚΚΕ, είναι απολύτως υποκριτικές: αποσκοπούν αποκλειστικά στο να «φωτίσουν» κάποιες αδυναμίες στη δική τους στρατηγική και κυρίως στο να μεγεθύνουν εκλογικά διλήμματα στη βάση των ψηφοφόρων τους.
Σήμερα πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ ομολογούν ότι η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ ήταν λάθος. Όμως, ισχυρίζονται, το λάθος αυτό ήταν «υποχρεωτικό». Δεν είναι ακριβές. Στα τέλη του 2014, αν ο ΣΥΡΙΖΑ σκόπευε πραγματικά να επιχειρήσει να επιβάλει ένα πρόγραμμα αντιλιτότητας και την ανατροπή των μνημονίων στην πράξη, είχε ως εναλλακτική να πάει στη Βουλή και να ζητήσει να συγκροτήσει κυβέρνηση στηριζόμενος στη ψήφο ανοχής του ΚΚΕ. Η πολιτική αυτή (που προτάθηκε από μειοψηφικές, αλλά υπαρκτές δυνάμεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ) όφειλε ασφαλώς να προετοιμάσει το έδαφος για την υλοποίησή της, να αφιερώσει χρόνο και ενέργεια προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν ήταν ή δεν ήταν «ρεαλιστική», γιατί η πολιτική αυτή απορρίφθηκε από την ηγετική πλειοψηφία, που προτίμησε να αναζητήσει «στηρίγματα» στον Καμμένο και στην καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ. Αυτό όμως που μάθαμε, με τον πιο σκληρό τρόπο, είναι ότι αυτές οι επιλογές συμμαχιών ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με την «προγραμματική» απόφαση για τη νεομνημονιακή στροφή και την αναζήτηση συμβιβασμού με τους δανειστές, τους «θεσμούς» και την ντόπια κυρίαρχη τάξη. Αυτή η τραγωδία πάει σήμερα να επαναληφθεί, η αλήθεια είναι ως φάρσα. Η ισχύς κάθε αλυσίδας, είναι η ισχύς του πιο αδύναμου κρίκου της. Η πραγματική πολιτική μιας συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να είναι μακριά από την πολιτική της… Φώφης Γεννηματά. Όσοι πιστεύουν ότι αυτό είναι μια φραστική υπερβολή, ας ξανασκεφτούν τα θερμά χειροκροτήματα με τα οποία εισηγήθηκαν την εισήγηση του Τσίπρα οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η απολύτως εκλογοκεντρική προοπτική, αποδεικνύει το προωθημένο επίπεδο εμπέδωσης στο εσωτερική του ΣΥΡΙΖΑ της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής, και μάλιστα της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής στην εποχή του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισμού της.
Αυτή η κατεύθυνση καθορίζει από τώρα τις προγραμματικές επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Γ. Σταθάκης έγινε δεκτό από τον Τύπο με βαθιά χασμουρητά. Η υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ δεν προκάλεσε ούτε αντιδράσεις στους εργοδότες, ούτε ικανοποίηση στους εργαζόμενους, γιατί απλώς δεν γίνεται πιστευτή. Για να γίνει πειστική μια στροφή προς πολιτική αυξήσεων στους μισθούς (μετά την τραγική εμπειρία του 2015-19, όπου το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ), θα όφειλε να συνοδεύεται και με άλλα μέτρα, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε να υποσχεθεί. Η σύγκριση με το πρόγραμμα του… Μπάιντεν είναι καταθλιπτική σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, ο Γ. Σταθάκης μας ανακοίνωσε ότι η φοροδιαφυγή και η εισφοροκλοπήτων επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι η κορυφαία στην ΕΕ, όμως όχι μόνο δεν τόλμησε να προτείνει κάποιο έστω αστικοδημοκρατικό μέτρο ελέγχου αυτής της ληστείας, αλλά αντίθετα υποσχέθηκε συνέχεια της κρατικής επιχορήγησης των εργοδοτικών εισφορών, μετά την πανδημία, για να… μη χαθούν θέσεις εργασίας. Όπως έλεγαν οι Λατινοαμερικάνοι ακτιβιστές στην εποχή των Φόρουμ, η αριστερή πολιτική διακρίνεται από την αστική πολιτική όχι μόνο γιατί υποστηρίζει τους φτωχούς, αλλά επίσης γιατί αντιπαρατίθεται στους πλούσιους.
Αυτή η φτώχεια προγραμματικών αιχμών είναι επίσης αποτέλεσμα της εκλογοκεντρικής στρατηγικής και της επιδίωξης πάση θυσία της «κυβερνησιμότητας». Είναι μια πολιτική που προσπαθεί να κρατήσει αλώβητες τις σχέσεις με την κυρίαρχη τάξη και να αμυνθεί απέναντι στον Μητσοτάκη διατηρώντας την επαφή με το μετριοπαθές «κεντρώο» στρώμα των ψηφοφόρων. Αυτή η πολιτική θα έχει απώλειες προς τα αριστερά, που στην Κουμουνδούρου όμως θεωρούν ότι θα είναι ελεγχόμενες. Για την ώρα πάντως, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι είναι ο «κορμός» της αντιπολίτευσης, συνεχίζει να έχει απώλειες προς το ΜΕΡΑ25, προς το ΚΚΕ και κυρίως προς την αποχή.
Στην πραγματικότητα το επιτελείο του Τσίπρα ελπίζει ότι προχωρώντας στην έξοδο από την πανδημία (εάν και όταν…), η υποχώρηση του φόβου θα ενισχύσει τα ταξικά ανακλαστικά του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τις πολιτικές δυσκολίες της κυβέρνησης. Το φαινόμενο ήδη έχει εμφανιστεί στις δημοσκοπήσεις, όπου τα ζητήματα των μισθών, των συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών κ.ο.κ. «ανεβαίνουν» ξανά και μάλιστα με γοργό ρυθμό, στα ενδιαφέροντα του κόσμου.
Όμως δεν είμαστε πια σε «ομαλές» συνθήκες, όπου οι εξελίξεις κινούνται ευθύγραμμα. Στο «δικομματισμό» που εγκαταστάθηκε στη Μεταπολίτευση, ίσχυε ως περίπου νόμος ότι όταν αυξάνονται οι πολιτικές δυσκολίες της κυβέρνησης, αυγατίζουν οι πολιτικές ευκαιρίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό το καθεστώς το τσάκισε το κίνημα του 2010-12 και η υπερδεκαετής κρίση. Οι «νόμοι» του και οι συνήθειες δεν ισχύουν πια. Στη γειτονική Ιταλία, που διέθετε κάποτε θηριώδη πολιτικά κόμματα, κατά πολύ ισχυρότερα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ ή του ΣΥΡΙΖΑ, κλήθηκαν να κυβερνήσουν κάτι τύποι σαν τον Πρόντι ή τον Ντράγκι. Η τάση της «ιταλοποίησης» δεν αφορά μόνο την Αριστερά και τον κατακερματισμό της, αλλά και το σύνολο του πολιτικού σκηνικού, ακόμα και των δυνάμεων της «κυβερνησιμότητας». Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο ότι η αύξηση των προβλημάτων του Μητσοτάκη, ακόμα και μια συνολική αποτυχία του, οδηγεί ευθύγραμμα στο ότι θα κληθεί να κυβερνήσει ο Τσίπρας. Από τη σκοπιά των εργαζομένων και των λαϊκών δυνάμεων, το ερώτημα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων ταυτίζεται με το ερώτημα του αν θα γίνει κατορθωτό να αντιταχτεί στο «ριζοσπαστισμό της Δεξιάς» ένας αριστερός ριζοσπαστισμός που θα έχει στο κέντρο του τα αιτήματα και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Τι κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μέσα στη μακρά εμπειρία του εργατικού κινήματος διαμορφώθηκε μια πολιτική παράδοση για την ερμηνεία και την αντιμετώπιση του φαινομένου των ρεφορμιστικών κομμάτων. Που έχει ως κεντρική έννοια, τον ορισμό τους ως αντιφατικά, ως «αστικά-εργατικά» κόμματα. «Αστικά» ως προς τη στρατηγική και την πολιτική τους, «εργατικά» ως προς την ταξική σύνθεση της βάσης τους, ως προς τη σύνθεση των μελών τους ή του πολιτικού ακροατηρίου τους. Αυτή η προσπάθεια περιγραφής και ερμηνείας ξεκινά από το βασικό πολιτικό ερώτημα του ποιoς και πώς διαχειρίζεται τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, δηλαδή τις ελπίδες μέσα στην εργατική τάξη για βελτίωση της θέσης της μέσα στα όρια ανοχής του καπιταλισμού. Σε αυτήν τη βάση, ο Ερνέστ Μαντέλ παρομοίασε τα ρεφορμιστικά κόμματα με αστικά εστιατόρια που σερβίρουν εργατική κουζίνα. Αυτός ο ορισμός είναι χρήσιμος, αλλά όχι αρκετός. Το ερώτημα του ποιο από τα αντιφατικά στοιχεία του ρεφορμισμού (Πόσο αστικό; Πόσο εργατικό;) παίρνει κάθε φορά το πάνω χέρι, το ερώτημα του πώς διαχειρίζεται πολιτικά ο ρεφορμισμός τις ελπίδες της εργατικής τάξης, είναι ερωτήματα που απαντώνται από τη συγκυρία της ταξικής πάλης. Η ιστορική διάσπαση με τη σοσιαλδημοκρατία, η δημιουργία των ΚΚ και της Τρίτης Διεθνούς, ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας που εξαπέλυσε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η εμφάνιση των (σχετικά) μαζικών οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς, που αμφισβητούσαν από τα αριστερά τόσο τη σοσιαλδημοκρατία όσο και τα ΚΚ, ήταν αποτέλεσμα της συγκυρίας που εξαπέλυσε ο Μάης του ’68. Αυτές οι ιστορικές εμπειρίες υποδεικνύουν μια βασική θέση, που διατηρεί αμείωτη την αξία της: η «οριστική» απάντηση στο φαινόμενο του ρεφορμισμού μπορεί να δοθεί μόνο με την οικοδόμηση επαναστατικού εργατικού κόμματος, που διεκδικεί και αποσπά από αυτόν την εργατική του βάση ή, έστω, σημαντικά τμήματά της (και εδώ η λέξη «οριστική» πρέπει να γίνεται κατανοητή ως στοιχείο μιας ιστορικής περιόδου, σχετικά μακράς διάρκειας, και όχι ασφαλώς σαν μια μόνιμη κατάκτηση… γιατί η ιστορία έχει αναδείξει τα πιο αναπάντεχα πισωγυρίσματα, όπως και τα άλματα και τις ανατροπές).
Όμως τι μπορεί να συμβεί στο μεταξύ και μέχρι η ταξική πάλη να κάνει εφικτή τη συγκρότηση μαζικών (ή σχετικά μαζικών) επαναστατικών κομμάτων; Η νεότερη πολιτική ιστορία ανέδειξε πιο σύνθετα προβλήματα: Μετά το 1989 και την κατάρρευση του καθεστώτος στην ΕΣΣΔ, τα ΚΚ στη συντριπτική πλειοψηφία τους αυτοδιαλύθηκαν, μεταφέροντας φρέσκο αίμα στις γερασμένες φλέβες της σοσιαλδημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προσχωρώντας στο νεοφιλελευθερισμό, εξασθένησαν ποιοτικά τις σχέσεις τους με την οργανωμένη εργατική τάξη, μετατράπηκαν σε πολύ πιο αδύναμη και ασταθή κόμματα. Το σημερινό SPDδεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τη σκιά του θηριώδους κόμματος του παρελθόντος, το σημερινό Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί το κύρος και την αποτελεσματικότητα του κόμματος του Μιτεράν.
Παρόλα αυτά, η πολιτική και εκλογική διαχείριση των αυταπατών της εργατικής τάξης, δίνει δυνατότητες επιβίωσης, ακόμα και αναβίωσης στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όσο αυτά μένουν χωρίς σοβαρό αντίπαλο. Το ΣΚ Γαλλίας, που πριν λίγα χρόνια έμοιαζε να αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση, στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία έδειξε δόντια σε όλους τους αντιπάλους του. Τα ΣΚ στην Ισπανία και στην Πορτογαλία έχουν ανακάμψει ως προς την εκλογική επιρροή τους, συγκροτώντας κορμό κυβερνησιμότητας. Υπάρχουν όρια στην πορεία ρευστοποίησής ενός βαθιού ιστορικά ρεύματος όπως η σοσιαλδημοκρατία, και αυτή η διαπίστωση κάνει τη μετατόπιση του Τσίπρα προς τα εκεί ακόμα πιο προκλητική κι επικίνδυνη.
Στις ΗΠΑ αναδεικνύεται ένα ακραίο παράδειγμα της ποικιλίας των πολιτικών μορφών που μπορεί να πάρει η πολιτική έκφραση των ρεφορμιστικών αυταπατών της εργατικής τάξης. Η μεγάλη ιδεολογική και πολιτική ισχύς των καπιταλιστών, αλλά και μια μακρά κατασταλτική παράδοση, απέτρεψαν τη δημιουργία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ή μαζικού ΚΚ. Το κενό ανέλαβε να διαχειρίζεται το Δημοκρατικό Κόμμα, ένα κόμμα που ιστορικά υπήρξε κόμμα πλουσίων, ρατσιστών και πάντα στην πρώτη γραμμή υπεράσπισης των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Το σύγχρονο ΔΚ «επέτρεψε» το φαινόμενο Σάντερς, ανέχθηκε τη συγκρότηση των «σοσιαλιστών» του DSAστο εσωτερικό του και τώρα «σερβίρει» το πρόγραμμα Μπάιντεν σαν να είναι η «εργατική» κουζίνα της πολιτικής που προσπαθεί να ξανακάνει ισχυρή την Αμερική. Και αυτά τα κάνει με την αυτοπεποίθηση ενός ισχυρού αστικού κόμματος, που έχει την τεχνογνωσία και τη δύναμη για να καναλιζάρει και να αφομοιώνει διαδοχικά κύματα ριζοσπαστισμού και γενιές ακτιβιστών. Αυτός ο παράγοντας της ιστορικότητας, της πείρας και της δύναμης, είναι κρίσιμος. Κατά καιρούς, πολλοί στην Ευρώπη έβαλαν στόχο να συγκροτήσουν κόμμα ανάλογο με το αμερικανικό ΔΚ, και όλοι ανεξαιρέτως απέτυχαν.
Όλα αυτά τα κριτήρια πρέπει να αξιοποιήσουμε για να χτίσουμε την απάντησή μας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Συζητώντας ιδεολογικά και αφηρημένα, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα ρεφορμιστικό, ένα αστικό/εργατικό κόμμα. Η ενσωματωμένη στο καθεστώς στρατηγική και πολιτική του Τσίπρα, συνυπάρχει με ένα «ακροατήριο» και μια εκλογική βάση κυρίως εργατικής-λαϊκής σύνθεσης. Όμως όποιος βγάλει όλα του τα πολιτικά συμπεράσματα από αυτό το γενικό χαρακτηριστικό, είναι καταδικασμένος σε σοβαρά πολιτικά λάθη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, επίσης, ένα κόμμα που ζει σε «ειδικές συνθήκες».Η πρόσφατη εμπειρία από την αποτυχημένη κυβερνητική περίοδο του 2015-19, δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί (εκεί άλλωστε εδράζεται το πρόβλημα «εμπιστοσύνης» που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις). Στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα προβλήματα, δεν υπάρχει κενό, αλλά το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 (τουλάχιστον όπως το κατανοεί ο κόσμος), οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα «ελαφρύ» κόμμα: με περιορισμένη ιστορικότητα, με περιορισμένες οργανωμένες σχέσεις με την τάξη, με αντιφάσεις στο εσωτερικό του στελεχικού δυναμικού του. Είναι ένα κόμμα εξασθενημένο και ασταθές, παρά το εκλογικό του μέγεθος, που θα περάσει δοκιμασία αν βιώσει μια νέα εκλογική ήττα από τον Μητσοτάκη.
Αυτά τα στοιχεία, η ηγεσία του προσπαθεί να τα χειριστεί με μια επιταχυνόμενη πορεία προς τα δεξιά, που σπέρνει συντηρητικά αντανακλαστικά στον κόσμο. Ο προωθημένος «αρχηγισμός» δεν πρέπει να υποτιμάται. Στην πορεία εκφυλισμού του ΚΚ Ιταλίας, υπήρξε τουλάχιστον η ευαισθησία μετά από κάθε παταγώδη αποτυχία να ακολουθεί αλλαγή ηγεσίας, έστω και αν αυτή αφορούσε στελέχη «μεγάλης κλίμακας». Ο Τσίπρας «κατάπιε» την κωλοτούμπα του 2015-19, χρέωσε σε άλλους την ήττα του 2019 και απειλεί να μετατρέψει τη διαφαινόμενη επόμενη ήττα σε εφαλτήριο για τη μετάβαση σε «κόμμα Τσίπρα». Όσοι «παίζουν» με τέτοια φαινόμενα, ή έστω τα ανέχονται, αναλαμβάνουν ευθύνες για επικίνδυνα σενάρια.
Αν συνυπολογίσει κανείς όλα αυτά τα στοιχεία οδηγείται σε μια τακτική, που αντικειμενικά θα είναι αντιφατική, μπροστά σε ένα αντιφατικό φαινόμενο.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πολύτιμος για την κινηματική ανάταξη και θα πρέπει να διεκδικηθεί σταθερά, με τη μέθοδο της ενιαιομετωπικής πολιτικής από τα κάτω.
Όμως δεν ισχύει το ίδιο για την ηγεσία του και την κεντρική στελεχική δομή του. Όχι ασφαλώς με την έννοια των προσώπων, αλλά με την έννοια της ένταξής τους σε μια στρατηγική, σε μια πολιτική, σε μια οργανωτική προοπτική, που δεν είναι απλώς λαθεμένη, αλλά είναι επικίνδυνη και διαβρωτική για τον κόσμο της εργασίας και πρέπει να ηττηθεί.
Κατά συνέπεια δεν μπορούν και δεν πρέπει να υπάρξουν ούτε «μέτωπα» με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ψήφος σε αυτό, παρά τα επερχόμενα διλήμματα της κάλπης. Για να γίνει καθαρό το ζήτημα της ψήφου, χρειάζεται μια προκλητική σύγκριση με το ενδεχόμενο της ψήφου στο ρεύμα Σάντερς ή Κόρμπινκ.ο.κ. Οι σύντροφοί μας στις ΗΠΑ αντιστάθηκαν στην πίεση για ψήφο στον Σάντερς, και είχαν δίκιο. Όμως η πίεση ήταν σοβαρή γιατί το «ρεύμα» Σάντερς (όπως και του Κόρμπιν στη Βρετανία) ήταν τοποθετημένο στα αριστερά του μέσου όρου πολιτικοποίησης και προκαλούσε μια αύξηση του ριζοσπαστισμού σε πολλά πεδία. Αντίθετα η πολιτική Τσίπρα λειτουργεί κατευναστικά και αποπροσανατολιστικά για τον κόσμο, βρίσκεται στα δεξιά των προθέσεων της βάσης του, ενώ η σταθεροποίησή της οδηγεί σε ενίσχυση του συντηρητισμού που παραπέμπει όλες τις κρίσιμες μάχες στην ατζέντα της «δεύτερης φοράς». Μια γραμμή που με τη στάση της στη Frapport, στο Ελληνικό, στα Ραφάλ, στα 12 μίλια στο Αιγαίο κ.ο.κ.έχτισε «την πιο ήπια αντιπολίτευση στη σύγχρονη πολιτική ιστορία», προειδοποιεί ότι αν βρεθεί στην κυβέρνηση θα κάνει, ξανά, μόνο μια σειρά κωλοτούμπες.
Αυτή τη διπλή τακτική, της σχέσης διεκδίκησης του κόσμου της βάσης, μαζί με την απόρριψη του ηγετικού κορμού και της πολιτικής του, θα πρέπει να κρατήσουμε στο επόμενο μακρό διάστημα.