Μια πιθανή νεοκεϊνσιανή στροφή, τα κίνητρά της και ο αντίκτυπος στις κοινωνικές τάξεις

Το οικονομικό πρόγραμμα Μπάιντεν, που συνίσταται σε δύο διακριτά πακέτα κρατικής οικονομικής στήριξης, έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση στις ΗΠΑ και διεθνώς. Και δίκαια. Αθροιστικά, το αμερικανικό κράτος θα δαπανήσει 4,9 τρισεκατομμύρια δολάρια στις παρεμβάσεις του στην οικονομία. ένα θηριώδες ποσό που αποτελεί την πιο θορυβώδη παραβίαση του δόγματος του «μικρού κράτους» που αποτελούσε τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση στις ΗΠΑ από την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν και του Μπίλ Κλίντον και που κάνει τις αντίστοιχες «παρεμβάσεις» της ΕΕ να μοιάζουν με σταγόνα στον ωκεανό…

Η συζήτηση μπορεί να οργανωθεί γύρω από διαφορετικούς άξονες: Τον προσανατολισμό της αμερικανικής άρχουσας τάξης, τον αντίκτυπο στα εργατικά στρώματα και τις πολιτικές συνέπειες.

Αλλαγή στρατηγικής;

Στον φιλελεύθερο (με την αμερικανική έννοια του «προοδευτικού») Τύπο, ξεχειλίζει ο ενθουσιασμός για το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και της δογματικής προσήλωσης στη λιτότητα (με την έννοια της δρακόντειας αποφυγής ελλειμμάτων και χρέους). Όσον αφορά τις σχετικές πομπώδεις διακηρύξεις, έχει σημασία να θυμόμαστε ότι αυτές (περί «επιστροφής του Κέινς», περί «τέλους του νεοφιλελευθερισμού»)  έχουν εμφανιστεί -και διαψευστεί- αρκετές φορές τα τελευταία 15 χρόνια. Δεν αρκεί ένας προϋπολογισμός (ακόμα και το «θηρίο» του Μπάιντεν) για να διαγραφούν με μια μονοκοντυλιά στρατηγικές κατευθύνσεις που είχαν εμπεδωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Παίρνοντας υπόψη την τάση αρκετών νέο-κεϊνσιανών να προβάλουν τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα, αλλά και την τάση των μιντιακών μηχανισμών να «φουσκώνουν» γεγονότα γενικότερα και να πριμοδοτούν τον Μπάιντεν ειδικότερα, χρειάζεται να διαβάζουμε αυτές τις εκτιμήσεις «με μια πρέζα αλάτι» που λεν κι οι Αγγλοσάξωνες. 

Όμως θα ήταν εξίσου λάθος να αντιμετωπιστεί η οικονομική πολιτική Μπάιντεν ως «business as usual». Το γεγονός ότι κάποια από τα «ιερά και όσια» του νεοφιλελεύθερου δόγματος έχουν παραβιαστεί δυο φορές σε μαζική κλίμακα μέσα σε λίγα χρόνια (2007-08 και ξανά το 2020) και ότι πλέον το κράτος παρεμβαίνει συστηματικά στην οικονομική ζωή  δημιουργούν «τετελεσμένα» και «οικονομικές συμπεριφορές» που δεν αντιστρέφονται εύκολα. Σε αυτή την προϊστορία προστίθεται το πακέτο Μπάιντεν, που σε κάποια σημεία θυμίζει παρεμβάσεις προκατόχων του (Ομπάμα και «ζεστό χρήμα» στην οικονομία, Τραμπ και «επιδοτήσεις» λόγω πανδημίας), αλλά στο σύνολό του δείχνει να «ενσωματώνει» όλες τις πτυχές της κεϊνσιανής απάντησης: Μαζί με τα μέτρα επιδοματικής στήριξης των αδύναμων, έρχονται οι δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών ως μέθοδος αντιμετώπισης της ανεργίας αλλά και ως ευθύνη του κράτους να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή» της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ μέρος της χρηματοδότησης αυτών των προγραμμάτων (εκτός από τον κρατικό δανεισμό και το τύπωμα χρήματος) θα προέλθει από την φορολόγηση των «πάνω» στρωμάτων της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, το δεύτερο πακέτο, των 3 τρισ., που θα αφορά στις «υποδομές» και θα ξεδιπλωθεί σε βάθος χρόνου, αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα από το 1,9 τρισ. του πακέτου «διάσωσης» που αφορά την «έκτακτη» επιδοματική επούλωση κάποιων από τις πληγές της πανδημίας. 

Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το «κλίμα» που δε θυμίζει τα μοναχικά επαναλαμβανόμενα ευχολόγια του Κρούγκμαν. Οι νέο-κεϊνσιανοί διακατέχονται από μια νέα αυτοπεποίθηση, που αντανακλάται από τον «χώρο» που καταλαμβάνουν πλέον στα mainstream οικονομικά μέσα όπως οι Financial Times και το Bloomberg, όπως και από την (ρητορική προς το παρόν) «φιλικότητα» που εκφράζουν απέναντι στις ιδέες τους και διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ. Η αύξηση του κύρους και της αυτοπεποίθησής τους κάνει θεμιτή την εκτίμηση ότι αντανακλά και αύξηση της πρόσβασής τους στο Λευκό Οίκο. 

Όλα αυτά κάνουν αναγκαία την παρακολούθηση των εξελίξεων στις ΗΠΑ «βήμα το βήμα», για να τεκμηριωθεί η απάντηση στο ερώτημα του βάθους της «στροφής» που διατυμπανίζεται. Δε συμμεριζόμαστε τα παχιά λόγια για «αλλαγή σελίδας», αυτές δε συμβαίνουν από τη μια μέρα στην άλλη, με μια «φαεινή προγραμματική ιδέα». Αλλά αξίζει να συγκρατηθεί ότι τα παρατεταμένα οικονομικά αδιέξοδα και η παρατεταμένη παρέμβαση του κράτους ως «γονιός» απέναντι στους καπιταλιστές που θυμίζουν «παιδιά που παίζουν με σπίρτα», εγκαινιάζουν μια «υβριδική» εποχή.

Το κοινωνικό περιεχόμενο

Εδώ χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προσοχή απέναντι στους διθυράμβους του φιλικού προς τον Μπάιντεν Τύπου, που τον παρουσιάζει ως «ριζοσπάστη μετασχηματιστή» που καθοδηγεί ένα «θρίαμβο» των πιο προοδευτικών ιδεών του Δημοκρατικού Κόμματος, οι οποίες, λέει, κατήγαγαν μια «ιστορική νίκη» με αυτό το οικονομικό πρόγραμμα. Αλλά επίσης χρειάζεται να μιλήσει κανείς συγκεκριμένα απέναντι σε αυτούς τους ισχυρισμούς, αποφεύγοντας την «ευκολία» να ισχυριστεί ότι – και σε αυτό το πεδίο– «δεν έγινε και τίποτα». 

Το «Σχέδιο Διάσωσης», το αμιγώς επιδοματικό σκέλος των παρεμβάσεων Μπάιντεν, είναι ένα φιλόδοξο πρόγραμμα: 424 δισ. θα κατευθυνθούν σε «επιταγές» 1.400 δολαρίων στο 85% των ενήλικων Αμερικάνων. Άλλα 350 δισ. θα πάνε στη στήριξη προγραμμάτων των Πολιτειακών και τοπικών αρχών. Τα προγράμματα στήριξης των ανεργών θα ενισχυθούν με επιπλέον 246 δισ. δολάρια, ενώ άλλα 219 δισ. θα κατευθυνθούν σε φοροελαφρύνσεις, βοήθεια και παιδική πρόνοια για τις οικογένειες. Υπολογίζεται ότι το «πακέτο» θα βγάλει 12,3 εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια. 

Πρόκειται για μια εκτεταμένη προσπάθεια διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής και ανάσχεσης του γενικευμένου κατήφορου προς τη δυστυχία. Ωστόσο, δεν πρόκειται για παρέμβαση «άνευ προηγουμένου». Το ακριβώς αντίθετο: ένα «προηγούμενο» συνέβη μόλις ένα χρόνο πριν, όταν στην αρχή της πανδημίας, το «πακέτο» του Ντόναλντ Τραμπ είχε παρόμοια μεγέθη (2,2 τρισ. δολάρια) και -αν και με διαφορετικές στοχεύσεις- υπολογίζεται ότι θα έβγαζε 11,5 εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια. Τα δύο πακέτα μοιράζονται και ένα άλλο κοινό στοιχείο: Έχουν ημερομηνία λήξης σε ένα χρόνο και δεν προβλέπουν τη δημιουργία κανενός «μόνιμου» προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας.

Έχει μεγάλη σημασία επίσης να τονιστεί ότι «κόπηκε» τελικά από το πρόγραμμα Μπάιντεν η υπόσχεση για αύξηση του κατώτατου ομοσπονδιακού ωρομίσθιου στα 15 δολάρια από τα 7,25 που είναι σήμερα. Αν και είναι μεγάλης σημασίας ένας διπλασιασμός, δεν ήταν κάτι τρομερά ριζοσπαστικό. Είναι ένα αίτημα που ήταν ήδη «ώριμο» 10 χρόνια πριν (από τις απεργίες στα φαστφουντ) και σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό Μπάιντεν θα υλοποιούνταν «ως το 2025», δηλαδή η πραγματική του αξία έχει ήδη αλλάξει στα χρόνια που μεσολάβησαν και θα διαβρωνόταν επιπλέον τα επόμενα 4 χρόνια. Τα 7.25 δολάρια είναι πραγματικά ντροπή που καταδικάζει ακόμα και εργαζομένους πλήρους απασχόλησης στη φτώχεια. Άλλωστε ήδη κάποιες Πολιτείες ή κάποιες εταιρίες έχουν πάει τα ωρομίσθιά τους στα 15 δολάρια χωρίς ιδιαίτερο «θόρυβο». Όμως το ζήτημα του ομοσπονδιακού κατώτατου έχει πιο «δομικές» συνέπειες: αφορά το μόνιμο εισόδημα 32 εκατομμυρίων εργατών-τριών, μπορεί να συμπαρασύρει ευρύτερα τις μισθολογικές κλίμακες και υποχρεώνει τους εργοδότες να αφαιρέσουν τμήμα των κερδών τους προς την κατεύθυνση αυτών που τα παράγουν. Ακριβώς για αυτό το λόγο, θεωρήθηκε μέτρο «υπερβολικό» και «διχαστικό» για το Δημοκρατικό Κόμμα και δεν προχώρησε. Έναάλλοζήτημα «δομικού» χαρακτήρα, η προαιώνια πληγή της απουσίας υγειονομικής κάλυψης του πληθυσμού, παραμένει επίσης «ακανθώδες» για το Δημοκρατικό Κόμμα. 

Αν και το πακέτο διάσωσης θα στηριχθεί σε κρατικό δανεισμό, το πακέτο για τις υποδομές θα στηριχθεί και σε μια αύξηση της φορολόγησης. Μοιάζει καταρχήν πιο εύκολο να «πουληθεί» στην αστική τάξη ένα τέτοιο μέτρο: τα λεφτά τους δεν θα «σπαταληθούν» στην «πλέμπα», αλλά θα συμβάλουν σε έναν εκσυγχρονισμό υποδομών οι οποίες σε τελική ανάλυση είναι πολύτιμες για τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. 

Οι προτάσεις πάνω στο φορολογικό ζήτημα παραμένουν αδιευκρίνιστες. Ως τώρα έχουν καταγραφεί απόψεις που εισηγούνται κάποιες προοδευτικές αλλαγές -την αύξηση της φορολόγησης του μεγάλου ατομικού πλούτου από το 37% στο 39,6% και την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 21% στο 28%. Αυτές έχουν σημασία ως τομή, γιατί κινούνται στην αντίστροφη κατεύθυνση από την πεπατημένη των τελευταίων δεκαετιών, της διαρκούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τους καπιταλιστές. Αλλά δεν πρόκειται για την μεγάλη (και αναγκαία!) αντιστροφή: ο φόρος ατομικού πλούτου θα επιστρέψει στα επίπεδα που ήταν πριν τον μειώσει ο Τραμπ ενώ ο φόρος των επιχειρήσεων στο 28% θα παραμένει 7 μονάδες χαμηλότερος από ότι ίσχυε την εποχή Ομπάμα. 

Εν τω μεταξύ, ο διαθέσιμος πλούτος είναι ιλιγγιώδης σε σχέση με τα χρήματα που φιλοδοξεί να συγκεντρώσει και να δαπανήσει ο Μπάιντεν: Την περσινή χρονιά, το πλουσιότερο 10% των Αμερικανών αύξησε τον πλούτο του κατά 14 τρισ. δολάρια! Την ίδια στιγμή, πάνω από 35 εκατομμύρια Αμερικάνοι ζουν σε συνθήκες «τροφικής επισφάλειας». 

Προοπτικές

Αξιωματούχοι και διανοούμενοι του Δημοκρατικού Κόμματος αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει και συνέχεια: Η μονιμοποίηση κάποιων από τις κοινωνικές επιδοτήσεις, το άνοιγμα σε δεύτερο χρόνο της συζήτησης για τον κατώτατο μισθό, η πιθανότητα να διερευνηθούν και άλλες μέθοδοι αύξησης της φορολόγησης των πλουσιότερων κλπ. Στην εποχή που «εγκαινιάζεται», αυτά χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση -για το αν και κατά πόσο θα προχωρήσουν. Το «κλίμα» που εκπέμπει ο Λευκός Οίκος δεν είναι απλό διαφημιστικό τρικ: Αντανακλά προσανατολισμούς και φτιάχνει κοινωνικές προσδοκίες. Είναι νωρίς για να κριθούν οι προθέσεις της διακυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά τίθεται το ερώτημα αν έχουμε μπροστά μας μια κυβέρνηση που φιλοδοξεί να αποκαταστήσει την αστική σταθερότητα επιχειρώντας ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» -από αυτά που έχουν διαρραγεί συντριπτικά τα τελευταία χρόνια και έχουν παράξει «άγρια» πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα ανά τον πλανήτη.

Πάνω σε αυτό το ερώτημα διαμορφώνονται το ζήτημα της πολιτικής συζήτησης και στάσης. Ιδιαίτερα για όσους κι όσες εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τις ανάγκες αντιπαράθεσης με το Δημοκρατικό Κόμμα και την τάξη της οποίας τα συμφέροντα εξυπηρετούσε πάντα και συνεχίζει να εξυπηρετεί.

Δεκαετίες νεοφιλελεύθερων επιθέσεων έχουν οδηγήσει σε ένα δραματικό χαμήλωμα του πήχη των προσδοκιών, που φυσιολογικά αντανακλάται και στις «αιχμές» που αναδεικνύουν οι αγώνες (συνήθως αμυντικοί και από όλο και ασχημότερες θέσεις). Κάθε μεταρρυθμιστική απόπειρα αναστροφής της κυρίαρχης τάσης και μετριασμού των ακραίων ανισοτήτων, ξεχωρίζει «σαν τη μύγα μες το γάλα» σε ένα τέτοιο τοπίο. Όμως δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τη μεγάλη εικόνα: και το μέγεθος του διαθέσιμου πλούτου και την οξύτητα και την έκταση της μιζέριας αυτών που τον παράγουν. Με αυτό το μέτρο, το πρόγραμμα Μπάιντεν είναι απόλυτα ανεπαρκές. Ακόμα και ο Κρούγκμαν, ένθερμος υποστηρικτής του «πακέτου», σημειώνει πόσο πίσω είναι από τα προγράμματα που ίσχυαν το 1970 στις ΗΠΑ, όταν -προσθέτουμε εμείς- ο διαθέσιμος πλούτος ήταν μικρότερος.  

Κίνητρα

Σε κάθε περίπτωση, το «προς τα πού βαδίζουν οι ΗΠΑ;» αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο διάστημα, γιατί η οικονομική πολιτική συνδυάζεται με μια σειρά κίνητρα και επιλογές. Όσον αφορά το πρόγραμμα Μπάιντεν, οι νεοκεϊνσιανές επιλογές δείχνουν να αντανακλανούν μια σειρά από διεργασίες ή σκέψεις μέσα στην αμερικανική άρχουσα τάξη. 

Μια αφορά τη θέση του αμερικανικού καπιταλισμού στο διεθνή ανταγωνισμό. Τα έργα υποδομών και η γενικότερη ενεργοποίηση του κράτους ως «μοχλός» συνδέεται με το σύνθημα του Μπάιντεν «BuildBackBetter», την υπόσχεση ο αμερικανικός καπιταλισμός να «παράγει καλύτερα» από τους ανταγωνιστές του και να τα παράγει «πίσω στην πατρίδα». Ένας κίνδυνος που έχει διαφανεί είναι η ενίσχυση του ρόλου του «στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος» σε αυτή την «κεϊνσιανή» συνταγή και η ενίσχυση της «εθνικής ενότητας», του μιλιταρισμού κ.ο.κ. στο νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». 

Μια άλλη πτυχή αφορά τις εκτιμήσεις που ωθούν σε αναζήτηση νέου «κοινωνικού συμβολαίου». Εδώ και πάνω από ένα χρόνο, «φωτισμένα» στελέχη του οικονομικού συστημικού Τύπου προειδοποιούν την τάξη τους για την αυξανόμενη απειλή εξεγέρσεων. Η συστηματοποίηση της σχετικής αρθρογραφίας αντανακλά επίγνωση μιας πραγματικής απειλής. Πιθανόν τμήματα της αμερικανικής αστικής τάξης να αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουν να πορεύονται ανέμελα προς μια τέτοια προοπτική. Μόλις ένα χρόνο πριν άλλωστε οι ΗΠΑ έζησαν την αντιρατσιστική-αντικατασταλτική εξέγερση που αποτέλεσε το μαζικότερο κοινωνικό κίνημα στην ιστορία των ΗΠΑ. Από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ζήτημα είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να γίνουν πράξη όλα όσα φοβούνται οι «από πάνω» και πασχίζει να ανασχέσει η κυβέρνηση Μπάιντεν…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες