Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα
Παρά τα επιφαινόμενα και τις δημαγωγίες, το κόμμα του Αλ. Τσίπρα συγκράτησε τις δυνάμεις του στο 31%, κυρίως λόγω του φόβου των εργατικών και λαϊκών μαζών απέναντι στους πιο ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Οι θρυλούμενες αρετές του μεγάλου τακτικιστή ηγέτη, του «άχαστου» Αλ. Τσίπρα, διαψεύστηκαν παταγωδώς από τις επιλογές μεταξύ ευρωεκλογών πρώτα ή εθνικών εκλογών πρώτα, ή και μαζί, από τις επιλογές μεταξύ Μάη και Οκτώβρη κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας οδηγήθηκε ασύντακτα σε μια συντεταγμένη παράδοση της κυβερνητικής εξουσίας στον Κυρ. Μητσοτάκη, έχοντας προηγούμενα, μέσω της πολιτικής που επέλεξε, χάσει τα πλεονεκτήματα που ο κόσμος του έδωσε το 2015.
Με το πέρασμα των ημερών θα φανεί ότι αυτή η ατιμωτική ήττα θα έχει βαριές πολιτικές συνέπειες. Η κατάκτηση αυτοδυναμίας από τη ΝΔ (ένας στόχος που στους σχεδιασμούς προ 1-2 ετών θεωρούνταν μωροφιλοδοξία…) δίνει στον Κ. Μητσοτάκη τον έλεγχο του κράτους, των πολιτικών πρωτοβουλιών, αλλά και των «υποθέσεων» που μέχρι χθες έλεγχε ο Τσίπρας μέσω του Παπαγγελόπουλου και του Ρουμπάτη.
Στο ξεδίπλωμα αυτής της πολιτικής ο Μητσοτάκης θα έχει ένα πρόσθετο όπλο: τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα και το «μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα» που αυτή έχει υπογράψει. Μια σειρά από τα επερχόμενα βαριά αντιλαϊκά μέτρα φέρουν την υπογραφή έγκρισης των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ.
Φρονίμως, λοιπόν, η ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα οχυρώνεται πλέον γύρω από το 31%, οργανώνει μια μετάβαση προς τον κεντρώο χώρο της σοσιαλφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας και εναποθέτει τις ελπίδες της για έναν ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στην «επόμενη περίοδο», στις μέρες όπου η κοινωνική πείρα από την πολιτική Μητσοτάκη θα θέσει ξανά το ζήτημα της εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.
Είναι ένας νέος δικομματισμός; Στην πολιτική ιστορία δεν είναι αρκετός ο παράγοντας της ύπαρξης δύο μαζικών πολιτικών σχηματισμών που συγκρούονται για την κυβερνητική εξουσία, για να μιλήσει κανείς για δικομματισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν και είναι η ένταξη και των δύο μαζικών κομμάτων σε ένα σχετικά ενιαίο καθεστωτικό κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα ή πλαίσιο, όπου η εναλλαγή των δύο κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία θα γίνεται σχετικά ομαλά και χωρίς πολιτικοκοινωνικές «περιπέτειες». Όπως στις ΗΠΑ μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, όπως στη Γερμανία μεταξύ SPD και Δεξιάς κ.ο.κ. Η ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, με την υπογραφή του Μνημονίου 3, έχει καταρχήν εκπληρώσει αυτή την προϋπόθεση. Όμως μόνο καταρχήν. Αυτή η σύγκλιση είναι αρκετά φρέσκια κι ασταθής. Θα μεσολαβήσει το πώς θα «χωνέψει» ο κόσμος την κυβερνητική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, το πώς αυτό θα επηρεάσει την ταχύτητα και τη δριμύτητα της κοινωνικής αντίστασης στον Μητσοτάκη, το τι νέες δυνάμεις θα αναδειχθούν κ.ο.κ. Το σωστότερο είναι να μιλάμε για έναν (καθεστωτικό) δικομματισμό, που είναι ακόμα υπό κατασκευή.
Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται ο Αλ. Τσίπρας, όταν από την πρώτη στιγμή μετά τις εκλογές θέτει το στόχο για ένα υπερφιλόδοξο οργανωτικό «άνοιγμα» του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ και για μια πιο σταθερή ένταξή του στο χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τη μετατροπή του σε κεντροαριστερό «χώρο» της Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης.
Οι πρώην αστέρες του Μαξίμου διαρρέουν προς τα φιλικά τους ΜΜΕ το ανέκδοτο: «Πιο εύκολα έμπαινε κανείς στο Χάρβαρντ, παρά στον ΣΥΡΙΖΑ». Δεν είναι και πολύ ακριβές: στον ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να μπει κάθε καρυδιάς καρύδι (άστεγοι ΑΝΕΛ, μετατοπισμένοι Καραμανλικοί, ξεσκολισμένοι σοσιαλδημοκράτες, ρετάλια του λάιφ-στάιλ…), αρκεί να ήταν κάποιου είδους «αστέρας» που έψαχνε ρόλους και οφίτσια. Οι απλοί άνθρωποι δεν είχαν λόγο να το κάνουν: η πολιτική της κυβέρνησης ήταν ενάντια στα συμφέροντά τους και δεν ταίριαζε με τις εμπειρίες τους. Γι’ αυτό τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ έμειναν μετά το 2015 σε αριθμητική στασιμότητα και –κυρίως– εξελίχθηκαν ποιοτικά σε όλο και περισσότερο «χάρτινα μέλη», σε διακοσμητικά στοιχεία μιας κομματικής λειτουργίας που δεν τηρούσε ούτε τα τελετουργικά. Αυτό το χαρακτηριστικό θα συνεχίσει και με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση: η σοσιαλδημοκρατική στροφή του Τσίπρα δεν σκοπεύει να δώσει κοινωνικοπολιτικές μάχες, δεν χρειάζεται συγκροτημένες οργανώσεις, δεν θέλει μέλη που σε οτιδήποτε να θυμίζουν τις ιδιότητες και τις συνήθειες των στρατευμένων αριστερών ανθρώπων.
Ο στόχος για τη «στρατολόγηση» 180.000 νέων μελών μέχρι… το συνέδριο δεν είναι απλώς υπερφίαλος. Είναι το σύνθημα για να τσακιστεί οριστικά κάθε αριστερή (όσο μετριοπαθής κι αν είναι) φωνή μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, για να ξεριζωθεί κάθε ανάμνηση και κάθε συνήθεια που έχει σχέση με το οργανωτικό ήθος της Αριστεράς, για να παραδοθεί αυτός ο υπό κατασκευή «2ος πόλος» οριστικά και αμετάκλητα στα χέρια του πολιτικού και κοινοβουλευτικού σταρ σύστεμ. Τα πρώτα μεγάλα βήματα έχουν γίνει: με αυτά τα κριτήρια συγκροτείται η νέα ηγετική ομάδα, με αυτά επιβλήθηκε η νέα σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας και των ευρωβουλευτών, με αυτά θα συγκροτηθεί και η νέα κομματική ιεραρχία. Η απόφαση ότι το συνέδριο που θα καθορίσει τον χαρακτήρα του κόμματος θα γίνει… μετά τη «διεύρυνση» του κόμματος είναι μια εκκωφαντική προειδοποίηση ότι ο κόσμος δεν μπορεί να περιμένει τίποτα θετικό από αυτή την πλευρά, τουλάχιστον σε ό,τι θα αφορά τα αγωνιστικά καθήκοντα.
Τα ανάλογα ισχύουν και ως προς το περιεχόμενο της πολιτικής. Τι σημαίνει, στις σημερινές συνθήκες, η σύγκλιση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, όπως καθημερινά υπογραμμίζει ο Τσίπρας; Μια στροφή προς το «κέντρο», όπου η δημαγωγική καταγγελία των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων θα συμβαδίζει με την επί της ουσίας αποδοχή τους. Όποιος νομίζει ότι αυτά περιέχουν αξεπέραστες αντιφάσεις, ότι αυτά δεν γίνονται, ας θυμηθεί απλώς τους υπουργούς και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην εποχή του «εκσυγχρονισμού» επί Σημίτη. Με τη σημαντική υποσημείωση ότι σε σύγκριση με τα σημερινά στελέχη είτε του Μακρόν, είτε του Ρέντσι, οι τότε αστέρες του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισμού θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως περίπου… αριστεριστές.
Όλα αυτά γίνονται με την υπόσχεση της «επιστροφής», της εκλογικής ρεβάνς, όποτε φτάσουμε σε επόμενες εκλογές. Όμως, αν η θεωρία της «αριστερής παρένθεσης» ήταν υπονομευμένη, η θεωρία της «δεξιάς παρένθεσης» είναι υπονομευμένη κατά πολύ περισσότερο. Ο κόσμος μας στην πάλη κατά της μνημονιακής νεοφιλελεύθερης λιτότητας στην περίοδο Μητσοτάκη θα χρειαστεί αριστερές ιδέες, μάχιμες οργανώσεις, ταξικά προσανατολισμένες πολιτικές πρωτοβουλίες. Ο σοσιαλδημοκρατικός προσανατολισμός στο «ακραίο κέντρο» δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε αυτά. Και κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι στις σύγχρονες συνθήκες, μπροστά σε μεγάλες κρίσεις, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν δίστασε να κάνει το βήμα του «μεγάλου συνασπισμού», το βήμα της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά. Άνθρωποι και απόψεις που «τα βρήκαν» με την τρόικα ή με τον Βαρδινογιάννη και τον Σαββίδη, δεν θα διστάσουν, αν οι συνθήκες το απαιτούν, να «τα βρουν» με τον Μητσοτάκη και τους ανθρώπους της Δεξιάς.
Παλιότερα, ο Άγγελος Ελεφάντης, ένας εμβληματικός διανοούμενος της ανανεωτικής Αριστεράς, ερωτηθείς για τις προοπτικές του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, είχε δηλώσει: «από τη σκοπιά του Σοσιαλισμού, δεν υπάρχει το παραμικρό ενδιαφέρον».
Οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές δυνάμεις, ακόμα κι αν ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να περιορίσουν τον Μητσοτάκη, οφείλουν να αναζητήσουν τις απαντήσεις στους αγώνες τους και στη ριζοσπαστική Αριστερά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά