Και για τον μικρούλη Μπόμπι Χάτον*
Ο θάνατος του Τζορτζ Φλόιντ θυμίζει ότι η καταγγελία ενός καταστηματάρχη για πλαστό χαρτονόμισμα μπορεί να οδηγήσει σε θανατική ποινή κι επιτόπου εκτέλεση στις ΗΠΑ –αν είσαι μαύρος. Αλλά καμιά φορά δεν χρειάζεται καν καταγγελία. Αρκεί να βρίσκεσαι «άσκοπα» σε κάποιο δρόμο. Αυτό οδηγεί πολύ συχνά σε προληπτικό αστυνομικό έλεγχο. Στη διάρκεια αυτών των ελέγχων είναι πολλές οι «λάθος κινήσεις» που μπορεί να κοστίσουν τη ζωή σου. Να φέρεις το χέρι στην τσέπη σου –πχ για να βγάλεις την ταυτότητα. Οι πάνοπλοι καλά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί «φοβούνται» από αυτήν σου την κίνηση και σε πυροβολούν. Να αντιδράσεις στην βιαιοπραγία κατά την ακινητοποίησή σου. Τότε η βία κλιμακώνεται απότομα και θανατηφόρα. Συνήθως είναι στραγγαλισμός –είτε με χέρια είτε με γόνατα. Γνωρίζοντας όλα αυτά τα σενάρια, μπορεί να τρέξεις φοβισμένος όταν δεις μπάτσους να σε πλησιάζουν. Τότε κρίνεσαι ύποπτος και τρως σφαίρα στην πλάτη. Καμιά φορά τα έχεις κάνει όλα σωστά. Δεν αντιδράς, δεν τρέχεις, δεν αντιμιλάς, δεν κάνεις απότομες κινήσεις. Όπως πιθανά σε συμβούλευσαν οι μαύροι γονείς σου εκεί γύρω στα 12α γενέθλιά σου, όταν ήρθε η ώρα να κάνουν μαζί σου «Την Κουβέντα» («Γιε μου/κόρη μου, είσαι πια αρκετά μεγάλος-η για να μπορούμε να μιλήσουμε για την Αστυνομία…»). Ακόμα κι αν τα κάνεις όλα «σωστά» δεν είσαι όμως ασφαλής. Όπως ο Τζορτζ Φλόιντ, που δεν αντιστάθηκε στη σύλληψη, που παρέμεινε ακινητοποιημένος με ένα γόνατο στο λαιμό του επί 9 λεπτά, λέγοντας «I can’t breath», τα ίδια λόγια με τον Έρικ Γκάρνερ που δολοφονήθηκε με παρόμοιο τρόπο το 2014. Όπως ο Μάικλ Μπράουν που σήκωσε ψηλά τα χέρια και είπε «don’t shoot» πριν εκτελεστεί.
«Hands up – Don’t Shoot!» και «We can’ t breath!» έγιναν συνθήματα στα χείλη χιλιάδων μαύρων διαδηλωτών, που δημιούργησαν το κίνημα «Black Lives Matter!», από ένα άλλο δημοφιλές σύνθημα στις οργισμένες διαδηλώσεις του Φέργκιουσον το καλοκαίρι του 2014. Το σύνθημα και όνομα του κινήματος λέει κάτι πολύ στοιχειώδες: «οι ζωές των μαύρων έχουν αξία». Ότι κατέφυγαν σε αυτό, αποκαλύπτει την ερμηνεία για όλα αυτά τα -πραγματικά- σενάρια που περιγράψαμε παραπάνω: Στις ΗΠΑ, οι ζωές των μαύρων ΔΕΝ έχουν αξία. Όταν ένας μπάτσος κοιτάει ένα μαύρο από την κάνη του όπλου του, είναι εκπαιδευμένος να μην βλέπει άνθρωπο. Ένας μαύρος κωμικός είχε πει ότι αν είσαι μαύρος και σου διαρρήξουν το σπίτι δεν καλείς την αστυνομία. Γιατί μόλις μπουν και σε δουν θα φωνάξουν «ο νέγρος είναι ακόμα μέσα!» και θα σε σκοτώσουν. Το 2016, μια μαύρη μάνα αυτιστικού παιδιού υποχρεώθηκε να γράψει με σπρέι στον τοίχο του σπιτιού της «Εδώ Ζει Αυτιστικός – Μπάτσοι Δεν Έχετε Καμιά Δικαιολογία» και να βάλει στην αυλή της επεξηγηματική πινακίδα («δεν ξέρει τι είναι αστυνομικός», «δεν καταλαβαίνει λέξεις ή εντολές», «Α ναι: Είναι και μαύρος»). Όταν επικοινώνησαν τα κανάλια μαζί της, κάνοντας λόγο για «υπερβολή» ή/και για «πρόκληση ντροπής στην οικογένειά της», η γυναίκα εξήγησε ότι το παιδί της είχε ήδη κακοποιηθεί από την Αστυνομία στην αυλή του σπιτιού τους και προτιμά όλη την «ντροπή» των πινακίδων από το να κινδυνεύσει ξανά το παιδί. Καμιά «ντροπή» θέλω να πω. Αν ντροπιάζουν κάποιον αυτές οι πινακίδες, είναι αυτόν που πρέπει: την Αστυνομία. Όχι ότι θα πιάσει τόπο. Στα αστυνομικά τμήματα πιστεύουν ότι «η δουλειά δεν είναι ντροπή» και ξεχνούν ότι η ντροπή δεν είναι δουλειά. Οι μαύροι όχι μόνο θερίζονται από τον Covid-19 δυσανάλογα, αλλά δεν μπορούν καν να τηρήσουν τους ίδιους κανόνες που αφορούν τους υπόλοιπους: όταν φοράνε μάσκες σε πολυκαταστήματα σε λευκές γειτονιές, οδηγούνται έξω από ένοπλους σεκιουριτάδες ως ύποπτοι...
Δυστυχώς η πρόσφατη δολοφονία του Φλόιντ δεν είναι «είδηση»: Ένας μαύρος δολοφονείται από αστυνομικό σχεδόν κάθε μέρα. Ότι πρόκειται για ένα ολόκληρο πλέγμα κρατικού ρατσισμού (από τη φτώχεια και την ανεργία, ως το σύστημα μαζικών φυλακίσεων κ.ο.κ.) που οδηγεί σε συστηματικές δολοφονίες μαύρων είναι κοινό μυστικό. Το ξέρουν καλά προφανώς οι μαύροι που το ζουν στο πετσί τους. Το ξέρουν καλά οι μπάτσοι όταν δολοφονούν: Σύμφωνα με το «Mapping Police Violence» (Χαρτογράφηση Αστυνομικής Βίας) μόλις το 1.7% των δολοφόνων αστυνομικών έχει καταδικαστεί. Το ξέρει καλά ο Τζο Μπάιντεν, κάνοντας λόγο για «συστημικό ζήτημα» προκειμένου να κερδίσει προεκλογικούς πόντους απέναντι στον Τραμπ. Προφανώς και ο ίδιος ξέρει καλύτερα ότι το ζήτημα είναι «συστημικό», καθώς ο ίδιος ήταν ο αρχιτέκτονας του Ποινικού Νόμου του 1994 (επί κυβέρνησης Κλίντον) που θεωρήθηκε δίκαια «κήρυξη πολέμου» στις μαύρες γειτονιές και για τον οποίο δηλώνει μέχρι σήμερα αμετανόητος και περήφανος. Το ξέρουν και οι ρατσιστές, που μπορεί στο δημόσιο λόγο τους να κρύβονται πίσω από τα κωμικοτραγικά «All Lives Matter» ή «White Lives Matter Toο» για να θολώσουν τα νερά, αλλά στην καθημερινή πρακτική τους δείχνουν πλήρη επίγνωση. Λίγες ώρες πριν απασχολήσει το ίντερνετ η δολοφονία του Φλόιντ, μια άλλη ιστορία (που επισκιάστηκε φυσιολογικά) είχε αρχίσει να κυκλοφορεί στα αμερικανικά κοινωνικά δίκτυα. Εκείνη μιας λευκής στο Σέντραλ Παρκ που για να λύσει μια πολύ τυπική διένεξη με έναν μαύρο (της ζήτησε να περάσει το λουρί στο σκυλί της) επιστράτευσε την απειλή «παίρνω την Αστυνομία και τους λέω ότι ένας αφροαμερικανός με παρενοχλεί». Υπάρχουν πολλές τέτοιες ιστορίες (σε πολυκατοικίες, σε φοιτητικές εστίες) όπου ο εκάστοτε μαλάκας κραδαίνει την απειλή «παίρνω την αστυνομία και λέω ότι ένας μαύρος…».
Μετά από κάθε περιστατικό αστυνομικής δολοφονικής βίας, το μυαλό μου τρέχει εύκολα στις μέρες των Μαύρων Πανθήρων, που επιχείρησαν να δώσουν απάντηση στο «ποιος μας φυλάει από τους φύλακες;», «αστυνομεύοντας την αστυνομία» στις γειτονιές (αρχικά) του Όκλαντ. Ο Χιούι, ο Μπόμπι, ο Έλντριτζ να εμφανίζονται σε κάθε αστυνομικό έλεγχο με τις καραμπίνες στο ένα χέρι και τον ποινικό κώδικα στο άλλο, για να εξηγούν στους μπάτσους τις υποχρεώσεις τους και στα θύματα ή τους παρατηρητές τα δικαιώματά τους –και παραδόξως (;) να εισακούγονται για πρώτη φορά. Σίγουρα όποιος πιστεύει ότι αυτό αρκεί ως λύση δεν έχει μυαλό (η συντριβή των Πανθήρων από το κράτος το πιστοποιεί αυτό), αλλά όποιος είδε ή διάβασε για εκείνες τις σκηνές στους δρόμους του Όκλαντ μετά το ’68 και δεν αισθάνθηκε τη σημασία τους για τη μαύρη κοινότητα, δεν έχει καρδιά…
Όταν οι NWA κυκλοφόρησαν το «Fuck the Police», κατηγορήθηκαν για υποκίνηση μίσους και για γενικεύσεις. Όταν λίγο αργότερα ξέσπασε η Εξέγερση του Λος Άντζελες, αυτή απέκτησε «σάουντρακ». Αλλά το μίσος δεν χρειαζόταν υποκινητή. Σε ντοκιμαντέρ που πραγματεύεται την εξέγερση –και την αλληλεπίδρασή της με το χιπ-χοπ, οι πρωταγωνιστές των γεγονότων συμφωνούν ότι «Δεν είχαμε φωνή, κάποιος έπρεπε να το πει επιτέλους –και οι NWA βγήκαν μπροστά και το είπαν». Πιο «αξιοσέβαστοι» σχολιαστές, μαύροι ακαδημαϊκοί κλπ έθεταν το ίδιο ζήτημα, με άλλο τρόπο: «[Οι άνθρωποι με θέσης ευθύνης] έπρεπε να ακούσουν προσεκτικά τι λένε οι NWA, αλλά δεν το έκαναν». Οι NWA απλά έλεγαν την αλήθεια, σε μια εποχή που ο όρος «gangsta rap» δεν είχε εφευρεθεί ακόμα κι οι πρωτεργάτες της μιλούσαν για «reality rap». Όσον αφορά την κατηγορία για «γενίκευση», ο Easy-E είχε δώσει τότε μια εξαιρετική απάντηση. Γυρνώντας ανάποδα το κλασσικό σχήμα των «λίγων κακών μπάτσων που βγάζουν κακό όνομα σε όλους», είχε δηλώσει ότι «προφανώς δεν εννοούμε όλη την Αστυνομία. Εννοούμε μόνο αυτό το 90% των κακών μπάτσων».
Το γεγονός ότι χρόνια μετά, το «Fuck the Police» παραμένει δημοφιλές κι ότι βγήκαν δεκάδες άλλα παρόμοια τραγούδια, θα όφειλε να απασχολήσει τους «φίλους της Αστυνομίας» (που φωνάζουν Blue Lives Matter…) που αντί να διαμαρτύρονται για την άδικη στιχουργική στοχοποίησή της θα όφειλαν να αναρωτηθούν γιατί κανείς πότε δεν έβγαλε τραγούδι που να λέει «Fuck the Fire Department»…
Καθώς σήμερα η Μινεάπολις τυλίγεται στις φλόγες, οργισμένοι διαδηλωτές πολιορκούν το αστυνομικό τμήμα ή/και διώχνουν την αστυνομία από τις γειτονιές τους, ενώ καλείται η Εθνοφρουρά κι ενώ η αστυνομική διοίκηση καθυστερεί δραματικά να αποδώσει ευθύνες και κρύβεται πίσω από τις «διαδικασίες», όλα μοιάζουν ίδια με τον Απρίλη του 1992. «Same shit, different day» κατέληγε το ντοκιμαντέρ του 2012 όσον αφορά το τι άλλαξε 20 χρόνια μετά την εξέγερση του Λος Άντζελες. Τι κι αν εξελέγη ο πρώτος μαύρος πρόεδρος; Επί της προεδρίας του άλλωστε η αστυνομική ρατσιστική βία έφτασε σε σημείο που ξέσπασε το Black Lives Matter, 2 χρόνια μετά από εκείνο το ντοκιμαντέρ, ακριβώς γιατί κάποιοι κουράστηκαν να ζουν «τα ίδια σκατά».
Αν κάτι άλλαξε τα τελευταία χρόνια ήταν αυτό. Η εξέγερση του Φέργκιουσον το καλοκαίρι του 2014 (για τη δολοφονία του Μπράουν) και η γέννηση του κινήματος Black Lives Matter τα επόμενα χρόνια. Καταρχήν, πολλά περισσότερα αστυνομικά εγκλήματα καταγράφονται πλέον σε όλη τους την αγριότητα –στην εποχή των σόσιαλ μίντια. Πολλοί περισσότεροι και περισσότερες κατεβαίνουν αμέσως στους δρόμους μετά από κάθε τέτοια είδηση, απαιτώντας δικαιοσύνη, δηλώνοντας ότι δεν αντέχεται άλλο αυτή η καθημερινότητα. Κατεβαίνουν στους δρόμους πριν φτάσουμε σε δίκη, γιατί σωστά δεν πιστεύουν πλέον ότι «τώρα που τους πιάσαμε σε κάμερα θα πληρώσουν» (όπως πίστεψαν αφελώς πολλοί το 1992 κι εξεγέρθηκαν άγρια μετά την αθώωση των μπάτσων). Κι έτσι πετυχαίνουν έστω μικρά πράγματα –ακόμα κι αν αυτά είναι μια πιο γρήγορη ανταπόκριση δημάρχων να κινήσουν νομικές διαδικασίες, ή η άρνηση πανεπιστημιακών αρχών να συνεχίσουν τη συνεργασία με τους με αστυνομικά τμήματα- που κάποτε ήταν αδιανόητα. Μια νέα γενιά μαύρων ακτιβιστών έχει έρθει στο προσκήνιο, με ένταση, πάθος και μαζικότητα που είχε να υπάρξει από τη δεκαετία του ’70.
Στην εξέγερση οργής στη Μινεάπολις, φαίνεται όμως να αλλάζει και κάτι άλλο. Αγνοώντας κι ίσως αδικώντας κάποιες άλλες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, είναι η πρώτη φορά που προσωπικά βλέπω τόσο μαζική συμμετοχή της λευκής νεολαίας στις οργισμένες διαδηλώσεις. Όχι ως μειοψηφικοί διακριτικοί συμπαραστάτες σε μια «μαύρη εξέγερση», αλλά ως πραγματικά μεγάλο πλήθος που πρωταγωνιστεί πλάι στα μαύρα αδέρφια μας σε συνθήματα, πάθος, παλμό, μαχητικότητα.
Ο πρώην παίκτης του NBA, Ντουέιν Γουέιντ, επικαλέστηκε μια ρήση του Μπέντζαμιν Φράνκλιν αυτές τις μέρες: «θα αποδοθεί δικαιοσύνη μόνο όταν οργιστούν όσοι δεν θίγονται εξίσου με αυτούς που θίγονται». Αυτό συμβαίνει στους δρόμους της Μινεάπολις. Η ριζοσπαστικοποίηση της αμερικανικής νεολαίας που εκφραζόταν κι έβρισκε αντανάκλαση σε πολιτισμικό επίπεδο (σειρές, ταινίες που απευθύνονταν σε αντιρατσιστικό κοινό) ή στην ενόχληση των ακροδεξιών αντιπάλων της («γεμίσαμε χιονονυφάδες», όπως αποκαλεί η Alt-Right υποτίθεται υποτιμητικά τους «υπερευαίσθητους» σε θέματα δικαιωμάτων νέους) εκφράζεται στους δρόμους. Οι «χιονονυφάδες» σήμερα βάζουν φωτιά στους δρόμους της Μινεάπολις, γιατί είναι όντως τόσο ευαίσθητες απέναντι στο τραύμα των μαύρων αδελφών τους που εξεγείρονται με πάθος για μια υπόθεση που κατανοούν (και είναι σε τελική ανάλυσή) δική τους... Κι αυτό είναι η καλύτερη είδηση που έρχεται από αυτές τις σκοτεινές μέρες στις ΗΠΑ…
Απέναντι στις συστηματικές αστυνομικές δολοφονίες μαύρων είχε διαμαρτυρηθεί ο παίκτης του NFL, Κόλιν Κάπερνικ, γονατίζοντας κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ. Βρήκε πολλούς μιμητές και πολύ περισσότερους συμπαραστάτες, αλλά η καριέρα του καταστράφηκε –με πολιτική απόφαση του NFL και των ιδιοκτητών των ομάδων που αρνήθηκαν όλες να προσφέρουν συμβόλαιο σε έναν ικανότατο παίκτη. Εκτός από το κύμα συμπαράστασης, υπήρξε και το κύμα μίσους εναντίον του. Υπήρξαν κι εκείνοι που στάθηκαν στη μέση. «Καταλαβαίνω ότι θέλει να διαμαρτυρηθεί, αλλά είναι προσβλητικό αυτό που κάνει». Αυτοί θα πρέπει σήμερα να αναρωτηθούν ξανά ποιο γόνατο τους προσβάλει περισσότερο: του Κόλιν να ακουμπά το γρασίδι την ώρα του εθνικού ύμνου, ή του μπάτσου στο λαιμό του Τζορτζ Φλόιντ;
*Ο Μπόμπι Χάτον υπήρξε η πρώτη στρατολογία των Χιούι Νιούτον-Μπόμπι Σιλ στους Μαύρους Πάνθηρες. Η οικογένειά του είχε μετακομίσει στο Όκλαντ για να διαφύγει από τη συστηματική ακροδεξιά βία στον αμερικανικό Νότο. Στα 16 του χρόνια, χρειάστηκε την άδεια της μαμάς του για να ενταχθεί στην οργάνωση. Δύο μέρες μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε μια σύγκρουση της Αστυνομίας με τους Πάνθηρες, εκτελέστηκε εν ψυχρώ με 12 σφαίρες, ενώ είχε γδυθεί για να αποδείξει ότι είναι άοπλος…