Χειρότερος του Τραμπ
Η πρωτιά του Ζαΐρ Μπολσονάρο στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία θεωρούταν λίγο-πολύ δεδομένη. Αλλά η έκταση της εκλογικής του επιτυχίας αποτέλεσε σοκ. Με 49 εκατομμύρια ψήφους και 46% από τον πρώτο κιόλας γύρο, πέτυχε το καλύτερο αποτέλεσμα δεξιού υποψηφίου (αλλά και γενικότερα υποψηφίου) εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ο Μπολσονάρο «λεηλάτησε» τους πάντες. Ο εκλεκτός του μεγαλύτερου κόμματος της Δεξιάς, Τζεράλντο Αλκμίν, βυθίστηκε τελικά στο 4,8%. Οι υπόλοιποι δεξιοί υποψήφιοι των πιο παραδοσιακών κομμάτων εξαφανίστηκαν. Η Μαρίνα Σίλβα, που το 2014 αποτέλεσε την βασική «αντι-πολιτική» επιλογή (με ένα μίγμα προοδευτικής οικολογίας και συντηρητικής απεύθυνσης στους χριστιανούς ευαγγελιστές) με 21%, καταποντίστηκε στο… 1%.
Όλη η δεξιά δεξαμενή, όλη η «αντι-πολιτική» δεξαμενή, όλο το διάχυτο αντι-PT αίσθημα, κατευθύνθηκε στον ακροδεξιό υποψήφιο, εκτινάσσοντας τις ψήφους και το ποσοστό του.
Η άνοδος του Μπολσονάρο θυμίζει Τραμπ. Εμφανίστηκε ως «έξω από την παραδοσιακή πολιτική, καινούργιος και αδιάφθορος», ηγήθηκε μιας ακροδεξιάς στροφής/«εξέγερσης» της κοινωνικής βάσης της Δεξιάς και εκμεταλλεύτηκε την «αντι-πολιτική» διάθεση δίνοντάς της ακροδεξιό πρόσημο. Θυμίζει επίσης Τραμπ γιατί το δρόμο του έστρωσαν οι «καθωσπρέπει» δεξιοί που σήμερα δηλώνουν ανήσυχοι για το αν θα αποδειχθεί ανεξέλεγκτος. Αν στις ΗΠΑ, οι ρεπουμπλικάνοι έθρεψαν το ακροδεξιό Tea Party για να στήσουν μια δεξιά αντιπολίτευση στον Ομπάμα και τελικά θέρισαν… Τραμπ, στη Βραζιλία η Δεξιά έθρεψε την αντιδραστική επίθεση ενάντια στο PT για να θερίσει… Μπολσονάρο.
Αλλά όπως γράφαμε και σε προεκλογικό άρθρο, ο όρος «Βραζιλιάνος Τραμπ» μάλλον… κολακεύει τον Μπολσονάρο, όταν φτάνουμε στις πολιτικές του πεποιθήσεις και επιδιώξεις. Είναι χειρότερος. Με τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, έχουν γραφτεί αρκετά για τις απόψεις και τις δηλώσεις του και πλέον περιττεύει να εξηγήσουμε περισσότερα για το τι εκφράζει ο νοσταλγός της δικτατορίας επίδοξος πρόεδρος της Βραζιλίας.
Αλλά αυτό που σοκάρει περισσότερο δεν είναι η εκλογική επιτυχία, αλλά το υπόβαθρό της.
Το «άστρο» του Μπολσονάρο ανέβηκε σε ένα κλίμα κατακόρυφης κλιμάκωσης της καταστολής και του αυταρχισμού (στρατός στις φαβέλες του Ρίο, δολοφονίες αγωνιστών), ωμών παρεμβάσεων του κράτους (αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ, δίωξη Λούλα και απειλές στρατηγών για επέμβασή τους «αν δεν μείνει στη φυλακή») και αντιδραστικού μένους που καλλιεργήθηκε από την κορυφή του κράτους και της κοινωνίας και διαχύθηκε προς τα κάτω (βλ. το κλίμα στις δεξιές διαδηλώσεις υπέρ της ανατροπής της κυβέρνησης PT, όπου κυριαρχούσε το μίσος απέναντι στους φτωχούς, τους αφροβραζιλιάνους, τους ιθαγενείς, τους ομοφυλόφιλους, τους αριστερούς κ.λπ.).
Σε αυτό το φόντο, το «άστρο» του Μπολσονάρο δεν ήταν «εκλογικίστικο». Το δεύτερο που σοκάρει είναι η κινητοποίηση των οπαδών του, που θυμίζουν εμβρυακό «κίνημα». Με περιορισμένο τηλεοπτικό χρόνο (στηριζόταν από κόμμα με μόνο μία έδρα), βρήκε εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές στα σόσιαλ μίντια. Όταν τερματίστηκαν οι προεκλογικές εκδηλώσεις, οι οπαδοί του συνέχισαν με τη μορφή διαδηλώσεων. Σε αυτές, εκτός από το πρόσωπο του Μπολσονάρο σε μπλούζες, κυριαρχούσαν τα όπλα (ως παιχνίδια, ως πικέτες, ως μπλουζάκια). Το περιθωριακό κόμμα που τον στήριξε, εκτινάχθηκε από τη μία στις 52 έδρες (δεύτερο μεγαλύτερο μετά το PT που συγκέντρωσε 56, χάνοντας 13), δείγμα ενός ισχυρότερου μηχανισμού και μιας πολύ πιο συνειδητής «στράτευσης». Σε αυτούς τους οπαδούς υπόσχεται ο Μπολσονάρο εκτεταμένα δικαιώματα οπλοκατοχής, για την περίπτωση που δεν θα είναι αρκετή η πρόθεσή του να δώσει στην αστυνομία το ελεύθερο «να πυροβολά για να σκοτώνει» και να… παρασημοφορείται για αυτό.
Ο ρόλος της αστικής τάξης στις εκλογές είναι ένα ερωτηματικό. Τυπικά, ο δεξιός Αλκμίν θεωρούταν ο «εκλεκτός του κατεστημένου», γι’ αυτό και εντυπωσιάζει η καταβύθισή του. Σε μερίδα του «σοβαρού» οικονομικού Τύπου, εκφράζονται ενστάσεις, όχι τόσο για τις αντιδραστικές ιδέες του Μπολσονάρο βέβαια, όσο για την «ανεπάρκειά του» στα οικονομικά και γενικά στη διακυβέρνηση μιας χώρας. Από την άλλη, οι δυνάμεις που μεθόδευσαν τον αποκλεισμό του Λούλα από τις εκλογές, ήξεραν πολύ καλά ότι ο επόμενος δημοφιλέστερος και φαβορί για πρόεδρος θα ήταν ο Μπολσονάρο. Ενώ το ποσοστό του ακροδεξιού (και το αντίστοιχο του Αλκμίν) δεν θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί χωρίς άνωθεν στήριξη, σε μια χώρα που, όπως λένε όσοι την γνωρίζουν, κανείς δεν γίνεται πρόεδρος αν δεν έχει τουλάχιστον την ευνοϊκή ανοχή του παντοδύναμου μιντιακού ομίλου Globo TV. Είναι πιθανό η αστική τάξη να «ψήφισε» συνειδητά Μπολσονάρο και η μετακίνηση από τον Αλκμίν προς τον ακροδεξιό να ήταν «ενορχηστρωμένη». Είναι εξίσου πιθανό να έδειξε «ανοχή» στον Μπολσονάρο, στο όνομα της αντι-PT υστερίας και η κοινωνική της βάση να αποφάσισε πιο «αυθόρμητα» να στηρίξει απευθείας το «φαβορί» που μπορεί να αποκλείσει το PT απ’ την κυβερνητική εξουσία, από το να μπει στις περιπέτειες του δεύτερου γύρου.
Είτε ως συνειδητή επιλογή, είτε ως «παράπλευρη συνέπεια» με την οποία ήταν πρόθυμοι να παίξουν, οι ευθύνες τους είναι προφανείς σε κάθε σενάριο. Έχει όμως κάποιο ενδιαφέρον να προκύψει μια ακριβής ερμηνεία για να εκτιμήσει κανείς το μέλλον της Βραζιλίας.
Στον δεύτερο γύρο, θα βρεθεί ο Φερνάντο Χαντάτ, του PT. Στον πρώτο γύρο συγκέντρωσε 29%. Τα προεκλογικά υλικά στα οποία ο Λούλα ήταν πανταχού παρών δεν αρκούσαν τελικά για να του «μεταφέρουν» τη δημοφιλία του παλιού ηγέτη του PT. Η φίμωση του Λούλα (ακόμα και για συνεντεύξεις ή παρεμβάσεις μέσα από τη φυλακή) δεν του επέτρεψε να επαναλάβει τους άθλους του παρελθόντος, όταν «πήρε από το χεράκι» την Ντίλμα Ρούσεφ και της διασφάλισε δύο εκλογικές νίκες. Και όλοι γνώριζαν ότι αυτή ήταν η μόνη ελπίδα του Χαντάντ και του PT, που κατά τα άλλα βυθίζονται σε κρίση κι έχουν ως μοναδικό όπλο την ταύτιση του ιστορικού τους ηγέτη με τη λεγόμενη «χρυσή εποχή» για τους φτωχότερους (που δεν ήταν «χρυσή», αλλά σαφώς καλύτερη από την εποχή Ντίλμα και όλο και πιο εξιδανικευμένη καθώς τα πράγματα επιδεινώνονται δραματικά).
Μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο ως απίθανο να πετύχει ο Χαντάντ την ανατροπή, αν και κάποιοι αναλυτές κρατάνε μια μικρή επιφύλαξη, καθώς έχει κάπως μεγαλύτερη «δεξαμενή» από τον Μπολσονάρο (τους ψηφοφόρους πχ του κεντροαριστερού Τσίρο Γκόμεζ που ήρθε τρίτος με 13% κι έδωσε οδηγία «ενάντια στο φασισμό» για το δεύτερο γύρο ή απογοητευμένο κόσμο του PT που ίσως πάει να ψηφίσει «ενάντια στον Μπολσονάρο»). Αλλά θα είναι ένα μικρό θαύμα. Η γενική εικόνα είναι ότι το αντι-PT αίσθημα έχει κυριαρχήσει και η απογοήτευση της ευρύτερης/κοινωνικής Αριστεράς και του εργατικού στρατοπέδου δημιουργούν ένα χαμηλό «ταβάνι» που είναι δύσκολο να σπάσει, με πολύ βαριές τις ευθύνες του PT και της πολιτικής που ακολούθησε τα τελευταία 15 χρόνια για αυτήν την εξέλιξη…
Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο ότι η κάλπη θα είναι το «κοινωνικό αποτύπωμα» όλης της προηγούμενης ταραχώδους περιόδου. Με αυτήν την έννοια, οι καιροί στη Βραζιλία δείχνουν σκοτεινοί. Μοναδική ελπίδα οι τεράστιες προεκλογικές κινητοποιήσεις ενάντια στον Μπολσονάρο, που έδειξαν ότι σε επίπεδο δρόμου, το αριστερο-εργατικο-κινηματικό στρατόπεδο διατηρεί μια ισχυρή κοινωνική δυναμική. Αυτή άλλωστε είναι η μόνη που μπορεί να φράξει το δρόμο στην επέλαση της άγριας ρεβανσιστικής ακροδεξιάς…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά