Η ταινία «Ο ηλίθιος» του νέου Ρώσου σκηνοθέτη Γιούρι Μπίκοφ είναι ένα μικρό διαμάντι στην ευρωπαϊκή φιλμογραφία που αξίζει σοβαρά την προσοχή μας.
Πρόκειται για τη δεύτερη μόλις ταινία του 35χρονου σκηνοθέτη, ο οποίος ασχολείται σ’ αυτήν με καυτά κοινωνικά ζητήματα της χώρας του καθώς και με την ανάγκη κοινωνικής συνείδησης των πολιτών. Το σενάριο δεν είναι μεταφορά του ομώνυμου κλασικού μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, αν και έχει κάποιες θεματικές αναλογίες.
Ο υδραυλικός Ντίμα ανακαλύπτει ότι μια εργατική πολυκατοικία της σοβιετικής περιόδου σε μια μικρομεσαία πόλη της Ρωσίας πρόκειται να καταρρεύσει άμεσα λόγω της πολύ ελλιπούς συντήρησής της και της ανεύθυνης στάσης των τοπικών αρχών που διασπάθισαν τα σχετικά κονδύλια. Μέσα στη νύχτα ψάχνει να βρει τη δήμαρχο της πόλης, η οποία γιορτάζει τα γενέθλιά της σε τοπικό εστιατόριο, με σκοπό να ζητήσει να προστατευθούν οι εκατοντάδες ένοικοι της πολυκατοικίας. Εκεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τη Λερναία Ύδρα της εκτεταμένης διαφθοράς των τοπικών αρχών και ένας ολονύκτιος αγώνας αρχίζει με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Ο Μπίκοφ, που είναι ταυτόχρονα και σεναριογράφος, αποφασίζει να αναδείξει με ρεαλισμό, κοινωνική συνείδηση και δραματουργική δύναμη τον μοναχικό αγώνα ενός απλού ανθρώπου, ιδεαλιστή, ανθρωπιστή και με ισχυρή την αίσθηση της αλληλεγγύης για τους γύρω του, ενάντια στη γενικευμένη διαφθορά, τον κομφορμισμό της σιωπής και της απόσυρσης από τα κοινά, και την ασυδοσία της τοπικής ολιγαρχίας, υποταγμένης μέσα από διαπλεκόμενες διαδρομές με «επενδυτές» έργων του τοπικού δήμου. Μιας ολιγαρχίας που μοιάζει σε πολλά με τη σημερινή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία στις δυτικές χώρες και αλλού, η οποία είναι εντελώς κοντόφθαλμη, κοινωνικά αναίσθητη και ανεύθυνη, αδιάφορη για οτιδήποτε δεν εξασφαλίζει γρήγορο και άκοπο κέρδος, μιας ολιγαρχίας αδίστακτης και με «όπλα» την πολιτική εξουσία, την αδιαφορία των πολλών και το οργανωμένο έγκλημα, όταν χρειάζεται να προστατεύσει τις ανομίες της. Είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε ότι ο Μπίκοφ αναφέρεται στον μοναχικό αγώνα του υδραυλικού (που ερμηνεύεται με δύναμη από τον Αρτιόμ Μπιστρόφ), ο οποίος δεν συναντά οποιαδήποτε συλλογικότητα ή τοπικό κίνημα αφύπνισης του κόσμου και ελέγχου της τοπικής εξουσίας, γι’ αυτό και ο αγώνας του είναι μάλλον καταδικασμένος από την αρχή. Ταυτόχρονα κάνει έμμεση αναφορά στο γεγονός ότι η μετασοβιετική Ρωσία εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε υποδομές (δρόμους, δημόσια έργα, εργατικές πολυκατοικίες κ.λπ.) που κατασκευάστηκαν επί Σοβιετικής Ένωσης και τα οποία εκμεταλλεύονται οι τοπικές ολιγαρχίες για να πλουτίζουν με τις δήθεν αναβαθμίσεις, ανακαινίσεις ή ανακατασκευές τους.
Ο Μπίκοφ, όσο περνά η ώρα, εμφανίζει τα σκληρά και ωμά διλήμματα των πρωταγωνιστών του και καταγγέλλει, με καθαρό, έντονο και ασυμβίβαστο ύφος και με τη φόρμα του κοινωνικού δράματος, την αδιαφορία των τοπικών ελίτ για τις ανάγκες των πολλών φτωχών πολιτών, ακόμα και για την ίδια τους τη ζωή, και υμνεί τον ανιδιοτελή αγώνα του υδραυλικού ακόμα και ενάντια στην ίδια του την οικογένεια, προς το τέλος της ταινίας. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα αρκετοί «ηλίθιοι» σαν κι αυτόν!
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της ελβετικής πόλης Λοκάρνο το 2014, όπου βραβεύτηκε με τα βραβεία ανδρικής ερμηνείας για τον Αρτιόμ Μπιστρόφ και το βραβείο Ανθρωπισμού, και στη συνέχεια είχε επιτυχή πορεία σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Ευρώπης.