Το συμπέρασμα για τη σημερινή συγκυρία της απεργιακής άπνοιας και της κινηματικής αφλογιστίας είναι ότι ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος σε πολλαπλές περιπτώσεις σε μια τόσο κρίσιμη πενταετία (2010 – 15) ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των καιρών, με τις πανεργατικές κινητοποιήσεις και τις πολιτικές εκλογικές επιλογές. Εμείς ως Αριστερά και ταξικό εργατικό κίνημα δεν σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων.
Τόσο με την Πανεργατική Απεργία των ΓΣΔΕΕ – ΑΔΕΔΥ, που είχε υποστηριχθεί από τις ταξικές συνδικαλιστικές παρατάξεις, της 14-Δεκεμβρίου-2017, όσο και με την Πανελλαδική κινητοποίηση Εργατικών Κέντρων, Ομοσπονδιών και πρωτοβάθμιων σωματείων, χωρίς την συμμετοχή της ΓΣΕΕ, της 12-Ιανουαρίου-2018, απέναντι στα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης και το πολυνομοσχέδιο, η απεργιακή συμμετοχή που καταγράφηκε ήταν εξαιρετικά περιορισμένη φτάνοντας σε επίπεδα ναδίρ. Το ίδιο είχε συμβεί με τις πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις του Μαΐου 2016 και αντίστοιχα του Μαίου 2017, για την αποτροπή της ψήφισης των εφαρμοστικών νόμων του τρίτου μνημονίου, που δεν είχαν σημειώσει κανενός είδους στοιχειώδη εργατική συμμετοχή. Σε όλες αυτές τις συγκυρίες μάλιστα διακυβεύονται μείζονα κοινωνικά ζητήματα όπως ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, η υψηλή φορολόγηση των αυτοαπασχολούμενων μικροαστικών στρωμάτων, η παραπέρα ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσίας, ο δημοσιονομικός κόφτης, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί κατοικιών, οι τροποποιήσεις του συνδικαλιστικού νόμου σχετικά με τις προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας. Αποτέλεσμα αυτής της απουσίας λαϊκής απεργιακής συμμετοχής η αναποτελεσματικότητα των όποιων αποψιλωμένων κινητοποιήσεων και η κοινοβουλευτική επικύρωση αυτών των μέτρων.
Η εργατική εξέγερση προϊόν προτροπών των πρωτοποριών;
Αυτά αποτελούν μια αδιαμφισβήτητη αντικειμενικότητα που δεν μπορεί να αγνοείται, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με στρουθοκαμηλισμούς, γιατί αν μη τι άλλο, σ’ αυτή την περίπτωση αναπαράγεται συστηματικά η απόκρυψη των αιτιών αυτής της συνδικαλιστικής αφλογιστίας, και έτσι παρεμποδίζεται ο ουσιαστικός εντοπισμός των αληθινών όρων για την δυναμική επανάκαμψη του εργατικού κινήματος. Μπροστά σ’ αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα έρχεται συχνά πυκνά στις σκέψεις και στα χείλη αγωνιστών του εργατικού και αριστερού κινήματος η διαπίστωση ότι : «Ο κόσμος έχει υποστεί καθίζηση, δεν κινητοποιείται πλέον, έχει αποτραβηχθεί στην ιδιωτικότητά του, έχει λυγίσει κάτω από το βάρος των μνημονιακών πληγμάτων που έχει δεχθεί, έχει περιέλθει σε κατάσταση αδρανοποίησης». Μ’ άλλες λέξεις δεν φταίει η πορεία του πλοίου στο οποίο επιβαίνουμε, αλλά είναι το ζήτημα ότι ο γιαλός είναι στραβός, η δική μας πορεία είναι ορθή με βάση τις πολιτικές πυξίδες που έχουμε στα χέρια. Άλλωστε εμείς προβάλουμε αναγκαίες λαϊκές διεκδικήσεις και ανάγκες (προάσπιση συντάξεων, αποκατάσταση μισθών, αποτροπή αποκρατικοποιήσεων κοινωφελών υπηρεσιών και επιχειρήσεων κλπ.), και συνεπώς δεν ευθυνόμαστε εμείς για το αν η εργατική τάξη δεν κινητοποιείται.
Είναι όμως τα πράγματα έτσι, είναι το αριστερό κίνημα και ο ταξικός συνδικαλισμός «μπροστά», στις απεργιακές κινητοποιήσεις και στο δρόμο, και ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, των ανέργων και συνταξιούχων βρίσκεται «πίσω» και αδυνατεί, για πολλαπλούς λόγους, να ακολουθήσει τις «πρωτοπορίες» που έτσι βρίσκονται απομονωμένες; Ισχυριζόμαστε ότι τα πράγματα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο έτσι αν τα δούμε στην αλληλοδιαπλοκή των παραμέτρων (πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών) που συνθέτουν το σημερινό πρόβλημα. Και πολύ περισσότερο δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι οι ποικιλόμορφοι ακτιβισμοί της σημερινής περιόδου μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματική υπόσταση και κίνηση ενός αληθινού απεργιακού εργατικού κινήματος. Γιατί οι ακτιβισμοί (είτε πρόκειται για την προάσπιση του απεργιακού δικαιώματος, είτε για την προστασία της πρώτης κατοικίας κλπ.), παρόλο τον μαχόμενο φαινομενικό τους χαρακτήρα δεν δημιουργούν κοινωνικό κίνημα, και πολλές φορές διαμορφώνουν την ψευδαίσθηση ότι οι συμβολικές ακτιβίστικες κινήσεις είναι το ίδιο το κίνημα, το οποίο εντούτοις απουσιάζει.
Στην τελευταία οκταετία της καπιταλιστικής κρίσης και των αλλεπάλληλων μνημονίων η ελληνική εργατική τάξη και ο ευρύτερος κόσμος του λαϊκού κινήματος ανέδειξε μια σαφώς ώριμη και ρηξικέλευθη στάση που αποτυπώθηκε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο σε τρεις περιπτώσεις : Στην διάρκεια του πανελλαδικού απεργιακού κινήματος 2010 – 12 και στο κίνημα της Πλατείας Συντάγματος – Στις εκλογικές αναμετρήσεις των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και Ιουνίου 2012 καθώς και Ιανουαρίου 2015 – Στο Δημοψήφισμα για τα μνημόνια της 5ης-Ιουλίου-2015. Σε πόσες περιπτώσεις έπρεπε να καταγραφεί η πολιτική και κινηματική ανάταξη της εργατικής τάξης, των συνταξιούχων και της νεολαίας για να μπορούν να παραχθούν νικηφόρα αποτελέσματα;
Οι λαϊκές τάξεις θέλησαν, η Αριστερά μπόρεσε ;
Α) Στην πρώτη περίπτωση των πανεργατικών απεργιακών κινητοποιήσεων με αφορμή την ψήφιση του πρώτου και δεύτερου μνημονίου (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης συμμετείχε συστηματικά στη διάρκεια δύο ολόκληρων χρόνων απέναντι στις μειώσεις των μισθών, στην διογκούμενη ανεργία, στην αποψίλωση των συντάξεων, στην περικοπή των κοινωνικών δαπανών κλπ. Και βέβαια αυτές οι κινητοποιήσεις είχαν την υποστήριξη των ταξικών συνδικαλιστικών παρατάξεων (ΠΑΜΕ, Συσπειρώσεις, Τμήματα Εργατικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και μετέπειτα ΜΕΤΑ), όπως και την κάλυψη των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες και προφανώς ταυτόχρονα υπονόμευαν αυτό τον συνδικαλιστικό αγώνα με ποικίλους τρόπους.
Ωστόσο το κύριο χαρακτηριστικό υπήρξε η αυτοδύναμη εργατική απεργιακή συμμετοχή εφόσον ο κόσμος της μισθωτής εργασίας έβλεπε να κλονίζεται και να αποδομείται το κοινωνικό στάτους που είχε κατακτηθεί ταξικά στις μεταπολιτευτικές δεκαετίες. Η δυναμική αυτή είχε αυθεντικά χαρακτηριστικά, διασφάλιζε μαζικότητα, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον σε ορισμένες εμβληματικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις, διαπνέονταν από αγωνιστική ελπιδοφόρα στάση, μπροστά στα τόσα σοβαρά διακυβεύματα της συγκυρίας εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών. Συνεπώς επρόκειτο για μια ταξική αντιπαράθεση με την πιο κυριολεκτική σημασία του όρου που έφερνε σε ευθεία αντίθεση την ελληνική εργατική τάξη με τους αστικούς διαχειριστικούς κομματικούς μηχανισμούς, τα κέντρα της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, τους υπερεθνικούς ευρωπαϊκούς οικονομικούς θεσμούς. Η απονομιμοποίηση της αστικής κοινοβουλευτικής εξουσίας προσλάμβανε τεράστιες διαστάσεις, εξαιρετικά απειλητικές για την ίδια την αστική κοινωνική κυριαρχία, ιδιαίτερα μάλιστα με τις κινητοποιήσεις στην Πλατεία Συντάγματος που αντιμετώπισε την βίαιη αστυνομική καταστολή το καλοκαίρι 2011.
Β) Στην δεύτερη περίπτωση των εκλογικών αναμετρήσεων του Μαίου 2012, Ιουνίου 2012 και Ιανουαρίου 2015, καταγράφηκε η άνευ προηγουμένη εκλογική απονομιμοποίηση του ΠΑΣΟΚ και η εξίσου άνευ προηγουμένου εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ. Το πανεργατικό απεργιακό κίνημα της πρώτης μνημονιακής διετίας, παρόλες τις κινητοποιήσεις που είχε αναπτύξει, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την επιβολή των δύο πρώτων μνημονίων, και έτσι αναζήτησε μαζικά πολιτική διέξοδο «προς τα αριστερά». Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4,5% του Οκτωβρίου 2009 περνάει στο 17% του Μαίου 2012 και στη συνέχεια στο 27% του Ιουνίου 2012 για να καταλήξει στην σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Ιανουαρίου 2015 του 36,5%, πράγμα που επαναλαμβάνεται τον Σεπτέμβριο 2015. Την ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ το οποίο αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος της μνημονιακής πολιτικής ξεκινάει την καθοδική πορεία από το 44% (Οκτώβριος 2009) προς το 13% (Μάιος – Ιούνιος 2012) για να καταλήξει στο 4,5% (Ιανουάριος 2015) και στο 6,5% (Σεπτέμβριος 2015). Η κοινωνική λαϊκή βάση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στράφηκε μαζικά προς την ελληνική Ριζοσπαστική Αριστερά, ενώ η ΝΔ από το 33,5% του Οκτωβρίου 2009 μειώθηκε στο 28%-29% στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, και η μείωση αυτή διοχετεύτηκε προς την άνοδο της Χρυσής Αυγής στο 6,5%. Απεναντίας το ΚΚΕ ενώ φτάνει το 8,5% τον Μάιο του 2012, από εκεί και πέρα και μέχρι τον Σεπτέμβριο 2015 πέφτει στο 5,5%, ενώ η Ανταρσύα παραμένει σταθερά σε επίπεδο εκπροσωπήσεων της τάξης του 1%.
Η παράθεση αυτών των γνωστών εκλογικών αποτελεσμάτων γίνεται για να καταδειχθεί ότι ο εργαζόμενος κόσμος της λαϊκής βάσης της χρεοκοπημένης σοσιαλδημοκρατίας, αφού έδωσε την διετή απεργιακή μάχη, στράφηκε προς την Αριστερά, ενώ με την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που είχε προκύψει θα μπορούσε να έχει στραφεί και προς άλλες κατευθύνσεις αστικού αντιδραστικού χαρακτήρα. Αν αυτό δεν είναι δείγμα ουσιαστικής πολιτικής ωριμότητας της εργατικής τάξης, τότε τι είναι ; Και προφανώς στράφηκε προς την αριστερή εκείνη υποκειμενικότητα που έθετε το ζήτημα της άμεσης διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας από ριζοσπαστικές και αντιμνημονιακές θέσεις και ενωτικής απεύθυνσης προς το σύνολο των αριστερών δυνάμεων. Απεναντίας το ΚΚΕ, στο βαθμό που απέφευγε να συμμετάσχει σε μια συμμαχική συμπαράταξη και να θέσει το ζήτημα της κομμουνιστικής συμμετοχής στη διακυβέρνηση, όχι μόνον δεν συσπείρωσε ούτε ένα μικρό μέρος αυτής της μαζικής πολιτικής μετακίνησης, αλλά είδε τις δυνάμεις του σχεδόν να υποδιπλασιάζονται. Είναι αλήθεια ότι η μοναδική αριστερή πολιτική δύναμη που έθετε αυτά τα ζητήματα (συμμαχία όλων των αριστερών σχημάτων, διεκδίκηση της πολιτικής διακυβέρνησης, αντιμνημονιακός και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός) δεν ήταν άλλη από την Αριστερή Πλατφόρμα που λειτουργούσε εντός του ΣΥΡΙΖΑ, άλλο αν δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στη συνέχεια σ’ αυτό το μέγιστο ιστορικό καθήκον. Συμπερασματικά, και στη συγκυρία του καλοκαιριού 2012 ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος, που επί δεκαετίες παρέμενε εγκλωβισμένος στην σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, επέλεξε την Αριστερά στο εκλογικό επίπεδο, ως φορέα δυνητικής ανάδειξης και πραγματοποίησης των επιδιώξεών του. Ήταν δυνάμεις της Αριστεράς που του γύρισαν την πλάτη, ήταν σχηματισμοί της Αριστεράς που δεν κατόρθωσαν να οδηγήσουν αυτή την εκπροσώπηση σε μια αποτελεσματική πορεία (μειοψηφική θέση της Αριστερής Πλατφόρμας), ήταν η Αριστερά που χρησιμοποίησε εκ των υστέρων αυτές τις εργατικές πολιτικές εκπροσωπήσεις για την υποστήριξη και υλοποίηση της αστικής μνημονιακής πολιτικής (μικροαστική τεχνοκρατική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ).
Με μια ενωτική αντιμνημονιακή πολιτική κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης, οι δυνάμεις της Αριστεράς (Αριστερή Πλατφόρμα, ΚΚΕ, Ανταρσύα) θα διέθεταν στις εκλογικές αναμετρήσεις Ιουνίου 2012 και Ιανουαρίου 2015 επαρκείς δεκάδες βουλευτικών εδρών που θα μπορούσαν να «αιχμαλωτίσουν» την μικροαστική εκσυγχρονιστική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ (που θα διέθετε σαφώς μικρότερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση). Έτσι θα την υποχρέωναν να εφαρμόσει άμεσα ένα βασικό λαϊκό ριζοσπαστικό κυβερνητικό πρόγραμμα που θα άνοιγε νέους συγκρουσιακούς δρόμους εξέλιξης των πραγμάτων. Στην αντίθετη περίπτωση θα καταψήφιζαν την κυβέρνηση και θα την ανέτρεπαν διεκδικώντας την πλειοψηφία στην επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση. Και αν ακόμη οι μικροαστοί τεχνοκράτες του ΣΥΡΙΖΑ συμμαχούσαν με τις αστικές μνημονιακές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), όπως έγινε τον μοιραίο Αύγουστο 2015, θα είχαν απόλυτα ελεύθερο το αντιπολιτευτικό πεδίο απέναντι στο τριπλό αυτό μνημονιακό αστικό τόξο, με πολύ σημαντικές προοπτικές πλειοψηφικής λαϊκής συσπείρωσης.
Γ) Σε ένα τρίτο επίπεδο στην περίοδο Ιουνίου 2012 – Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015, διαμεσολάβησαν μεταλλάξεις στη συνολική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που συνέχιζε να διατηρεί τις λαϊκές του εκπροσωπήσεις, οι οποίες και τροποποίησαν ριζικά το τοπίο. Ενώ οι εργατικές εκπροσωπήσεις παρέμεναν αποκλειστικά στο εκλογικό επίπεδο (χωρίς να μετασχηματίζονται σε οργανικές σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ και εργατικής τάξης), ο ίδιος ο πολιτικός σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς κυριαρχήθηκε από τις μικροαστικές εκσυγχρονιστικές δυνάμεις του ΣΥΝ στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που ξεκίνησε την σταδιακή διολίσθηση προς την αστική πολιτική, καθώς είχε δρομολογηθεί η πορεία προς την διακυβέρνηση της χώρας, με την ακύρωση του συνεδριακού προγράμματος, την ελαχιστοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, και τελικά την ακύρωση και αυτών τούτων των στοιχειωδών σοσιαλδημοκρατικών εξαγγελιών του τελευταίου. Οι λαϊκές εκπροσωπήσεις αποτέλεσαν αντικείμενο «χρησιμοποίησης» για να μπορέσει να ξεδιπλωθεί ολόκληρο το αστικό διαχειριστικό προσωπείο του πυρήνα της ιστορικής ανανεωτικής Αριστεράς, οδηγώντας στη νομιμοποίηση των δύο πρώτων μνημονίων και στην ψήφιση του τρίτου μνημονίου και των εφαρμοστικών του νόμων (Μάιος 2016 - 2017, Ιανουάριος 2018).
Ως η τρίτη δύναμη της ελληνικής Αριστεράς, ως Αριστερή Πλατφόρμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ακολουθήσαμε την αναγκαία τακτική του «εντός, εκτός και άλματος προς τα μπρός», και γι’ αυτό στο τέλος, παρόλη την κοινοβουλευτική μας στάση που έσωσε την τιμή του αριστερού κινήματος την τελευταία στιγμή (καταψήφιση του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο 2015) βρεθήκαμε ουσιαστικά στο «κενό». Αποδεχθήκαμε τον ρόλο της «θεσμικής αντιπολίτευσης» εντός των ορίων του ΣΥΡΙΖΑ (τη στιγμή που αυτός μεταλλασσόταν ταχύτατα), δεν δώσαμε υλική μορφή σε οργανικές σχέσεις με τα λαϊκά στρώματα που είχαν στηρίξει εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν μετασχηματίσαμε τις θέσεις μας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, συρθήκαμε και εμείς στη λογική της «κοινοβουλευτικής αναμονής» και του εκλογικισμού, δεν διαμορφώσαμε κοινωνικό κίνημα σε αντιστοιχία με το εργατικό λαϊκό μας σώμα, επιχειρούσαμε διαλεκτικές συνθέσεις τη στιγμή που η απέναντι πλευρά ήταν κάθετα εχθρική και μικροαστικός τοίχος που κινούνταν στις δικές της εκσυγχρονιστικές συντεταγμένες, μ’ άλλες λέξεις δεν μετατρέψαμε την εκλογική λαϊκή εκπροσώπηση σε ισχυρή εργατική μαζική δύναμη, ικανή την αναγκαία στιγμή να μπορεί να επιβάλλει μια ριζοσπαστική αντιμνημονιακή πορεία. Μ’ αυτή την έννοια, σε τελική ανάλυση, και εμείς δεν ανταποκριθήκαμε με επάρκεια, συνείδηση και αποφασιστικότητα στον ρόλο που μας ανέθετε η αριστερή στροφή του μισθωτού εργαζόμενου κόσμου, των ανέργων, της νεολαίας και των συνταξιούχων. Δώσαμε τη μάχη στο αντίπαλο γήπεδο του αστικού κοινοβουλευτισμού και την χάσαμε (Αύγουστος 2015) και δεν προετοιμάσαμε αυτή την αντιπαράθεση στα ταξικά γήπεδα του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Λειτουργήσαμε με τα δυο πόδια εντός του μεταλλασσόμενου ΣΥΡΙΖΑ, αποδεχόμενοι σε τελική ανάλυση την ασφυκτική μικροαστική ηγεμονία, δεν λειτουργήσαμε με το ένα πόδι εκτός του ΣΥΡΙΖΑ (στο πεδίο της κοινωνικής ταξικής διαπάλης), και έτσι δεν σταθήκαμε επαρκείς να κάνουμε το «άλμα προς τα μπρός».
Δ) Τέλος ο επίλογος αυτής της πορείας διαδραματίστηκε με το Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, όπου για μια καινούρια φορά ο κόσμος της εργατικής τάξης, της νεολαίας και όλων των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, επέτυχε το μέγιστο για την Αριστερά ιστορικά ποσοστό του 62% (πράγμα που μόνο με την εαμική περίοδο του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1940 μπορούσε να συγκριθεί), μέσα από μια αυθεντική αντιπαράθεση των δύο ταξικών συνασπισμών, λαϊκού και αστικού. Και σ’ αυτή την περίπτωση το μεν ΚΚΕ, παρόλη την καταφανέστατη λαϊκή ετυμηγορία του «όχι», απείχε από την μάχη του δημοψηφίσματος, αναδεικνύοντας μια εξαιρετικά στρεβλή, αν μη τι άλλο, αντίληψη για την ταξική πάλη του κινήματος σε όλα τα επίπεδα. Η δε μικροαστική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, μετατρέποντας το «όχι» στο «ναι» στο τρίτο μνημόνιο, καταβαράθρωσε τις εργατικές λαϊκές εκπροσωπήσεις στα τάρταρα, με ανυπολόγιστες μέχρι σήμερα συνέπειες για το μέλλον του κινήματος και της Αριστεράς. Η Αριστερή Πλατφόρμα και η Ανταρσύα που δώσαμε τη μάχη του Δημοψηφίσματος δεν είχαμε πλέον τις δομές, τις εργατικές αντιστοιχήσεις, την ιδεολογική αίγλη, τις κοινωνικές συγκροτήσεις να μετατρέψουμε την λαϊκή αυτή ψήφο σε κινηματική δύναμη αποτροπής του τρίτου μνημονίου και της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ που άλλαζε στρατόπεδο.
Το συμπέρασμα για τη σημερινή συγκυρία της απεργιακής άπνοιας και της κινηματικής αφλογιστίας είναι ότι ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος σε πολλαπλές περιπτώσεις σε μια τόσο κρίσιμη πενταετία (2010 – 15) ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των καιρών, με τις πανεργατικές κινητοποιήσεις και τις πολιτικές εκλογικές επιλογές. Εμείς ως Αριστερά και ταξικό εργατικό κίνημα δεν σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων, του γυρίσαμε την πλάτη, βυθιστήκαμε στον αυτόκλητο πολιτικό μας υποκειμενισμό, και τώρα κάνουμε λόγο, με περισσή αυτάρκεια, για την καθίζηση του κινήματος, για το ότι η εργατική τάξη δεν μας ακολουθεί, για την απεργιακή «έρημο» που ζούμε και ξαναζούμε. Δεν είναι στραβός ο γιαλός, εμείς στραβά αρμενίσαμε και από πολλές πλευρές συνεχίζουμε να το κάνουμε και σήμερα. Κι’ ακόμη χειρότερα στρουθοκαμηλίζοντας και αποκρύβοντας αυτές τις αλήθειες από τα ίδια μας τα μάτια, αποδιώχνοντας τις ευθύνες μας από την ίδια μας τη σκέψη.