Στην υλοποίηση ενός τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος προχωρά η κυβέρνηση της ΝΔ.
Στην τελική ευθεία βρίσκονται οι διαδικασίες για την αγορά των γαλλικών πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ. Ταυτόχρονα προχωρούν αυτές για την προμήθεια πυραύλων αέρος-αέρος Meteorκαι ΕXOCETπου προορίζονται για τα πολεμικά πλοία. Επίσης προχωρά η αναβάθμιση των F-16 και ετοιμάζεται η αγορά 4 φρεγατών πολλαπλού ρόλου (μάλλον θα επιλεχθούν αυτές των ΗΠΑ ως πιο ευέλικτες, και όχι οι γαλλικές Μπελχάρα). Τέλος, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα υποβάλει σύντομα στο αντίστοιχο των ΗΠΑ αίτημα για την αγορά των «αόρατων» και υπερσύγχρονων F-35.
Όπως δήλωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με μεγάλη περηφάνεια, κατά την ομιλία του στη Βουλή για τον προϋπολογισμό, το συνολικό πρόγραμμα θα φτάσει τα 11,2 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα 3 χρόνια. Και όχι μόνο. Στο ποσόν αυτό πρέπει να προσμετρηθούν τα 4 δισ. ευρώ που δίνει ετησίως η Ελλάδα για νατοϊκές δαπάνες. Να σημειώσουμε δε, ότι κατά το 2019 η Ελλάδα κάλυψε 2,24% του ΑΕΠ της για αυτές τις δαπάνες και «κέρδισε» τη δεύτερη θέση σε ποσοστό ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ. Η Τουρκία έχει μείνει πίσω στην κατάταξη.
Αυτός ο πακτωλός χρημάτων θα διατεθεί με άνεση τη στιγμή που η πανδημία «τρέχει», η οικονομική κρίση βαθαίνει, και οι δύο μαζί αφήνουν πίσω τους θύματα. Το ΕΣΥ νοσεί σοβαρά, οι άνεργοι φτάνουν το 1 εκατομμύριο, οι μισθοί συμπιέζονται όλο και περισσότερο, οι εργασιακές σχέσεις κατακρημνίζονται.
Οι συνολικές δαπάνες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας εκτινάσσονται στα 5.495.920.000 ευρώ για το 2021, ενώ αυτές του 2020 ήταν 3.397.000.000. Είναι οι μόνες που -μαζί με αυτές του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη- παρουσιάζουν αύξηση. Και μάλιστα την ώρα που στο προϋπολογισμό του 2021 οι δαπάνες για την Υγεία μειώνονται κατά 572 εκατ. ευρώ,ενώ αντίστοιχη εικόνα μείωσης ή στασιμότητας παρουσιάζουν όλα τα κονδύλια των «κοινωνικών» υπουργείων και εκείνα των δημόσιων επενδύσεων.
Ο προϋπολογισμός του 2021, όπως και κάθε προϋπολογισμός, δείχνει τη «γραμμή» του συστήματος και καταγράφει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης.
Έτσι σε αυτόν η απλόχερη ενίσχυση των επιχειρήσεων και η εφαρμογή ενός προγράμματος ακραίου νεοφιλελευθερισμού πηγαίνει μαζί με την υλοποίηση ενός ευρύτατου προγράμματος στρατιωτικοποίησης.Γιατί μαζί με τα νούμερα για τα εξοπλιστικά προγράμματα χρειάζεται να υπογραμμίσουμε τις δαπάνες για τα λειτουργικά έξοδα των «εθνικών μας δυνάμεων», που αφορούν τα μισθολογικά του νυν υπεράριθμου προσωπικού και των προσλήψεων που θα γίνουν σε επαγγελματίες οπλίτες (15.000) και σε οπλίτες βραχείας ανακατάταξης (3.000). Εδώ πρέπει να προσμετρήσουμε και τη συντήρηση εκατοντάδων στρατοπέδων και δεκάδων βάσεων.
Ο Μητσοτάκης και οι υπουργοί του εξήγησαν αυτήν την επιλογή με τα εξής: «Απέναντι στην Τουρκία, αξιοποιούμε όλα τα όπλα, διπλωματικά και στρατιωτικά». Η Ελλάδα «χάρη στις διεθνείς σχέσεις της και τη στρατιωτική ισχύ της, μετατρέπεται σε δύναμη με καθοριστικό ρόλο στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου». Ακόμα κι από την τελευταία διατύπωση, φαίνεται ότι αυτές οι δαπάνες δεν είναι αμυντικές, κάτι που μπερδεύει συχνά πολύ κόσμο. Οι πύραυλοι αέρος-αέρος, τα διάφορα ηλεκτρονικά συστήματα με τα οποία θα εξοπλιστούν πολεμικά πλοία και αεροπλάνα, ο εφοδιασμός με όπλα ηλεκτρονικής κατεύθυνσης, με όπλα που μπορούν να φτάσουν στο βάθος της Τουρκίας ή στην Τεχεράνη, δεν είναι αμυντικά. Αλλά όπως και να ’χει, χρειάζεται να δούμε καθαρά ποιος κερδίζει και μαζί με ποιους από αυτά τα όπλα. Τα διπλωματικά όπλα, οι διεθνείς σχέσεις, είναι η κάλυψη που δίνει στο ελληνικό κράτος η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι ανταγωνισμοί και «παζάρια» που γίνονται στα πλαίσια αυτών των λυκοσυμμαχιών. Είναι η κάλυψη που δίνει προς το παρόν η στάση των ΗΠΑ, που επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία, εν ονομάτι των S-400 και θέλοντας να υλοποιήσει με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους το σχεδιασμό για ένα τόξο άμυνας/επίθεσης από Πολωνία μέχρι Μέση Ανατολή.
Τα στρατιωτικά όπλα είναι το γιγάντιο εξοπλιστικό πρόγραμμα που περιγράψαμε παραπάνω.
Η προοπτική αυτή δεν αφορά τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας στην Ελλάδα. Δίνει λάθος σήμα και στο λαό της απέναντι πλευράς του Αιγαίου. Είναι όπλα που αφορούν στη λεία και τη μοιρασιά αγωγών και θαλάσσιων ζωνών. Από όλα αυτά, τα κέρδη θα μοιραστούν ανάμεσα σε εγχώριες και πολυεθνικές εταιρίες, ενώ ο κόσμος μας θα υποστεί το κόστος. Και μακάρι αυτό να «περιοριστεί» στα χρήματα. Γιατί μπορεί να επεκταθεί σε ζωές…
Στη ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, Ελληνική Λύση ψήφισαν υπέρ των λεγόμενων «αμυντικών» δαπανών. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25 ψήφισαν «παρών». Το ΚΚΕ ήταν το μόνο που διαχωρίστηκε και ευτυχώς ψήφισε κατά. Αξίζει να σταθούμε στα όσα είπαν τα κόμματα που αναφέρονται στην Αριστερά.
Το ΜΕΡΑ25, δια στόματος Βαρουφάκη, ασχολήθηκε ελάχιστα. Κατέθεσε ένα σχέδιο αξόνων για την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις που είναι επανάληψη των όσων γράφει στη διακήρυξή του. Και εδώ φαίνεται ότι για το ΜΕΡΑ25 προκρίνεται μια «άλλη διαχείριση», χωρίς ρήξεις με ΕΕ-ΝΑΤΟ και εγχώρια «επιχειρηματικότητα». Το ΜΕΡΑ25 επαναλαμβάνει από τη σκοπιά της προστασίας του περιβάλλοντος και σωστά τη θέση «αφήστε το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στο βάθος της Μεσογείου», μόνο που αυτό δεν αρκεί σε τέτοια περίοδο όξυνσης οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Το «παρών» του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτυπώνει την αλήθεια αυτών που υποστήριξαν Τσίπρας και πρώην υπουργοί στη Βουλή. Η επιλογή του «παρών» ήταν αποτέλεσμα επιφανειακών εσωτερικών ισορροπιών και μια ελάχιστη προσπάθεια για να μην αποκοπεί πλήρως από ένα αριστερό δυναμικό. Το «πώς να σας εμπιστευτούμε για να υπερψηφίσουμε τις αμυντικές δαπάνες μετά από όλα αυτά; Δεν καταψηφίζουμε την αύξηση των δαπανών, αλλά και δεν σας δίνουμε λευκή επιταγή χωρίς σχέδιο και χωρίς στρατηγική» σημαίνει ΣΥΝΑΙΝΟΥΜΕ. Αξίζει όμως να πούμε ποια είναι τα «όλα αυτά» μετά από τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν μπορεί να εμπιστευτεί» την κυβέρνηση. Είναι, σύμφωνα πάντα με τον Αλέξη Τσίπρα, οι προειδοποιήσεις για το Oruc Reis στα ανοιχτά της Κύπρου (πόσο ανοιχτά δηλαδή;), η παρουσία του Oruc Reis στα 6νμ έξω από το Καστελόριζο (αλήθεια τόσο απέχει το Καστελόριζο από τις τουρκικές ακτές; Σίγουρα πάντως όχι 12 μίλια), για την «αποτυχία» της κυβέρνησης στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 10-11/12 «που μπορεί να εξελιχθεί στη μεγαλύτερη εθνική ήττα της νεότερης γενιάς μας» (μετά από μνημόνια, μεσοπρόθεσμα κι αντίστοιχους νόμους, πώς ισχυρίζεται κάποιος υπεράσπιση της νέας γενιάς;). Αντίστοιχα, ο Γιώργος Κατρούγκαλος τόνισε «δυστυχώς, αυτά που έχω να προσάψω στην κυβέρνηση για την εξωτερική πολιτική ξεπερνούν κατά πολύ τα ατοπήματα του κρατικού προϋπολογισμού» (και εμάς, μας ξεπερνούν τα νούμερα νεκρών, διασωληνωμένων και κρουσμάτων).
Ήταν αναμενόμενο ότι αυτή η πατριωτική επιχειρηματολογία θα λοιδορούνταν. Έτσι ο Μητσοτάκης μίλησε για «πατριωτισμό με ξένα κόλυβα» και αξιοποίησε υποκριτικά την επίκληση στην «αλληλεγγύη ελληνικού και τούρκικου λαού».
Το ΚΚΕ με το «όχι» του «έσπασε» την ασφυκτική κι επικίνδυνη συναίνεση. Ανέδειξε τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, το ρόλο των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών και τις βλέψεις της ελληνικής κυρίαρχης τάξης συμμετέχοντας σε αυτούς. Κατήγγειλε τη συμμετοχή ελληνικών ένοπλων δυνάμεων σε εκστρατείες όπως στο Μάλι και αλλού. Και έθεσε το μεγάλο ερώτημα «Ποιο είναι, αλήθεια, το νόημα των συχνών και πυκνών ασκήσεων των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις δυνάμεις του Ισραήλ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο;». Δεν απάντησε σε όλα όσα έπρεπε. Μιλώντας συνέχεια για δίκαια κυριαρχικά δικαιώματα, μιλώντας κυρίως για «νατοϊκούς» εξοπλισμούς κι όχι για τους εξοπλισμούς γενικότερα, λέγοντας ότι η Τουρκία παραμένει το μακρύ χέρι του ΝΑΤΟ στην περιοχή, προσπέρασε για ακόμα μια φορά την πραγματικότητα. Που αυτή λέει (όπως το έχει παραδεχτεί και το ΚΚΕ) ότι τα 12 μίλια σημαίνουν πόλεμο.Μπλοκάρει έτσι ταξικά και αντιπολεμικά αντανακλαστικά του δικού του δυναμικού και ενός ευρύτερου αριστερού κόσμου.
Το ζήτημα της πάλης ενάντια στους εξοπλισμούς είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Είναι ζήτημα εξασφάλισης πόρων για την υγεία, την παιδεία, για όλες τις υποδομές που ωφελούν τον εργαζόμενο κόσμο. Η πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς είναι ζήτημα προτεραιότητας της ειρήνης απέναντι στον πόλεμο. Ένας«ρεαλισμός» που λέει ότι όσο εξοπλιζόμαστε, τόσο τον απομακρύνουμε, έχει αποδειχθεί στην ιστορία πολλές φορές ψεύτικος. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, στην περίοδο της σημερινής βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, οι εξοπλισμοί οξύνουν ανταγωνισμούς και φέρνουν πιο κοντά θερμά επεισόδια, πολέμους και αιμορραγίες στους κοινωνικούς προϋπολογισμούς της κάθε χώρας. Στο Rproject ξεκινήσαμε μια προσπάθεια αποκάλυψης του τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτό το πεδίο των λεγόμενων «αμυντικών» δαπανών, μια προσπάθεια σύνδεσης με τα αιτήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Θα συνεχίσουμε την αρθρογραφία μας, θα συνεχίσουμε τις προσπάθειές μας στη δημιουργία ενός μετώπου αγωνιστών-στριών, σωματείων, οργανώσεων που θα προβάλουν το «ΣΤΟΠ στους εξοπλισμούς: Βλάπτουν σοβαρά την υγεία, την παιδεία, την εργασία, τα δικαιώματα, την ειρήνη, το περιβάλλον».