Το τελευταίο διάστημα, μέσα από καταγγελίες για γνωστά πρόσωπα του θεατρικού χώρου, έχει ανοίξει το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης, της εκμετάλλευσης και της σωματικής, λεκτικής ή και ψυχολογικής βίας.

Η χιονοστιβάδα καταγγελιών ξεκίνησε από τον χώρο του αθλητισμού, με τη δημόσια καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για βιασμό, και συνεχίζεται αυτές τις μέρες και στο χώρο του πολιτισμού. Με αυτό τον τρόπο ήρθε στην Ελλάδα το κίνημα #MeToo.

Το #MeToo σχετίζεται με την εργοδοτική αυθαιρεσία, η οποία εντείνεται από τους μνημονιακούς, αντεργατικούς νόμους λιτότητας. Όπως λοιπόν γίνεται σε όλους τους εργασιακούς χώρους έτσι και στο θέατρο, οι εργοδότες, όντας συχνά και θιασάρχες, έχουν το ελεύθερο να ασυδοτούν απέναντι στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες χωρίς να τους εμποδίζει κανένας νόμος. Η εργοδοτική αυθαιρεσία στο θέατρο χτίστηκε πάνω σε τρεις παράγοντες: τους νόμους που δίνουν τη δυνατότητα στον εργοδότη να καταπατά τα δικαιώματα των εργαζομένων, την αύξηση της ανεργίας, που είναι το δυνατό χαρτί των εργοδοτών για να εκβιάζουν τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες (είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσης αυξήθηκε η εργοδοτική αυθαιρεσία), και το υποθετικό μάθημα που δίνει ο έμπειρος θιασάρχης στον νέο και άπειρο ηθοποιό (μια θεωρία που υπάρχει χρόνια στο χώρο του θεάτρου). 

Διεκδικήσεις 

Γι’ αυτούς τους λόγους το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) και οι εργαζόμενοι/ες του θεάτρου οφείλουν να θέσουν και πάλι αιτήματα που περιορίζουν την αυθαιρεσία των εργοδοτών. Ένα βήμα είναι η διεκδίκηση των συλλογικών συμβάσεων, που προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και εμποδίζουν τους εργοδότες να προσαρμόζουν τις ατομικές συμβάσεις ανάλογα με το κέρδος τους. Σημαντικό, επίσης, αίτημα είναι και αυτό που αφορά την ασφάλιση και την υγειονομική περίθαλψη. Τέλος, η σύσταση του πειθαρχικού συμβουλίου στο ΣΕΗ, το οποίο θα προστατεύει τον εργαζόμενο και την εργαζόμενη και θα του/της παρέχει δωρεάν ψυχολογική και νομική υποστήριξη, είναι μια σημαντική κίνηση, της οποίας την εξέλιξη και συνέχεια αναμένουμε. 

Το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης στους χώρους εργασίας αναδεικνύει επίσης και το ζήτημα των έμφυλων διακρίσεων και του σεξισμού. Ο χώρος του θεάτρου είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος, όπως και οι πολλοί εργασιακοί χώροι. Επίσης είναι γεγονός ότι τα περισσότερα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης είναι γυναίκες και οι θύτες άντρες. Οι σεξιστικές συμπεριφορές υπάρχουν διάχυτες μέσα στην κοινωνία και ενισχύθηκαν το τελευταίο διάστημα. Είναι γνωστό ότι η βία κατά των γυναικών και η ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκαν την περίοδο της καραντίνας. Οπότε είναι σημαντικό να αναδειχθούν στα σωματεία και στους χώρους δουλειάς τα αντισεξιστικά αιτήματα, που βάζουν στο στόχαστρο το σεξισμό, τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση και την καταπίεση. 

Κυβερνητική υποκρισία

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση αδιαφορεί και παρέχει κάλυψη στους θύτες, όπως έγινε στην περίπτωση του Λιγνάδη, ενισχύει αυτή την ανάγκη. Οι δηλώσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, που στα λόγια στηρίζει τα θύματα, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, αν συνυπολογίσουμε τον περιορισμό και το κλείσιμο των δομών στήριξης κακοποιημένων γυναικών, την έλλειψη δωρεάν ψυχολογικής, νομικής και υγειονομικής υποστήριξης που είναι αναγκαίες για τα θύματα έμφυλης βίας, το κλείσιμο πολλών παιδικών σταθμών, που δεσμεύει τις γυναίκες με την απλήρωτη εργασία στο σπίτι, καθώς και την αύξηση της ανεργίας, που πλήττει κυρίως τις γυναίκες και τις αναγκάζει να παραμένουν σε δουλειές στις οποίες βιώνουν κακοποίηση. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συνεχίζει να διατηρεί εχθρική στάση απέναντι στον πληττόμενο εργαζόμενο κόσμο στο χώρο του πολιτισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού να μην παρέχει καμία βοήθεια στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες στον καλλιτεχνικό χώρο. Την ίδια ώρα που δίνονται από την κυβέρνηση υπέρογκα ποσά για εξοπλισμούς, για την αστυνομία και για την ενίσχυση μεγάλων επιχειρηματικών κύκλων, μένουν στο περιθώριο οι κλάδοι που πλήττονται. 

«Να μιλάμε ανοιχτά»

Σε μια περίοδο που ο πάγος σπάει και σε καθημερινή βάση λύνουν τη σιωπή τους άνθρωποι που βίωσαν την εκμετάλλευση και την κακοποίηση, το κίνημα #MeToo στην Ελλάδα μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει παίρνοντας ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και σε άλλους εργασιακούς χώρους, όπως χαρακτηριστικά μας είπε η Φαίδρα Κοτέα, σπουδάστρια δραματοθεραπείας: «Νιώθω πολλή χαρά ως άτομο αυτής της κοινωνίας με το γεγονός ότι αρχίζουμε να μιλάμε ανοιχτά για θέματα κακοποίησης και παρενόχλησης στον εργασιακό τομέα και γενικότερα στις ζωές μας. Προσδοκώ να επεκταθεί αυτό και σε άλλους χώρους, ή σε όλους τους χώρους όπου υπάρχει βία, να ακουστούν οι φωνές ανθρώπων που δεν έχουν “όνομα”, φωνές που δεν θα ακουστούν εύκολα ούτε θα τους δώσει κάποιος βήμα στα κανάλια. Να δοθεί και να δώσουμε και εμείς οι ίδιοι χώρο στο να ακουστούν και αυτές οι φωνές». Ένας αγώνας που πρέπει να δώσουμε είναι να συνεχίσει να κινείται το κίνημα #MeToo σε ριζοσπαστικό δρόμο και να μην υποπέσει σε λογικές «κίτρινου τύπου», όπως επιδιώκουν να γίνει τα ΜΜΕ. Όπως το λέει η Ζωή Μπιτχαβά, τριτοετής σπουδάστρια δραματικής σχολής: «Ελπίζω, εύχομαι, παλεύω, στηρίζω και αγωνίζομαι με κάθε μέσο ώστε το κίνημα που γεννήθηκε να μην καταλήξει σαν μια φούσκα που έσκασε και ξεχάστηκε. Ήρθε για να μείνει. Ήρθε για να μπορέσουμε να μιλάμε, να μην ντρεπόμαστε, να εκφραζόμαστε ελεύθερα!» Τέλος, είναι μια πολύ κρίσιμη και σημαντική στιγμή για τον καλλιτεχνικό χώρο και όχι μόνο, η οποία έχει τη δυνατότητα να γεννήσει κάτι καινούργιο, απαλλαγμένο από τα κακώς κείμενα του παρελθόντος, όπως μας είπε και ο Σπύρος Μπέτσης, θεατρολόγος-θεατρικός συγγραφέας: «Ίσως είναι χρήσιμο κάποιες φορές να σταματάμε τον φρενήρη ρυθμό των καιρών μας. Να αναδυθούν αλήθειες και να γκρεμιστούν οι παθογένειες της έπαρσης. Μέσα από αυτήν τη δραστηριότητα όπως συμβαίνει τον τελευταίο καιρό, είναι η στιγμή να δοθεί απλόχερα και χωρίς βιασύνη ο χώρος για να ανθίσει η αλήθεια, να φωτιστούν και οι πιο σκοτεινές γωνιές κάποιων ψυχών που τις πάγωσε το φοβέρισμα κάποιων “κυρίων”. Ας κυοφορηθεί με υπομονή και ευθύνη η αλλαγή, και μόλις τα εμπόδια ξεπεραστούν να γεννηθεί ένα θέατρο ανοιχτό για όλους και για όλες, γεμάτο ευκαιρίες και χωρίς υποδείξεις».

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες