Ο Αλ. Τσίπρας ανέβηκε στη ΔΕΘ έχοντας τη δυνατότητα να σκοράρει εύκολα, μετά την φανερή αποτυχία του Μητσοτάκη που είχε ήδη αρχίσει να καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.

Ο Τσίπρας δεν το κατάφερε. Όπως σωστά έγραψε ο Στ. Κούλογλου, το ματς στη ΔΕΘ έμεινε στην «ισοπαλία» των εντυπώσεων. Όμως, ως γνωστόν, οι ισοπαλίες αρκούν σε όποιον προηγείται…

Ο χειρότερος αντίπαλος του Τσίπρα σε αυτό το ματς, ήταν ο ίδιος ο εαυτός του και η μνήμη για το κυβερνητικό έργο του κόμματός του, που σήμερα εγκλωβίζει τον ΣΥΡΙΖΑ σε υποσχέσεις για ρετουσαρίσματα του συστήματος, θέτοντας κάθε ανατρεπτική ιδέα, ακόμα και τις μετριοπαθείς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, εκτός συζήτησης.

Η ΔΕΘ υπήρξε εμβληματική για την πορεία του Αλ. Τσίπρα. Εκεί εξήγγειλε κάποτε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Ένα πρόγραμμα που είχε τότε ξεσηκώσει μεγάλες συζητήσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και εμείς δεν είχαμε τσιγκουνευτεί στις κριτικές μας σε αυτό. Όμως αν συγκριθεί με τις σημερινές εξαγγελίες του Τσίπρα, η χαοτική διαφορά θα προκαλέσει μελαγχολία.

Εκείνο το πρόγραμμα αναφερόταν σε ένα δυναμικό κοινωνικό υποκείμενο, την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές δυνάμεις, καλώντας σε ενεργοποίηση προς ένα «σκοπό», προς την εκπλήρωση ενός «συνολικού αφηγήματος»: την ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, ως πρώτο σταθμό για μια συνολικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας (τα θεωρητικοπολιτικά προβλήματα αυτού του σχήματος μας είναι γνωστά, άλλωστε παρουσιάστηκαν στη συνέχεια των εξελίξεων, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα του παρόντος άρθρου). Φέτος ο Τσίπρας απέφυγε όπως ο διάολος το λιβάνι να εντάξει το αίτημά του για κυβερνητική αλλαγή σε οποιοδήποτε γενικότερο «σχέδιο» για την αλλαγή της κοινωνίας. Παρουσίασε έτσι τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίως ως επαρκέστερο διαχειριστή, στην πορεία για μια κάποια ανάπτυξη. Όμως αυτές οι γενικολογίες δεν αρκούν για να πυροδοτήσουν το ενδιαφέρον των «από κάτω» κοινωνικών δυνάμεων, ενώ προκαλούν μόνο συγκαταβατική περιφρόνηση στους κύκλους των «από πάνω».

Όταν ένα κόμμα προτίθεται να παραμείνει σε αυτά τα ρηχά νερά, της μάχης για την κυβερνητική εξουσία στο έδαφος της διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων, συνήθως υποχρεώνεται να στραφεί προς την πλευρά της μεσαίας τάξης. Εδώ ο Τσίπρας το παράκανε. Το σχήμα της αντιπαράθεσης μεταξύ των «αυτοδημιούργητων» και των «κληρονόμων», είναι μια τάχα καινοτόμος ταξική ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού που, όμως, δεν αντέχει σε καμιά σοβαρή συζήτηση και κυρίως δεν αντέχει στις δοκιμασίες της πολιτικής πράξης. Πριν να στεγνώσει το μελάνι στις υποσχέσεις του Τσίπρα για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και για τους «πιλοτικούς» πειραματισμούς για το 35ώρο, οι πρώτες αντιδράσεις δεν ήρθαν από τον ΣΕΒ (που παρέμεινε ψύχραιμος, κατανοώντας τον δημαγωγικό χαρακτήρα τους), αλλά από τις οργανώσεις της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Που στον κατάλογο των μελών τους περιλαμβάνουν πολλούς από τους πιο αδίστακτους και επιθετικούς εργοδότες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο πρωτομάστορας του «ανοίγματος» προς τους μικρομεσαίους, ήταν αυστηρότερος του Τσίπρα: εγκαθιστούσε το κριτήριο των «μη-προνομιούχων» ως αποφασιστικό για τις εσωτερικές σχέσεις στα πλαίσια της «Εθνικής-Λαϊκής Ενότητας». Αυτό όμως δεν υπήρξε αρκετό για να προστατέψει το ΠΑΣΟΚ από το βύθισμα στον «μικρομεσαίωνα», όπως εύστοχα σατίρισε ο Χάρι Κλιν τα ήθη και τα έθιμα που κυριάρχησαν στο κόμμα που ξεκίνησε ως ένα από τα πιο ριζοσπαστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη.

Το ανερμάτιστο άνοιγμα του Τσίπρα προς το μεσαίο χώρο, υπογραμμίστηκε στη ΔΕΘ με κάθε μέσο: ο Τσίπρας μίλησε σε πράσινο φόντο, το logo του ΣΥΡΙΖΑ βάφτηκε μπλε-πορτοκαλί, η λέξη «Αριστερά» και όλα τα παράγωγά της εξαφανίστηκαν.

Κρίσιμες πολιτικές αιχμές του Μητσοτάκη (τα Ραφάλ, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ως «δουλειά της αστυνομίας και του λιμενικού») έμειναν απολύτως αναπάντητες. Οι αναγκαίες αλλαγές στη λειτουργία του κράτους προσδιορίστηκαν σε δευτερεύουσες και ανώδυνες πλευρές (ο κομματισμός στις προσλήψεις και τα προνόμια των… μετακλητών!).

Η απόλυτη κυριαρχία των εκλογικών σκοπιμοτήτων επί της πολιτικής που παρουσίασε ο Τσίπρας, αποδείχθηκε και στο ζήτημα της κυβέρνησης που προτίθεται να συγκροτήσει. Δεν γίναμε σοφότεροι ούτε για τα κόμματα που προσκαλούνται σε αυτήν τη προοπτική, ούτε για το πρόγραμμα που θα κληθούν να υλοποιήσουν, έστω στα «κομβικά» ζητήματα. Προσοχή: η έμφαση του Τσίπρα στην καταγγελία της Μητσοτακικής Δεξιάς, αφήνει στο απυρόβλητο άλλες πτέρυγες της Δεξιάς, όπως οι χιλιοτραγουδισμένοι καραμανλικοί. Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας φρόντισε να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας ευρύτερης κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης «εθνικής συνεννόησης» μπροστά σε νέες προκλήσεις κρίσης. Έτσι, ούτε καν ο φαρδυπλατής προσδιορισμός «προοδευτική κυβέρνηση» που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται σταθερός και δεδομένος. Στο μόνο σημείο που ο Τσίπρας υπήρξε συγκεκριμένος και αυστηρός ήταν η θέση ότι η κυβέρνηση που θα διαδεχθεί αυτήν του Μητσοτάκη, οφείλει να έχει ως πρωθυπουργό τον Τσίπρα.

Γι’ αυτό άλλωστε η χειρονομία του Κούλογλου αντιμετωπίζεται ως μεγάλη πρόκληση από την προεδρική φρουρά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η πολιτική που παρουσίασε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ είναι πολιτική ήττας. Ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζει σημαντική φθορά που γρήγορα μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική κρίση. Ο γκουρού της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας της Δεξιάς μπορεί να τα καταφέρει να καταρρεύσει και από μόνος του, ή από διεργασίες μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Όμως η πολιτική του Τσίπρα δεν επιταχύνει αυτήν τη προοπτική. Και κυρίως, αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να είναι η διάδοχη κυβέρνηση μια κυβέρνηση συνέχεια των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Όπως άλλωστε προβλέπει η συμφωνία του 2018 με τους δανειστές, που για να μη ξεχνιόμαστε φέρει την υπογραφή του Αλ. Τσίπρα. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκει τα κουράγια να αρνηθεί το πρόγραμμα αυτής της συμφωνίας (που δεσμεύει τις πολιτικές εξελίξεις για μακρό διάστημα) δεν θα αποτελεί ουσιαστική εναλλακτική λύση. Ο Αλ. Τσίπρας φέτος στη ΔΕΘ, αντί να αναμετρηθεί με αυτήν την ευθύνη, παπαγάλισε εκθέσεις ιδεών για τους κυρ-Παντελήδες του μεσαίου χώρου.

Ετικέτες