«Το ‘’καμιά εμπλοκή-καμιά συμμετοχή στους νατοϊκούς σχεδιασμούς’’ είναι το κεντρικό καθήκον. Σήμερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται η πάλη για το κλείσιμο των βάσεων. Ιδιαίτερα όταν η Αλεξανδρούπολη γίνεται διαμετακομιστικό κέντρο αρμάτων μάχης και στρατιωτών του ΝΑΤΟ», τονίζει στο Πριν η Μαρία Μπόλαρη, μέλος της ΔΕΑ.
Θέτοντας τον στόχο για ένα δυνατό αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, σημειώνει πως ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός «αφορά τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων του ελληνικού και του τούρκικου κράτους. Δεν έχει τίποτα να κάνει με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των λαών». Η ΔΕΑ δεν συμμερίζεται την άποψη περί μονομερούς «τουρκικής επιθετικότητας», ούτε τα «εθνικά δίκαια».
Ποια είναι η εκτίμησή σας για τον χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία;
Πρόκειται για ένα μεγάλο γεγονός που δηλώνει σοβαρές ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση. Σίγουρα ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ παραμένει ο ισχυρότερος διεθνώς, έχοντας την πρωτοκαθεδρία στο οικονομικό και το στρατιωτικό πεδίο. Όμως, η εισβολή στην Ουκρανία αναδεικνύει την αφύπνιση του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Μετά την κατάρρευση του κρατικού καπιταλισμού, μετά τη διαλυτική κρίση της δεκαετίας του 1990, το καθεστώς Πούτιν έχει πετύχει για διάφορους λόγους μια σημαντική ανασύνταξη. Νιώθει πια ικανό να διατυπώνει επιθετικά τις διεκδικήσεις του.
Με βάση αυτό ποια πρέπει να είναι η απάντηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς;
Σε μια εποχή συγκρούσεων μεταξύ «χορτάτων» και «πεινασμένων» ιμπεριαλισμών, ένα κρίσιμο επίδικο είναι η διατήρηση της ανεξαρτησίας του κινήματος και της Αριστεράς του. Δρούμε σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Το πρώτο καθήκον είναι η ανειρήνευτη πάλη ενάντια στους σχεδιασμούς του. Αντίστοιχα, σε κάθε χώρα, η ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος χρειάζεται να περνά από την αντιπαράθεση με την «δική του» κυρίαρχη τάξη, όπως δείχνουν με τον ηρωικό αγώνα τους οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες στη Ρωσία. Με κριτήριο τα κοινά συμφέροντα των εργαζόμενων και στις δύο πλευρές, με γνώμονα τη διεθνιστική αλληλεγγύη. Γι’ αυτό και απόψεις που μπαίνουν στη λογική του πιο δυνατού ή του πιο αδύναμου ιμπεριαλιστή οδηγούν σε «στρατοπεδισμούς», που ανεξάρτητα από προθέσεις εμποδίζουν αυτό που είναι κοινός στόχος, την πάλη ενάντια στον πόλεμο.
Κι όμως βλέπουμε δυνάμεις της Αριστεράς, διεθνώς και στην Ελλάδα, να τάσσονται είτε υπέρ της ουκρανικής πλευράς, στο όνομα της υπεράσπισης του «αμυνόμενου», είτε υπέρ της Ρωσίας, στο όνομα της δίκαιης αντίδρασης του «περικυκλωμένου» ή με βάση τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Πως το σχολιάζετε;
Οι λαοί της Ουκρανίας είναι τα πρώτα και μεγάλα θύματα και χρειάζονται την πλήρη αλληλεγγύη μας. Αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν επιτρέπει καμιά υποτίμηση για το ρόλο και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό μαζί με το «όχι στη ρωσική εισβολή», χρειάζεται ταυτόχρονα να απαιτούμε τη διάλυση του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη, οι προσπάθειες περικύκλωσης της Ρωσίας από τους Νατοϊκούς, δεν δικαιολογούν την εισβολή, ιδιαίτερα γνωρίζοντας ότι στόχος του ρώσικου καπιταλισμού είναι η δημιουργία μιας δικής του σφαίρας επιρροής. Είναι λάθος η άποψη ότι μια τέτοια ενίσχυση του ρώσικου καθεστώτος μπορεί να μας φέρει σε καλύτερη θέση στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Την επόμενη μέρα, ο κόσμος γίνεται ένας πιο επικίνδυνος τόπος. Η Αριστερά σε κάθε χώρα θα χρειαστεί να πείσει ότι τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.
Η ελληνική κυβέρνηση τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του Κιέβου και εμφανίζεται ως ο «καλός στρατιώτης» του ΝΑΤΟ, έτοιμη για όλα. Πως απαντάει το κίνημα;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κρατάει στάση νατοϊκότερη του ΝΑΤΟ. Προφανώς προσδοκά οφέλη και αυτά αφορούν τα κέρδη του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή. Το «καμιά εμπλοκή-καμιά συμμετοχή στους νατοϊκούς σχεδιασμούς» είναι το κεντρικό καθήκον. Σήμερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται η πάλη για το κλείσιμο των βάσεων. Ιδιαίτερα όταν η Αλεξανδρούπολη γίνεται διαμετακομιστικό κέντρο αρμάτων μάχης και στρατιωτών του ΝΑΤΟ. Μόνο έτσι μπορούμε να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά την ειρήνη, όχι στέλνοντας όπλα και αεροπλάνα μέσα στη φωτιά της μάχης.
Η ΝΔ προσπαθεί να εκφράσει ηγετικά το μπλοκ του «ανήκουμε στη Δύση» και των αστικών σχεδίων για συμμετοχή στη μοιρασιά της λείας στην περιοχή. ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ συναινούν. Πως θα αντιπαρατεθούμε με την επικίνδυνη αυτή πολιτική;
Η αντιδραστική ευθυγράμμιση ΗΠΑ-Βρετανίας-ΕΕ, η συσπείρωση του δυτικού στρατοπέδου είναι εντυπωσιακή. Η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ κλιμακώνεται, από το μαμούθ εξοπλιστικό πρόγραμμα των 100 δισ. της Γερμανίας μέχρι την επιτάχυνση της δημιουργίας του ευρωστρατού. Το «ανήκουμε στη Δύση» είναι κυριολεκτικά θηλιά που σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη λιτότητα, που σημαίνει περιστολή δημοκρατικών ελευθεριών, που σημαίνει πιο μέσα στους πολεμικούς εξοπλισμούς. Και μη ξεχνάμε το «δικό μας» μαμούθ πρόγραμμα με Ραφάλ, φρεγάτες, F-16 κλπ, το οποίο είναι κυριολεκτικά κοινωνική αιμορραγία. Θα χρειαστεί συνδυαστική πάλη για όλα αυτά, όπου η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά να προβάλει μια τελείως διαφορετική προοπτική.
Κυβέρνηση και σύστημα μιλούν για «εθνικά δίκαια» και μονομερή «τουρκική επιθετικότητα» καλώντας σε εθνική συστράτευση. Δυνάμεις της Αριστεράς, παρότι διαφοροποιούνται από την κυβέρνηση, παραμένουν προσδεδεμένες σε παρόμοιες «εθνικές αφηγήσεις». Μπορούμε να πάμε μακριά έτσι;
Ως ΔΕΑ αντιμετωπίζουμε τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ως έναν ανταγωνισμό που αφορά τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων του ελληνικού και του τούρκικου κράτους. Δεν έχει τίποτα να κάνει με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των λαών από τη μια κι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Δεν συμμεριζόμαστε ούτε την άποψη περί μονομερούς «τουρκικής επιθετικότητας», ούτε τα «εθνικά δίκαια». Εκατό χρόνια μετά το 1922, αξίζει να θυμόμαστε πού οδηγούν οι «εθνικές εξορμήσεις», αξίζει όμως να μάθουμε και από την τότε Αριστερά, που δοκιμάστηκε και χτίστηκε στην αντιπολεμική δράση. Έχοντας αυτή την παράδοση στο μυαλό μας, χρειάζεται να βρούμε δρόμους που θα εντάσσουν πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και δυνάμεις της Αριστεράς στην ανάπτυξη ενός δυνατού αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.
Είναι μια δύσκολη αλλά αναγκαία προσπάθεια. Που απαιτεί την αντιμετώπιση του διπλού κινδύνου, αυτού του εγκλωβισμού σε ένα μέσο όρο και εκείνον της απαίτησης ιδεολογικής ταύτισης. Που απαιτεί μια σοβαρή προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης και κινηματικού συντονισμού. Θεωρούμε ότι η κοινωνική πραγματικότητα, οι ταξικοί αγώνες, οι ίδιες οι επιλογές των «από πάνω» θα βοηθούν και θα υποχρεώνουν σε μια τέτοια κατεύθυνση.