Είναι αναμφισβήτητο ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου χαρακτηρίζονται από πολλαπλές πρωτοτυπίες, που χρειάζεται να τις κατανοήσουμε βαθιά.
Έτσι ώστε να υψωθούμε πάνω από τα γνωστά κλισέ των κομματικών προπονητών της κοινοβουλευτικής super league, του τύπου «κάθε αγώνας είναι κρίσιμος», «τον βλέπουμε χωριστά», «να είμαστε ανταγωνιστικοί», «να τα δώσουμε όλα» κ.λπ., τα οποία μερικές φορές επαναλαμβάνονται και από εμάς.
Η βασική πρωτοτυπία είναι πως, για πρώτη ίσως φορά, η κερκίδα, ο εξωκοινοβουλευτικός κινηματικός αγώνας, που ξέσπασε με το σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών, έφτασε τόσο κοντά στο να εισβάλει στο κοινοβουλευτικό πρωτάθλημα. Δεν τα κατάφερε, διότι η ευελιξία της κυβέρνησης και του αστικού συνασπισμού εξουσίας σε συνδυασμό με την έλλειψη μιας αποφασισμένης, συγκρουσιακής και μετωπικής γραμμής στα συνδικάτα και τη μαχόμενη Αριστερά, καθήλωσαν την κατά πολύ ανώτερη δυναμική του.
Όμως η επίδρασή του είναι ήδη βαθιά σε έναν αναγκαίο, διπλό εκλογικό στόχο που εξυπηρετεί τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα: Αδύναμη αστική κυβέρνηση και αντιπολίτευση από τα πάνω – δυνατό ταξικό κίνημα και αριστερό ανατρεπτικό μέτωπο από τα κάτω. Και τα δυο, όχι μόνον το ένα.
Η πρώτη δυνατότητα είναι ήδη εμφανής στον «προχωρημένο» καπιταλισμό: Από τις ΗΠΑ, μέχρι τη Βρετανία και τη Γαλλία, αδύναμες κυβερνήσεις που «πασοκοποιούνται», δίνουν τη θέση τους σε πιο αδύναμες κυβερνήσεις πρώην αντιπολιτευόμενων, με όλους τους συνδυασμούς αυτοδυναμιών και συνεργασιών, διαψεύδοντας τις υποσχέσεις τόσο του Κ. Μητσοτάκη, όσο και του Αλ. Τσίπρα.
Και πώς να γίνει αλλιώς, όταν όλες οι συστημικές κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις, δεν συγκρούονται, αντίθετα εξυπηρετούν τους βασικούς, «ιδιωτικοποιημένους» κοινωνικούς νόμους του κεφαλαίου, του ολοκληρωτικού νεοφιλελευθερισμού, καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.
Το μεγάλο, σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η δεύτερη πλευρά, το ταξικό κίνημα και το αριστερό ανατρεπτικό μέτωπο είναι επίσης αδύναμο. Αυτή η διπλή αδυναμία σφραγίζει την αυγή μιας νέας συγκρουσιακής εποχής, που ανατέλλει με τα λάβαρα της πείνας, της καταστροφής της φύσης, του νεοφασισμού και του πολέμου, τη στιγμή που τα λάβαρα των νέων επαναστάσεων φαντάζουν και είναι μακριά, ενώ ταυτόχρονα είναι εντός της εποχής μας. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για ένα νέο στρατηγικό, πολιτικό, κινηματικό, μετωπικό και οργανωτικό σχέδιο ανασύνθεσης και υπέρβασης αυτής της αδυναμίας.
Πλευρές ανάλογης αναζήτησης ενυπάρχουν σε κάθε σχηματισμό της κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που κατεβαίνει ή δεν κατεβαίνει στις εκλογές. Όμως, σαν ένα σχετικά ολοκληρωμένο σχέδιο λείπει ακόμη από όλες τις αριστερές δυνάμεις.
Είναι φανερό ότι λείπει από τη «γραμμή» τής βασικά κοινοβουλευτικής και κομματικής ενίσχυσης του ΚΚΕ με σαπόρτ το κίνημα, στο οποίο δρα βεβαίως με αυταπάρνηση. Όσο και από το σχέδιο του ΜεΡΑ25 που ο καταστατικός συμβιβαστικός ρεαλισμός του δεν ξεπερνιέται από την τακτική «Συμμαχία για τη Ρήξη», παρά τις ειλικρινείς διακηρύξεις.
Λείπει δυστυχώς και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία δεν μπόρεσε να αφήσει πίσω της μια λογική κομματικού μικροηγεμονισμού και κυρίως, ένα σχέδιο που ταίριαζε σε μια προ-προηγούμενη περίοδο, αυτήν του 2001 – 12, παρά ισχυρές μειοψηφικά φωνές και τη γενική συνεισφορά της στο κίνημα. Είναι γενικότερα φανερό, πως ό,τι «αντικαπιταλιστικό» γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτή την τόσο γόνιμη περίοδο έχει τεθεί σε τελική κρίση που μπορεί να γεννήσει κάτι νέο. Αρκεί να μην τα χάσουμε τελείως…
Ψύχραιμα και αυτοκριτικά οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μιας μετωπικής, μεταβατικής τακτικής με μια νέα στρατηγική οπτική λείπει και από τις δυνάμεις, τα ρεύματα, τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που συμμετείχαν ή στήριξαν την Πρωτοβουλία για μια Ενωτική Ριζοσπαστική και Αντικαπιταλιστική Αριστερά. Όμως, το αναζητήσαμε, το θέσαμε επί τάπητος, το αγγίξαμε. Αυτό είναι ήδη ένα σοβαρό βήμα.
Η ίδια η εμπειρία έδειξε στο λαό της Αριστεράς, ποια ρεύματα είναι πιο συνεπή, πιο συνειδητά και ταυτόχρονα πιο ευέλικτα σε αυτή την κατεύθυνση. Ποια είναι αυτά που θέλουν να κάνουν το βήμα και να μη γυρίζουν, με τις πρώτες δυσκολίες, πίσω στο σεχταριστικό ή στο οπορτουνιστικό σχέδιο, «γιατί δε γίνεται αλλιώς».
Πάντα δεν θα γίνεται αλλιώς και πάντα μπορεί να γίνει αλλιώς. Έχουμε την αίσθηση ότι οι περίφημοι «ποσοτικοί όροι» είναι ήδη παρόντες και αναζητούν την αναγκαία ποιοτική ανασύνθεση και υπέρβαση «για να πάει αλλιώς» στην ανατρεπτική κι ενωτική Αριστερά.
Δεν εκπληρώθηκαν πλήρως εκλογικά. Μέσα όμως από πολύτιμες εμπειρίες στους αγώνες, στα συνδικάτα και τους συλλόγους, καθώς και στις πολιτικές διεργασίες, διαμορφώνεται η δυνατότητα για έναν συντονισμό, συμμαχία ή μπλοκ της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς που θέλει αυτή τη φορά να νικήσει, να επιβάλει λαϊκές κατακτήσεις, να αντιστρέψει το ιστορικό βέλος.
Αυτή η δυνατότητα μπορεί να προχωρήσει και να παρέμβει μέσα στον προεκλογικό αγώνα. Μπορεί να εκφραστεί στις εκλογές μέσα από μια πολύμορφη, ενωτική κι ανατρεπτική αριστερή ψήφο σε κομμουνιστική, αντικαπιταλιστική, ριζοσπαστική κατεύθυνση.
Κυρίως, μπορεί, και κατά τη γνώμη μας, θα εμφανιστεί και θα γεννηθεί, με δυσκολίες βεβαίως, με φόβους για «αποβολή» και όχι μεμιάς, εκείνη η νέα ενωτική και ανατρεπτική αριστερή δύναμη, με καινούρια ρούχα, όνομα, πρόγραμμα, στην περίοδο μετά τις βουλευτικές εκλογές, στις επόμενες εκλογικές μάχες. Και πάνω από όλα, στις επερχόμενες ανεπανάληπτες καταστάσεις που υπόσχονται η πανθομολογούμενη, πολλαπλή κρίση διαρκείας του καπιταλισμού και η επανεμφάνιση ενός νέου εργατικού κύματος.
*Μέλος του προσωρινού Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της Πρωτοβουλίας για μια Μεταβατική Κομμουνιστική Οργάνωση (ΑΡΑΝ-ΚΣΧΕΔΙΟ-Ανένταχτοι/ες)