Η 4ετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπήρξε η χειρότερη εδώ και μισό αιώνα, ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Κυβέρνηση ακραίας ταξικής μεροληψίας, σκληρής επίθεσης στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, αυταρχική και φασίζουσα, μια σύμφυση δογματικού νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς (με συμμετοχή πολλών φασιστών υπουργών για πρώτη φορά από την Χούντα), αμετροεπής και αλαζονική.
Επιχειρεί να «μονιμοποιήσει» μια ορισμένη δεξιά στροφή της κοινωνίας με συνολική επίθεση στις κατακτήσεις του κινήματος και της αριστεράς στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Δεν αντιμετώπισε μαζικό ρεύμα κινήματος ανατροπής πλην της κινηματικής κλιμάκωσης των τελευταίων μηνών με καταλύτη το δυστύχημα στα Τέμπη. Ωστόσο ο κόσμος του κινήματος και της αριστεράς εκφράστηκε σε διάφορες περιστάσεις, όπως στη Ν. Σμύρνη, στη δίκη της ΧΑ, στις αντιφασιστικές εκδηλώσεις και στην επέτειο του Πολυτεχνείου, σε ορισμένους εμβληματικούς εργατικούς αγώνες, όπως στην Cosco και στην efood στον ιδιωτικό τομέα καθώς και στην Εκπαίδευση (κυρίως πρωτοβάθμια και φοιτητικό), στην Υγεία, στον Πολιτισμό. Χαρακτηριστική έκφραση οργής και αντίστασης υπήρξε η Γενική Απεργία στις 9/11/2023.
Το σύνθημα που ενοποιεί και εκφράζει τον κόσμο του κινήματος και της αριστεράς είναι «να πέσει η κυβέρνηση απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά». Όμως αυτό το σύνθημα δεν βρίσκει σε αυτές τις εκλογές το ψηφοδέλτιο που του αντιστοιχεί.
Στον χώρο της αριστεράς κυριαρχεί η αμηχανία.
ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ 25 - ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεκδικούν και θα υποδεχτούν τις ψήφους του αριστερού κόσμου (πλην αποχής). Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραλάβει την «μερίδα του λέοντος» πιέζοντας τους υπόλοιπους, ιδιαίτερα εάν γίνουν δεύτερες εκλογές. Κανείς ωστόσο δεν είναι σε θέση να προτείνει ένα σχέδιο για τους «από κάτω» που να χαρακτηρίζεται από αυτοπεποίθηση χτισμένη μέσα από συμπεράσματα που να εξηγούν τόσο το σήμερα όσο και το πρόσφατο χθες χαράζοντας έτσι μια πειστική εναλλακτική πρόταση για τον κόσμο της εργασίας, του κινήματος και της Αριστεράς. Μια πρόταση που να διεκδικεί τη στήριξη, ενίσχυση και κλιμάκωση της κοινωνικής δράσης και του μαζικού κινήματος σε στόχους άμεσης αναδιανομής πλούτου και ισχύος από τα πάνω προς τα κάτω.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από το μνημόνιο του ’15 και μετά ακολουθεί τα βήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην ιστορική δεξιά στροφή της, στην βαθιά υπαγωγή της στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη, ιμπεριαλιστική στρατηγική. Από την μεταστροφή του δημοψηφίσματος και το τρίτο μνημόνιο και μετά ο Τσίπρας δεν μπορεί (και δεν θέλει) να υποσχεθεί τίποτα που να ανταποκρίνεται και να καλλιεργεί την προσδοκία των «από κάτω». Θέλει να κυβερνήσει μόνο με αυτούς τους όρους, χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις προς τους «από κάτω», φτιάχνοντας την «πραγματική κυβέρνηση αρίστων» όπως πρόσφατα δήλωσε, υπογραμμίζοντας τον προεκλογικό του τόνο. Η προεκλογική προβολή της διαθεσιμότητας για κυβέρνηση συνεργασίας πέρα από ηττοπάθεια είναι, κυρίως, δήλωση διάσωσης του πολιτικού συστήματος από περιπέτειες.
Το ΚΚΕ δεν έχει αλλάξει κάτι στον πυρήνα της πολιτικής που ακολούθησε όταν πήρε αποστάσεις από την κοινωνική κίνηση καθώς και τις πολιτικές εξελίξεις μεταξύ 2010 – 2015. Ιδιαίτερα στην τετραετία Μητσοτάκη ακολούθησε μια «διαχειριστική» αντιμετώπιση των συνθηκών με μεγάλη ποικιλία τακτικών, από ενιαιομετωπικές, (π.χ. Πολυτεχνείο του 2020) έως, συχνότερα, αυτοαναφορικές και σεχταριστικές. Απορρίπτει κατηγορηματικά οποιαδήποτε κυβερνητική πρόκληση σήμερα, δηλώνοντας ωστόσο, κατ’ επανάληψη, την διαθεσιμότητα του ΚΚΕ να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες! Εντέλει επιλέγει τόσο την εκλογική όσο και την κινηματική τακτική του, αποφεύγοντας «κακοτοπιές» αυξημένων ευθυνών. Οι εκλογικές του επιδιώξεις δεν περιλαμβάνουν την υπέρβαση της αναντιστοιχίας των εκλογικών του ποσοστών με την κοινωνική του «γείωση».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά από ένα διάστημα όπου τόσο το ΝΑΡ όσο και το ΣΕΚ ανέπτυξαν πρωτοβουλίες με σκοπό την ενίσχυση της θέσης της κάθε οργάνωσης μέσα από την διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπό την ηγεμονία της, κατέληξε στα ίδια. Διεκδικεί την ψήφο κόσμου των κινημάτων και της επαναστατικής αριστεράς.
Τέλος, το ΜΕΡΑ 25 – ΛΑΕ αποτελεί τη μόνη εξέλιξη εκλογικής συνεργασίας στην Αριστερά με φιλοδοξία εκλογής (πλην ΚΚΕ). Ωστόσο με πολιτικό σχέδιο που συγκροτείται «καθ’ οδόν», εκφράζεται από τις εμπνεύσεις Βαρουφάκη και ταυτόχρονα βρίσκεται μπροστά σε πολύ δύσκολες προκλήσεις και επισφαλές μέλλον καθώς δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις (ισχυρή κοινωνική γείωση, σαφή αντικαπιταλιστική στρατηγική).
Από αυτή την άποψη, ως Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα (ΑΠΟ), θεωρούμε «νόμιμη» και θεμιτή κάθε επιλογή αριστερού ψηφοδελτίου, όπως ο καθένας/μια το αντιλαμβάνεται με βάση τις απόψεις και τις προτεραιότητές του/της, μπροστά στην αναγκαιότητα να φύγει η ΝΔ.
Παρότι η επανεκλογή Μητσοτάκη αποτελεί το απολύτως χειρότερο ενδεχόμενο οι εναλλακτικές κυβερνήσεις συνεργασίας με την συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι δεν προσφέρουν καμιά ουσιαστική εναλλακτική ούτε στην οικονομική στρατηγική, ούτε στην εξωτερική πολιτική, ούτε ακόμη και στο κοινωνικό κράτος. Η διαφορά υπάρχει (ακόμη) στις προσδοκίες και στα πολιτικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του.
Το αποτέλεσμα των εκλογών, πρώτων ή και δεύτερων, η νέα κυβέρνηση και το νέο πολιτικό σκηνικό που θα προκύψει και η θέση των αριστερών κομμάτων σ’ αυτό, θα διαμορφώσουν συγκεκριμένα το πλαίσιο της (ανοιχτής) συζήτησης για την αριστερά που χρειαζόμαστε.
Εντούτοις η συγκεκριμένη συγκυρία δεν μπορεί να κατανοηθεί αποτελεσματικά, κατά την γνώμη μας, εάν δεν τοποθετηθεί στο γενικότερο πλαίσιο της ανακατάταξης του πολιτικού συστήματος και δεν «φωτιστεί» με συμπεράσματα από το παρελθόν.
Κρίση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής – κρίση του πολιτικού συστήματος
Η προσπάθεια του Μητσοτάκη, επιτυχής ως ένα βαθμό, να επιτεθεί σαρωτικά στις (εναπομείνασες) κατακτήσεις του μαζικού κινήματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης (από την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και τον αυταρχισμό ενάντια στο κίνημα ως την διάλυση και το ξεπούλημα κάθε τι δημόσιου) ώστε να επιτύχει αποφασιστική δεξιά στροφή στην κοινωνία και βαθιά ήττα της αριστεράς και του κινήματος, δεν αποτελεί «αυτοτελές επεισόδιο» της συγκεκριμένης κυβέρνησης και συγκυρίας. Αυτό που κάνει σήμερα ο Μητσοτάκης είναι η συνέχιση της πολιτικής του πατέρα του και όλων των υπόλοιπων νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και απορρέει από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική που δεσπόζει στην Ευρώπη (και διεθνώς) εδώ και σχεδόν μισό αιώνα. Την αστική στρατηγική που, από ταξική σκοπιά, σήμανε την καπιταλιστική αντεπίθεση στις κατακτήσεις του «παγκόσμιου Μάη» με ιδιαίτερη ιδεολογική επιτάχυνση από την πτώση των ανατολικών καθεστώτων και μετά.
Η διαφορά με το σήμερα βρίσκεται στο γεγονός ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική δεν εμφανίζεται πλέον ως λύση και σωτηρία καθώς βρίσκεται ήδη σε βαθιά κρίση από το 2008 και πλέον με διαστάσεις γεωπολιτικές στον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα ιδεολογήματα για την «παγκοσμιοποίηση», την «αντιπληθωριστική πολιτική», την «αυτορυθμιζόμενη αγορά», το «κακό και μεγάλο κράτος» σκόρπισαν μπροστά στην πραγματικότητα που ανέδειξαν η πανδημία και ο πόλεμος. Παρόλαυτά εξακολουθούν να συνθέτουν το κυρίαρχο αστικό ιδεολόγημα και στρατηγική καθώς δεν προκύπτει εναλλακτική. Τα συστημικά αδιέξοδα είναι μεγάλα αλλά αυτό δεν συνιστά αυτομάτως, επουδενί, «καλά νέα» για τους «από κάτω».
Αποτελεί πικρή υπενθύμιση/ επιβεβαίωση του Λένιν στην συζήτηση περί «υπεριμπεριαλισμού» (που έθετε ο Κάουτσκι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα), ο οποίος σημείωνε ότι δεν έχει τόση σημασία να υποθέσουμε ή όχι ένα τέτοιο μέλλον του ιμπεριαλισμού καθώς στην πορεία οι αντιφάσεις του θα οξυνθούν εκρηκτικά δίνοντας την ευκαιρία για την ανατροπή του.
Απαραίτητος όμως και αποφασιστικής σημασίας παράγοντας είναι η ισχυρή και μαζική αντικαπιταλιστική αριστερά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η κατάρρευση της «μαζικής αριστεράς» στα μάτια της κοινωνίας περισσότερο από το πρόβλημα του αντικαπιταλιστικού/ επαναστατικού ή ρεφορμιστικού χαρακτήρα της.
Στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα συγκλονίστηκε από την κρίση των μνημονίων και η αξιοπιστία του κατέρρευσε με μεγάλο θύμα το ΠΑΣΟΚ. Στην ευρωπαϊκή συζήτηση εισήχθη ο όρος «πασοκοποίηση»για να περιγράψει το πολιτικό φαινόμενο της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας. Στη Γαλλία και στην Ιταλία όμως, χώρες ιστορικές για το κίνημα και την αριστερά, η σοσιαλδημοκρατία έχει σχεδόν εκλείψει χωρίς «μνημονιακά επεισόδια». Το κόμμα του Μακρόν και το Δημοκρατικό κόμμα στην Ιταλία δεν αποτελούν ούτε κατ’ όνομα αριστερά. Μοιάζουν περισσότερο με το Δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ που δεν νοείται ως ρεφορμιστική αριστερά και σοσιαλδημοκρατία αλλά ένας από τους δύο αμιγώς αστικούς πολιτικούς πόλους.
Τα κριτήρια του πολιτικού ρεφορμισμού (πέρα από τον αυθόρμητο λαϊκό - εργατικό) έχουν σημασία: σοσιαλιστική στρατηγική και μεταρρυθμίσεις, ο «δημοκρατικός δρόμος». Ακόμη κι αν αυτά έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες από τη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ή «σοσιαλφιλελευθερισμό», τα κόμματα αυτά της μαζικής ρεφορμιστικής αριστεράς συνέχισαν να διεκδικούν την εκπροσώπηση των «από κάτω» ως οργανισμοί συνδεδεμένοι με αυτά τα κοινωνικά τμήματα, πλέον περισσότερο ως μνήμη παρά πράξη. Αυτή η διαδικασία εκφυλισμού προκαλεί ήδη μεταλλάξεις (χωρίς ούτε καν μνήμη και ιδεολογική αναφορά στην Αριστερά) συγκροτώντας τους όρους για την ανάδυση του «ακραίου κέντρου».
Η κρίση του πολιτικού συστήματος στην Ευρώπη (και όχι μόνο) και κυρίως η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω» εντείνεται καθώς διαρκώς αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες και αυτό αποτελεί διαπίστωση διάφορων συστημικών εκφράσεων[1]. Αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα (σε κάθε χώρα χωριστά) καθώς δυσκολεύει τη συγκρότηση των κοινωνικών συναινέσεων, διαδικασία που με την σειρά της αποτελεί προϋπόθεση της βέλτιστης λειτουργίας του συστήματος και της αγοράς. Πρόκειται εν τέλει για την έκφραση των βαθύτερων αντιφάσεων και αδιεξόδων του σύγχρονου, νεοφιλελεύθερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού στο πολιτικό πεδίο. Ακόμη και το επεισόδιο της προσωρινής αριστερής στροφής στο Εργατικό κόμμα της Βρετανίας, με τον Κόρμπιν ή και οι αυξημένες επιδόσεις τόσο του γερουσιαστή Σάντερς όσο και ορισμένων βουλευτών του Δημοκρατικού κόμματος στις ΗΠΑ και η συσπείρωση του DSA στ’ αριστερά του (διαδικασίες που δημιούργησαν ισχυρές πιέσεις στις οργανώσεις της αμερικανικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, έως διαλυτικές στην περίπτωση της ISO), αποτελούν εκφράσεις της ίδιας περιόδου και των ίδιων βαθιών αντιθέσεων της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής η οποία καταστρέφει μέσα από το ΤΙΝΑ (απουσία της εναλλακτικής), την ίδια τη δυνατότητα συγκρότησης κοινωνικών συναινέσεων, υπονομεύοντας συνεχώς το πολιτικό σύστημα και τροφοδοτώντας ουσιαστικά τον «πολιτικό κίνδυνο».
Παρά ταύτα τη δυσκολία έως αδυναμία συγκρότηση πλατιών κοινωνικών συναινέσεων αντικαθιστά το αυταρχικό κράτος. Όταν λιγοστεύει το «καρότο» περισσεύει το «μαστίγιο». Η διολίσθηση προς ένα ορισμένο «νεοφιλελεύθερο κράτος» στην Ευρώπη, αυταρχικό και με πλούσια ακροδεξιά στοιχεία, είναι ξεκάθαρη. Η συνύπαρξη, εξάλλου, τέτοιων χαρακτηριστικών με έναν υποκριτικό, κρατικό δήθεν δικαιωματισμό περιλαμβάνεται στο σύγχρονο, μεταμοντέρνο, πολιτιστικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Η περίπτωση της Ελλάδας του Μητσοτάκη αποτελεί «πρωτοπορία» τόσο στην αυταρχική και ακροδεξιά στροφή του κράτους όσο και στην υποκρισία.
Στην αυγή της νέας χιλιετίας το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση τροφοδότησε μια πολιτική διαδικασία στην Ευρώπη, συγκρότησης εναλλακτικών πολιτικών σχηματισμών στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας στην βάση της αντίθεσης στο νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο, το ρατσισμό και την κυβερνητική συνεργασία σε νεοφιλελεύθερη, κεντροαριστερή βάση. Ονομάστηκαν «πλατιά κόμματα» της ριζοσπαστική αριστεράς. Πιο σημαντικές περιπτώσεις υπήρξαν ο ΣΥΡΙΖΑ που συγκροτήθηκε (όπως τα περισσότερα «πλατιά κόμματα» σε διάφορες χώρες) από δυνάμεις προερχόμενες τόσο από την «ρεφορμιστική Αριστερά», όσο και από οργανώσεις της «επαναστατικής Αριστεράς» και έφτασε έως και την πρόκληση της «κυβέρνησης της Αριστεράς» με τα γνωστά αποτελέσματα και, το ΝΡΑ, το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στην Γαλλία, το οποίο επιχείρησε τη διεκδίκηση της «μαζικής πολιτικής» μέσω μιας ενοποιητικής διαδικασίας αμιγώς ακροαριστερών οργανώσεων, αποτυγχάνοντας εντέλει, παρά την αρχική φιλοδοξία και τον ενθουσιασμό που προκάλεσε πανευρωπαϊκά στους κόλπους πολλών οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς.
Πρόσφατα, τον περασμένο Ιανουάριο, ο Φρανσουά Σαμπαντό, εκ των ηγετικών στελεχών που σχεδίασαν την μετατροπή της ιστορικής LCR σε ΝΡΑ, έδωσε μια συνέντευξη[2] απολογιστική της διαδρομής του ΝΡΑ με πολύ ενδιαφέροντα και χρήσιμα, κατά την γνώμη μας, συμπεράσματα. Σημείωσε ότι το 1989 ήταν το τέλος του σταλινισμού αλλά και το τέλος της δυναμικής επίδρασης της Οκτωβριανής επανάστασης, ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ξηλώνει τις εργατικές κατακτήσεις διαρκώς ενώ έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από την τελευταία επανάσταση με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, στη Νικαράγουα το ‘79. Εντόπισε το λάθος της υποτίμησης και της μη απεύθυνσης στον Μελανσό κατά την ιδρυτική περίοδο του ΝΡΑ. Τονίζει ότι ο στόχος της «κυβέρνησης της Αριστεράς» πρέπει να κατανοηθεί ως αρχή παρά ως τέλος της επαναστατικής διαδικασίας ενώ παράλληλα θα πρέπει να οικοδομούνται μορφές «αντιεξουσίας» καθώς το αστικό κράτος δεν μπορεί να εξυπηρετήσει παρά μόνο τον καπιταλισμό…
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα οφείλουμε να διαπιστώσουμε πως η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών), μετά τη συνθηκολόγηση με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, δεν αποτελεί πορεία οικοδόμησης «αριστερής εξόδου» από τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και επιλογή δραστικής αναδιανομής πλούτου και ισχύος υπέρ των «από κάτω» αλλά είναι μια πορεία αντίστοιχη της υποταγμένης στην «ενιαία στρατηγική», ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με όλα τα αδιέξοδα και τις προοπτικές μετάλλαξης. Ένας ρεφορμισμός, χωρίς ρίζες και μνήμες νίκης, σε “αποδρομή”.
Το «κενό» παραμένει καθώς δεν οικοδομείται αντιδεξιά δυναμική σαν πολιτική συσπείρωση και έκφραση των κοινωνικών διεργασιών και πάνω απ’ όλα των αντιστάσεων και των αιτημάτων του κινήματος. Στο μεταπολιτευτικό δικομματισμό ήταν σαφές ποιο κόμμα «διώχνει» τη δεξιά. Μάλιστα η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, κοινωνική, πολιτική και εκλογική, ως ρεφορμιστική, κυβερνητική αριστερά, συγκροτούσε πλαίσιο και για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής, κομμουνιστικής, επαναστατικής αριστεράς. Σήμερα η «γεωμετρία» αυτή έχει αλλάξει. Η πρόκληση που αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή της «κυβέρνησης της αριστεράς» - την οποία εν τέλει απέτυχε να αντιμετωπίσει υποβιβάζοντάς την σε «διακυβέρνηση», έστω κατ’ όνομα «αριστερή» -έχει αναδυθεί μέσα στην ιστορική περίοδο όσο κι αν δεν εμφανίζεται ως δυνατότητα σε αυτές τις εκλογές στην Ελλάδα. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» - που αποτελεί «αρχή της επαναστατικής διαδικασίας» όπως λέει ο Σαμπαντό (αλλά επίσης αντιλαμβάνεται ως υπαρκτή πρόκληση και ο γραμματέας του ΚΚΕ Κουτσούμπας και άλλα στελέχη και, αν και κάπως παράδοξα και σε πλήρη αντίθεση με την στάση που κρατά στις τρέχουσες εκλογές, έρχεται και επανέρχεται στην δήλωση πως το ΚΚΕ είναι «έτοιμο να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες»[3]) - αποτελεί αποδοχή των ευθυνών της «μαζικής πολιτικής» σε μη επαναστατικές συνθήκες (ένα πρόγραμμα μαζικής απεύθυνσης δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται ως «κυβερνητικό») και ταυτόχρονα αποτελεί κορυφαίο μεταβατικό στόχο. Η «κυβέρνηση της αριστεράς» δεν είναι «διακυβέρνηση του υπάρχοντος» αλλά συμβολή στην ανατροπή του, έχει αυστηρές και δύσκολες προϋποθέσεις (που αφορούν εντέλει στην κοινωνική συμμετοχή και την πολιτικοποίηση της κοινωνικής δράσης ταυτόχρονα με την ύπαρξη ικανής και ισχυρής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) και ως εκ τούτου εμφανίζεται σπάνια ως δυνατότητα. Η διαπίστωση ωστόσο της ανάδυσης της πρόκλησης για μαζική ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική πολιτική συνιστά πλαίσιο αντιμετώπισης της περιόδου με συγκεκριμένες συνέπειες.
Σήμερα οι ευκαιρίες για την ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά προκύπτουν και τροφοδοτούνται από την κοινωνική ζήτηση όμως απαιτούν επανιδρυτικές αλλαγές από την ίδια προκειμένου να τις αντιληφθεί και να τις αξιοποιήσει.
Η συζήτηση και κυρίως οι πρωτοβουλίες για την προώθηση και την ενίσχυση της συγκέντρωσης της δύναμης του κινήματος και της αριστεράς στην δράση, είναι προϋπόθεση για τις πολιτικές επιλογές. Ωστόσο η ιστορική αναγκαιότητα θέτει «ηχηρά» το ζήτημα της συγκέντρωσης της δύναμης στο πολιτικό πεδίο. Μια τέτοια προσέγγιση απαιτεί την πολιτική βούληση. Όμως, όπως εξάλλου φάνηκε και σε όλες τις σχετικές εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος, ακόμη κι αυτή δεν αρκεί. Μία «ανάμιξη» θέσεων και παραδόσεων χάριν της «ενότητας» δεν λύνει προβλήματα.
Χρειάζεται δίπλα στις «ενωτικές» πρωτοβουλίες να ανοίξει συγκροτημένα η συζήτηση που αφορά σε σημαντικά θεωρητικά ζητήματα, τα οποία δεν έχουν απαντηθεί με ενιαίο τρόπο από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και βρίσκονται στην βάση σημαντικών αποκλίσεων έως και εντελώς αντιθετικών, στο επίπεδο των επιλογών.
Ιδέες...
Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της «επικαιρότητας του Σοσιαλισμού» και η διεκδίκησή της στη μαζική πολιτική, σε αντίθεση με οποιαδήποτε λογική «σταδίων». Αυτό είναι το νόημα και το περιεχόμενο της μεταβατικής προσέγγισης και των συνακόλουθων προγραμμάτων. Πρόγραμμα με σημαία την αναδιανομή και όχι εκδοχές ανάπτυξης. Πρόγραμμα για την δημοκρατία και την διεύρυνσή της πέρα από τα όρια της «αστικής» και για τις ελευθερίες που συγκλίνουν και κτίζουν την κοινή απελευθερωτική προοπτική πέρα από τις «πολιτικές ταυτοτήτων» που διεκδικούν την ξεχωριστή τους ελευθερία και προοπτική συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους. Πρόγραμμα για την ειρήνη και όχι για επιλογές γεωπολιτικού «ρεαλισμού». Πρόγραμμα για το περιβάλλον και όχι για την εξαγωγή κέρδους από την επείγουσα ανάγκη της προστασίας του.
Μεταβατικό πρόγραμμα για τον Σοσιαλισμό και όχι πρόγραμμα για μια δήθεν «μεταβατική κοινωνία» με σοσιαλιστική προοπτική.
Απόψεις που βάζουν στο κέντρο ως άμεσους στόχους την «Ελλάδα της παραγωγικής ανασυγκρότησης», την «Ελλάδα εκτός ευρώ», εκτός ΕΕ ακόμη και εκτός ΝΑΤΟ δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά σαν «στάδια» και ως τέτοια, δηλαδή ως εκδοχές της καπιταλιστικής οικονομίας και παραγωγής, θα ήταν δυνατό να υλοποιηθούν μόνο με την βούληση των «από πάνω». Η δεδομένη αντίθεση της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, η καταγγελία, ως και η προοπτική της σύγκρουσης με τους διεθνικούς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν συγκροτούν κάποιον δήθεν μεταβατικό στόχο της «ανεξάρτητης Ελλάδας», ως καπιταλιστικής χώρας έξω από αυτούς.
Όλες οι «εναλλακτικές αφηγήσεις» που θέτουν στο επίκεντρο τέτοιους στόχους απευθύνονται προς τους «από πάνω» κατά προτεραιότητα, προς την άρχουσα τάξη της χώρας και μόνο έμμεσα και διεθλασμένα προς το «φυσικό» ακροατήριο της Αριστεράς, δηλαδή τις υποτελείς τάξεις και στρώματα, ως αντικείμενα μιας νέας ρύθμισης του βαθμού εκμετάλευσης (καθόλου σίγουρα μικρότερου από πριν παρά μόνο δεμένου με το όραμα ενός «αριστερού εθνικισμού»). Εν τέλει εντός του σύγχρονου, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αυτές οι προσδοκίες και στοχεύσεις είναι απλά «εκτός τόπου και χρόνου» και φυσιολογικά καταγράφουν αντίστοιχες πολιτικές και εκλογικές επιδόσεις.
Η συζήτηση που βρίσκεται στο υπόβαθρο αφορά την προσέγγιση για τη λειτουργία του καπιταλισμού/ ιμπεριαλισμού σήμερα. Οι περισσότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί ως ερμηνείες του ιμπεριαλισμού περιγράφουν «παραλλαγές» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, διάφορες και διαφορετικές εκδοχές και προσεγγίσεις, συχνά αντιφατικές και αντιθετικές μεταξύ τους, πλην με παρόμοιες συνέπειες στο πεδίο της στρατηγικής και των πολιτικών επιλογών. Απόψεις για τον «παρασιτικό καπιταλισμό» του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των μονοπωλίων (δηλώνοντας ή υπονοώντας ότι μπορεί να υπάρξει κάποιος άλλος, «ορθόδοξος», της παραγωγής), για παγκόσμια καπιταλιστική υπέρβαση των κρατών και των εθνών, για αντίθεση Βορρά – Νότου, για Μητρόπολη και Περιφέρεια αλλά και ημιπεριφέρεια κ.λ.π. τροφοδοτούν μέχρι και σήμερα οικονομικά σχέδια και πολιτικές αφηγήσεις που συχνά εμφανίζονται ως ριζοσπαστικές ακόμη και αντικαπιταλιστικές εναλλακτικές.
Η άλλη πλευρά της ίδιας συζήτησης αφορά στην αντιιμπεριαλιστική πάλη και αποτελεί μια μεταφορά της συζήτησης που γινόταν μεταπολεμικά και χαρακτήρισε έντονα τις οργανώσεις που γεννήθηκαν μέσα στην κοινωνική έκρηξη του «παγκόσμιου Μάη», στην βάση των εμπειριών των κινημάτων αυτοδιάθεσης και αποαποικιοποίησης διεθνώς. Πόσο επίκαιρη είναι αυτή η προσέγγιση σήμερα;
Οι δύο πλευρές της συζήτησης για τον καπιταλισμό/ ιμπεριαλισμό σήμερα, η θεωρητική και η πολιτική συναντιούνται είτε στην κατεύθυνση της «επικαιρότητας του Σοσιαλισμού», σε κάθε χώρα χωριστά, στον 21ο αιώνα, είτε στην επικαιρότητα της «εθνικής απελευθέρωσης» από το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, ως προϋπόθεση για την αντικαπιταλιστική προοπτική. Η απόκλιση μεταξύ τους διασφαλίζει με σαφήνια την περιγραφή διαφορετικών στρατηγικών στοχεύσεων και εντελώς διαφορετικής προοπτικής. Εν τέλει καθορίζει και την ίδια την πολιτική δυνατότητα, σύνδεσης και έκφρασης κοινωνικών τμημάτων είτε ταξικά καθορισμένων είτε διαταξικά.
* βασισμένο στην εισήγηση (από την πλευρά της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας - ΑΠΟ) στην εκδήλωση “Ψηφίζουμε Αριστερά – ψηφίζουμε αντιπολίτευση” που οργάνωσε το rproject στις 4/5/2023, στην Αθήνα.
[1] Ενδεικτικά: https://www.ot.gr/2023/01/16/diethni/ntavos-o-ypervolikos-ploutos-sto-stoxastro-tis-oxfam/, https://www.kathimerini.gr/economy/561874789/ntavos-me-diadiloseis-ekatommyrioychon-kai-choris-rosoys-oligarches/, https://www.businessdaily.gr/diethni/9059_ntabos-i-oikonomiki-elit-anisyhei-gia-periballon-kai-tis-anisotites
[2] https://internationalviewpoint.org/spip.php?article7941
[3] Ενδεικτικά, μεταξύ πολλών σχετικών αναφορών και δηλώσεων: https://www.youtube.com/watch?v=XMK1yFjNu5M (στο 17.45) και https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/386009_poios-tha-brethei-apenanti