Η πολιτική ευθύνη για το εκλογικό αποτέλεσµα τη 21ης Μαΐου είναι βαριά πάνω στις πλάτες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και η συστηµατική προσπάθεια του Τσίπρα να κρύψει αυτόν τον κρίσιµο παράγοντα, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κόσµο του προς νέες, βαθύτερες πολιτικά, ήττες.
Στη µετεκλογική ΚΕ των µουγκών, εκεί όπου η συζήτηση έγινε, τάχα, δια σηµειωµάτων που θα έπρεπε να κατατεθούν στον Αρχηγό, ο Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι «αναλαµβάνει ο ίδιος την ευθύνη» και αναγνωρίζει ότι αυτή «δεν ισοµοιράζεται». Αυτή η µεγαλόστοµη δήλωση δεν συνοδεύτηκε από κανένα –µα κανένα!– συγκεκριµένο µέτρο που να αποδεικνύει στοιχεία ειλικρίνειας. Αντίθετα, άρχισε αµέσως η προσπάθεια να φορτωθούν αλλού οι ερµηνείες της προφανούς ήττας: κατά την εισήγηση του Τσίπρα, στις 21 Μάη «ηττήθηκε η απλή αναλογική» και οι υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν ο Ανδρουλάκης, ο Κουτσούµπας και ο Βαρουφάκης!
Αυτός ο εκφυλισµός της κορυφαίας κοµµατικής διεργασίας, στην πιο κρίσιµη στιγµή, δεν πρέπει να υποτιµηθεί. Ο Τσίπρας δεν δίστασε να στείλει ξανά το µήνυµα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλέον ένα «µη-κόµµα», ένα εκλογικό καρτέλ παραγόντων γύρω από έναν (τάχα) χαρισµατικό Αρχηγό. Όµως αυτό το σηµείο είναι βαθιά «προγραµµατικό»: αποκαλύπτει στον κόσµο πολλές αλήθειες σχετικά µε το εάν και κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρόθυµος και ικανός να προχωρήσει σε τοµές που είναι απολύτως αναγκαίες για την υπεράσπιση των στοιχειωδών εργατικών και κοινωνικών δικαιωµάτων. Γιατί οι γκλαµουράτοι «άριστοι» που µαζεύτηκαν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ (συνήθως, µετά από µακρά θητεία σε άλλα σαλόνια) µπορεί να έχουν ξεχάσει όλα τα στοιχειώδη της αριστερής πολιτικής, όµως οι άνθρωποι της κοινωνικοπολιτικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ξεχάσει το ότι για να υπερασπιστούν τη ζωή τους χρειάζονται ένα συγκροτηµένο κόµµα κοινωνικής και πολιτικής µάχης.
Σύγχυση
Ας εξετάσουµε όµως και το πολιτικό στοιχείο της υποκριτικής αυτοκριτικής του Τσίπρα. Η απλή αναλογική από µόνη της δεν φταίει σε τίποτα. Είναι ένα απλούστερο και πιο δίκαιο εκλογικό σύστηµα σε σύγκριση µε τις µεγαλύτερες παραµορφωτικές δυνατότητες της «ενισχυµένης» αναλογικής, στην οποία τώρα τρέχει να προσαρµοστεί αµαχητί ο Τσίπρας. Η απλή αναλογική δεν φταίει σε τίποτα για τις ολοφάνερες αντιφατικές µετατοπίσεις που παρουσίασε ο «χαρισµατικός» µέσα στο σύντοµο διάστηµα της προεκλογικής περιόδου, πάνω στο πιο κοµβικό ζήτηµα της πολιτικής συλλογιστικής του: στο ζήτηµα της κυβέρνησης που επεδίωκε. Ο Τσίπρας άρχισε προτείνοντας µια «προοδευτική-δηµοκρατική» κυβέρνηση. Δεν έκανε τίποτα για να συγκεκριµενοποιήσει το προγραµµατικό και πολιτικό περιεχόµενο αυτής της κυβέρνησης και, κατά συνέπεια, δεν έκανε τίποτα για να πιέσει τις ηγεσίες ή να πείσει την βάση των άλλων κοµµάτων προς την κατεύθυνση αυτή. Στη συνέχεια, απέσυρε πρακτικά την πρότασή του, δηλώνοντας ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει «κυβέρνηση ηττηµένων» και βάζοντας στο κέντρο της ρητορικής το τον στόχο να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτο κόµµα. Στο debate, επέστρεψε ξαφνικά στη διεκδίκηση µιας «προοδευτικής-δηµοκρατικής» πλειοψηφίας, προσπαθώντας τακτικίστικα να «πιέσει» τους Ανδρουλάκη-Κουτσούµπα-Βαρουφάκη. Και στο παρά 5΄ των εκλογών δήλωσε «ανοιχτός» προς µια µορφή κυβέρνησης «ευρύτερων συναινέσεων» (µε το πρόσχηµα του «ειδικού σκοπού», ή άλλο..), αποκαλύπτοντας έτσι ενδόµυχες προθέσεις που οι προσεκτικοί αναλυτές είχαν διαγνώσει στην πολιτική του από νωρίτερα, πρακτικά πριν το επίσηµο άνοιγµα της προεκλογικής περιόδου. Αυτή η ζαλάδα δεν µπορεί να περιγραφεί ως «χαρισµατική» εκλογική γραµµή, απέναντι σε έναν σκληρό αντίπαλο, µε σαφή στρατηγική και τακτική στόχευση στις εκλογές αλλά και γενικότερα.
Ανάλογη σύγχυση υπήρξε και στο πρόγραµµα. Ο ΣΥΡΙΖΑ περιέλαβε στις διακηρύξεις του κάποιους στόχους των εργαζόµενων και λαϊκών µαζών. Όµως µια λίστα σηµείων-αιτηµάτων δεν συνιστά πολιτικό πρόγραµµα. Γιατί αυτό προϋποθέτει την ένταξη των στόχων µέσα σε µια γενικότερη «αφήγηση» επιδιωκόµενων τοµών: µε ποια µέθοδο, µαζί µε ποιους και ενάντια σε ποιους, είναι δυνατόν να επιτευχθούν –πράγµατι– αυτοί οι στόχοι; Και εδώ η προσπάθεια του Αλ. Τσίπρα να µιµηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου τάζοντας γενικόλογα µιαν «Αλλαγή», παρέπεµπε περισσότερο στην ιστορική επιθεώρηση «Αλλαγή κι απάνω τούρλα» της περιόδου της κρίσης του ΠΑΣΟΚ, παρά στην ορµητική τακτική του Α. Παπανδρέου το 1981. Ο Τσίπρας υποσχόταν ότι θα δώσει ΑΤΑ στους µισθούς, αλλά ταυτόχρονα ότι θα διατηρήσει το φράχτη στον Έβρο και ότι θα επεκτείνει µονοµερώς τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο στα 12 ναυτικά µίλια! Ο Τσίπρας έταζε µια κυβέρνηση υπεράσπισης των συµφερόντων των εργαζοµένων και των φτωχών και ταυτόχρονα στρεφόταν «προς το κέντρο» και άνοιγε τα ψηφοδέλτιά του προς απόµαχους καραµανλικούς, προς απόστρατους γραφειοκράτες, προς τη φιλελέ γκλαµουριά της δηµοσιογραφίας, προς «αναθεωρητές» ιστορικούς κ.ά. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη πολιτική πείρα για να καταλάβει κανείς ότι αυτός ο άκρατος πολυσυλλεκτισµός θα κατέληγε, αντί να προσθέτει δυνάµεις απ’ όλες τις πλευρές, να συσσωρεύει απώλειες προς όλες τις πλευρές.
Ζήτηµα αξιοπιστίας
Όλα αυτά µαζί υπογράµµιζαν το «ταυτοτικό» πλέον ζήτηµα της αξιοπιστίας του Αλ. Τσίπρα και του αρχηγικού κόµµατός του. Η αντιστροφή όλων των κοινωνικών και πολιτικών δεσµεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δεν έχει ξεχαστεί. Η πικρή πείρα των εργαζοµένων και των φτωχών για τα πραγµατικά πεπραγµένα της κυβέρνησης 2015-19 δεν έχει λησµονηθεί. Η προεκλογική παρέµβαση του Κατρούγκαλου υπήρξε καταστροφική για τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι γιατί αυτός «µαρτύρησε» ένα κρυφό πρόγραµµα του Τσίπρα, αλλά γιατί θύµισε στους συνταξιούχους το νόµο Κατρούγκαλου, το νόµο της κυβέρνησης Τσίπρα που νοµιµοποίησε και µονιµοποίησε όλες τις µνηµονιακές περικοπές στις συντάξεις µέσω της επιβολής ενός «νέου τρόπου υπολογισµού των συντάξεων». Θύµισε έτσι ότι η χιλιοτραγουδισµένη «έξοδος από τα µνηµόνια» του 2018, είναι πράγµατι µια «έξοδος» για τους καπιταλιστές και το κράτος, αλλά για τον κόσµο της δουλειάς είναι εγκλωβισµός στη µνηµονιακή µέγγενη µέχρι το 2060! Και αυτή η µαζική αρνητική πείρα, είναι ένα «γραµµάτιο» που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόµα αποπληρώσει.
Σε αυτήν τη κατρακύλα δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευθύνες. Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι, στελέχη και οµαδοποιήσεις, µε καλύτερες προθέσεις. Μετά το 2015 υποχωρούν διαρκώς, περιµένοντας καλύτερες ηµέρες για να κάνουν µια (υποχρεωτική) αναµέτρηση. Αντίθετα ο Τσίπρας και οι παρατρεχάµενοί του, οικοδοµούν σταθερά τις προϋποθέσεις για να κυριαρχήσουν αναίµακτα εάν και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ φτάσει ξανά σε µια σηµαντική εσωτερική διεργασία που θα αµφισβητεί την ηγεσία της παρακµής. Η λευκή σηµαία αυτού του κύκλου ανθρώπων, στελεχών και οµάδων, στη µετεκλογική ΚΕ µπροστά στην υποκρισία της ηγετικής οµάδας Τσίπρα, µοιάζει (απέξω) µε παραίτηση και ιστορική ήττα.
Στις εκλογές της 21ής Μαΐου, ο Μητσοτάκης έκανε τα αναµενόµενα. Απευθύνθηκε µε συνέπεια στο κοινωνικό µπλοκ που υποστηρίζει µε την πολιτική του. Συσπειρώνοντας την κυρίαρχη τάξη, τα ανώτερα εύπορα µεσοστρώµατα και τις κοινωνικές επιρροές τους µέσα στο γενικό πληθυσµό, συγκέντρωσε το 40% το 60% των ψηφισάντων. Η συγκέντρωση από τη Δεξιά µιας εκλογικής δύναµης που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του πληθυσµού, είναι µια πολιτική νίκη µέσα στις συγκεκριµένες συνθήκες, αλλά όχι κάτι το πρωτοφανές.
Το στοιχείο που δηµιουργεί την αίσθηση του σοκ στα εκλογικά αποτελέσµατα της 21/5 ήταν η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του Σεπτέµβρη του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε περίπου 500.000 ψηφοφόρους (σε σύγκριση µε τις εκλογές του Γενάρη του 2015) που απέσυραν την εµπιστοσύνη τους από το κόµµα που ερχόταν να εφαρµόσει το µνηµόνιο 3. Στις εκλογές της 21/5/2023 ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε µε 1.100.000 ψηφοφόρους λιγότερους απ’ ό,τι είχε το Γενάρη του ’15, εξακολουθώντας να χάνει την εµπιστοσύνη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που γύρισαν την πλάτη στη συναινετική αντιπολίτευση του 2019-23 και στην αλλοπρόσαλλη και δηµαγωγική προεκλογική καµπάνια του Τσίπρα. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο προφανής υπαίτιος για αυτή τη «διαρκή» ήττα. Και όµως αποδεικνύεται ανθεκτική στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η διαπίστωση δείχνει καθαρά ότι οι προοπτικές ανασύνταξης και οι ελπίδες ενός πλατύτερου κόσµου δεν πρέπει πλέον να περιµένουν οτιδήποτε ουσιαστικό από αυτό το κόµµα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά