Το νοµοσχέδιο της κυβέρνησης µε τον τίτλο «Ισότητα στον πολιτικό γάµο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις» προκάλεσε σηµαντικές συγχύσεις.
Το νοµοσχέδιο αφορά το δικαίωµα στον πολιτικό γάµο και στην τεκνοθεσία για τα οµόφυλα ζευγάρια. Έρχεται µε µεγάλη χρονική καθυστέρηση, όπως µε καθυστέρηση κατοχυρώθηκαν (κυρίως τυπικά) στην Ελλάδα η νοµική ισότητα ανδρών-γυναικών, το δικαίωµα της ψήφου στις γυναίκες, η κατάργηση της προίκας, η κατάργηση της ποινικοποίησης της µοιχείας, η κατάργηση της ποινικοποίησης της οµόφυλης σεξουαλικότητας, η θεσµοθέτηση του πολιτικού γάµου, του διαζυγίου µε βάση την επιθυµία ενός εκ των συζύγων κλπ. Στην Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών», τα αντιδραστικά γνωρίσµατα της περιόδου της πρώιµης καπιταλιστικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης υπερσυντηρητικής «ηθικής» αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικά.
Ο Μητσοτάκης υποχρεώνεται να προχωρήσει σήµερα σε αυτήν την κατεύθυνση, αφενός, για να ευθυγραµµίσει τη νοµοθεσία µε τα ισχύοντα στην Ευρώπη και, αφετέρου, γιατί οι κοινωνικές, παραγωγικές, τεχνολογικές κ.ά. εξελίξεις κάνουν απαραίτητες τις «µεταρρυθµίσεις» στο οικογενειακό δίκαιο και τις σχετιζόµενες µε αυτό ρυθµίσεις. Είναι απαραίτητο να προσθέσουµε τον παράγοντα της πίεσης των αγώνων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ που, από καιρό, έχουν αποδείξει ανθεκτικότητα και διάρκεια. Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους έχουν από την εποχή του 1960 και του 1970 την πολιτική πείρα ότι η καθυστέρηση «µεταρρυθµιστικών» παρεµβάσεων από τα πάνω, είναι πιθανό να πληρωθεί µε την κλιµάκωση των αγώνων και της ριζοσπαστικοποίησης.
Η άλλη όψη της αστικής πολιτικής εκδηλώνεται από την Εκκλησία, την ακροδεξιά και την ακροσυντηρητική πτέρυγα της ΝΔ. Πατώντας πάνω στα δεδοµένα συµπίεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάµεων που έχουν δηµιουργήσει οι 4 δεκαετίες των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων, υποστηρίζουν µια γενικότερη ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση µε την ενίσχυση της εθνικιστικής-ρατσιστικής-σεξιστικής ατζέντας. Σε όλο τον κόσµο η ακροδεξιά απαιτεί µέτρα περιορισµού των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων, ισχυριζόµενη ότι έχει αποδυναµωθεί η θέση της «λευκής πατριωτικής αρρενωπότητας». Αυτό είναι το νήµα που ενώνει το παπαδαριό µε τους Σπαρτιάτες, µε τη Νίκη, µε τον Βελόπουλο, µε τον Σαµαρά και τον Βορίδη.
Η στάση της Αριστεράς θα έπρεπε να στηρίζεται σε δύο βασικές θέσεις. Αφενός, να απαιτεί την πλήρη θεσµοθέτηση όλων των δικαιωµάτων για τα οµόφυλα ζευγάρια, την πλήρη ισότητα χωρίς εξαιρέσεις και αστερίσκους. Αφετέρου, να οργανώνει την πάλη για την ουσιαστική επιβολή της ισότητας σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, σε όλες τις πτυχές της πραγµατικής ζωής, γιατί είναι πικρή η πείρα από το ζήτηµα των γυναικών, όπου αποδείχθηκε ότι άλλο είναι η θεσµοθέτηση της τυπικής ισότητας και τελείως άλλο η πραγµατικότητα που επικρατεί στην εργασία, στη συνοικία, µέσα στην οικογένεια κλπ.
Η συζήτηση για το νοµοσχέδιο του Μητσοτάκη περιλαµβάνει µια παγίδα. Το ζήτηµα της απόκτησης παιδιού µέσω της «παρένθετης µητρότητας». Για τα ετερόφυλα ζευγάρια έχει θεσµοθετηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Πρόκειται για εµπορευµατοποίηση της µήτρας φτωχών και απροστάτευτων γυναικών. Στα χρόνια που προηγήθηκαν, τα 7 στα 10 παιδιά που γεννήθηκαν µέσω «παρένθετης µητρότητας», γεννήθηκαν από µετανάστριες ή προσφύγισσες. Η Ελλάδα έχει γίνει προορισµός ακριβού αναπαραγωγικού ιατρικού «τουρισµού», καθώς η µέθοδος αυτή απαγορεύεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό είναι που πρέπει να καταγγέλεται και να αντιµετωπιστεί πρακτικά από την Αριστερά και το κίνηµα. Όµως είναι ακραία υποκρισία, τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης, όσο και από τη µεριά ποικίλων «αντιρρησιών», να δηλώνεται µια πρόθεση υπεράσπισης των φτωχών και απροστάτευτων γυναικών µέσω του αποκλεισµού της καταφυγής σε «παρένθετη µητρότητα» ειδικά στα οµόφυλα ζευγάρια.
Ο συντηρητισµός του ΚΚΕ
Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης θα όφειλαν να βρουν τον τακτικό δρόµο για να απαιτούν και να υποστηρίζουν την πλήρη ισότητα για τα οµόφυλα ζευγάρια, χωρίς να κάνουν πολιτικό σέρβις στον Μητσοτάκη. Δυστυχώς τόσο ο Κασσελάκης όσο και ο Ανδρουλάκης προσανατολίστηκαν σε µια τακτική που «δένει τα κορδόνια στα παπούτσια του Μητσοτάκη».
Σε αυτήν τη συζήτηση ήταν µια κακή έκπληξη η στάση του ΚΚΕ, που τάχθηκε κατά της θεσµοθέτησης του δικαιώµατος του γάµου στα οµόφυλα ζευγάρια, ακόµα και κατά του Συµφώνου Συµβίωσής τους, συνδέοντας αυτά τα ζητήµατα ισότητας και ελευθερίας µε απαράδεκτες αντιλήψεις για την τεκνοποίηση και την αναπαραγωγή.
Το ΚΚΕ διαχωρίζεται από τη στάση της Εκκλησίας σωστά, αλλά µόνο στα λόγια: «Η εναντίωση της Εκκλησίας στον πολιτικό γάµο των οµόφυλων ζευγαριών γίνεται από τη σκοπιά… ότι αντιβαίνει στη δοσµένη “από το Θεό” συµπληρωµατικότητα άνδρα-γυναίκας και στον δοσµένο “από το Θεό” θεσµό του γάµου, για να διαµορφώνονται, όπως λέει, συνθήκες αγάπης και ισορροπίας… στη σχέση τους µε τα παιδιά». Μόνο που σε αυτή τη φράση, αν αντικαταστήσει κανείς το «δοσµένο από το Θεό» µε το «δοσµένο από τη βιολογία», προκύπτει ατόφια… η θέση του ΚΚΕ.
Το µακρύ κείµενο «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ» για να δικαιολογήσει τη στάση του, περιλαµβάνει κρίσιµες αναθεωρήσεις. Η σεξουαλικότητα των ανθρώπων, αλλά και οι ποικίλες µορφές που πήρε η «οικογένεια» στην πορεία της ιστορίας, καθορίστηκαν από τις κοινωνικές σχέσεις. Μας λέει το ΚΚΕ: «Η πατρότητα και η µητρότητα δεν µπορούν να ειδωθούν αποσπασµένες τόσο από το βιολογικό υπόβαθρο, όσο και από τις κοινωνικές σχέσεις…». Μόνο που σε αυτή τη θέση, ο ένας παράγοντας («το βιολογικό υπόβαθρο») είναι άκαµπτος, σταθερός και µόνιµος, ενώ ο δεύτερος παράγοντας (οι «κοινωνικές σχέσεις») είναι µεταβλητός, ασταθής κι εξελισσόµενος. Ποιος είναι ο καθοριστικός; Από την εποχή που ο Ένγκελς έγραψε την «Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατοµικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους» γνωρίζουµε ότι η µαρξιστική απάντηση δίνει όλο το βάρος στις κοινωνικές σχέσεις. Για µεγάλα χρονικά διαστήµατα, σε µεγάλες γεωγραφικές περιοχές, η µητρότητα ήταν η κυρίαρχη γραµµή αναγνώρισης της καταγωγής των παιδιών και η ανατροφή τους ήταν ζήτηµα εκτενέστερων «οικογενειών» µιας και δεν υπήρχε ο γάµος και το µόνιµο γονεϊκό ζευγάρι. Στα Βαλκάνια, µέχρι την αυγή του 20ού αιώνα, στους γεωργούς και στους νοµάδες κτηνοτρόφους, οι κυρίαρχες µορφές «οικογένειας» (τσελιγκάτο, ζάντρουγκα, φατριά κλπ) δεν στηρίζονταν στην αποκλειστική «συµπληρωµατικότητα» του ζεύγους άνδρας-γυναίκα που προκύπτει από τη βιολογία, αλλά στην απόλυτη εξουσία των πατριαρχών πάνω σε διευρυµένες «οικογένειες» πολλών δεκάδων µελών (εξουσία που δεν περιοριζόταν στη διεύθυνση των δραστηριοτήτων, αλλά επεκτεινόταν σε όλα τα πεδία, συµπεριλαµβανοµένης της σεξουαλικότητας…). Ακόµα και στο αστικό δίκαιο στον αναπτυγµένο καπιταλισµό, η πατρότητα και τα συνδεδεµένα µε αυτή δικαιώµατα και εξουσίες «τεκµαίρονται» εκ του γάµου και δεν χρειάζεται να αποδεικνύονται µε βιολογικό υλικό.
Τα πράγµατα γίνονται χειρότερα ως προς τις προοπτικές. Η ΚΕ του ΚΚΕ διάλεξε την επέτειο 100 χρόνων από τον θάνατο του Λένιν για να φορτώσει στον… Λένιν τη σηµερινή θέση του ΚΚΕ για το γάµο των οµόφυλων ζευγαριών. Αλλά στην ΕΣΣΔ, αµέσως µετά το 1917, καταργήθηκε για πρώτη φορά η ποινικοποίηση της οµόφυλης σεξουαλικότητας, θεσµοθετήθηκε ο πολιτικός γάµος και το «αυτόµατο» διαζύγιο, νοµιµοποιήθηκε η έκτρωση, άνοιξε η εποχή που καταργούσε τις εξουσίες των γονέων πάνω στα παιδιά και όριζε την ανατροφή τους ως κοινωνική-συλλογική υποχρέωση. Με αυτά τα µέτρα, µέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες, οι Μπολσεβίκοι έδειχναν στην πράξη ότι η «βιολογία» δεν είναι όριο-βραχνάς, ότι η οικογένεια µπορεί και πρέπει να αλλάξει µέσα στις αλλαγές των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων που οργανώνει η εργατική εξουσία.
Στη δεκαετία του 1930 όλες αυτές οι κατακτήσεις ανατράπηκαν. Οι «σιδερένιοι» νόµοι της βιολογίας κάθισαν ξανά στο τιµόνι. Οι γυναίκες πιέστηκαν να επιστρέψουν στο ρόλο της «Ρωσίας µάνας». Η οµόφυλη σεξουαλικότητα τέθηκε ξανά εκτός νόµου. Το δικαίωµα στην έκτρωση καταργήθηκε και η σεξουαλικότητα συνδέθηκε ξανά µε την τεκνοποίηση.
Σε αυτές τις σκοτεινά συντηρητικές στιγµές, της εποχής της κυριαρχίας του σταλινισµού µέσα στην Αριστερά, γυρίζει η θέση του ΚΚΕ ενάντια στο δικαίωµα στο γάµο και στην τεκνοθεσία για τα οµόφυλα ζευγάρια, και ακόµα χειρότερα η µακρά επιχειρηµατολογία που επέλεξε η ΚΕ του ΚΚΕ για να δικαιολογήσει µια απαράδεκτη θέση που προσβάλει τη µεγάλη πλειοψηφία των µελών του.
Η απαίτηση για τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες πρέπει, πράγµατι, να συνδυάζεται µε αποφασιστική πάλη για να πάρουν πραγµατικό περιεχόµενο µέσα στις συγκεκριµένες συνθήκες ταξικής κυριαρχίας, αλλά η άρνησή τους δεν είναι τίποτα άλλο από καλυµµένος (νέο)συντηρητισµός.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά