Στο πολιτικό μνημόσυνο του αγαπημένου μας συντρόφου Αντρέα Κριτσoτάκη, που έγινε στη γειτονιά του στα Εξάρχεια, στο φιλόξενο κηπάκι της Τσαμαδού το Σάββατο 1 Ιούνη, συναντήθηκαν παλιές/οι και νέες/οι αγωνίστριες/ες για να τιμήσουν τη μνήμη του και να θυμηθούν κοινές διαδρομές και εμπειρίες που μοιράστηκαν μαζί του.

Την συ­ζή­τη­ση άνοι­ξε η Μαρία Μπό­λα­ρη, εκ μέ­ρους της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής της ΔΕΑ, το­νί­ζο­ντας στην ομι­λία της ότι «η δια­δρο­μή του Αντρέα είναι εν πολ­λοίς και δια­δρο­μή της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς». Δεν είναι τυ­χαίο άλ­λω­στε ότι στην πο­λι­τι­κή του κη­δεία είχαν πα­ρα­βρε­θεί εκ­πρό­σω­ποι πολ­λών ορ­γα­νώ­σε­ων της ρι­ζο­σπα­στι­κής, επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς και αντί­στοι­χα πολλά κεί­με­να φι­λο­ξε­νή­σα­με στο αφιέ­ρω­μα στο RProject.gr.

Ο Αντρέ­ας, όπως γί­νε­ται φα­νε­ρό και από τα απο­σπά­σμα­τα των το­πο­θε­τή­σε­ων που δη­μο­σιεύ­ου­με εδώ,  υπήρ­ξε πρω­τα­γω­νι­στής στην πρω­το­βου­λία που πήρε η ΔΕΑ να στή­σει το Κυ­ρια­κά­τι­κο Σχο­λείο Με­τα­να­στών αρ­χι­κά και την Κί­νη­ση Απε­λά­στε το Ρα­τσι­σμό στη συ­νέ­χεια.

Σε αυτή την βρα­διά μνή­μης βρέ­θη­καν επί­σης και πολ­λές φίλες και φίλοι του Αντρέα, οι οποί­οι θυ­μή­θη­καν στιγ­μιό­τυ­πα από τις κοι­νές τους δια­δρο­μές και οι οποί­οι ανα­φέρ­θη­καν στην ευ­γέ­νεια και τη δυ­να­τό­τη­τά του να ακού­ει τους αν­θρώ­πους που τον πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζαν. Φί­λους και φίλες που ο Αντρέ­ας απέ­κτη­σε χάρη στη δυ­να­τό­τη­τά του να ακού­ει και να γί­νε­ται ου­σια­στι­κός αλλά και να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται με γλυ­κύ­τη­τα και πρα­ό­τη­τα, που τόσο εύ­λο­γα ανέ­δει­ξε στον χαι­ρε­τι­σμό του στο πο­λι­τι­κό μνη­μό­συ­νο ο συ­νο­δοι­πό­ρος του στην επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά τα τε­λευ­ταία 42 χρό­νια Μι­χά­λης Βερ­γί­τσης. 

Στην πο­λι­τι­κή κη­δεία του συ­ντρό­φου μας κυ­ριάρ­χη­σαν τα κόκ­κι­να λά­βα­ρα. Όμως όσες/οι βρε­θή­κα­με στο  πο­λι­τι­κό  του μνη­μό­συ­νο εί­χα­με την ευ­και­ρία να δούμε λίγα από τα πολλά έργα τέ­χνης που ο ίδιος δη­μιούρ­γη­σε. Από τα πανό του για τη ΔΕΑ, το Κυ­ρια­κά­τι­κο Σχο­λείο Με­τα­να­στών και την Ανυ­πό­τα­κτη Αθήνα μέχρι το πλού­σιο φω­το­γρα­φι­κό υλικό και τα σκί­τσα του Αντρέα που συ­νέ­λε­ξαν με αγάπη συ­ντρό­φισ­σες/οι, ανά­με­σα τους και η αδερ­φή του Πόπη.

Το πο­λι­τι­κό μνη­μό­συ­νο του Αντρέα ορ­γα­νώ­θη­κε με συ­ντρο­φι­κό­τη­τα, αγάπη και σε­βα­σμό σε έναν άν­θρω­πο που πρό­σφε­ρε τόσα πολλά στην επα­να­στα­τι­κή αρι­στε­ρά, στα κι­νή­μα­τα και τους το­πι­κούς αγώ­νες. Το πα­ρά­δειγ­μα της δρά­σης και της ζωής του Αντρέα από τη δε­κα­ε­τία του 1970 μέχρι σή­με­ρα απο­τε­λεί ση­μείο ανα­φο­ράς για όλες και όλους μας. Από το Κα­πνερ­γο­στά­σιο και τις ερ­γα­τι­κές μάχες τη δε­κα­ε­τία του 1970 ενά­ντια στην κυ­βέρ­νη­ση του Κα­ρα­μαν­λή μέχρι την απερ­γία διαρ­κεί­ας στην Τρά­πε­ζα Πί­στε­ως αρ­γό­τε­ρα, ως τους το­πι­κούς αγώ­νες στα Εξάρ­χεια και τα Πα­τή­σια, ο Αντρέ­ας θα μεί­νει στην μνήμη μας ως ένας αφο­σιω­μέ­νος επα­να­στά­της και ακτι­βι­στής, ως ένας αγα­πη­μέ­νος φίλος και σύ­ντρο­φος. Το πο­λι­τι­κό μνη­μό­συ­νο του Αντρέα έκλει­σε όσο χα­λα­ρά θα ήθελε και ο ίδιος ο Αν­δρέ­ας. Ο πα­λιός του φίλος και σύ­ντρο­φος, Γιώρ­γος Γε­ωρ­γιά­δης, ως dj έπαι­ξε μου­σι­κή καθώς συ­νε­χί­σα­με με ένα ποτό στο χέρι να μνη­μο­νεύ­ου­με τον Αντρέα και όλους τους τρό­πους με τους οποί­ους το πέ­ρα­σμά του μας άγ­γι­ξε.  

Ευ­χα­ρι­στού­με από καρ­διάς όλες, όλους και όλα που έκα­ναν μαζί μας αυτή τη δια­δρο­μή για να τι­μή­σουν το σύ­ντρο­φο Αντρέα Κρι­τσο­τά­κη.

----

Ομι­λί­ες από τη βρα­διά στο κη­πά­κι της Τσα­μα­δού

Μαρία Μπό­λα­ρη, εκ μέ­ρους της ΔΕΑ:

Να ευ­χα­ρι­στή­σου­με όλες και όλους σή­με­ρα για την πα­ρου­σία σας. Να ευ­χα­ρι­στή­σου­με για τη συ­μπα­ρά­στα­ση που εκ­δη­λώ­θη­κε με διά­φο­ρους τρό­πους αυτές τις 40 μέρες μετά την απώ­λειά του. Να ευ­χα­ρι­στή­σου­με για την οι­κο­νο­μι­κή ενί­σχυ­ση που συ­γκε­ντρώ­θη­κε για την ενί­σχυ­ση του εμ­βλη­μα­τι­κού αγώνα της επο­χής μας, της Πα­λαι­στί­νης. Να με­τα­φέ­ρω τις ευ­χα­ρι­στί­ες της Ένω­σης Πα­λαι­στι­νί­ων Ερ­γα­ζο­μέ­νων, που βρί­σκε­ται σε συ­ντο­νι­σμό με κοι­νω­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις της Πα­λαι­στί­νης, στην οποία πα­ρα­δό­θη­καν οι ει­σφο­ρές.

Ξε­κι­νώ­ντας να μιλώ για τον Αντρέα απα­ραί­τη­τα θα ξε­κι­νή­σω από τον αγώνα του κα­πνερ­γο­στα­σί­ου, ενός αγώνα που έγινε και πα­ρα­τσού­κλι του για πολλά χρό­νια.

Εκεί συμ­με­τέ­χει στο στή­σι­μο ερ­γο­στα­σια­κής επι­τρο­πής και πρω­το­στα­τεί σε δύο απερ­γί­ες, αυτήν του 1975 για αυ­ξή­σεις και εκεί­νη του 1976 ενά­ντια στο νόμο 330, ένα νόμο που απα­γό­ρευε τη συν­δι­κα­λι­στι­κή δράση. Υπουρ­γός της κυ­βέρ­νη­σης του Κων­στα­ντί­νου Κα­ρα­μαν­λή ήταν τότε ο Λά­σκα­ρης, που ήθελε λέει να κα­ταρ­γή­σει την πάλη των τά­ξε­ων με το συ­γκε­κρι­μέ­νο νόμο, τις απο­λύ­σεις, την άγρια κα­τα­στο­λή.

Το «Κα­πνερ­γο­στά­σιο» δεν ήταν μόνο για τον εαυτό του. Ακο­λου­θώ­ντας μια συ­νή­θεια της επο­χής, ορ­γά­νω­νε τη συ­μπα­ρά­στα­ση σε άλλες μάχες, της Νά­σιο­ναλ Καν, της Πί­τσος. Εί­μα­στε στη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, μια πε­ρί­ο­δο με­γά­λων ερ­γα­τι­κών αγώ­νων που δεν ανα­φέ­ρο­νται, δεν «φω­τί­ζο­νται» όσο θα έπρε­πε. Δεν ήταν μια εύ­κο­λη εποχή. Αλλά είχε τον αέρα, την ορμή που έδινε η εξέ­γερ­ση του Νο­έμ­βρη του 1973. Και αυτό διευ­κό­λυ­νε τις κα­τα­στά­σεις, έδινε αυ­το­πε­ποί­θη­ση. Στις κα­τα­κτή­σεις της πα­τά­με και σή­με­ρα. Το «οπλο­στά­σιό της», η απερ­γία, η κα­τά­λη­ψη, η δια­δή­λω­ση, η αλ­λη­λεγ­γύη, είναι στο στό­χα­στρο του κα­θε­στώ­τος σή­με­ρα. Και πρέ­πει να τα υπε­ρα­σπι­στού­με.

Στο εσω­τε­ρι­κό του κι­νή­μα­τος δι­νό­ταν μια άλλη μάχη. Αυτή της ορ­γά­νω­σης από τα κάτω των ερ­γο­στα­σια­κών επι­τρο­πών, των ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων, που την υιο­θέ­τη­σε πλη­θώ­ρα αγω­νι­στών και αγω­νι­στριών της ευ­ρύ­τε­ρης επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς, σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την προ­σπά­θεια του ΚΚΕ για γρα­φειο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση.

Αυτό το στοι­χείο, σε συν­δυα­σμό με ιδε­ο­λο­γι­κές επι­λο­γές για τον τρο­τσκι­σμό, τον λε­νι­νι­σμό, την θε­ω­ρία του κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, στα­θε­ρο­ποί­η­σαν την από­φα­ση του Αν­δρέα για έντα­ξη σε αυτό το ρεύμα της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς.

Την επι­μο­νή στον ερ­γα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό συμ­με­ρί­στη­καν πολ­λοί σύ­ντρο­φοι, πολ­λές συ­ντρό­φισ­σες της επο­χής. Κρα­τή­θη­κε από αρ­κε­τές ορ­γα­νώ­σεις. Ήταν και είναι πο­λύ­τι­μος. Σε αυτόν πα­ρέ­μει­νε ο Αντρέ­ας και όταν δεν ήταν σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο χώρο.

Ήταν παρών στη με­γά­λη απερ­γία των ερ­γα­ζο­μέ­νων στην τρά­πε­ζα Πί­στε­ως (τώρα Alpha Bank), από το Νο­έμ­βρη του 1989 ως το Φλε­βά­ρη του 1990. Όπου τραυ­μα­τί­στη­κε από τα ΜΑΤ και τον συ­νέ­λα­βαν. Αρ­γό­τε­ρα στην ΕΑΣ στα 1991-93, στα Ναυ­πη­γεία Σκα­ρα­μα­γκή το 1995, στην Ιο­νι­κή του 1998. Και μετά στα ερ­γα­τι­κά που­λή­μα­τα σε διά­φο­ρους χώ­ρους.

Ο ερ­γα­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός δεν σή­μαι­νε και δεν ση­μαί­νει «ερ­γα­τι­σμό». Ο Αντρέ­ας –όπως κι άλλοι κι άλλες από εμάς– είχε εμπλο­κή σε αγώ­νες κι­νη­μά­των. Της γει­το­νιάς, του φε­μι­νι­στι­κού, του αντι­φα­σι­στι­κού, του αντι­ρα­τσι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Γι’ αυτόν και τη ΔΕΑ ση­μαί­νει την οπτι­κή για να νι­κή­σουν, τις συν­δέ­σεις για να γί­νουν ενιαία αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή προ­ο­πτι­κή.

Ο Αντρέ­ας γρή­γο­ρα εντό­πι­σε τη ση­μα­σία της αντι­ρα­τσι­στι­κής δρά­σης. Στή­ρι­ξε ολό­ψυ­χα το Αντι­ρα­τσι­στι­κό Φε­στι­βάλ. Γι’ αυτό όταν η ΔΕΑ πήρε την πο­λι­τι­κή πρω­το­βου­λία για το Κυ­ρια­κά­τι­κο Σχο­λείο Με­τα­να­στών, έδωσε όλες τις δυ­νά­μεις του.

Ο Αντρέ­ας είχε ένα αξιο­ζή­λευ­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Ήταν αυ­στη­ρός στην ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή άποψη αλλά ταυ­τό­χρο­να μα­ζι­κός και «ανοι­χτός» σε άλλες ορ­γα­νώ­σεις, σε μέλη συλ­λο­γι­κο­τή­των.

Για το πόσο δο­τι­κός και συ­ντρο­φι­κός ήταν, μπο­ρούν να ει­πω­θούν πολ­λές ιστο­ρί­ες.

Τε­λευ­ταίο, μια ιστο­ρία που πε­ριέ­γρα­ψε η συ­ντρό­φισ­σα Κα­τε­ρί­να Σερ­γί­δου σε ένα κεί­με­νό της.

Όταν πριν από 23 χρό­νια συ­ζη­τού­σαν για μια πα­ρο­μοί­ω­ση: Το τρένο της Επα­νά­στα­σης, που αντέ­χει να πο­ρεύ­ε­ται στις ράγες, που κάθε εποχή έχει το δικό της βα­γό­νι. Ας φτιά­ξου­με το δικό μας. Στους ση­με­ρι­νούς αγώ­νες, σε αυ­τούς για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση.

Ο σύ­ντρο­φος Αντρέ­ας θα είναι μαζί μας.

---

Νίκος Γιαν­νό­που­λος, Δί­κτυο για τα κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα:

Ο Αν­δρέ­ας ήταν από τους πρώ­τους αν­θρώ­πους, συ­ντρό­φους, που γνώ­ρι­σα στα χρό­νια της με­τα­πο­λί­τευ­σης. Τότε ως μα­θη­τής ήμουν κοντά στην ΟΣΕ, στην αγω­νι­στι­κή πα­ρά­τα­ξη σπου­δα­στών και μαζί με τον Αντώ­νη τον Ντα­βα­νέλ­λο και άλλα παι­διά, γιατί τότε ήμα­σταν παι­διά, γνώ­ρι­σα και τον Αντρέα. Έχου­με πολ­λές κοι­νές στιγ­μές, είπε η Μαρία (σ.σ. η Μπό­λα­ρη) αρ­κε­τά. Το κα­πνερ­γο­στά­σιο, γιατί το πα­ρα­κο­λού­θη­σα από κοντά. Είπε αρ­κε­τές απερ­γί­ες η Μαρία, θα σας πω ακόμη μία που συμ­με­τεί­χε ο Αν­δρέ­ας. Στο κα­τέ­βα­σμα των απερ­γών της χαρ­το­βιο­μη­χα­νί­ας Λα­δό­που­λου. Επί­σης για τον 330. Χά­σα­με τότε 12.500 συν­δι­κα­λι­σμέ­νους ερ­γά­τες από τα κάτω με τις απο­λύ­σεις του Λά­σκα­ρη (σ.σ. υπουρ­γός ερ­γα­σί­ας της πρώ­της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης του Κων­στα­ντί­νου Κα­ρα­μαν­λή, 1974-77).

Αν και δεν πο­λυ­συ­νη­θί­ζε­ται ο όρος στις γραμ­μές μας, θα τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σω όμως ως οι­κο­νο­μία λόγου. Ο Αντρέ­ας ήταν κοι­νω­νι­κός αγω­νι­στής. Είχε ένα συν­δυα­σμό λαϊ­κό­τη­τας και λο­γιο­σύ­νης. Ήξερε πολύ καλά τι γί­νε­ται και πως γί­νε­ται αλλά είχε ένα τρόπο να συν­δέ­ε­ται ο ίδιος, δεν το έκανε από τα­κτι­κή και δε γι­νό­ταν επί­τη­δες λαϊ­κός, ήταν βαθιά κοι­νω­νι­κός. Αν και αδό­κι­μος ο όρος θα μπο­ρού­σα να πω ότι ήταν ένας λαϊ­κός ευ­πα­τρί­δης. Προ­ση­νής, ευ­γε­νής και πα­ράλ­λη­λα στα­θε­ρός στις από­ψεις του. Ο Αν­δρέ­ας δεν υπο­δυό­ταν ότι συμ­φω­νού­σε μαζί σου. Σε άκου­γε προ­σε­κτι­κά. Είχε προ­σή­λω­ση στα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα με την ευ­ρεία έν­νοια του όρου. Και μια ιδιαί­τε­ρη τάση εν­θάρ­ρυν­σης της κοι­νω­νι­κής και της πο­λι­τι­κής αυ­τε­νέρ­γειας. Για αυτό και όλοι μας στα Εξάρ­χεια, η επι­τρο­πή κα­τοί­κων για το μετρό κ.λπ. τον εί­χα­με πως και πως. Ο Αν­δρέ­ας ήταν αυτό που λέμε: είσαι ότι κά­νεις. Δεν εξήγ­γει­λε, έπρατ­τε.

---

Αμά­ντα Κα­τε­ρί­νη, Ανα­μέ­τρη­ση:

Ευ­χα­ρι­στώ τη ΔΕΑ, την Πόπη, τη Μυρτώ και τη Μαρία για την πρό­σκλη­ση και εκ μέ­ρους της Ανα­μέ­τρη­σης, που ενώ είναι μια ορ­γά­νω­ση που απαρ­τί­ζε­ται κυ­ρί­ως από νέους αν­θρώ­πους, αυτές τις μέρες δια­πί­στω­σα ότι πολ­λοί και πολ­λές γνώ­ρι­ζαν τον Αντρέα, χωρίς να τον έχουν συ­να­να­στρα­φεί, λόγω της ση­μα­ντι­κής και ανε­ξί­τη­λης εγ­γρα­φής που άφησε με την άοκνη συμ­με­το­χή του στα κι­νή­μα­τα της γει­το­νιάς μας και από την πα­ρου­σία του στους ευ­ρύ­τε­ρους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες.

Αν η Αρι­στε­ρά απέ­δι­δε τί­τλους τιμής, ο Αντρέ­ας θα ήταν σερ για την ευ­γέ­νεια, το χα­μό­γε­λο, τη σο­βα­ρό­τη­τα, το μέτρο και φυ­σι­κά για τη με­γά­λη του προ­σφο­ρά στον αγώνα για έναν κα­λύ­τε­ρο κόσμο με ισό­τη­τα, ελευ­θε­ρία και κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη.

Γνω­ρι­στή­κα­με το 2009 στον Σύ­ρι­ζα, ει­δι­κό­τε­ρα στην ΟΜ Εξαρ­χεί­ων, όπου ο Αντρέ­ας ξε­χώ­ρι­σε για τις αρε­τές του που ήταν εύ­κο­λα ορα­τές. Σε μια ζωηρή εποχή, με υψηλά επί­δι­κα, ο Αντρέ­ας ως μέλος της ΔΕΑ και του Σύ­ρι­ζα έβαλε πλάτη για τη συ­γκρό­τη­ση του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου που τότε ο προ­ο­δευ­τι­κός κό­σμος είχε επι­λέ­ξει ως ερ­γα­λείο για τη συ­γκυ­ρία. Εντός του Σύ­ρι­ζα τά­χθη­κε σ’ αυτή την πλευ­ρά που πί­στευε στη δύ­να­μη των από κάτω κι αντι­στρα­τευό­ταν αρ­χη­γι­σμούς και την αυ­το­νό­μη­ση της ηγε­σί­ας από τη βάση, αυτή που υπο­στή­ρι­ζε ότι ο Σύ­ρι­ζα έπρε­πε να είναι εκ­φρα­στής και δη­μιουρ­γός των κι­νη­μά­των, αυτή που πί­στευε πως μια κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς  έχει νόημα μόνο αν αμ­φι­σβη­τή­σει τις κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, αυτή που εν­νο­ού­σε την υπό­σχε­ση για ρήξη και ανα­τρο­πή. Υπη­ρε­τώ­ντας αυτές τις ιδέες ,ο Αντρέ­ας έδωσε τη μάχη για να κρα­τη­θεί ο Σύ­ρι­ζα σε μια στα­θε­ρά ρι­ζο­σπα­στι­κή γραμ­μή δια­βλέ­πο­ντας εγκαί­ρως τους κιν­δύ­νους από τις διο­λι­σθή­σεις της κε­ντρι­κής γραμ­μής.

Όταν το 2015 το όχι του λαού μας με­τα­τρά­πη­κε σε ναι, ο Αντρέ­ας επέ­λε­ξε να μην πα­ρα­δε­χτεί την ήττα, να μην απο­δε­χτεί πως δεν υπήρ­χε άλλη επι­λο­γή, να μην τον κα­τα­βά­λει η απο­γο­ή­τευ­ση, αλλά αντί­θε­τα, παρά τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που άρ­χι­σαν από τότε να τον τα­λαι­πω­ρούν, συ­νέ­χι­σε να μά­χε­ται σε πολλά κοι­νω­νι­κά μέ­τω­πα.

Στη διάρ­κεια της κοι­νής μας έντα­ξης κέρ­δι­σε τη βαθιά μας εκτί­μη­ση, όχι μόνο λόγω συ­να­ντί­λη­ψης, αλλά και για τον τρόπο που είχε να χτί­ζει συ­ντρο­φι­κές σχέ­σεις. Το πιο ση­μα­ντι­κό ήταν η ασφά­λεια που δη­μιουρ­γού­σε στη συ­νερ­γα­σία μας, γιατί είχε λόγο και συ­νέ­πεια στην τή­ρη­σή του. Συχνά μετά τις συ­νε­δριά­σεις μας (θυ­ελ­λώ­δεις κά­ποιες φορές, όπου ο Αντρέ­ας έδινε μα­θή­μα­τα ψυ­χραι­μί­ας) συ­νε­χί­ζα­με τις ου­σια­στι­κές μας κου­βέ­ντες με λι­γό­τε­ρη έντα­ση και πε­ρισ­σό­τε­ρο χιού­μορ, στο Bourbon, αλλά και στα τσί­που­ρα, απέ­να­ντι απ΄ το Βοξ που κι εκεί δε μας στε­ρού­σε την πα­ρου­σία του, πα­ρό­λο που απέ­φευ­γε τα τη­γα­νι­τά.

Ο Αντρέ­ας αγά­πη­σε τα Εξάρ­χεια και τον κόσμο τους. Δη­μιούρ­γη­σε μαζί με άλ­λους/ες τη λαϊκή συ­νέ­λευ­ση Εξαρ­χεί­ων και υπε­ρά­σπι­σε την πλα­τεία μέχρι τέ­λους, πρω­το­στα­τώ­ντας σε δρά­σεις για την ελεύ­θε­ρη δη­μό­σια χρήση της και την ποιό­τη­τα ζωής των κα­τοί­κων της γει­το­νιάς. Ενερ­γός και μα­χη­τι­κός στο αντι­ρα­τσι­στι­κό και αντι­φα­σι­στι­κό κί­νη­μα σε κάθε του έντα­ξη κα­ταρ­γού­σε στην πράξη με τη στάση του τον δια­χω­ρι­σμό πνευ­μα­τι­κής-χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας, γιατί ενώ είχε την πο­λι­τι­κή συ­γκρό­τη­ση στε­λέ­χους πρώ­της γραμ­μής, αυτό δεν τον εμπό­δι­ζε να φτιά­χνει άψογα πανό, να στοι­χί­ζε­ται πίσω απ΄ αυτά με τις συ­ντρό­φισ­σες και τους συ­ντρό­φους του στο δρόμο, να είναι παρών στα με­γά­λα και στα ήσ­σο­να. Ήταν στρα­τη­γός και στρα­τιώ­της, υπη­ρε­τώ­ντας και τους δύο ρό­λους κάθε φορά ανά­λο­γα με τις ανά­γκες του κι­νή­μα­τος και όχι τις δικές του. Γιατί κί­νη­τρό του δεν ήταν η προ­σω­πι­κή φι­λο­δο­ξία, αλλά το να είναι χρή­σι­μος.

Ο Αντρέ­ας Κρι­τσο­τά­κης ήταν ένας ολο­κλη­ρω­μέ­νος αρι­στε­ρός άν­θρω­πος. Πο­λυ­σχι­δής και πο­λυ­τά­λα­ντος, αγα­πού­σε τη ζωή και η πο­λύ­ω­ρη ενα­σχό­λη­σή του με το κί­νη­μα δεν τον εμπό­δι­ζε να τη ζει σε όλες τις εκ­φάν­σεις της, να παίρ­νει χαρά και να την επι­στρέ­φει, προ­σφέ­ρο­ντάς μας το φω­τει­νό του χα­μό­γε­λο όποτε τον συ­να­ντού­σα­με. Δη­λω­τι­κά του χα­ρα­κτή­ρα του και η ευ­γέ­νεια, ο σε­βα­σμός και η ισό­τι­μη συ­μπε­ρι­φο­ρά του απέ­να­ντι στις γυ­ναί­κες.

Σε μια εποχή που οι αξίες της αρι­στε­ράς  δο­κι­μά­ζο­νται, ο θά­να­τός του συ­νι­στά απώ­λεια πα­ρα­δείγ­μα­τος πί­στης και ευ­γε­νι­κής επι­μο­νής σε αρχές και ιδέες, αλ­λη­λεγ­γύ­ης, ου­σια­στι­κής κοι­νω­νι­κό­τη­τας, ερ­γα­τι­κό­τη­τας και από­λυ­της ανι­διο­τέ­λειας.

Κι επει­δή στον Αντρέα μας δεν άρε­σαν οι μισές δου­λειές, πι­στεύω πως όσα πά­λε­ψε δε θα ήθελε να μεί­νουν ανο­λο­κλή­ρω­τα.

Στη μνήμη του λοι­πόν, θα συ­νε­χί­σου­με.

---

Όλγα Κλεί­τσα, Ανυ­πό­τα­κτη Αθήνα:

Τον Αντρέα τον γνώ­ρι­σα στις νε­ό­τε­ρες πε­ριό­δους του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, της ελ­πί­δας που δια­ψεύ­στη­κε. Από εκεί και μετά συ­μπο­ρευ­τή­κα­με μέσα από πάρα πολλά κι­νή­μα­τα και πο­λι­τι­κούς χώ­ρους. Η με­γα­λύ­τε­ρή μας συ­νύ­παρ­ξη και ίσως και η πιο ου­σια­στι­κή ήταν στη δη­μο­τι­κή μας κί­νη­ση, την Ανυ­πό­τα­κτη Αθήνα που ξε­κί­νη­σε πριν από λίγα χρό­νια. Μία κί­νη­ση που πραγ­μα­τι­κά βα­σί­στη­κε σε αν­θρώ­πους σαν τον Αν­δρέα που απέ­να­ντι στις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές προ­τάσ­σουν την ενό­τη­τα και την κοινή δράση. Και τη δια­φυ­γή προς το κί­νη­μα θα πω εγώ, όπου εκεί πραγ­μα­τι­κά κρί­νο­νται όλα. Ο Αντρέ­ας δεν είναι ένας άν­θρω­πος που μπο­ρεί να ξε­χα­στεί. Νο­μί­ζω ότι το πιο δυ­στυ­χές είναι ότι ο ίδιος ίσως δεν κα­τά­λα­βε ποτέ το πό­σους αν­θρώ­πους είχε αγ­γί­ξει το πέ­ρα­σμά του και πόσες εμπει­ρί­ες είχε αφή­σει και πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κά και προ­σω­πι­κά.

Έχουν ει­πω­θεί πάρα πολλά. Εγώ θέλω να πω μόνο ένα πα­ρά­δειγ­μα, πολύ πρό­σφα­το μά­λι­στα, που νο­μί­ζω ότι συ­μπυ­κνώ­νει το ποιος ήταν ο Αντρέ­ας για μένα και το πώς τον γνώ­ρι­σα. Πριν με­ρι­κά χρό­νια όταν άρ­χι­σε έτσι λίγο κάπως να ξα­να­πα­τά­ει στα πόδια του το κί­νη­μα στην Αθήνα, ήμα­σταν στα Πα­τή­σια και πα­λεύ­α­με για ένα πάρκο. Θέ­λα­με να κά­νου­με μια δια­δή­λω­ση και μας έλει­πε μια ντου­ντού­κα. Εί­χα­με βρε­θεί εκεί πέρα για πρώτη φορά στα χρο­νι­κά στα Πα­τή­σια η ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά μαζί με τον αναρ­χι­κό χώρο, κάτι το οποίο δεν είχε ξα­να­συμ­βεί. Πε­τά­γε­ται λοι­πόν ένα παιδί από την αναρ­χι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα και μας λέει μην ανη­συ­χεί­τε έχω κα­νο­νί­σει με ένα σύ­ντρο­φο από τα Εξάρ­χεια να μας φέρει ντου­ντού­κα. Περ­νά­νε λίγες μέρες και μα­θαί­νου­με ότι ο σύ­ντρο­φος από τα Εξάρ­χεια ήταν ο δικός μας σύ­ντρο­φος, ο Αντρέ­ας. Αυτός ήταν ο Αντρέ­ας. Ο ορι­ζό­ντια σύ­ντρο­φος και όχι απλά συ­να­γω­νι­στής. Ίσως ο πιο διά­ση­μος άση­μος των Εξαρ­χεί­ων της επο­χής μας.

---

Συ­νέ­λευ­ση Όχι Μετρό στην Πλα­τεία Εξαρ­χεί­ων:

Ο Αντρέ­ας είναι από τους πιο ανα­γνω­ρί­σι­μους αν­θρώ­πους των Εξαρ­χεί­ων. Όπου και να ρω­τή­σεις, κάπου έχει βάλει το χε­ρά­κι του, το πι­νέ­λο του ή την ρα­πτο­μη­χα­νή του. Τι ήταν για εμάς στη συ­νέ­λευ­ση του «Όχι μετρό» ο Αν­δρέ­ας; Η ήρεμη δύ­να­μη μας, με μια φυ­σι­κή ευ­γέ­νεια, ένας αλέ­γκρος δρο­σε­ρός Απρί­λης. Γλυ­κός σαν μέλι και σκλη­ρός σαν τον κορμό του ώρι­μου δέ­ντρου -που πάνω του πα­τά­ει η αρ­κού­δα για να φάει το μέλι, με μια γα­λή­νη τα­πει­νής σι­γου­ριάς, με ευ­γέ­νεια, σε­βα­σμό, μια ορ­θά­νοι­χτη καρ­διά, με το παι­χνι­διά­ρι­κο του βλέμ­μα, το χιού­μορ του και πάντα το ωραίο του στυλ, γιατί δεν έβγαι­νε ποτέ από το σπίτι απε­ρι­ποί­η­τος.

Ποιος θα μας φτιά­ξει τα κου­τιά οι­κο­νο­μι­κής ενί­σχυ­σης; Ο Αντρέ­ας. Ποιος θα μας φτιά­ξει ένα πανό γιατί δεν προ­λα­βαί­νου­με; Ο Αντρέ­ας. Και να προ­κα­λεί πάντα το ερώ­τη­μα πώς ένας άν­θρω­πος εμ­φα­νώς με­γα­λύ­τε­ρος έχει ακόμη όρεξη να συμ­με­τέ­χει σε συλ­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες και να δη­μιουρ­γεί μέσα από αυτές.

Οι άν­θρω­ποι φεύ­γουν μόνο όταν τους ξε­χνά­με. Κάτι που δεν πρό­κει­ται να συμ­βεί με τον ξε­ρο­κέ­φα­λο αυτό καλ­λι­τέ­χνη. Κάθε αγώ­νας μας θα είναι και δικός του. Και όταν θα πά­ρου­με πίσω την πλα­τεία, έχου­με κρα­τή­σει κα­βά­τζα ένα πανό του, για να μπει στη θέση που του αξί­ζει. Να θυ­μό­μα­στε. Να τον θυ­μό­μα­στε.

(Το κεί­με­νο είναι συρ­ρα­φή από λόγια μελών της συ­νέ­λευ­σης «Όχι μετρό στην πλα­τεία Εξαρ­χεί­ων» στην ερώ­τη­ση «πες μου τι σου έρ­χε­ται στο μυαλό όταν σκέ­φτε­σαι τον Αντρέα»)

---

Μα­ρί­να Κ:

Με τον Αντρέα αντα­μώ­σα­με για πρώτη φορά στο Κυ­ρια­κά­τι­κο Σχο­λείο Με­τα­να­στών το μα­κρι­νό 2008, σε μια εποχή που ο ρα­τσι­σμός διά­βρω­νε βαθιά τις συ­νει­δή­σεις και τα πάντα γύρω μας. Ήταν τέ­τοιες μέρες, λίγο πριν τη 2η Γιορ­τή του Κυ­ρια­κά­τι­κου, που έτυχε να δια­βά­σω για αυτό σε ένα δη­μο­φι­λές έντυ­πο της επο­χής. Μι­λή­σα­με στο τη­λέ­φω­νο, πήρα το 051, κα­τέ­βη­κα στη στάση Κρί­θα­ρη, περ­πά­τη­σα ως το εμ­βλη­μα­τι­κό τριώ­ρο­φο που στέ­γα­σε το Σχο­λείο για πάνω από 10 χρό­νια κι εκεί τον συ­νά­ντη­σα.Έχω αυτή την αί­σθη­ση της πα­ρου­σί­ας του, τη συ­γκι­νη­τι­κή του ευ­γέ­νεια, τη γλυ­κύ­τη­τά του, την κα­τα­λυ­τι­κή του ηρε­μία, τη βαθιά, υπέ­ρο­χη χροιά της φωνής του, τόσο ζω­ντα­νά μέσα μου, σα να ‘ναι χτες κι ας έχουν πε­ρά­σει 16 χρό­νια.

Θυ­μά­μαι πώς μου μί­λη­σε, την πρώτη εκεί­νη μέρα, για τη δι­δα­σκα­λία και τα μα­θή­μα­τα, για τα πάρτι και τη Γιορ­τή που γι­νό­ταν μια φορά το χρόνο, για την κοι­νό­τη­τα ντό­πιων και με­τα­να­στριών, δα­σκά­λων και μα­θη­τριών του Σχο­λεί­ου, για τις πο­ρεί­ες και για τη ΔΕΑ, την Ορ­γά­νω­ση που εμπνεύ­στη­κε, έστη­σε και στή­ρι­ξε το Κυ­ρια­κά­τι­κο για πολλά χρό­νια. Και με έκανε να νιώσω πως ήθελα πολύ να γίνω κομ­μά­τι αυτής της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, κομ­μά­τι της αλ­λη­λεγ­γύ­ης και του μοι­ρά­σμα­τος. Και πως, πα­ρό­λο που τότε ήμουν μόλις 18, πα­ρό­λο που δεν είχα την πα­ρα­μι­κρή ιδέα αν μπο­ρού­σα να δι­δά­ξω ή να προ­σφέ­ρω οτι­δή­πο­τε, μπο­ρού­σα στ’ αλη­θι­νά να συμ­με­τέ­χω σε αυτό το απλό και συ­νά­μα σπου­δαίο πράγ­μα που συ­νέ­βαι­νε στο Κυ­ρια­κά­τι­κο. Μου δη­μιούρ­γη­σε την πο­λύ­τι­μη αί­σθη­ση πως χω­ρού­σα σε αυτό.

Παρέα στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν υπο­δε­χτή­κα­με εκα­το­ντά­δες εθε­λο­ντριών και μα­θη­τών, ντό­πιων και με­τα­να­στριών, πάντα με την έγνοια και την προ­σπά­θεια να γί­νου­με μια παρέα, μια ομάδα, μια συ­ντρο­φιά, με την ου­σια­στι­κή έν­νοια του όρου. Ήταν αυ­το­νό­η­το για μας, για όλα μας που συμ­με­τεί­χα­με τον καιρό εκεί­νο στο Κυ­ρια­κά­τι­κο, πως δεν μοι­ρα­ζό­μα­σταν μο­νά­χα τα μα­θή­μα­τα και τη δι­δα­σκα­λία, αλλά κα­τε­βαί­να­με παρέα στις πο­ρεί­ες και στις δια­δη­λώ­σεις ενά­ντια στο ρα­τσι­σμό, για τα δι­καιώ­μα­τα των με­τα­να­στών, για τον νόμο για την Ιθα­γέ­νεια που ψη­φι­ζό­ταν τότε. Όπως κα­τε­βαί­να­με παρέα και στην ερ­γα­τι­κή Πρω­το­μα­γιά και στις ερ­γα­τι­κές απερ­γί­ες. Γιατί στο Κυ­ρια­κά­τι­κο καλ­λιερ­γού­ταν με τρόπο απλό και φυ­σι­κό το βίωμα της αλ­λη­λεγ­γύ­ης, η έγνοια και η ανά­γκη να πα­λέ­ψου­με και να διεκ­δι­κή­σου­με το δι­καί­ω­μα της δι­πλα­νής μας με τόση αγω­νία και με τόσο σθέ­νος όσο το δικό μας δι­καί­ω­μα. Και μια ακόμα πιο βαθιά αί­σθη­ση που με συ­ντρο­φεύ­ει μέχρι σή­με­ρα, η αί­σθη­ση πως κάθε φορά που ένα δικό μου δι­καί­ω­μα κα­τα­πα­τά­ται, κάθε φορά που το δικό μου δί­καιο δια­κυ­βεύ­ε­ται, μπορώ να στη­ρι­χτώ στο δι­πλα­νό μου. Έχω τη βαθιά πε­ποί­θη­ση πως αυτή η αλ­λη­λεγ­γύη που διέ­πνεε τις σχέ­σεις στο Κυ­ρια­κά­τι­κο είχε να κάνει σε με­γά­λο βαθμό με την προ­σω­πι­κό­τη­τα και με τη στάση ζωής του ίδιου του Αντρέα, με τη δική του προ­σέγ­γι­ση, πως συ­ντρο­φι­κό­τη­τα ση­μαί­νει στο βάθος ανοι­χτή καρ­διά και ανοι­χτή αγκα­λιά. Γιατί αυτό ήταν ο Αντρέ­ας, μια ανοι­χτή αγκα­λιά.

Και επει­δή ο ίδιος ήταν ένας άν­θρω­πος από­λυ­τα αφο­σιω­μέ­νος στην Ορ­γά­νω­σή του, βαθιά δε­μέ­νος με τη ΔΕΑ, μέσα από τη συλ­λο­γι­κό­τη­τα του Κυ­ρια­κά­τι­κου και τις σχέ­σεις εμπι­στο­σύ­νης που ανα­πτύσ­σο­νταν σε αυτό, άνοι­γε διά­πλα­τα και φυ­σι­κά ο δρό­μος για την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση, για την ορ­γα­νω­μέ­νη ζωή, για όπου ήθελε και άντε­χε το κα­θέ­να μας να φτά­σει. Πέ­ρα­σαν τα χρό­νια, βρε­θή­κα­με σε ένα σταυ­ρο­δρό­μι, πή­ρα­με δρό­μους δια­φο­ρε­τι­κούς.

Αι­σθά­νο­μαι όμως, για να μοι­ρα­στώ κάτι προ­σω­πι­κό, πολύ βαθιά ευ­γνω­μο­σύ­νη που πέρσι τέ­τοιες μέρες, σε ένα πα­ρά­ξε­νο γύ­ρι­σμα της τύχης, αντα­μώ­σα­με ξανά. Χτύ­πη­σε το τη­λέ­φω­νο ένα πρωί, πάλι τέ­τοιος και­ρός ήταν, τέλη του Μάη, όπως στην πρώτη μας γνω­ρι­μία. Συ­να­ντη­θή­κα­με, κοι­τα­χτή­κα­με στα μάτια, αγκα­λια­στή­κα­με και νιώ­σα­με πως η φιλία, η αγάπη και η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα που μας ένωσε ήταν βαθιά κι αλη­θι­νή. Νιώθω ει­λι­κρι­νά τυ­χε­ρή που τον συ­νά­ντη­σα, που άφησε το απο­τύ­πω­μά του στην καρ­διά και στη ζωή μου. Καθώς σκέ­φτο­μαι το τρα­γού­δι που ακού­στη­κε τη μέρα της κη­δεί­ας του, το Which side are you on, θέλω να πω, με όλη μου την καρ­διά, ότι ο Αντρέ­ας, ο αγα­πη­μέ­νος μας σύ­ντρο­φος, ήταν πά­ντο­τε στη σωστή πλευ­ρά της Ιστο­ρί­ας.

---

Μι­χά­λης Βερ­γί­τσης, ΔΕΑ:

Γνώ­ρι­σα τον Αντρέα το 1982. Ο Θο­δω­ρής ο Κα­τσι­λιέ­ρης με είχε πάρει από το χε­ρά­κι και πή­γα­με στα γρα­φεία της ΟΣΕ (Ορ­γά­νω­ση Σο­σια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση) στη Με­νάν­δρου. Λί­γους μήνες πριν είχε έρθει το ΠΑΣΟΚ στην κυ­βέρ­νη­ση. Οι ορ­γα­νώ­σεις της εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κής Αρι­στε­ράς είχαν υπο­στεί ένα με­γά­λο πλήγ­μα και είχαν πε­ρά­σει μια κα­τά­στα­ση αφαί­μα­ξης μετά την αρχή της κυ­βερ­νη­τι­κής θη­τεί­ας του ΠΑΣΟΚ και γι­νό­τα­νε κά­ποια μα­ζέ­μα­τα, στα οποία συμ­με­τεί­χαν οι ενα­πο­μεί­να­ντες τότε 18 σύ­ντρο­φοι και συ­ντρό­φισ­σες της ΟΣΕ, τους θυ­μά­μαι με τα ονό­μα­τά τους, μια ομάδα που είχε φύγει από την ΟΚΔΕ, ο Νίκος ο Γιαν­νό­που­λος, μια ομάδα από το ΚΚΕ μλ με το Ρού­ντι το Ρι­νάλ­ντι, μια ομάδα από την Καλ­λι­θέα, μια ομάδα από του Γκύζη κ.λπ. Έγινε ένας γύρος συ­ζη­τή­σε­ων που κα­τέ­λη­ξε κά­ποιοι από αυ­τούς τους συ­ντρό­φους και τις συ­ντρό­φισ­σες να φτιά­ξουν τη νέα ΟΣΕ αλλά και να παρ­θούν και πρω­το­βου­λί­ες που δρο­μο­λό­γη­σαν άλλες κα­τα­στά­σεις. Εκεί γνώ­ρι­σα τον Αντρέα. Μου έκανε πάρα πολύ εντύ­πω­ση γιατί ήταν πολύ ομι­λη­τι­κός στα τετ-α-τετ, τις συ­ζη­τή­σεις και είχε μια με­γά­λη υπο­μο­νή, στις συ­ζη­τή­σεις σάλας ή των εκ­δη­λώ­σε­ων δεν εκ­φρα­ζό­τα­νε άμεσα. Αυτό δε ση­μαί­νει ότι δεν είχε τι να πει. Κρα­τού­σε ένα ρόλο ο οποί­ος στη συ­νέ­χεια φα­νέ­ρω­σε στο μυαλό μου τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του Αντρέα. Ποια ήταν αυτά; Η απλό­τη­τα και η οι­κο­νο­μία. Ο Αντρέ­ας ήταν η επι­το­μή της απλό­τη­τας και της οι­κο­νο­μί­ας σε όλες τις εκ­φάν­σεις του. Αυτό δη­λα­δή που οδη­γεί στην ουσία. Ήταν ένας πολύ ου­σια­στι­κός σύ­ντρο­φος και άν­θρω­πος, στην παρέα. Πολύ ου­σια­στι­κός.

Θα πω ένα πα­ρά­δειγ­μα. Σε δια­κο­πές στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 80 στη Χι­λια­δού, έχου­με να λύ­σου­με ένα πε­ρί­πλο­κο ζή­τη­μα. Εί­χα­με μόνο 1 ορ­θο­στά­τη και έπρε­πε να φτιά­ξου­με 1 τέντα. Με έναν ορ­θο­στά­τη και κά­ποια σχοι­νά­κια. Για να το κά­νου­με αυτό απο­συρ­θή­κα­με στη σκιά του βρά­χου, το συ­ζη­τή­σα­με, κα­τα­λή­ξα­με, πή­γα­με εκεί που ήταν τα υλικά στη μέση της πα­ρα­λί­ας και το υλο­ποι­ή­σα­με. Αυτό το πράγ­μα ήταν ο Αντρέ­ας σε όλη τη δια­δρο­μή. Κρα­τή­σα­με μια στενή σχέση προ­σω­πι­κή χωρίς ποτέ να εί­μα­στε κομ­μά­τι της ίδιας πα­ρέ­ας.

Έχει ακου­στεί σε αρ­κε­τές συ­ζη­τή­σεις του τε­λευ­ταί­ου δια­στή­μα­τος σχε­τι­κά με τη δια­δρο­μή του η απερ­γία της Τρά­πε­ζας Πί­στε­ως. Η Τρά­πε­ζα Πί­στε­ως είναι ο πρό­γο­νος της AlphaBank. Την ανα­φέ­ρω αυτή γιατί έχει μια με­γά­λη ση­μα­σία για την ιστο­ρία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.Ου­σια­στι­κά ήταν το κύ­κνειο άσμα του ρόλου της ΟΤΟΕ. Μετά από αυτή την απερ­γία η ΟΤΟΕ στα­μά­τη­σε να είναι ένας με­γά­λος και στα­θε­ρός βρα­χί­ο­νας του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Οι βρα­χί­ο­νες του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος ήτανε η ΠΟΕ-ΟΤΑ, η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ, η ΓΕ­ΝΟΠ-ΔΕΗ και η ΟΤΟΕ. Γιατί αυτοί οι κλά­δοι έχο­ντας χι­λιά­δες ερ­γα­ζό­με­νους το πώς θα εξε­λισ­σό­ταν μία μάχη που δί­να­νε ση­μα­το­δο­τού­σε και ευ­ρύ­τε­ρα την κα­τά­στα­ση στο πο­λι­τι­κό μέ­τω­πο και στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Το 1979, κάνω μία μικρή πα­ρέν­θε­ση, έχει ητ­τη­θεί η προ­σπά­θεια του Κων­στα­ντί­νου Μη­τσο­τά­κη ως υπουρ­γού Συ­ντο­νι­σμού τότε της Νέας Δη­μο­κρα­τί­ας να πε­ρά­σει ωρά­ριο στους τρα­πε­ζο­ϋ­πάλ­λη­λους. Έχουν νι­κή­σει οι τρα­πε­ζο­ϋ­πάλ­λη­λοι. 10 χρό­νια μετά ως πρω­θυ­πουρ­γός ο Μη­τσο­τά­κης ξε­κι­νά­ει μία μάχη που αφο­ρού­σε ει­δι­κά την τρά­πε­ζα Πί­στε­ως του Κω­στό­που­λου. Ήταν μια απερ­για­κή μάχη που κρά­τη­σε 56 ερ­γά­σι­μες μέρες, απερ­γία διαρ­κεί­ας δη­λα­δή της Πί­στε­ως από το Δε­κέμ­βρη του 1989 ως το Φλε­βά­ρη του 1990.

Είχε τη ση­μαία της αλ­λη­λεγ­γύ­ης από την πλευ­ρά του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και αυτό σή­μαι­νε ότι στα κε­ντρι­κά της Πί­στε­ως τότε στη Στα­δί­ου ένας με­γά­λος αριθ­μός αλ­λη­λέγ­γυων συ­νέρ­ρε­αν κάθε πρωί προ­σπα­θώ­ντας να ενι­σχύ­σουν την απερ­για­κή φρου­ρά που έκα­ναν οι ερ­γα­ζό­με­νοι προ­κει­μέ­νου να κρα­τη­θεί η απερ­γία. Κι έτσι κρα­τή­θη­κε τόσο με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα. Ο Κω­στό­που­λος ση­μα­το­δό­τη­σε την ανυ­πο­χώ­ρη­τη στάση της ερ­γο­δο­σί­ας με τη σύ­μπρα­ξη και την αμέ­ρι­στη στή­ρι­ξη της κυ­βέρ­νη­σης Κων­στα­ντί­νου Μη­τσο­τά­κη εκεί­νης της πε­ριό­δου. Αυτό ση­μαί­νει ότι τα ΜΑΤ ανέ­λα­βαν δράση από ένα ση­μείο και μετά και σε αυτές τις συ­μπλο­κές είχε τραυ­μα­τι­στεί και ο Αντρέ­ας. Ήτανε ξα­να­λέω η τε­λευ­ταία μάχη στο χώρο των τρα­πε­ζο­ϋ­παλ­λή­λων, δεν κέρ­δι­σε και από τότε ου­σια­στι­κά ή ΟΤΟΕ έπαψε να υπάρ­χει σαν μά­χι­μο συν­δι­κά­το. Θυ­μά­μαι ότι πρό­ε­δρος του σω­μα­τεί­ου της τρά­πε­ζας Πί­στε­ως ήταν ο Που­λα­ρί­κας από τις Συ­σπει­ρώ­σεις.

Με τον Αντρέα εί­χα­με συ­νερ­γα­στεί σε τρεις υπο­θέ­σεις. Πριν πω αυτές τις τρεις υπο­θέ­σεις που για μένα εί­χα­νε πολύ με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον και προ­σω­πι­κό και πο­λι­τι­κό να πω ότι ο Αντρέ­ας ήτανε η χαρά της συ­νερ­γα­σί­ας. Στην κυ­ριο­λε­ξία με αυτά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που είπα πριν ήταν η χαρά της συ­νερ­γα­σί­ας γιατί κου­βέ­ντια­ζε, κα­τέ­λη­γε, άκου­γε.Δεν έλεγε άποψη, ακού­γε, συμ­φω­νού­σε ή δια­φω­νού­σε, κα­τα­λή­γα­με και πη­γαί­να­με για την υλο­ποί­η­ση. Και αυτό ήταν και στην προ­σω­πι­κή του ζωή και στην πο­λι­τι­κή του ζωή. Αν όπως κά­να­με πι­τσι­ρι­κά­δες που μοι­ρά­ζα­με ομά­δες κι έπρε­πε να δια­λέ­ξου­με παί­κτες, ο πρώ­τος παί­κτης αν μου­λά­χαι­νε να δια­λέ­ξω θα ήταν ο Αντρέ­ας και αυτό το λέω με το χέρι στην καρ­διά. Δεν ήταν ποτέ ο πρω­τα­γω­νι­στής αλλά είχε πάντα πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο. Αυτό ήταν ένα πολύ βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Ήταν δη­λα­δή -θα μου επι­τρέ­ψε­τε να πω μία ανα­λο­γία- ο Σταύ­ρος Ξε­νί­δης στην πο­λι­τι­κή μας ζωή. Όσοι έχουν δει πα­λιές ελ­λη­νι­κές ται­νί­ες ο Ξε­νί­δης είναι στα­θε­ρός δευ­τε­ρα­γω­νι­στής αλλά βα­σι­κός και τέ­λειος κάθε φορά στο ρόλο που ανα­λαμ­βά­νει να παί­ξει.

Συ­νερ­γα­στή­κα­με λοι­πόν σε τρεις υπο­θέ­σεις. Έχο­ντας κά­ποια κοινά γύρω από τα τε­χνι­κά ζη­τή­μα­τα της κα­τα­σκευ­ές και τα λοιπά και μία δια­δρο­μή η οποία ήτανε εντυ­πω­σια­κά κοινή γιατί -κακά τα ψέ­μα­τα συ­ντρό­φισ­σές και σύ­ντρο­φοι- μετά από 42 χρό­νια από τότε που γνω­ρι­στή­κα­με, εί­μα­στε μία χού­φτα συ­ντρό­φισ­σες και σύ­ντρο­φοι που έχου­με πε­ρά­σει από τον ίδιο πο­λι­τι­κό φορέα συγ­χρό­νως, πα­ράλ­λη­λα και αδια­λεί­πτως. Δεν είναι απλό πράγ­μα αυτό. Δη­λα­δή οι ση­με­ρι­νοί ει­κο­σά­ρη­δες ή τρια­ντά­ρη­δες σύ­ντρο­φοι και συ­ντρό­φισ­σές αν κοι­τά­ξουν μπρο­στά και μπο­ρούν να φα­ντα­στούν με ποιους από τους ση­με­ρι­νούς συ­ντρό­φους και συ­ντρό­φισ­σες θα είναι μετά από 40 χρό­νια δεν είναι εύ­κο­λο να πουν με σι­γου­ριά με ποιους θα είναι και με ποιες θα είναι. Άρα είναι ση­μα­ντι­κό για μας που κά­να­με αυτή τη δια­δρο­μή ΟΣΕ, ΣΕΚ, ΔΕΑ συγ­χρό­νως και με τον ίδιο βη­μα­τι­σμό πα­ρό­τι κά­να­με και δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα σαν αρ­μο­διό­τη­τες, σαν υπο­θέ­σεις και τα λοιπά. 

Συ­νερ­γα­στή­κα­με άμεσα σε τρία πράγ­μα­τα. Το πρώτο ήτανε στην τε­χνι­κή επι­τρο­πή της ΟΣΕ. Πι­τσι­ρι­κάς ήμου­να και άρα έπρε­πε να φτιά­ξου­με από πά­γκους μέχρι αρ­χεία εφη­με­ρί­δας και τα λοιπά. Ήτανε θη­σαυ­ρός τότε γιατί εγώ σαν ει­κο­σά­χρο­νος, και τρια­ντά­χρο­νος ο Αντρέ­ας, εξη­γού­σε, ση­μειω­τέ­ων ότι δεν υπήρ­χαν και πολύ σύ­ντρο­φοι πάνω από 30-35 τότε, δη­λα­δή ο τρια­ντα­πε­ντά­ρης ήτανε πολύ πα­λιός σύ­ντρο­φος-ισ­σα.

Η δεύ­τε­ρη υπό­θε­ση που συ­νερ­γα­στή­κα­με ήταν σε κά­ποια φάση όπου έχο­ντας δρο­μο­λο­γή­σει η ΔΕΑ τη λει­τουρ­γία του Κυ­ρια­κά­τι­κου Σχο­λεί­ου Με­τα­να­στών (ΚΣΜ) και της Κί­νη­σης Απε­λά­στε το Ρα­τσι­σμό (ΚΑΡ) για κά­ποιο λόγο υγεί­ας σο­βα­ρό ο συ­ντο­νι­στής απο­σύρ­θη­κε για ένα δί­μη­νο πε­ρί­που και έπρε­πε να κα­λυ­φθεί αυτό το κενό. Και άρα ο Αντρέ­ας που ήταν μέλος του ΚΣΜ και της ΚΑΡ από την πρώτη μέρα και των δύο θε­σμών είχε ένα ρόλο και έπρε­πε να συ­νερ­γα­στού­με για να μπο­ρέ­σου­με να κρα­τή­σου­με τη λει­τουρ­γία τους τον πο­λι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό τους κ.λπ.. Ήταν μία άψογη συ­νερ­γα­σία. Νο­μί­ζω ότι θα τη θυ­μά­μαι σαν υπό­δειγ­μα συ­νερ­γα­σί­ας αυτή την υπό­θε­ση.

Και η τρίτη υπό­θε­ση που συ­νερ­γα­στή­κα­με ήταν τα πανό. Τα πανό συ­ντρό­φισ­σες και σύ­ντρο­φοι, συ­να­γω­νι­στές και συ­να­γω­νί­στριες ήταν κάτι που έδει­χνε το τα­λέ­ντο του Αντρέα σε μά­χι­μη βάση. Αυτό (σ.σ. το πανό για το Πο­λυ­τε­χνείο που ήταν κρε­μα­σμέ­νο στο χώρο της εκ­δή­λω­σης) είναι ένα πανό που έχει ζω­γρα­φί­σει στην κυ­ριο­λε­ξία ο Αντρέ­ας πάνω από 20 χρό­νια πριν.Αλλά υπάρ­χουν δε­κά­δες που είναι έργα τέ­χνης, δε­κά­δες. Με­ρι­κά φτια­χτή­καν τόσο βια­στι­κά που ήτανε απρό­σμε­νο το γε­γο­νός ότι ήταν τόσο άμεσα. Το βράδυ να ει­δο­ποι­η­θεί ο Αντρέ­ας ότι αύριο χρεια­ζό­μα­στε ένα πανό για αυτή την υπό­θε­ση, σου αφήνω τα υλικά εκεί και το θέ­λου­με αύριο το από­γευ­μα. Την άλλη μέρα πριν το με­ση­μέ­ρι με έπαιρ­νε ο Αντρέ­ας τη­λέ­φω­νο και μου έλεγε το πανό είναι έτοι­μο, είναι στο σπίτι μου. Θα το φέρω στη δια­δή­λω­ση είναι μή­κους τόσο και ύψους τόσο. Γιατί εγώ έβαζα την κορ­νί­ζα στα πανό. Αυτά που σε πολ­λές δια­δη­λώ­σεις έχετε δει με τους σω­λή­νες τους πλα­στι­κούς και έπρε­πε να κόψω το σκε­λε­τό που να ται­ριά­ζει με το πανό. Δεν έπεσε ποτέ ούτε ένα εκα­το­στό έξω. Τα πανό του Αντρέα θα δια­δη­λώ­νουν για πολ­λές κι­νη­το­ποι­ή­σεις ακόμα. Θα είναι μαζί μας, μαζί με την αγω­νι­στι­κό­τη­τα τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και το με­ρά­κι του συ­ντρό­φου που τον χά­σα­με αλλά είναι στην ψυ­χι­κή στο μυαλό μας.

Ετικέτες