Η απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις δεν βρίσκεται στο παρελθόν όσο κι αν αντλεί από αυτό εμπειρίες, κατακτήσεις και συμπεράσματα.
Τις τελευταίες μέρες έχει ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση/ αντιπαράθεση που εκτείνεται από τις παρέες και τα ΜΚΔ έως τις κυβερνήσεις και την Εκκλησία γύρω από το καλλιτεχνικό θέαμα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι. Μάλιστα η συζήτηση αυτή επικεντρώθηκε στο σκετς που «κατηγορήθηκε» ότι πρόσβαλε την χριστιανική θρησκευτική δοξασία επειδή είχε στηθεί ως dragshow με αρχαιελληνικές αναφορές, στο πρότυπο (υποτίθεται) του πίνακα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μυστικός Δείπνος. Η τελετή γενικά και το συγκεκριμένο σκετς ιδιαίτερα προκάλεσαν τον διχασμό στις κριτικές τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών. Οι ακροδεξιοί, η Εκκλησία, αμερικάνικα και διεθνή ΜΜΕ «διέρρηξαν τα ιμάτιά τους» για τις προσβολές στην πίστη και τη σεμνοτυφία τους. Εντούτοις βλέπουμε και κριτικές «απ΄τ’ αριστερά» τόσο επικριτικές για τη συνολική αισθητική και εννιολογική πρόταση όσο και διθυραμβικές για την προβολή των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, για το κομμένο κεφάλι της Αντουανέττας, για την απογοήτευση των ακροδεξιών...
Σε αυτή την συζήτηση μετέχουν πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Από το επίπεδο της Τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας έως τα πολιτικά και ιδεολογικά μηνύματα.
Τα επίπεδα διαπλέκονται και συνυπάρχουν. Υπάρχει Τέχνη που αποκαλύπτει και Τέχνη που καλύπτει. Αναπόφευκτα προκύπτει και η αντίστοιχη αισθητική. Τα προσχήματα όπως και η υποκρισία είναι κι αυτά «πλαστικά μέσα». Το imagine, το κομμένο κεφάλι της βασίλισσας, η προβολή των έμφυλων δικαιωμάτων ακόμη και η παρουσία της παλαιστινιακής ομάδας και σημαίας εμφανίζονται ως θεάματα και ως παραπετάσματα που κρύβουν τα «σκατά» (τη μαζική ταξική βία της εξουσίας, τους δεκάδες χιλιάδες κρατικούς ένστολους - ένοπλους, την εξαφάνιση των φτωχών και άστεγων στο ίδιο το Παρίσι των αγώνων έως την γενικευμένη καπιταλιστική βαρβαρότητα των οξυμένων ταξικών αντιθέσεων, του ρατσισμού και του πολέμου με έμφαση στη σύγχρονη γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ εναντίον των παλαιστινίων με την πλάτη της Δύσης, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, των οποίων η Γαλλία του Μακρόν αποτελεί πρωταγωνιστικό παράγοντα και διεκδικεί τον πρωτοπόρο ρόλο προτείνοντας πρόσφατα την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία με την αποστολή νατοϊκών στρατευμάτων). Δεν κρύβουν βέβαια τους πολιτικούς εγκληματίες που περήφανα επιδεικνύονται μέσα στα διαφανή αδιάβροχα- περιτυλίγματα, στις θέσεις των επισήμων.
Η σημερινή εξουσία, το σύγχρονο κράτος δεν έχει ανάγκη πλέον από (μοντέρνα) επιχειρήματα για να πείσει τους υπηκόους. Η μεταμοντέρνα εμφανιζόμενη αντίρρηση στην αποτυχία των «μοντέρνων καιρών» να λύσουν τα αδιέξοδα του ανθρώπινου πολιτισμού και στην καταστροφική παρακμή τους γίνεται βολικό «εργαλείο» του σύχγρονου καπιταλιστικού κράτους καθώς η αγορά διεισδύει παντού, ακόμη και στην ίδια την δημιουργική διαδικασία και επιχειρεί να εξασφαλίσει την υποταγή των υπηκόων (και των ίδιων των καλλιτεχνών) με τον εκμαυλισμό (δίπλα στην παραδοσιακή καταστολή). Η Τέχνη γίνεται«μηχανή του κιμά» που τα αλέθει όλα στο όνομα της αυτοκατάργησής της ως μέσο έκφρασης και κατανόησης του κόσμου, ριζικά διαφορετικό από τον Λόγο και την Επιστήμη. Καθίσταται έτσι, από απόπειρα γενίκευσης και αναζήτηση έκφρασης της κοινής εμπειρίας, διαθέσιμη δυνατότητα μεταμφίεσης και απόκρυψης σε κοινή θέα της πραγματική κρεατομηχανής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης που κυριολεκτικά σαπίζει και επισπεύδει προς την γενική καταστροφή.
Εντούτοις ο μεταμοντερνισμός δεν εμφανίζεται ως θέση, ή στυλ, δεν εμφανίζεται ως άποψη. Εμφανίζεται μόνο ως αντίρρηση. Και από αυτή την άποψη δεν «έχει» γενικά και επί της αρχής ούτε ταξικό ούτε πολιτικό ούτε ιδεολογικό πρόσημο. Ούτε καν «καλλιτεχνική ταυτότητα». Αντίρρηση η οποία από ορισμένη σκοπιά είναι δικαιολογημένη. Ο μοντερνισμός γεννήθηκε ως καλλιτεχνική έκφραση της ανατροπής του πρώιμου, καπιταλιστικού, απολυταρχικού κράτους και των αξιών του η οποία ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ πολιτικά. Η ρώσσικη πρωτοπορεία υπήρξε κορύφωση και η αρχή του τέλους. Αντίθετα εξελίχτηκε ως πλαίσιο για το σύχγρονο καπιταλιστικό κράτος. Μοντέρνα η επανάσταση, μοντέρνο και το κράτος! Τότε η «αέναη πρόοδος» φαινόταν ως η λυτρωτική διέξοδος όμως σήμερα μοιάζει χωρίς αμφιβολία επιταχυνόμενη πορεία προς την καταστροφή.
Το θέαμα της τελετής έναρξης των ΟΑ υπήρξε ένα μεταμοντέρνο «αριστούργημα»! Ήταν μία «κουρελού» (άσχετα και τυχαία κομμάτια υφάσματος ραμμένα μεταξύ τους) από σκετς διαφορετικών, αισθητικά, στυλ. Απ’ αυτή την σκοπιά σε κάποιον/α θα μπορούσε να αρέσει το ένα αλλά όχι το άλλο. Παρά ταύτα η «άποψη» θα πρέπει να υποστεί συνολική κριτική ειδάλλως δεν υφίσταται ως κριτική του έργου. Στο επίκεντρο εμφανίζεται το «περιεχόμενο» καθώς η «μορφή» (ταυτότητα της καλλιτεχνικής «γλώσσας») παραμερίζεται ως δευτερεύουσας σημασίας.
Ωστόσο το περιεχόμενο δεν είναι η «πρόταση» του υπογράφοντος το έργο. Το έργο το υπογράφει κυριολεκτικά ο curator. Ο Μακρόν και το γαλλικό κράτος. Η πολιτική σκοπιμότητα είναι εξόφθαλμη. Η δήθεν διεκδίκηση της κληρονομιάς της γαλλικής επανάστασης και των αξιών της. Διεκδίκηση επιλεκτική και όχι ασφαλώς επιλογές από την γαλλική ιστορία γενικά. Για παράδειγμα η κομμούνα του Παρισιού απλώς ήταν απούσα! Επειδή ωστόσο κάτι τέτοιο, δυόμιση αιώνες μετά είναι κάπως γελοίο, στην πραγματικότητα ο στόχος είναι η διεκδίκηση του «αντίπαλου δέους» απέναντι στην ακροδεξιά και μάλιστα με όρους (γαλλικής) συγκυρίας. Το «ακραίο κέντρο», η συγχώνευση κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς εμφανίζεται απέναντι στην (στρατηγικά ταυτόσημη σήμερα) ακροδεξιά και όχι ασφαλώς η οποιαδήποτε αριστερά και πολύ περισσότερο ριζοσπαστική. Γι αυτό το κομμένο κεφάλι της Αντουανέττας, γι αυτό η αναφορά στον Μυστικό Δείπνο, γι αυτό ακόμη και η βέβηλη εκτέλεση του Imagine.
Φυσικά δεν τίθεται ζήτημα κληρονομιάς καθώς η ουσιαστική κληρονομιά μιας επανάστασης δεν είναι η κοινωνία που εγκαθιδρύεται αλλά το επαναστατικό πνεύμα της ανατροπής και της υπέρβασης του σάπιου παρόντος.
Η σύγχυση της κριτικής απ’ τ’ αριστερά είναι αναμφισβήτητη καθώς σχεδόν κάθε εκδοχή της δεν καταφέρνει να αποφύγει την πρόσδεση στην ουρά των παραλλαγών της κυρίαρχης αντίληψης. Στο επίκεντρο εμφανίζεται η αντιπαράθεση για την αντιμετώπιση της «από τα πάνω» προωθούμενης καμπάνιας για τα έμφυλα δικαιώματα. Υπέρ ή εναντίον?
Το σημείο κλειδί είναι η σημασία και η λειτουργία του «ρεφορμισμού» και πολύ περισσότερο, στις μέρες μας, του «κρατικού ρεφορμισμού» με κύριο πολιτικό εκφραστή τον αναδυόμενο χώρο της «ακροκεντρώας» ταυτότητας. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού σε κάθε χώρα χωριστά και την πολιτική διαχείριση των αντιθέσεών του. Ο «ακροκεντρώος» ρεφορμισμός και ακόμη περισσότερο ο κρατικός ρεφορμισμός κάνει επιλογές σαφώς πιο ανώδυνες για το σύστημα σε σχέση με τις επιλογές μιας ρεφορμιστικής αριστεράς εκτεθιμένης στις ταξικές και κινηματικές πιέσεις, η οποία σήμερα απέρχεται από το ιστορικό προσκήνιο αν δεν έχει ήδη εξαφανιστεί. Απ’ αυτή την άποψη η διαφορά μεταξύ ακραίου κέντρου και ακροδεξιάς υπερτονίζεται με σκοπιμότητα και από τις δύο πλευρές καθώς αμφότερες αποτελούν συστημικές διαχειριστικές εκδοχές και καθόλου «λαϊκά κινήματα». Ταυτόχρονα ωστόσο, ακόμη κι αν αυτό προκύπτει ως «τελική ανάλυση», εκφράζουν σε έναν ορισμένο βαθμό πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις. Ο παράγοντας που απουσιάζει ώστε να ξεκαθαρίσει το ομιχλώδες, αντιφατικό αναδυόμενο σύγχρονο πολιτικό σκηνικό και να αποκαλύψει το νέο, ταξικά προσχηματικό, πολιτικό διπολισμό είναι η ίδια η αριστερά. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η υποχώρηση/ αποχώρηση του αντικαπιταλιστικού οράματος. Η αριστερά που δεν ευαγγελίζεται την κατάργηση της ιδιοκτησίας και του κράτους και τον σκοπό της ελευθερίας για όλους/ες/α με επίκεντρο την απελευθέρωση της εργασίας από το πλαίσιο της αγοράς, της έμφυλης καταπίεσης από την πατριαρχία και της βιωσιμότητας της Φύσης και του πλανήτη από την αδιάκοπη ανάπτυξη, αποτελεί γνήσιο συστατικό της μεταμοντέρνας αντίληψης, όπου όλα μπορούν να συνυπάρχουν σε μια κατακερματισμένη πραγματικότητα, απολύτως υποκειμενική και σίγουρα χωρίς κοινή προοπτική και προφανώς απελευθέρωση.
Η απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις δεν βρίσκεται στο παρελθόν όσο κι αν αντλεί από αυτό εμπειρίες, κατακτήσεις και συμπεράσματα. Η απάντηση στον «μεταμοντέρνο κόσμο» δεν είναι η επιστροφή στον μοντέρνο. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και άσκοπο. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στην ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κρατώντας από τις επαναστάσεις του παρελθόντος αφενός τη δυνατότητα και αφετέρου το επαναστατικό πνεύμα της ανατροπής του παρόντος ως διαδικασία που ταυτόχρονα οικοδομεί το (καλύτερο και διαφορετικό) μέλλον. Ξαναβρίσκοντας το νήμα και το νόημα μιας Τέχνης – γνωσιολογικό εργαλείο και απόλαυσης δίπλα και ανεξάρτητα από την Επιστήμη και τον Λόγο, διαδικασία έκφρασης των παθών των ανθρώπων, της κοινωνικής τους ζωής και του κοινού τους μέλλοντος.